ΠΕΔΙΝΗ ΠΕΡΔΙΚΑ II - Τα πάντα για την Πεδινή Πέρδικα
|
---|
H πεδινή πέρδικα είναι είδος ιθαγενές της Ευρώπης και της Ασίας. Η γεωγραφική της εξάπλωση εκτείνεται από τη δυτική Ευρώπη (κεντρική-βόρειο Ιβηρική Χερσόνησο, Μ. Βρετανία, Ιρλανδία και Γαλλία) και φθάνει ανατολικά μέχρι τη βόρειο-κεντρική Ρωσία και τη δυτική Σιβηρία. Βόρεια, η εξάπλωση ξεκινά από το νότιο τμήμα της Σκανδιναβικής Χερσονήσου (Σουηδία και Φιλανδία), και φθάνει νότια μέχρι
τις μεσογειακές χώρες της Ευρώπης, τα βόρεια παράλια του Εύξεινου Πόντου, τον Καύκασο και τα δυτικά παράλια της Κασπίας Θάλασσας, την κεντρική Τουρκία και το βόρειο Ιράν.
Η πεδινή πέρδικα, μαζί με τον κολχικό φασιανό, είναι ίσως τα δημοφιλέστερα ενδημικά θηράματα παγκοσμίως. Προσπάθειες για εισαγωγή της πέρδικας στη Β. Αμερική άρχισαν ήδη από το 1790 στο Νιου Τζέρσει.Οι προσπάθειες εντάθηκαν και επεκτάθηκαν από το 1902-1922, και συνεχίσθηκαν και μέχρι το 1940 σε όλες σχεδόν τις πολιτείες των Η.Π.Α. και τις περιφέρειες του Καναδά. Σήμερα, μόνο 14 πολιτείες των Η.Π.Α. και 5 περιφέρειες του Καναδά έχουν πέρδικες. Ενδεικτικό της δημοτικότητας του πουλιού αυτού είναι ότι προσπάθειες εισαγωγής έγιναν και στη Ν. Ζηλανδία, Αυστραλία, Τασμανία, Χαβάη και Χιλή, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Ο τυπικός βιότοπος της πεδινής πέρδικας είναι οι ανοιχτές γεωργικές εκτάσεις, επίπεδες ή ελαφρά λοφώδεις, με
εύφορο αλλά ξηρό έδαφος. Ιδανικός είναι ο συνδυασμός δημητριακών με άλλες καλλιέργειες, χορτολιβαδικές εκτάσεις, φυσικούς φράχτες και χέρσα σημεία. Όσο πιο μικρό το μέγεθος των αγροτεμαχίων, τόσο το καλύτερο, ώστε οι πέρδικες μέσα στην περιοχή ενδημίας τους να έχουν μία ποικιλία βλάστησης. Χρήσιμη είναι επίσης η παρουσία πηγών νερού και θέσεων για αμμόλουτρα. Η πεδινή πέρδικα αποφεύγει τις ερημικές ή ξερικές περιοχές, απότομες ή βραχώδεις εκτάσεις, υγρότοπους και δασωμένες περιοχές. Με δυσκολία ανέχεται υψηλή υγρασία και βροχή, ιδίως κατά την αναπαραγωγική περίοδο.
Φωλιάζει σε μια ποικιλία βλάστησης: φυσικούς φράχτες, χορτολιβαδικές εκτάσεις, σε χωράφια σιτηρών και άλλες καλλιέργειες. Κυρίαρχο ρόλο δεν παίζει το είδος, αλλά η φυσιογνωμία της βλάστησης την εποχή της φωλεοποίησης. Το ύψος και η πυκνότητα της βλάστησης γύρω από τη φωλιά πρέπει να την προστατεύουν από ακραίες θερμοκρασίες και καιρικά φαινόμενα. Σημαντικό είναι το γεγονός επίσης ότι η φωλιά τοποθετείται στην άκρη ή την περίμετρο του φυτοκαλΰμματος ή κοντά σε κάποια εναλλαγή βλάστησης άρα οι άκρες είναι σημαντικές (κρασπεδικοί βιότοποι). Η φύση βέβαια, είναι γεμάτη εκπλήξεις. Ο Δρ. Πότς, ερευνητής και μετέπειτα διευθυντής του Βρετανικού Οργανισμού Θήρας κάποτε έψαχνε για φωλιές στη Γερμανία. Ένας αγρότης τον πήγε σε ένα εγκαταλειμμένο δίπατο σπίτι που χρησιμοποιούσε για αχυρώνα. Σε κάθε ένα από τα 9 δωμάτια και στους δυο ορόφους, υπήρχε από ένα ζευγάρι πέρδικες που κλωσούσαν κανονικά σε φωλιές φτιαγμένες από άχυρο.
Οι οικογένειες με νεοσσούς επιλέγουν βιότοπο ανάλογα με τη διαθεσιμότητα της εντομοπανίδας και τη δομή της βλάστησης. Οι θέσεις αυτές πρέπει να έχουν έδαφος καθαρό και η βλάστηση να μην είναι πυκνή στη βάση, ώστε οι νεοσσοί να μπορούν να ακολουθούν τους γονείς. Επίσης, η βλάστηση πρέπει να έχει επαρκές ύψους και σκέπη για κάλυψη.
Το φθινόπωρο και το χειμώνα, τα κοπάδια χρησιμοποιοΰν ανοιχτές εκτάσεις, κυρίως οργωμένα χωράφια. Όταν οι καιρικές συνθήκες είναι ιδιαίτερα δυσμενείς, καταφεύγουν σε ακαλλιέργητα σημεία, θαμνοσυστάδες και άλλες προστατευμένες θέσεις. Και στις περιπτώσεις αυτές, οι θέσεις κατάκλισης βρίσκονται σε απόσταση μικρότερη από 50 μ από την άκρη των αγροτεμαχίων.
Ξη
Οι πέρδικες είναι ανθεκτικά πουλιά. Μπορούν με το αποθηκευμένο λίπος μόνο, να αντέξουν τρεις μέρες χωρίς τροφή στους -18οC. Σε μαλακό χιόνι μπορούν να σκάψουν για τροφή μέχρι βάθος 35 εκ. Μόνο όταν παγώσει το χιόνι έχουν πρόβλημα και παρατηρούνται μαζικοί θάνατοι. Όταν είναι να κοιμηθούν και κάνει πολύ κρυό, μαζεύονται όλες μαζί δίπλα-δίπλα. Όταν το χιόνι είναι πάνω από 30 εκ., σηκώνονται στον αέρα, παίρνουν ύψους, βουτούν μέσα στο χιόνι και παραμένουν στις τρύπες αυτές, όπου η θερμοκρασία είναι 2-3οC υψηλότερη.
Αναπαραγωγική διαδικασία-Κοινωνική συμπεριφορά
Το ζευγάρωμα αρχίζει από τα μέσα Ιανουαρίου και διαρκεί μέχρι τον Φεβρουάριο, ανάλογα με τον καιρό. Τα υπάρχοντα ζευγάρια ξανασμίγουν, όταν ζουν και οι δυο σύζυγοι και το ζευγάρι είναι πετυχημένο. Η κοινωνία είναι μητριαρχική, και έτσι μετακινούνται τα αρσενικά εκτός κοπαδιού για να βρουν σύντροφο. Ένα θηλυκό μπορεί να αλλάξει συντρόφους μέχρι να κατασταλάξει (έχει καταγραφεί μέχρι και 5 φορές). Η διασπορά αυτή εμποδίζει την αιμομιξία και ευνοεί την γενετική ποικιλομορφία.
Η κινητικότητα των περδίκων είναι μικρή. Οι συνήθεις μετακινήσεις από την χειμερινή περιοχή στην περιοχή αναπαραγωγής στις Η.Π.Α. ήταν μέχρι 600 μ (86%), μέχρι 1100 μ (12,5%) και 2-5 χιλ. (1,5%). Παρομοίως, στη Γαλλία το 90-95% των πουλιών μετακινήθηκε σε αποστάσεις 500-1500 μ, ενώ η μέγιστη απόσταση ήταν 3400 μ. Ακόμη και σε περιπτώσεις απελευθερώσεων, το 78% μετακινήθηκε σε αποστάσεις μέχρι 2 χιλ. Συνεπώς, η «ακτινοβολία» των πουλιών από τα καταφύγια σε γειτονικές περιοχές είναι μάλλον μύθος, ιδίως αν τα καταφύγια είναι μεγάλα σε έκταση. Οι πέρδικες τόσο σε ζευγάρια, όσο και κοπάδια, καταλαμβάνουν συγκεκριμένη περιοχή μέσα στην οποία ζουν, που ονομάζεται περιοχή ενδημίας. Τα ζευγάρια αρχίζουν σταδιακά να απομονώνονται και τα γεωγραφικά όρια των περιοχών να γίνονται σαφέστερα, αλλά παρ' όλα αυτά υπάρχει αλληλοκάλυψη των περιοχών.
Η αναπαραγωγική περίοδος αρχίζει από τα τέλη Μαρτίου ή αρχές Απριλίου, ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος. Ο αριθμός αυγών κυμαίνεται από 10-20, με μέση τιμή 13-17. Η πέρδικα είναι ίσως το μοναδικό πουλί με τόσο μεγάλο αριθμό αυγών ανά μονάδα βάρους του σώματος. Ο ρυθμός ωοτοκίας είναι 1 αυγό ανά 1-2 ημέρες και ο χρόνος επώασης 25 μέρες. Ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό της πεδινής πέρδικας είναι ότι κατά τη διάρκεια της ωοτοκίας, σκεπάζει τη φωλιά και τα αυγά με ένα στρώμα από ξερά χόρτα πάχους περίπου 2-3 εκ., που αφαιρείται όταν αρχίσει η επώαση. Η πεδινή πέρδικα είναι ατέρμονη ωοτόκος. Αν η φωλιά καταστραφεί, φτιάχνει δεύτερη φωλιά. Αυτές περιέχουν μικρότερο αριθμό αυγών από τις πρώτες (περίπου τα 2/3). Η πέρδικα δεν επαναφωλεοποιεί αν έχουν περάσει 10 ημέρες από την έναρξη της επώασης. Αναθρέφει μόνο μία νεοσσιά κάθε χρόνο. Μετά το πέρας της αναπαραγωγικής περιόδου, τα πουλιά κοπαδιάζουν.
Η βασική δομή του κοπαδιού αποτελείται από μία οικογένεια, δηλ. τους γονείς και τους νεοσσούς. Σε αυτήν μπορούν να προστεθούν ένα ή περισσότερα ανεπιτυχή ζευγάρια (χωρίς νεοσσούς), μεμονωμένα άτομα ή και νεοσσοί που έχασαν τους γονείς τους. Τα κοπάδια στις αρχές του φθινοπώρου αρχίζουν και εγκαθίστανται στις χειμερινές περιοχές ενδημίας.
Τροφικές συνήθειες
Η τροφή των ενηλίκων ατόμων αποτελείται από σπόρους δημητριακών και ζιζανίων, πράσινα φύλλα και πράσινα μέρη ποωδών φυτών, δημητριακών και μηδικής (τριφύλλι), και σε μικρότερο ποσοστό από έντομα. Το φθινόπωρο και ένα μεγάλο μέρος του χειμώνα, κυριαρχούν οι σπόροι δημητριακών (50-76%) και ζιζανίων (35-40%). Από τα τέλη του χειμώνα ως τις αρχές της άνοιξης, επικρατούν τα πράσινα μέρη των φυτών (68-92%), και από τα τέλη της άνοιξης και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού επικρατούν οι σπόροι των ζιζανίων (18-54%) και τα πράσινα μέρη (ΙΟΙ 4%). Η λήψη εντόμων αυξάνεται σταδιακά μέχρι και 13%. Οι νεοσσοί τρέφονται τις δυο πρώτες εβδομάδες σχεδόν αποκλειστικά με ζωική τροφή (έντομα) σε ποσοστό 90-95% και το υπόλοιπο σε σπόρους (σε αντίθεση με άλλα είδη περδίκων που τρέφονται μόνο τη πρώτη εβδομάδα με έντομα). Την τρίτη εβδομάδα, φυτική και ζωική ΰλη συμμετέχουν σε ίσο ποσοστό, ενώ την τέταρτη εβδομάδα η φυτική ΰλη φθάνει το 97%. Μέχρι τις 10 πρώτες ημέρες, οι νεοσσοί δεν μπορούν καν να πέψουν σπόρους. Αυτό τονίζει τη σημασία των εντόμων στη διατροφή των νεοσσών και είναι ίσως η αχίλλειος πτέρνα της πέρδικας.
Η χρυσή εποχή
Προτού αναφερθούμε στις αιτίες μείωσης της πέρδικας, ας δούμε για λίγο τη χρυσή εποχή, τότε που η πέρδικα ήταν η βασίλισσα των κάμπων της Ευρώπης. Από τον Μεσαίωνα ακόμη, η πέρδικα προσφερόταν σαν θήραμα για ιερακοθηρία, δηλαδή το κυνήγι με γυμνασμένα γεράκια. Με την εμφάνιση των πυροβόλων όπλων, άλλαξε η μορφή του κυνηγίου. Ο κυνηγός χρησιμοποιούσε εμπροσθογεμές όπλο και σκύλο φέρμας για να εντοπίζει τις πέρδικες. Μετά την περίοδο 1870-1890 και την τελειοποίησης των οπισθογεμών πυροβόλων όπλων, άλλαξε και πάλι ο τρόπος, κυρίως στους κύκλους των ευγενών και των εύπορων γαιοκτημόνων. Οι κυνηγοί παρατάσσονταν σε μία σειρά και παγανιστές ξεσήκωναν και έδιωχναν τα πουλιά, ώστε να περάσουν πετώντας πάνω από τα «τουφέκια».
Η πυκνότητα των πληθυσμών της πέρδικας ήταν μεγάλη, ιδίως μέχρι τα μέσα του
προηγούμενου αιώνα. Σε μερικά αγροκτήματα της Αγγλίας έφθαναν τα 190-580 πουλιά / τετρ. χλμ. Οι ημερήσιες καρπώσεις έφταναν τις αρκετές εκατοντάδες. Στο αγρόκτημα του Λόρδου Λοντεσπμόρο στο Γιόρκσάιρ, χτυπήθηκαν 1540 πουλιά σε 4 ημέρες κυνηγίου, το 1884. Η μέγιστη καταγεγραμμένη ημερήσια κάρπωση στην Αγγλία ήταν 2070 πουλιά (1952). Στην Τσεχοσλοβακία, τον 19ο αιώνα η κάρπωση έφθασε τα 4000 πουλιά σε μια μέρα.
Στα αγροκτήματα των ευγενών και εύπορων γαιοκτημόνων, ημερήσιες και ετήσιες καρπώσεις καταγράφονταν με κάθε λεπτομέρεια είχαν από τότε ΑΡΤΕΜΙΣ. Αυτό διότι ο αριθμός των πουλιών αντικατόπτριζε το επίπεδο διαχείρισης του αγροκτήματος, και οι διακυμάνσεις, τις επιδράσεις του φυσικού περιβάλλοντος στους πληθυσμούς των πουλιών.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της χρυσής εκείνης εποχής ήταν ο Άγγλος Λόρδος ντε Γκρέυ (Μαρκήσιος του Ρίπον), και αξίζει να σταθούμε λίγο σε αυτόν.
Την εποχή εκείνη οι ευγενείς παράγγελναν τα δίκαννα όπλα τους σε ζεύγη στους ξακουστούς οπλουργούς του Λονδίνου. Χρησιμοποιούσαν ένα βοηθό ο οποίος, ενώ ο κυνηγός έριχνε, αυτός γέμιζε το δεύτερο όπλο, έπαιρνε το άδειο, γέμιζε πάλι, κλπ. Ο Λόρδος ντε Γκρέυ παράγγελνε τα όπλα του σε τριάδα από τον φημισμένο οίκο Πύρντευ , και μάλιστα με κοκόρια (εξώσφυρα). Χρησιμοποιούσε δύο βοηθούς για γεμιστές. Ήταν εξαίρετος σκοπευτής - λέγεται ότι σε μία φάση είχε 5 πουλιά κτυπημένα στον αέρα, πριν να πέσουν στο έδαφος. Το προσωπικό του ρεκόρ ήταν 300 πέρδικες σε μία μέρα. Κατά τη διάρκεια της ζωής του είχε χτυπήσει 556.813 θηράματα. Πέθανε το 1923 από καρδιακή ανακοπή σε ένα κυνήγι μπεκατσινιού στη Σκωτία.
Αιτίες παγκόσμιας μείωσης πληθυσμών
Οι πληθυσμοί της πεδινής πέρδικας υπέστησαν σημαντική μείωση, κυρίως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Η μείωση αυτή ήταν μεγαλύτερη στην Ευρασία, και μικρότερη στην Αμερική. Αιτία ήταν οι μεγάλες μεταβολές που συντελέσθηκαν στον τομέα της γεωργίας,. Τα διάφορα γεωργικά φάρμακα, σε συνδυασμό με την υποβάθμιση του αγροτικού τοπίου ήταν οι βασικοί λόγοι που οδήγησαν στο αποτέλεσμα αυτό.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι ετήσιες καρπώσεις στη Βρετανία έφθαναν τα 2 εκατομμύρια πέρδικες, στη Γαλλία τα 4 εκ., στην Τσεχοσλοβακία τα 2,4 εκ. και στην Ουγγαρία το 1,3 εκ. Μετά τον πόλεμο, η μείωση έφθανε το 50-80% σε ορισμένες χώρες, και σε μερικές από αυτές αυτό
σήμαινε ολική απαγόρευση του κυνηγίου της πέρδικας.
Στη Βρετανία, η κάρπωση έπεσε στο 1 εκ. πέρδικες, στη Γαλλία στα 2,2 εκ., ενώ η Ουγγαρία και η Τσεχοσλοβακία αναγκάσθηκαν να απαγορεύσουν εντελώς το κυνήγι του είδους αυτοΰ. Υπολογίζεται ότι συνολικά πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η ετήσια κάρπωση στην Ευρασία ήταν 18,5 εκ. πουλιά, ενώ μετά έπεσε μόλις στα 3,8 εκ. Στις Η.Π.Α. πρίντο Πόλεμο, η κάρπωση ανέρχονταν σε 1,1 εκ. πέρδικες ετησίως, ενώ μετά υπήρξε μείωση κατά 30% περίπου. Ο Καναδάς παρέμεινε σχεδόν ανεπηρέαστος, με ετήσια κάρπωση 200 χιλ. πέρδικες περίπου. Η χρήση των φαρμάκων άρχισε την δεκαετία του 1950 και κατά το διάστημα 1955-1975, εξαπλώθηκε σε όλη την Ευρώπη, παρ' όλο που σε μερικές περιοχές της Γαλλίας, η χρήση τους άρχισε μόλις το 1970.
Οι δυο κατηγορίες φαρμάκων που θεωρούνται υπεύθυνες για τη μείωση, είναι τα εντομοκτόνα και τα ζιζανιοκτόνα. Τα πρώτα, είναι υπεύθυνα απ' ευθείας για τη μείωση της εντομοπανίδας, και για είδη που ήταν σημαντικά στην διατροφή των νεοσσών της πέρδικας, μέχρι την ηλικία των 6 εβδομάδων. Τα ζιζανιοκτόνα είχαν έμμεση επίδραση, διότι μείωναν τα ζιζάνια, που όμως αποτελούσαν το ενδιαίτημα πολλών ειδών εντόμων, που περιλαμβάνονταν στο διαιτολόγιο των νεοσσών. Ακόμη, η μείωση της πυκνότητας των ζιζανίων, εμπόδιζε την εξάπλωση και διασπορά κάποιων εντόμων με μειωμένες ικανότητες πτήσης. Αυτό είχε και σαν συνέπεια την άνιση κατανομή των εντόμων, με αποτέλεσμα οι οικογένειες με νεοσσούς να καταναλίσκουν περισσότερη ενέργεια για την εξεύρεση της τροφής.
Ο Δρ. Πότς, από τις αρχές τις δεκαετίας του 1970, πρώτος επεσήμανε την αρνητική επίδραση των γεωργικών φαρμάκων στην εντομοπανίδα, και κατ' επέκταση στην επιβίωση των νεοσσών, με μετρήσεις σε συγκεκριμένες ομάδες εντόμων. Η θνησιμότητα των νεοσσών από το 1903 μέχρι το 1952 στην Βρετανία και την Ευρώπη κυμαίνονταν από 29-33%. Την περίοδο 1953-1961 το ποσοστό αυξήθηκε στο 37-50%, ενώ για την περίοδο 1962-1985 έφθασε το 51-67% στην Βρετανία, και το 45% περίπου στην υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη, από την χρήση των ζιζανιοκτόνων, επήλθε σημαντική αλλαγή στη σύνθεση της χλωρίδας των ζιζανίων. Ορισμένα είδη αποτελούν σημαντική πηγή τροφής, τόσο για τους νεοσσούς, όσο και για τις ενήλικες πέρδικες.
Η άμεση επίδραση των φυτοφαρμάκων στην πέρδικα δεν είναι πάντα εμφανής.
Είναι σχετικά λίγες οι περιπτώσεις απ' ευθείας θανάτων από φυτοφάρμακα, αλλά αυτό δεν αποκλείει έμμεσες παρενέργειες στον οργανισμό, που τις καθιστούν ίσως περισσότερο ευάλωτες σε αρπακτικά ή ασθένειες. Σε εργαστηριακά πειράματα, ορισμένα ζιζανιοκτόνα προκαλούσαν μείωση της ωοπαραγωγής ή αποδείχθηκαν θανατηφόρα για τα έμβρυα, αν τα αυγά ψεκάζονταν με αυτά. Πέρα από τα φυτοφάρμακα, οι διαρθρωτικές αλλαγές που επήλθαν στη γεωργία, άλλαξαν σε μεγάλο βαθμό την εικόνα των αγροτικών οικοσυστημάτων. Χάθηκε η ποικιλία των καλλιεργειών και τα μικρά χωράφια συγχωνεύθηκαν σε μεγαλύτερα με επακόλουθο την εξαφάνιση των φυσικών φραχτών, φυσικών συνόρων και τεμαχίων φυσικής βλάστησης ανάμεσα τους. Η εκμηχάνιση της γεωργίας και η οικονομική αποδοτικότητα οδήγησαν σε εξειδίκευση της παραγωγής, μονοκαλλιέργεια, και αύξηση του μεγέθους των χωραφιών.
Η χρήση γεωργικών μηχανημάτων επιτάχυνε τον θερισμό, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν εναλλακτικές θέσεις κάλυψης σε γειτονικά αγροτεμάχια. Έρευνες απέδειξαν ότι η πυκνότητα του πληθυσμού των ενηλίκων (γεννητόρων) εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα και κατανομή θέσεων κάλυψης (φυσικών φραχτών, μη καλλιεργήσιμων σημείων), και επηρεάζεται αρνητικά από την αύξηση του μεγέθους των αγροτεμαχίων. Η αύξηση του μεγέθους των χωραφιών, μείωσε το φαινόμενο των κρασπεδικών βιοτόπων («άκρης»). Όλα τα παραπάνω μείωσαν τις θέσεις φωλεοποίησης και τις θέσεις για τα κοπάδια.
Διαχείριση
Στο παρελθόν, όταν η γεωργία ήταν πιο οικολογική, η διαχείριση συνίστατο κυρίως στην ελαχιστοποίηση της επίδρασης των αρπακτικών πάνω στην πέρδικα. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Μ. Βρετανίας, όπου μέχρι τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν 25.000 θηροφύλακες στα μεγάλα αγροκτήματα, επιφορτισμένοι με τη φροντίδα των θηραμάτων και τον έλεγχο των αρπακτικών. Ήταν τόσο απηνής η δίωξη των αρπάγων, που μερικά από τα είδη αυτά έφθασαν κοντά στην εξαφάνιση.
Η στενή παρακολούθηση της πορείας των θηραμάτων ήταν η άλλη μέθοδος που ακολουθούνταν. Χαρακτηριστική επίσης ήταν η μέθοδος Γιούστον που συνίστατο στο να παίρνονται τα αυγά από τις φωλιές όταν είχε αρχίσει η πέρδικα να κλωσά, και να αντικαθίστανται με ψεύτικα. Τα αυγά τοποθετούνταν για εκκόλαψη σε κότες-νανάκια και λίγο πριν να εκκολαφθούν, επιστρέφονταν πάλι στις φυσικές μητέρες. Έτσι προσπαθούσαν να ελαχιστοποιήσουν τις απώλειες από αρπακτικά και τους άλλους φυσικούς παράγοντες.
Σήμερα φυσικά, που οι βιότοποι έχουν υποβαθμισθεί, χρειάζεται η επέμβαση του ανθρώπου πρώτιστα σε αυτόν τον τομέα. Με την αγρανάπαυση, τη δημιουργία φυσικών φραχτών και ειδικών χέρσων λωρίδων για την ανάπτυξη φυσικής βλάστησης Ι γύρω από τα χωράφια, με την τεχνητή εναλλαγή των καλλιεργειών (σπορές ειδικά για θηράματα), μπορεί ο βιότοπος να βελτιωθεί σημαντικά και να γίνει πιο φιλόξενος. Ο ψεκασμός με φυτοφάρμακα μπορεί να γίνεται 5-6 μέτρα από την άκρη των χωραφιών, ώστε να υπάρχει μια αράντιστη ζώνη για να τρέφονται οι οικογένειες με μικρά περδικόπουλα. Ο έλεγχος αρπακτικών μπορεί και πρέπει να γίνεται με προσοχή, ώστε σπάνια είδη να προστατεύονται και η ποικιλομορφία της πανίδας να διαφυλάσσεται. Βέβαια, ποτέ δεν θα φθάσουμε το χθες, αλλά θα υπάρχει μία ενδιάμεση, και σαφώς καλύτερη, κατάσταση.
Η πεδινή πέρδικα στην Ελλάδα
Η πεδινή πέρδικα αποτελούσε κοινό είδος στην Ελλάδα πριν την δεκαετία του 1960. Η γεωγραφική της κατανομή περιλάμβανε το μεγαλύτερο τμήμα της ηπειρωτικής Ελλάδας, πλην Πελοποννήσου. Στις αρχές του προηγουμένου αιώνα έφθανε μέχρι την Αττική και τον Ισθμό της Κορίνθου. Τον 19ο αιώνα υπήρχε και στην Ήπειρο, συμφωνά με μαρτυρίες ξένων περιηγητών. Σήμερα η γεωγραφική της κατανομή περιλαμβάνει τη Θράκη, Μακεδονία και Θεσσαλία μέχρι την Ελασσόνα.
Ζει συνήθως μέχρι υψόμετρο 600μ περίπου, αλλά στο Όρος Μενοίκιο παρατηρήθηκε μικρός πληθυσμός στα 1300 μ. Ακραία περίπτωση είναι στο Όρος Γράμμος (2300 μ). Οι μετακινήσεις αυτές έγιναν μάλλον λόγω πίεσης από ανθρώπινες δραστηριότητες (μετά το 1981 στις Σέρρες).
Οι πληθυσμοί της πέρδικας άρχισαν να μειώνονται ραγδαία από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, λόγω των διαρθρωτικών αλλαγών στη γεωργία και στο αγροτικό τοπίο, και των φυτοφαρμάκων. Η χρήση στρυχνοσίταρου («κόκκινο σιτάρι») για τον έλεγχο των τρωκτικών στα τέλη της δεκαετίας του 1980, προκάλεσε μαζικούς θανάτους σε πολλές περιοχές και έδωσε ένα καίριο πλήγμα στην πέρδικα. Παρά τις απώλειες όμως, υπάρχουν ακόμη ικανοί πληθυσμοί πέρδικας στη χώρα μας υπάρχει ακόμη ελπίδα. Από μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε το 1993-1994 με ερωτηματολόγια στα δασαρχεία όλης της χώρας, υπολογίσθηκε ότι η μέση πυκνότητα πληθυσμού ήταν 6-27 πουλιά /τετρ. χλμ. (0,8-3,6 ζευγάρια Χ 7,7), ενώ σε περιοχές των Νομών Κοζάνης και Θεσσαλονίκης η πυκνότητα έφθανε τα 50-95 πουλιά /τετρ. χλμ. (6,5-12,5 ζευγάρια).
Εξαιρετικές πυκνότητες καταγράφηκαν στην περιοχή Ωραιοκάστρου Θεσσαλονίκης την περίοδο 1989-1992, όπου οι πυκνότητες μετά το τέλος της αναπαραγωγικής περιόδου έφθαναν τις 107-182 πέρδικες ανά τετρ. χλμ. Αντίστοιχα, οι πυκνότητες στη Γερμανία είναι 6-18 πέρδικες ανά τετρ. χλμ., στη Πολωνία 12-94, ενώ στη Γαλλία είναι κατά μέσο όρο 80 και σε μερικές περιοχές φθάνει τα 130-150 πουλιά ανά τετρ. χλμ. Στην Αμερική κυμαίνεται από 2-15 πουλιά ανά τετρ. χλμ. και σε μερικές περιοχές φθάνει τα 15-84, ενώ στον Καναδά φθάνουν τα 32-54 άτομα ανά τετρ. χλμ.
Ποιο είναι το μέλλον
Η πεδινή πέρδικα έχει αφεθεί στην τύχη της. Συγκαταλέγεται ακόμη στον Πίνακα Θηρεΰσιμων Ειδών, αλλά το κυνήγι της έχει σταματήσει από το 1981. Παρά το καθεστώς πλήρους προστασίας εδώ και 14 χρόνια, οι πληθυσμοί της δεν έχουν αυξηθεί - το αντίθετο μάλιστα. Το κυνήγι λοιπόν δεν ευθύνεται για τη μείωση της. Η μόνη προσπάθεια για αναπληθυσμό του είδους στην Ελλάδα, έγινε το 1987 με τη συνεργασία 5 κυνηγετικών συλλόγων (τριών αθηναϊκών, Θήβας και Κιάτου). Παραγγέλθηκαν 650 πέρδικες από εκτροφείο στη Δανία και απελευθερώθηκαν στις περιοχές Κωπαϊδας, Μουρικίου Θηβών και Κιάτου. Δυστυχώς οι πέρδικες δεν επιβίωσαν. Σήμερα γίνονται μεμονωμένες προσπάθειες μικρής κλίμακας από μερικές κυνηγετικές οργανώσεις, με πέρδικες ελληνικής προέλευσης.
Χρειάζεται να αναληφθεί μία οργανωμένη προσπάθεια σε βάθος χρόνου. Πρέπει να λειτουργήσει εκτροφείο που θα παράγει ικανό αριθμό περδίκων για απελευθέρωση. Παράλληλα, μπορεί να γίνεται σύλληψη αγρίων περδίκων, με ειδική άδεια, και απελευθέρωση σε επιλεγμένα σημεία. Καλό θα ήταν οι απελευθερώσεις να άρχιζαν από περιοχές όπου προϋπήρχαν πέρδικες και σταδιακά να επεκταθούν σε περιοχές που έχουν και σήμερα πληθυσμούς. Οι προσπάθειες πρέπει να ξεκινήσουν από περιοχές που έχουν ήπια γεωργία (σιτηρά) και στη συνέχεια να επεκταθούν και στις υπόλοιπες περιοχές, όπου όμως θα χρειασθούν επεμβάσεις βελτίωσης βιοτόπου. Ας μη θεωρούμε την πεδινή πέρδικα χαμένο θήραμα, όπως μερικοί υποστηρίζουν. Μπορούμε και πρέπει να την επαναφέρουμε της το οφείλουμε.
Δρ Χρήστος Θωμαίδης Επ. Καθ. ΤΕΙ Λαμίας
ΕΠΑΝΩ-UP