Του Αγγελου Ποιμενίδη
Κυνηγετικά Νέα .
Η Καμπίσια πέρδικα με τη βουνίσια, δεν έχουν διαφορές πολλές στην εκλογή χώρου- στέκια, καταφύγια, ορμητήρια κλπ. Ούτε ακόμα στη φυσιολογία και τα μέσα βιοζωής τους. Ό,τι διαφέρει η προβατίνα από την κατσίκα στην προτίμηση του βοσκότοπου, το ίδιο διαφέρουν και τα τσίλια από τις βουνίσιες και, όπως θα πω παρακάτω, αν η βουνίσια πήρε τα βουνά και η καμπίσια πέρδικα τους κάμπους και το όνομα, το έκαμε, διότι κάπως πιο πολύ ταιριάζει με το σώμα και τον τρόπο της ζωής της ο κάμπος.
Μήπως ο ανθρώπινος κόσμος -άσπρος, μαύρος, κίτρινος και κόκκινος- επήρε εισιτήριο από τον δημιουργό και πήρε άλλος την Εδέμ με τα μήλα κι άλλος κληρονομιά την έρημο με τους χουρμάδες; Στο ντουνιά αυτόν ανοίχθηκε μια κιβωτός και ξεπετάχθηκε, άμα έσπασε, η πανσπερμία της ζωής. Χίμηξαν όλοι στην κατάκτηση του χώρου. Άλλοι κατέκτησαν τους καρπερούς κάμπους, άλλοι τα βουνά, άλλοι κόλλησαν στη θάλασσα και ζαρώνουν εκεί, άλλοι έμειναν κάτω από το χώμα και άλλα όντα επήραν τον αέρα.
Μα δεν σταμάτησαν εκεί που σκόρπισαν. Όποιος είχε κότσια γερά και κοφτερά δόντια, υποδούλωσε τον άλωνε και καλοζεί, αλλά πάντα με πόλεμο, γιατί ο “πόλεμος πάντων πατήρ”, δημιουργεί και εξελίσσει τα όντα. Αυτή τη φιλοσοφία μου την προσφέρει η βιολογία της καμπίσιας πέρδικας, σε σύγκριση με την βουνίσια.
Η βουνίσια κληρονόμησε τις πλαγιές, τα βουνά και τα κατσάβραχα και δεν πρόκειται να εκτοπισθεί απ΄ εκεί ωσότου να εξαφανισθεί πέρα για πέρα με την κατάκτηση του βουνού από τα πόδια του ανθρώπου και τις ρόδες των μηχανών του.
Η καμπίσια, όμως δεν είχε διάθεση να κληρονομήσει τους κάμπους, όπως λέει η επωνυμία της. Εκτοπίσθηκε σ΄ αυτούς και προσάρμοσε τον βίο της ανάλογα. Έχει ευκινησία μεγάλη και διάθεση να πετά σε τρανές αποστάσεις, σε σχέση με την χοντρή κυρά του βουνού, που μόνο λίγης περιοχής στέκια και καταφύγια γνωρίζει και χρησιμοποιεί.
Όταν λέμε κάμπους, εννοούμε τους απέραντους και επίπεδους χώρους, που τους προτιμούν επίσης και οι άνθρωποι και τα άλογα, γιατί η ζωή σ΄ αυτούς είναι εύκολη. Εύκολη βέβαια όταν δεν υπάρχουν οι διάβολοι, οι μπελάδες, το κυνηγητό, οι εχθροί και ο ασίγαστος πόλεμος. Όταν όμως αυτά δεν λείπουν, όταν σου χαλάνε το σπίτι και νύχτα μέρα σε κυνηγάνε, τότε αφήνεις τον κάμπο στα κουνούπια και αποτραβιέσαι στα βουνά για να σε φυλάξουν αυτά, γιατί δεν χαμηλώνουν.
Η καμπίσια πέρδικα, αυτό έπαθε σήμερα και ξαναγύρισε στα βουνά ζητώντας φιλοξενία στης ξαδέρφης της βουνίσιας τα γλαφυρά δώματα.
Σήμερα στην πατρίδα μας αυτό έγινε. Όταν ο κάμπος ισοπεδώθηκε με τις μπουλντόζες και δεν έμεινε χαντάκι για να κρυφτεί το πουλί, όταν κουρεύτηκαν οι θάμνοι και τα δέντρα “εν χρω”, όταν τα πρόβατα και τα σκυλιά, γεωργοί και τσομπάνηδες προστατεύουν πέρα για πέρα τον κάμπο, της καμπίσιας πέρδικας χάλασαν οι συνοικισμοί, τα σπίτια, τα στέκια της και αφανίστηκε..
Πουλιά του απέραντου και ξυρισμένου κάμπου, σήμερα, είναι τα κοράκια, τα γεράκια, οι αετοί. Αεροπλάνα είναι αυτά τα πετούμενα και οι πέρδικες αραμπάδες και ας λέγονται και αυτά “πετεινά του ουρανού”.
Η καμπίσια πέρδικα θέλει στέκια, καταφύγια, διαμονητήρια, ασφαλή και ύστερα το χωράφι και το κάμπο. Αυτός ελέγχεται από τα αρπακτικά και τα τσίλια δεν κάμνουν μονομαχίες. Παραδίνονται στα νύχια τους: “Σφάξε με αγά μ΄ ν΄ αγιάσω”.
Κάμποι ίσιοι, σαν τα εκτεταμένα χωματοαεροδρόμια του πρώτου Παγκοσμίου είναι αδύνατο να κρατήσουν τσίλια, αν δεν έχουν πεντέξι καταφύγια για στέκι ή κρυψώνα της καμπίσιας.
Τέτοια στέκια είναι:
1) Νεροφαγιές, βαθιές και όχι απλά χαντάκια, κατά μήκος του κάμπου με θάμνους ή ψηλά χορτάρια
2) Λόφοι πυκνοί με ανάλογες χαράδρες, πέτρες, χόρτα.
3) Θαμνωμένοι χώροι σαν χαμηλόδεντρα δάση, που και που σκόρπιοι μέσα στον κάμπο.
4) Μικρορεματιές με βατσινιές, τσαπουρνιές, αγκαθιές, που δεν εκχέρσωσαν οι γεωργοί.
5) Ποταμός ή ρυάκι που στις όχθες τους υπάρχουν δέντρα και πυκνή βλάστηση.
6) Χωράφια που σπέρνονται με φυτά ψηλόκορμα (καλαμπόκι, ήλιος, σκούπα, κανάβι κ.λ.π.).
7) Κάμπος με αμπέλια ή δεντρόκηποι (μουριές, μηλιές, ροδακινιές κ.λ.π.).
Αν τέτοια καταφύγια λείπουν από τον κάμπο, ζωή η καμπίσια πέρδικα δεν έχει, μολονότι από απόψεως τροφής και νερού υπάρχουν ευνοϊκές συνθήκες, ασύγκριτα ανώτερες, από τα βουνά της βουνίσιας πέρδικας. Σε τελευταία ανάλυση, η καμπίσια πέρδικα είναι βουνίσια. Δίχως καταφύγια και στέκια με θαμνωσιές και πυκνούρες, δεν έχει ζωή, μολονότι έχει το κουράγιο να πετά μακριά 2-3 χιλ/τρα δίχως σταθμό.
Αυτό φυσικά το προσόν της την διέσωσε ως ένα σημείο και ζει ακόμα σε μικρά λεκανοπέδια, όπως είναι του Νευροκοπίου, Παραμυθιάς ή του Τριγώνου του Έβρου.
Από τους μεγάλους κάμπους, όπως είναι ο Θεσσαλικός, αν δεν χάθηκε, θα χαθεί και θα περιοριστεί, όπως η πετροπέρδικα, στις πλαγιές των βουνών, με ασφαλέστερα καταφύγια. Αν σ΄ αυτά βρει την ησυχία της και πληθύνει -και πληθύνεται καταπληκτικά η κακομοίρα- οσμά πάλι στους κάμπους και τους κατακτά σ΄ ένα – δυό χρόνια, αν δεν κυνηγηθεί. Είναι πουλί που θέλει την απλωσιά, το μεϊντάνι, όπως το άλογο. Και είναι ευτύχημα για τους κυνηγούς ότι έχει τέτοια προσόντα η καμπίσια.
Με τα πετάγματα αυτά των 2-3 χιλιόμετρων, γνωρίζει χώρους απομακρυσμένους και αν τους χαρακτηρίσει η προτίμησή της για καταλλήλους, εγκαθίσταται σ΄ αυτούς και εγκαθιδρύει την αποικία της. Αν ιδεί ότι η διαβίωσή της είναι δύσκολη και προβληματική, κάμνει άλλα τέτοια σάλτα και προχωρεί. Έτσι, μπορώ να πω ότι η καμπίσια πέρδικα του Σιδηροκάστρου, μπορεί να μεταπηδήσει στους χώρους του Λαχανά, απ΄ εκεί στον Κολυνδρό και στα Γιαννιτσά. Από το λεκανοπέδιο της Φλώρινας στην Βεύη. Πτολεμαΐδα και απ΄ εκεί στην Θεσσαλία.
Σε πεντέξι χρόνια η καμπίσια πέρδικα μπορεί να κατακτήσει την ηπειρωτική Ελλάδα ολόκληρη, αν την αφήσουν ελεύθερη και ασύδοτη οι κυνηγοί, οι αρρώστιες και τα άλλα κακά συναπαντήματα που παρεμβάλλει η ζωή στην ζωή. Ας τα έχουν αυτά υπ΄ όψη τους οι ζωόφιλοι, θηραματόφιλοι και θηραματοτρόφοι, αν υπάρχουν -εννοείται- τέτοιοι σήμερα γύρω μας.
Και οι σκέψεις προς τις κατευθύνσεις αυτές από δω και πέρα πρέπει να μας διέπουν και όχι πως θα κάνουμε καλούς σκύλους και τελειότερα όπλα για να τις εξοντώσουμε.
Σήμερα έχουν πέσει τα κάστρα των θηραμάτων και κατέρρευσαν οι ακροπόλεις τους, μια και ο άνθρωπος με τις μηχανές του εξουσίασε κάθε απρόσιτο καταφύγιό τους. Πολύ περισσότερο μάλιστα τα καταφύγια της καμπίσιας, που είναι και πιο προσιτά και ευάλωτα.
Είναι αλήθεια ότι η καμπίσια πέρδικα έχει γνώση της μειονεκτικότητας και της αδυναμίας αυτής και προσάρμοσε τα μέσα της αμύνης της και παλεύει η δύστυχη με τη μοίρα της, τελειότερα από την βουνίσια πέρδικα. Τα εξοντωτικά όμως μέσα του κυνηγού σήμερα -που μόνο ελικόπτερο δεν χρησιμοποιεί- θα την εξαφανίσουν νωρίτερα από τη βουνίσια. Αυτό φάνηκε και το είδαν όσοι ζούνε στα μέρη που αφθονούσαν άλλοτε η πέρδικα αυτή και τώρα λιγόστεψε ή χάθηκε διαπαντός.
Στέκια της καμπίσιας πέρδικας, είναι όλος ο κάμπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε και βόσκησε με τις εκτινάξεις της, τις αλματικές σε απόσταση 2-3 χιλ/τρων σ΄ ένα σάλτο της. Το πέταγμα -τα άλματα- αυτό δεν είναι του φυσικού της, παρά το επιβάλλει η ανάγκη: Γίνεται εξ αιτίας του κυνηγήματος ή από ανάγκη ευρέσεως τροφής και ποτίσματος.
Αν κανείς έχει όλα τα αγαθά γύρω του, δεν το κουνάει και γίνεται νωθρός. Αν ο Ηπειρώτης είχε πλούσια γη και αφθονίες, δεν θα έπαιρνε τους δρόμους της ξενιτιάς. Η καμπίσια πέρδικα όταν δεν ενοχληθεί και έχει γύρω της ό,τι της χρειάζεται, ζει σαν την βουνίσια πολύ εντοπιστικά και έχουμε τέτοιαν εποχή που βλέπουμε την πέρδικα περιορισμένη στα στέκια της αυτά και τυποποιημένη τη ζωή της.
Είναι η αποχή πριν από το θέρος και πριν ν΄ αρπάξουν στα χέρια τους οι κυνηγοί τα όπλα τους. Τότε η καμπίσια πέρδικα, έχοντας σιμά τα καταφύγιά της (το βουναλάκι, τη νεροφαγιά, το δασάκι, την πυκνούρα της ακροποταμιάς κ.λ.π.) κινείται σε μια περιορισμένη έκταση και την βλέπεις και την ακούς κάθε μέρα. Όταν όμως θεριστεί ο κάμπος και απλωθούν τα γιδοπρόβατα στα θερισμένα χωράφια και χυθούν οι κυνηγοί με τα σκυλιά τους καταπάνω της, τότε η πέρδικα αλλάζει την στρατηγική της: Γίνεται πονηρή, καχύποπτη, νευρική, δύστροπη και “παίρνει τα μάτια της” και μετατοπίζεται. Η μετατόπιση αυτή μοιάζει με την αποδημία των πουλιών – ορτυκιών – τρυγονιών- και συμπίπτει ο χρόνος μετατοπίσεως, με την εποχή των αποδημιών των πουλιών (Σεπτέμβριος).
Νομίζω ότι το φαινόμενο αυτό οφείλεται στο ένστικτο, που υπάρχει και στην καμπίσια πέρδικα, όπως και στα ορτύκια, αλλά σε περιορισμένη, ένταση. Δεν είναι υπόθεσης ζωτική και απαραίτητη. Είναι μετατόπιση από ανάγκη ευρέσεως ζωτικού χώρου, λόγω πληθύνσεως της μάζας. Γίνεται δηλ. κάτι παρόμοιο που γίνεται στην κυψέλη της μέλισσας όταν γεννηθεί νέο σμήνος. Δεν αποκλείω και την αντίληψη ότι υπάρχει είδος καμπίσιας πέρδικας που έχει το ιδίωμα της μετανάστευσης.
Τέτοια μετατόπιση καμπίσιας πέρδικας παρατηρούμε στην Θράκη. Από την Ανατολική Θράκη μετατοπίζονται ορισμένα κοπάδια στην Δυτική, από την Κομοτηνή -ας πούμε- προς τους κάμπους των Υψάλων και τανάπαλιν. Χώροι που δεν διατηρούν κοπάδια καμπίσιας, μια ορισμένη εποχή, όχι όμως και τακτικά κάθε χρόνο, αποχτούν πέρδικες που ύστερα από λίγο καιρό χάνονται.
Οι μεταναστευτικές αυτές καμπίσιες πέρδικες, βόσκουν πεντέξι μέρες σ΄ έναν τόπο, τον μελετούν και αν δεν βρουν ενόχληση και αν τους καλοαρέση, μένουν αυτού. Αλλιώς το ρίχνουν πάλι στο ταξίδι με άλλους σταθμούς. Είναι οι ταξιδιάρες αυτές πέρδικες πολύ οργανωμένες και δυσκολοκυνήγητες. Βρίσκονται πάντα “στο πόδι” και είναι απροσέγγιστες. Έγραψα και άλλοτε για το θέμα αυτό και δεν επιμένω εδώ για περισσότερα.
Στέκια, καταφύγια ή ορμητήρια, η καμπίσια πέρδικα έχει τυποποιημένα και στερεότυπα διότι είναι λιγοστά στον κάμπο τα σφιχτά μέρη, που προηγουμένως αράδιασα. Της βουνίσιας όλα τα δάση και οι πυκνοθαμνιές μπορεί να είναι στέκια της, της καμπίσιας όμως, αυτά είναι λιγοστά και ευπρόσβλητα από τους κυνηγούς. Γι΄ αυτό η κακομοίρα εξασκήθηκε στο φευγιό και οι δυνατότητες διαφυγής της είναι ασύγκριτα μεγάλες από ό,τι της βουνίσιας.
Έχει συναίσθηση της αδυναμίας του οχυρού της και δεν επιμένει να δώσει μάχη αμυντική σ΄ αυτό.
Απομακρύνεται όλο το κοπάδι με ταυτόχρονο και “παταγώδες” πέταγμα και βγαίνει στ΄ ανοιχτά και εκεί προβάλλει την στρατηγική της με ελιγμούς της πεζοπορίας ή με πετάγματα ανοίγματος ενός και παραπάνω χιλιομέτρου ή με καταπληκτικό σε υπομονή και εμμονή ζάρωμα “ένα με τη γης”.
Είναι πονηρότατο και έξυπνο, όσο δε φαντάζεται ο άνθρωπος, πουλί ή καμπίσια και η λούφα της, αλεπουδίσια, μέσα στο χώμα, την καλαμιά, το οργωμένο χωράφι, δίπλα σε μια πετρίτσα ή σβωλάκι χώματος, είναι κάτι ασύλληπτο και θαυμαστό.
Εξίσου όμως θαυμαστά είναι και τα τεχνάσματα διαφυγής της, πριν ακόμα πλησιάσει ο διώκτης της, με το παρακολούθημα που κάμνει αθέατη, των κινήσεών του. Παίζει “το κυνηγητό” μαζί του στον κάμπο. Περπατάει και θαρρείς είναι φίδι και δεν διακρίνεται όταν έτσι σέρνεται στη γη που την περιπατεί ο άνθρωπος και την γυρεύει ο σκύλος και η καμπίσια δεν φαίνεται. Δεν φαίνεται γιατί απομακρύνεται πριν την προφτάσουν οι εχθροί της.
Και τους πεζούς τους έχει “στο χέρι της” και τους ξετρελαίνει, με λούφα και ποδαροφυγή και όχι ανόητο πέταγμα, που θα την φανέρωνε.
Και τα γεράκια ακόμα και τα άλλα αγρίμια ξεγελά με την αμίμητη αυτή λούφα της η καμπίσια πέρδικα. Μόνο ο σκύλος την πεθαίνει. Αυτός δεν κυνηγά τη σιλουέτα της παρά τη μυρωδιά της και σου την παρουσιάζει, αρκεί “να μην είναι στο πόδι”.
Αν η καμπίσια είχε την πρόνοια να χρησιμοποιεί για προφύλαξή της μονάχα την διαφυγή με το πόδι, θα ήταν ακαταμάχητη και ο κυνηγός δεν θα την έβαζε ποτέ στο σακούλι του.
Μα αυτό δεν γίνεται πάντα. Έχει τις ώρες που πιστεύει στη λούφα και εγκαταλείπει το ποδαροφυγιό. Τότε οι κυνηγοί τη θερίζουν σα μανιτάρια.
Έχει ακόμα και την αδυναμία να πιστεύει κάπως και στα “ξύλινα τείχη” του κάστρου της.
Τυχαίνει να βρίσκεται στο στέκι της με τους θάμνους ή δέντρα ή σε χωράφι με ψηλά χόρτα. Εκεί αν βρεθεί “εξαπίνης” κυνηγός και αν δεν τιναχτεί το κοπάδι για διαφυγή, επαφίεται στη στρατηγική της λούφας με μικρο-κινήματα γύρω από τα χόρτα και θερίζεται από τους κυνηγούς άδοξα σαν τα ορτύκια.
ΠΗΓΕΣ:
Φωτογραφίες : gpeppas - Internet