Αξίζει να σημειωθεί πως η πεδινή πέρδικα εξακολουθεί να βρίσκεται στην καρδιά του Έλληνα κυνηγού και η παρουσία της είναι ενταγμένη μέσα στην ενασχόλησή του με αυτό που αγαπά, μέσα από τις ευκαιρίες που η πεδινή προσφέρει για την εκπαίδευση του κυνηγετικού του σκύλου. Και μιλάμε για εκπαίδευση σε κάμπους, όπου έχεις την ευκαιρία να διατηρείς συνεχή οπτική επαφή με το σκύλο σου και να διαπιστώνεις τη βελτίωσή του, ίσως με πιο άμεσο τρόπο.
Και πιθανόν για κάποιους…να αποτελεί και ένα ξεκούραστο εκπαιδευτικό! Πρέπει επίσης να αναφερθεί πως επειδή οι πεδινές συνήθως είναι σε κοπάδια αφήνουν πολύ πιο έντονες οσμές, με αποτέλεσμα τα σκυλιά προκειμένου να τα εντοπίσουν να κάνουν μεγάλα ανοίγματα (λασέ) και συχνά να δίνουν εντυπωσιακές φέρμες, κυρίως από τους σκύλους ανοικτής ερεύνης.
Το γεγονός αυτό έχει εκτιμηθεί όχι μόνο από τον μεμονωμένο κυνηγό, που συχνά απολαμβάνει την κίνηση του σκυλιού του, αλλά και από τους κυνολογικούς ομίλους. Για αυτό και συχνά οργανώνονται αγώνες κυνηγετικών σκύλων στις περιοχές αυτές, που ορισμένες φορές είναι παγκόσμιοι. Αυτό από μόνο του αποτελεί ένα σημαντικότατο παράγοντα ανάπτυξης της περιοχής, ως οικονομικό και τουριστικό πόλο έλξης ανθρώπων από το εξωτερικό, αλλά και προβολής ενός ελληνικού τόπου σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το στοιχείο που καθιστά τους παγκόσμιους αγώνες σκύλων, σχετικά με την πεδινή πέρδικα, μοναδικούς είναι ότι πρόκειται για αγώνες με γνήσιο άγριο θήραμα, και όχι για πεδινές πέρδικες που προέρχονται από κάποια εκτροφεία ή από πέρδικες που τα αίματά τους έχουν μπερδευτεί με εκτρεφόμενες.
Ειδικά για την Ελλάδα η πεδινή πέρδικα βρισκόταν σε αφθονία σε όλη την ηπειρωτική χώρα (εκτός από την Πελοπόννησο) έως περίπου τη δεκαετία του '60, έτσι ώστε να θεωρείται ένα είδος κοινό. Η δεκαετία αυτή συμπίπτει με τη γεωργική «έκρηξη», όπου από τότε αρχίζει η εντατικοποίηση της γεωργίας, η επιβάρυνση των αγροτικών περιοχών με τα γεωργικά φάρμακα σε αλόγιστες ποσότητες, η εκμηχάνιση των καλλιεργειών, η εφαρμογή μονοκαλλιεργειών και δεκάδες άλλα στοιχεία, που σας είναι γνωστά και που οδήγησαν στη δραματική αλλαγή ολόκληρης της ελληνικής υπαίθρου.
Παράλληλα η πίεση για απόδοση στη γεωργία ακόμα μεγαλύτερων εκτάσεων ήταν έντονη, γεγονός που συνεχίστηκε και στις επόμενες δεκαετίες.
Αποτέλεσμα όλων αυτών ήταν να μειωθούν κατά πολύ οι περιοχές όπου μπορούσαν να διατηρήσουν την πεδινή πέρδικα και σήμερα πια να περιοριστεί μόνο στη Βόρεια Ελλάδα, τόσο στη Μακεδονία όσο και στη Θράκη και ελάχιστα σε κάποιες περιοχές στη Θεσσαλία. Παράλληλα και ο πληθυσμός της μειώθηκε δραματικά και μάλιστα στη δεκαετία του '70, οι μειώσεις αυτές ήταν απότομες καθώς ήταν πια άμεσες οι επιπτώσεις της έντονης αλλοίωσης και υποβάθμισης του αγροτικού τοπίου.
Από το 1981 απαγορεύτηκε το κυνήγι της στην Ελλάδα. Η απαγόρευση αυτή δεν είχε, όπως ήταν λογικό, θετικό αποτέλεσμα στους πληθυσμούς της πέρδικας. Γνωρίζετε πολύ καλά πως στείρες απαγορεύσεις κανένα αποτέλεσμα δεν επιφέρουν, αν δεν συνδυάζονται με τα κατάλληλα διαχειριστικά μέτρα. Και ειδικά για την πέρδικα όλες οι περιοχές που αυτή ζει και αναπτύσσεται εξακολουθούν να δέχονται τις αρνητικές επιπτώσεις της έντονης γεωργικής δραστηριότητας, αλλά και της άναρχης οικιστικής ανάπτυξης, των πολλών τεχνικών έργων κ.λπ. Παράλληλα οι αλεπούδες και διάφορα είδη κορακοειδών (κουρούνες, καρακάξες) περιορίζουν τους πληθυσμούς της πέρδικας.
Η εύκολη λύση «πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι» εφαρμόστηκε για άλλη μια φορά στη χώρα μας, όπου απλώς απαγορεύτηκε το κυνήγι της πεδινής πέρδικας και κάποιοι νόμιζαν ότι δια μαγείας θα είχαν και θετικά αποτελέσματα. Άραγε αναρωτήθηκαν που θα ζει αυτή η καημένη η πέρδικα; Φρόντισαν για να υπάρχουν κατάλληλοι χώροι για να φωλιάσει, ασχολήθηκαν με το τι θα τρώει και με τι θα ταΐσει τα μικρά της; Δεν είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσουμε κανένα μελοδραματικό σχόλιο για να καταλάβετε πως η σκέτη απαγόρευση της πεδινής ήταν μια τρύπα στο νερό!
Η παρουσία της πεδινής πέρδικας ήταν και είναι άμεσα συνυφασμένη με τη γεωργική δραστηριότητα. Τα οργωμένα χωράφια αναζητούσαν πάντα τα κοπαδάκια, για να βρουν τα απαραίτητα τους πάνω στο ανακατωμένο χώμα. Στα όρια των χωραφιών, στα ακαλλιέργητα κομμάτια των αγρών, στους φυσικούς φυτοφράχτες και στις μικρές θαμνοσυστάδες αναζητούσαν προστασία από τους άρπαγες. Τη μέρα θέλει να κρύβεται στους θάμνους και τη νύχτα κουρνιάζει στο κέντρο του χωραφιού. Σήμερα τι υπάρχει όμως γύρω από τα ελληνικά χωράφια; Που έχει μείνει φυτοφράχτης; Και αν έχει μείνει με πόση «θέρμη» ο αγρότης τον καίει κάθε χρόνο μαζί με κάθε άλλο στοιχείο βλάστησης, που όλα τα θεωρεί άχρηστη και ενοχλητική βλάστηση;
Πόσα και πόσα περδικοτόπια είναι σήμερα γεμάτες πολυκατοικίες και εμπορικά κέντρα, όπως συμβαίνει σε πολλές περιοχές της Θεσσαλονίκης, που έχουν δοθεί στο σχέδιο πόλης. Πρόσφατα, πέρσι την άνοιξη, εγώ ο ίδιος βγαίνοντας από απογευματινή κινηματογραφική προβολή είδα ένα ωραίο κοπαδάκι με τα μικρά του να προχωρά με χάρη πίσω από τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα και τις διαφημιστικές ταμπέλες.
Δυστυχώς πια ολοένα και περισσότερο η Ελλάδα γίνεται χώρα αφιλόξενη για την πεδινή πέρδικα. Για αυτό και πρέπει να εργαστούμε για την αναστροφή αυτής της κατάστασης.
Eίναι εντυπωσιακό πως η φύση έχει προικίσει την πεδινή πέρδικα με «τρομερά ατού επιβίωσης». Ενδεικτικά αναφέρω πως γεννά αρκετά μεγάλο αριθμό αυγών, ασυνήθιστα μεγάλο για το μέγεθός της (από 10 έως 16-17 μέχρι και 20). Έχει όμως την ικανότητα αν η φωλιά (που με τόση επιμέλεια και τέχνη φτιάχνει) καταστραφεί να φτιάξει άμεσα καινούρια και να ξανακάνει αυγά (σαφώς λιγότερα αυτή τη φορά, αλλά μπορεί να «σώσει» τη χρονιά), αρκεί βέβαια να μην έχει περάσει μεγάλο διάστημα από το ξεκίνημα της επώασης. Τα αυγά της όμως είναι ευάλωτα στα γεωργικά φάρμακα, που είναι δυνατόν να μην εκκολαφθούν αν υπάρξει μεγάλη συγκέντρωση χημικών πάνω στο κέλυφος (ως αποτέλεσμα υπερβολικών ραντισμάτων στα χωράφια).
Την ικανότητα επιβίωσής της τη μειώνουμε και με τον … αφανισμό κάθε μορφής ζωής με τα φυτοφάρμακα, καθώς τα μικρά της για τις πρώτες δύο εβδομάδες τρέφονται αποκλειστικά με ζωική πρωτεΐνη. Με τους ψεκασμούς και τις αποθέσεις των δηλητηρίων δεν μπορεί να βρει έντομα, με τα ζιζανιοκτόνα δεν υπάρχουν φυτά και χόρτα για να κρατήσουν προνύμφες εντόμων ή αναγκαστικά τα μικρά τρέφονται με δηλητηριασμένα έντομα και δεν επιβιώνουν.
Οι περιοχές που σήμερα μπορούν και κρατούν ακόμη κάποιους πληθυσμούς πεδινής πέρδικας είναι στους νομούς Θεσσαλονίκης, Σερρών, Κοζάνης, Ροδόπης και Ξάνθης. Σε αρκετές περιπτώσεις αυτό οφείλεται στις προσπάθειες των τοπικών Κυνηγετικών Συλλόγων που πραγματοποιούν έργα βελτίωσης των ενδιαιτημάτων. Ο Έβρος ήταν παλιά ένας κατεξοχήν νομός της πεδινής πέρδικας και σήμερα υπάρχουν ελάχιστοι πληθυσμοί, κυρίως στο βόρειο τμήμα του νομού, που ουσιαστικά είναι μετακινούμενα κοπάδια και ζευγάρια γύρω από τα σύνορα με τις γειτονικές χώρες.
Εδώ η έντονη γεωργική δραστηριότητα και η επιβάρυνση του αγροτικού χώρου από τα γεωργικά φάρμακα δεν επέτρεψε να έχουν αποτέλεσμα οι φιλότιμες προσπάθειες των Κυνηγετικών Συλλόγων της περιοχής.
Ο Έλληνας κυνηγός έχει ιστορική και συναισθηματική σχέση με την πεδινή πέρδικα. Είναι χαρά του ακόμα και περπατώντας να ξεπετάξει κάποιο κοπαδάκι ή να το ακούσει στο πρωϊνό του ξεκίνημα. Με την εφαρμογή κατάλληλων μέτρων διαχείρισης μπορούμε να επαναφέρουμε τους πληθυσμούς και να είναι ένα είδος που δεν θα έχει ο Έλληνας κυνηγός μόνο ιστορικές σχέσεις.
Το μέλλον της πεδινής πέρδικας είναι στην ανόρθωση των υποβαθμισμένων ελληνικών αγροτικών χώρων. Με τη συνεργασία με τον αγροτικό κόσμο, μπορεί να υπάρξει ακόμα και τώρα η αναστροφή. Επιστημονικά υπάρχουν τεχνικές, αλλά κυρίως εξακολουθεί και υπάρχει η πίστη στον κυνηγετικό κόσμο πως η πεδινή πέρδικα είναι κάτι που τον αφορά, είτε πείτε ότι το κάνει αυτό με ιδιοτέλεια (μήπως και το ξανακυνηγήσει) είτε απλά για τη διατήρηση της μακρόχρονης παραδοσιακής του σχέσης. Σημασία έχει να μην το θεωρήσουμε ποτέ εμείς οι ίδιοι ως χαμένη υπόθεση!
"Περιοδικό Κυνηγεσία και Κυνοφλία " kynigesia.gr
Photos : gpeppas