Welcome in Greece Welcome in Greece

 
Welcome in Greece
MEΛΕΤΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
  Επιβιώνουν και σε τι βαθμό τα απελευθερωμένα θηράματα, που σχεδόν όλοι οι κυνηγετικοί σύλλογοι της χώρας μας αφήνουν στη φύση; Μια επιστημονική μελέτη έρχεται να προβληματίσει, αλλά και να ανατρέψει ό,τι μέχρι σήμερα πιστεύαμε
...................
..................


HomeInitial    Hellenic pagesBack Hellenic pagesΟρεινή



.

Η αλλοτρίωση της θήρας: η περίπτωση του «put & take» στις Ε.Κ.Π.

Χ.Κ. Σώκος και Π.Κ. Μπίρτσας
Κυνηγετική Ο΅οσπονδία Μακεδονίας & Θράκης, Εθνικής Αντίστασης 173, 551 34 Θεσσαλονίκη,
e-mail: sokos@hunters.gr

Περίληψη

Στην Ελλάδα λειτουργούν Ελεγχό΅ενες Κυνηγετικές Περιοχές (Ε.Κ.Π.) στις οποίες απελευθερώνονται εκτρεφό΅ενα θηρά΅ατα και στη συνέχεια καταδιώκονται από επισκέπτες κυνηγούς. Η πρακτική αυτή ονο΅άζεται αγγλιστί «put and take» και εφαρ΅όζεται στην Ελλάδα τα τελευταία 30 έτη. Στο άρθρο αυτό εξετάζεται το «put and take» ως προς τις επιδράσεις του στον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον.
Βρέθηκε ότι το «put and take» είναι ΅ια ΅ορφή διείσδυσης του υπερκαταναλωτισ΅ού στη θήρα. Το «put and take» προκαλεί επιπτώσεις, από τις οποίες κυριότερη είναι η εγκατάλειψη της ελληνικής θηρευτικής φιλοσοφίας. Το «put and take» δεν αποτελεί πρακτική διαφύλαξης της θήρας αλλά αλλοτρίωσής της.

Λέξεις κλειδιά: περιβαλλοντική και κυνηγετική ηθική, πολιτιστικές αξίες της θήρας, εκτροφή και απελευθέρωση θηρα΅άτων

Η αλλοτρίωση της σχέσης του ανθρώπου ΅ε τη φύση

Kατά το δεύτερο ή΅ισυ του 20ου αιώνα εκδηλώθηκαν οι περισσότερες επιπτώσεις στη φύση από ΅ια επικίνδυνη λογικοποίηση του πολιτισ΅ού. Η λογικοποίηση αυτή υπερτόνισε τις τεχνολογικές κατακτήσεις του ανθρώπου, ΅ετατόπισε τα ανθρώπινα ορά΅ατα, ιδιαίτερα των δυτικών κοινωνιών, στις περιοχές του καταναλωτισ΅ού και του ευδαι΅ονισ΅ού και τοποθέτησε σε δευτερεύουσα θέση τις ΅εταφυσικές, ανθρωπιστικές και συναισθη΅ατικές αναζητήσεις του (Γιουλτσής 1997). Ο Μαντζαρίδης (1995) αναφέρει χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος απέκτησε αναρίθ΅ητες πληροφορίες για τη φύση και τη χρηστική της αξία, ενώ ταυτόχρονα αποξενώθηκε από την ο΅ορφιά και τη χάρη της.

Σύ΅φωνα ΅ε τον Μαντζαρίδη (1995) η προκαλού΅ενη οικολογική κρίση είναι πρωτίστως κρίση πνευ΅ατική και ηθική. .εν οφείλεται σε ιστορικές συγκυρίες, ούτε στην επιστή΅η ή την τεχνολογία. Οφείλεται στον άνθρωπο.
Ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την κακή χρήση των τεχνολογικών του επιτευγ΅άτων ΅ε σκοπό την ικανοποίηση του υπερκαταναλωτισ΅ού. Η οικολογική κρίση συνδέεται ΅ε το σύνολο των προβλη΅άτων στην προσωπική και κοινωνική ζωή του ανθρώπου.
Η αλλοτρίωση στην εργασία, στις διαπροσωπικές σχέσεις, στην πολιτική, στην επιστή΅η κ.α. αλληλεξαρτώνται ΅ε την αλλοτρίωση στη σχέση του ανθρώπου ΅ε τη φύση. Το «καλόν λίαν» της δη΅ιουργίας αλλοιώθηκε πρωτογενώς στον άνθρωπο και ΅έσω αυτού, ως φθορά και εξαχρείωση πέρασε και σε ολόκληρη την κτίση.

Η αλλοτρίωση της θήρας

Η θήρα ως αρχέγονη δραστηριότητα ήταν από τις πρώτες που επηρεάστηκαν από την αλλοτρίωση. Η θήρα αλλοτριώνεται όταν ΅εταπίπτει σε υπερθήρευση και λαθροθήρα. Η θήρα αλλοτριώνεται και όταν δεν διεξάγεται κατά τον ενδεδειγ΅ένο τρόπο. Μια σχετική περίπτωση αναφέρεται στον πραγ΅ατικό βο΅βαρδισ΅ό του Επιστη΅ονική Επετηρίδα Σχολής .ασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος Α.Π.Θ. Τό΅ος ΜΒ 2006. σύγχρονου κυνηγού από την αφθονία των διαφόρων κυνηγετικών ειδών και γενικότερα από την τεχνολογία που έχει αναπτυχθεί στον το΅έα αυτό.
Σύ΅φωνα ΅ε τον Leopold (1943) περισσότερα και ακριβότερα είδη κυνηγίου είναι καλά για τη βιο΅ηχανία και αυξάνεται η οικονο΅ική αξία της θήρας, τι γίνεται ό΅ως ΅ε τις πολιτιστικές αξίες της θήρας; Τόσο ο ηθικός προσδιορισ΅ός όσο και ο επιστη΅ονικός διαχωρισ΅ός για το πόσα και ποια πρέπει να είναι τα ΅έσα θήρευσης δεν είναι εύκολος.
Οι κυνηγοί, και οι θηρα΅ατολόγοι ακό΅α, αδυνατούν σε ΅ερικές περιπτώσεις να αντιληφθούν ότι η θήρα είναι αρχέγονη και αταβιστική, η κύρια ίσως αξία της βρίσκεται στην αντίθεση της ΅ε τη σύγχρονη αστικοποιη΅ένη και υπερκαταναλωτική κοινωνία. Ο «εκσυγχρονισ΅ός» της λοιπόν, ο΅οιάζει να ΅εταφέρει τη βιο΅ηχανία στα δάση και τις λί΅νες. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγ΅α για την Ελλάδα είναι η χρήση βο΅βητή (΅πίπερ) στο κυνήγι της ΅πεκάτσας αντί για το παραδοσιακό κουδούνι.
Η θήρα αλλοτριώνεται και κατά τη διαχείριση των θηρα΅άτων. Οι κυνηγοί ήταν η πρώτη ΅εγάλη κοινωνική ο΅άδα που διαπίστωσε, αλλά και αντέδρασε στην υποβάθ΅ιση του φυσικού περιβάλλοντος. Εκτός ό΅ως από τις προσπάθειες διατήρησης και αύξησης των άγριων πληθυσ΅ών των θηρα΅άτων εφαρ΅όστηκε και ΅ια διαφορετική λύση – η ά΅εση κάρπωση (αγγλιστί «put and take»).

Ο σύγχρονος άνθρωπος – κυνηγός θεωρώντας ότι δεν είναι αρκετό το «…εργάζεσθαι αυτόν και φυλάσσειν αυτόν…» (Γένεση β15) της Παλαιάς .ιαθήκης, βασίζεται στην τεχνολογία του και «φτιάχνει» αυτός θήρα΅α ΅ε την εκτροφή. Πόσο το κατάφερε άραγε; Είναι πραγ΅ατικά ανάγκη ή αποτελεί ΅ια ΅ορφή διείσδυσης του υπερκαταναλωτισ΅ού στη θήρα και ένα ακό΅α παράγωγο της ανθρωπολογικής κρίσεως;
Μια προσπάθεια επίλυσης της προβλη΅ατικής αυτής επιχειρείται στη συνέχεια.

Τι είναι το «put and take» και ποια η σχέση του ΅ε τη θήρα

Το «put and take» συνίσταται από τις λέξεις τοποθετώ (put) το ζώο και το παίρνω (take). Στο «put and take» τα εκτρεφό΅ενα ζώα απελευθερώνονται ΅ε διάφορες τεχνικές από λίγες εβδο΅άδες ΅έχρι και ΅ία η΅έρα πριν τη διεξαγωγή της καταδίωξής τους.
Η πρακτική αυτή αναπτύχθηκε στη Βρετανία κατά τους Βικτωριανούς χρόνους (19ο αιώνα, ακ΅ή της βρετανικής αυτοκρατορίας) για την ικανοποίηση των επιθυ΅ιών των ευγενών στο κυνήγι του φασιανού ΅ε τη ΅έθοδο της παγάνας (Hill and Robertson 1988).
Στις ΗΠΑ το «put and take» εφαρ΅όζεται λιγότερο από την Ευρώπη και αποκαλείται από ΅ερικούς «canned hunting» που ση΅αίνει κονσερβοποιη΅ένη θήρα. Μια ελληνική απόδοση της πρακτικής θα ΅πορούσε να είναι ά΅εση κάρπωση, δίνοντας έ΅φαση στο σύντο΅ο χρονικό διάστη΅α που πρέπει να καταδιωχθούν τα ζώα ΅ετά την απελευθέρωση.
Το «put and take» δεν είναι ορθό να ενταχθεί στη δραστηριότητα της θήρας διότι το αντικεί΅ενο δεν είναι άγρια αλλά εκτρεφό΅ενα ζώα.
Το «put and take» ό΅ως δεν πρέπει ίσως να ενταχθεί ούτε στην κτηνοτροφία αφού ο κύριος σκοπός του δεν είναι η παραγωγή κρέατος. Το «put and take» είναι κάτι αλλότριο ως προς τις αρχέγονες δραστηριότητες του ανθρώπου, και πρέπει να χαρακτηριστεί ΅άλλον ως «υβρίδιο» ΅εταξύ της θήρας και της κτηνοτροφίας.

Οι επιδράσεις του «put and take» στον άνθρωπο και τη φύση

Το γεγονός ότι η πρακτική του «put and take» πραγ΅ατοποιείται ΅ε εκτρεφό΅ενα ζώα προκαλεί τις εξής επιπτώσεις:

Τα πτηνά πρέπει να καρπωθούν ΅έσα σε ΅ερικές η΅έρες ΅ετά την απελευθέρωση, διότι λίγα έως ελάχιστα θα επιβιώσουν για ΅εγάλο χρονικό διάστη΅α. Αυτό έχει αποδειχθεί σε δεκάδες έρευνες. Ενδεικτικά, ο Burger (1964) βρήκε πως από τους 5.441 τεχνητά εκτρεφό΅ενους φασιανούς που απελευθερώθηκαν, οι κυνηγοί καρπώθηκαν το 50% των πτηνών, εκ των οποίων το 80% καρπώθηκε ΅έσα στην πρώτη εβδο΅άδα ΅ετά την απελευθέρωση και το 92% ΅έσα σε τρεις εβδο΅άδες.
Σύ΅φωνα ΅ε τον ίδιο, το υπόλοιπο 50% των πτηνών θανατώθηκε κυρίως από τους άρπαγες. Σε αντίστοιχη έρευνα για την πεδινή πέρδικα οι Thompson et al. (1992) αναφέρουν πως καρπώθηκε το 54-67,8% των πτηνών, εκ των οποίων το 72,6-84,7% ΅έσα στην πρώτη εβδο΅άδα ΅ετά την απελευθέρωση.
Το «put and take» πρέπει να εφαρ΅όζεται σε ελεγχό΅ενες κυνηγετικές περιοχές (Ε.Κ.Π.) διότι ο κυνηγός που θα βρεθεί στην περιοχή της απελευθέρωσης, σε σύντο΅ο χρονικό διάστη΅α ΅ετά την απελευθέρωση, θα καρπωθεί και τα ζώα. Επο΅ένως, για να είναι δίκαιο το σύστη΅α αυτός ο κυνηγός θα πρέπει να επω΅ιστεί και το κόστος. Συνήθως το «put and take» εφαρ΅όζεται σε Ε.Κ.Π. ΅ε εξαίρεση να αποτελούν η Κύπρος και ΅ερικές πολιτείες των ΗΠΑ.

Η ΅ικρή ευχαρίστηση των συ΅΅ετεχόντων στο «put and take». Σύ΅φωνα ΅ε την ανθρωπολόγο Dahles (1993), στη θήρα δεν είναι η «τσάντα» (κυνηγετική κάρπωση) που έχει ση΅ασία, αλλά, ο τρόπος ΅ε τον οποίο αποκτήθηκε. Τους κυνηγούς δεν τους ελκύει η θανάτωση, αλλά η προσπάθεια που καταβάλλεται κατά τη διαδικασία της θήρας. Ευχαρίστηση αντλείται επίσης από το ΅υστήριο που δη΅ιουργεί το απρόβλεπτο για τα είδη των θηρα΅άτων και τους αριθ΅ούς που θα συναντηθούν στον κυνηγότοπο, όπως και για την έκβαση της κυνηγετικής προσπάθειας.
Στο «put and take», περιορίζονται σε ΅εγάλο βαθ΅ό τα ανωτέρω, αφού οι θέσεις απελευθέρωσης, οι αριθ΅οί και το είδος των απελευθερω΅ένων ζώων είναι γνωστά και το αποτέλεσ΅α της καταδίωξής τους προβλέψι΅ο. Σε σχετικές έρευνες που πραγ΅ατοποιήθηκαν στις ΗΠΑ βρέθηκε πως η ευχαρίστηση των συ΅΅ετεχόντων στο «put and take» ήταν ΅ικρή (Ratti and Workman 1976, Byers and Burger 1979).
Το «put and take» έχει κατακριθεί επειδή προσφέρει λιγότερη άθληση σε σχέση ΅ε τη θήρα (Leedy and Hicks 1945, Allen 1956 από Krauss et al. 1987), ενώ για άλλους το «put and take» στερείται συγκινήσεων (Roseberry et al. 1987). Οι Csermely et al. (1983) χαρακτηρίζουν ως ΅η απαιτητικούς κυνηγούς τους συ΅΅ετέχοντες στην πρακτική του «put and take».

Ο κίνδυνος για τον άνθρωπο να καταναλώσει, ΅έσω του κρέατος των ζώων, τις επικίνδυνες ουσίες των κτηνιατρικών φαρ΅άκων. Για τον λόγο αυτό, πρόσφατα απαγορεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση η χορήγηση του Emtryl, ένα φάρ΅ακο το οποίο χρησι΅οποιούνταν ευρέως στην εκτροφή των φασιανών και περδίκων (Davis and Swan 2003).
Η υποβάθ΅ιση των πολιτιστικών αξιών της θήρας. Η πολιτιστική αξία της θήρας έγκειται στην υπενθύ΅ιση των παραδόσεων, στην υπενθύ΅ιση της εξάρτησης του ανθρώπου από την τροφική αλυσίδα και στην ανάπτυξη της ηθικής ΅εταξύ του ανθρώπου και της φύσης (Leopold 1943). Το «put and take» αντίθετα:

    α) δεν εναρ΅ονίζεται ΅ε τη θηρευτική φιλοσοφία και τις παραδόσεις – ιδιαίτερα των Ελλήνων (βλέπε Παράγραφο 6), β) δεν προωθεί την ηθική ΅εταξύ του ανθρώπου και της φύσης (Starling 1991) και γ) το θήρα΅α δεν είναι προϊόν της τροφικής αλυσίδας του κυνηγοτόπου, αλλά, προϊόν του εκτροφείου.
Ο κίνδυνος ΅εταφοράς παρασίτων στους άγριους πληθυσ΅ούς του ιδίου ή άλλου είδους (Tompkins et al. 2000, Arroyo and Beja 2002).
Η ανάγκη εφαρ΅ογής εντατικού ελέγχου των πληθυσ΅ών των αρπάγων, κάτι το οποίο επιφέρει κόστος και ίσως, επιπτώσεις για το οικοσύστη΅α (Arroyo and Beja 2002).
Σύ΅φωνα ΅ε τα ανωτέρω ο άνθρωπος δεν κατάφερε να «κατασκευάσει» θήρα΅α ΅ε την εκτροφή. Εντούτοις, ο Greene (1970) αναφέρει πως το «put and take» θεωρείται από ΅ερικούς ότι είναι τρόπος εκτόνωσης της θηρευτικής ζήτησης σε περιοχές πυκνοκατοικη΅ένες και ΅ε ΅ικρούς πληθυσ΅ούς θηρα΅άτων. Ο Buechner (1950) αντίθετα, βρήκε ότι η αύξηση των άγριων πληθυσ΅ών του κολινού έχει ΅ικρότερο κόστος από την εφαρ΅ογή του «put and take».
Ο Οργανισ΅ός .ιατήρησης του Θηρά΅ατος (Game Conservancy), ο οποίος ασχολείται εδώ και δεκαετίες ΅ε το «put and take», υποστηρίζει πως όταν οι οικονο΅ικοί και ανθρώπινοι πόροι είναι περιορισ΅ένοι, τότε είναι προτι΅ότερο να επενδύονται στη διαχείριση των ενδιαιτη΅άτων και όχι στο «put and take» (Game Conservancy 1994).
Οι Baumgartner (1944) και Buechner (1950) αναφέρουν ότι το κόστος για κάθε απελευθερω΅ένο κολινό που καρπώνεται είναι υψηλό λόγω της ΅ικρής επιβίωσης των πτηνών ΅ετά την απελευθέρωση. Οι Diefenbach et al. (2000) βρήκαν ότι το κόστος αυτό για τον φασιανό στην Πενσιλβανία κυ΅αίνεται από 22,63 έως 90,74 δολάρια. Το αντίστοιχο κόστος στις ιδιωτικές κυνηγετικές περιοχές της Βρετανίας είναι 18 – 33 λίρες, ενώ η αξία του φασιανού τη στιγ΅ή της απελευθέρωσης είναι 2,5 λίρες (Robinson 2000).

Πληρώνοντας τα χρή΅ατα αυτά, οι συ΅΅ετέχοντες στο «put and take» απε΅πολούν την ιδιότητα του χρήστη και διαχειριστή της φύσης διότι ΅ειώνονται οι επενδύσεις στα διαχειριστικά ΅έτρα για τους άγριους πληθυσ΅ούς (Buechner 1950, Robertson and Dowell 1990). Η διαχείριση των άγριων πληθυσ΅ών έγκειται, κατά ένα ΅εγάλο βαθ΅ό, στη βελτίωση του ενδιαιτή΅ατος (σπορές, φυτεύσεις, ποτίστρες κλπ.) η οποία έχει πολλαπλά περιβαλλοντικά οφέλη και αναδεικνύει τον κυνηγό σε αρωγό της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος. Χαρακτηριστικό είναι πως οι κυνηγοί του Οχάιο, οι οποίοι υποστήριζαν ότι οι απελευθερώσεις εκτρεφό΅ενων θηρα΅άτων αποτελούν τη λύση για την ικανοποίηση των θηρευτικών αναγκών, δεν είχαν διαβάσει επιστη΅ονικά βιβλία σχετικά ΅ε την άγρια πανίδα, δεν ήταν ΅έλη φιλοπεριβαλλοντικών οργανώσεων και επιθυ΅ούσαν να θηρεύουν όσο το δυνατόν περισσότερα θηρά΅ατα ανά έξοδο (Peterle 1967).

Η χροιά των υλικών επιδιώξεων προσδίδεται έντονα από το «put and take» ΅ε αποτέλεσ΅α να ΅ην προωθείται η ηθική ΅εταξύ του ανθρώπου και της φύσης. Σε ένα τυπικό «put and take» στις ιδιωτικές κυνηγετικές περιοχές της Βρετανίας, συ΅΅ετέχουν τρεις έως δέκα πελάτες οι οποίοι καρπώνονται συνολικά 150 έως 350 εκτρεφό΅ενους φασιανούς και ο καθένας πληρώνει 370 – 1428 λίρες.
Ο πελάτης δηλαδή, καρπώνεται σε ΅ία ΅όνο εξόρ΅ηση τουλάχιστον 15 ΅ε 35 φασιανούς περι΅ένοντας να περάσουν από το καρτέρι του (Robinson 2000). Αυτό φυσικά δεν πρόκειται για αειφορική εκ΅ετάλλευση θηρα΅άτων, ΅άλλον θυ΅ίζει τον πελάτη του σούπερ ΅άρκετ ο οποίος παρασυρό΅ενος γε΅ίζει το καροτσάκι ΅ε προϊόντα τα οποία δεν χρειάζεται. Ο Ιπποκράτης (460-377 π.Χ.) έλεγε: «παν το πολύ, τη φύση πολέ΅ιον». Συ΅περασ΅ατικά, το «put and take» ΅πορεί να χαρακτηριστεί ως ΅ια ΅ορφή διείσδυσης του υπερκαταναλωτισ΅ού στη θήρα.

Το «put and take» στην Ελλάδα H Δασική Υπηρεσία και ΅ερικοί αρθρογράφοι του κυνηγετικού τύπου επηρεάστηκαν από την ευρεία εφαρ΅ογή της τεχνητής εκτροφής και του «put and take» στο εξωτερικό (βλέπε Μπασουράκος 1962, .ρίων 1969, Στα΅ατόπουλος 1969, Μπασουράκος 1970). Συνέπεια αυτού ήταν από το 1956 να ιδρυθούν κρατικά εκτροφεία και να αρχίσει η απελευθέρωση περδίκων τσούκαρ και υβριδίων φασιανού.
Η τεχνητή εκτροφή και απελευθέρωση αποτέλεσε ένα από τα κύρια φιλοθηρα΅ατικά έργα ΅αζί ΅ε τον έλεγχο των πληθυσ΅ών των αρπάγων και τη θηροφύλαξη. Το 1970 για παράδειγ΅α, τα έξοδα του Υπ. Γεωργίας για τη θήρα ήταν 53.378.500 δρχ., συγκεκρι΅ένα δαπανήθηκαν 14.155.000 δρχ. για τη θηροφυλακή, 18.486.000 δρχ. για τη θανάτωση των αρπάγων, 20.044.500 δρχ. για τα εκτροφεία θηρα΅άτων και 693.000 δρχ. για λοιπά έξοδα. Εντούτοις, τα αποτελέσ΅ατα δεν ήταν τα επιδιωκό΅ενα.

Ο Κοζύρης (πρόεδρος της τότε Κυνηγετικής Ο΅οσπονδίας Βόρειας Ελλάδας) αναφέρει το 1971:
«από όσα διαβάζω λειτουργούν σή΅ερον 12 τεχνητά εκτροφεία του κράτους εις την χώραν, χωρίς κανένα, τουλάχιστον ΅έχρι σή΅ερον, ουσιαστικόν αποτέλεσ΅α... Τα τεχνητώς αναπαραγό΅ενα θηρά΅ατα, ΅όνον δια κυνήγια τύπου Σπετσοπούλας δύνανται να χρησι΅οποιηθούν και ουχί δι’ ελευθέραν ορθόδοξον θήραν».

Το κυνήγι τύπου Σπετσοπούλας, το οποίο δεν είναι ορθόδοξη θήρα, πρόκειται για το «put and take». Στο ιδιωτικό νησί Σπετσοπούλα εφαρ΅όστηκε πιθανόν για πρώτη φορά στην Ελλάδα η πρακτική του «put and take».
Ο Κοζύρης συνδέει από τότε το «put and take» ΅ε την τεχνητή εκτροφή. Αναφέρει δηλαδή ότι τα ορνιθό΅ορφα που εκτρέφονται τεχνητά (επωαστικές ΅ηχανές και θερ΅ο΅ητέρες) πρέπει να απελευθερώνονται ΅όνο για την εφαρ΅ογή του «put and take» και όχι για την αύξηση ή εγκατάσταση πληθυσ΅ών, κάτι που η επιστή΅η το έχει αποδείξει τις τελευταίες δεκαετίες (π.χ. Sexson and Norman 1972, Roseberry et al. 1987, Brittas et al. 1992, Slaugh et al. 1992).

Οι υποστηρικτές της τεχνητής εκτροφής και του «put and take» κατάλαβαν πως ΅όνο υπό το καθεστώς των Ελεγχό΅ενων Κυνηγετικών Περιοχών (Ε.Κ.Π.) ΅πορούν να έχουν τα επιθυ΅ητά αποτελέσ΅ατα (βλέπε Μπασουράκος 1962, Στα΅ατόπουλος 1969, Μπασουράκος 1970). Την 25η Αυγούστου του 1973 έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης Ε.Κ.Π. στον Κόζιακα του Ν. Τρικάλων. Από τότε ιδρύθηκαν εννέα ακό΅α δη΅όσιες Ε.Κ.Π. και δύο ιδιωτικές.

Στις περιοχές αυτές εφαρ΅όζεται το «put and take», το οποίο συνδυάζεται ΅ε την κυνηγετική ΅έθοδο της αναζήτησης και όχι της παγάνας. Αυτό έχει ως επίπτωση να εκδηλώνεται έντονα η ακατάλληλη συ΅περιφορά των εκτρεφό΅ενων πτηνών. Ο Λάζαρης (2003) για παράδειγ΅α, ΅ετά από επίσκεψη σε Ε.Κ.Π της Ελλάδας το 2003, έγραψε χαρακτηριστικά:

«…πήγα΅ε στην περιοχή… όπου ΅ας είχαν υποδείξει να κυνηγήσου΅ε, εκεί αντικρίσα΅ε φασιανούς και πέρδικες τόσο ή΅ερους που δεν προλαβαίνα΅ε να τουφεκίσου΅ε γιατί τους έπιαναν τα σκυλιά ΅ας».

Οι ιδιαίτερες επιπτώσεις του «put and take» στην Ελλάδα Το αρχαιοελληνικό πνεύ΅α τί΅ησε ιδιαίτερα τη θήρα ΅ε την τοποθέτηση του ιδεαλισ΅ού πάνω από τον υλισ΅ό. Σύ΅φωνα ΅ε τους αρχαίους Έλληνες τα κυνήγια και τα σκυλιά είναι δη΅ιουργή΅ατα των θεών. Ο Ξενοφώντας (430-354 π.Χ.) στο έργο του «Κυνηγετικός» αναδεικνύει τη θήρα σε άριστο ΅έσο διαπαιδαγώγησης των νέων. .εν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ΅υθικοί ήρωες όπως ο Οδυσσέας, ο Θησέας κ.α. απέκτησαν ΅εγάλη υπεροχή ΅αθητεύοντας σχετικά ΅ε τα κυνήγια και την υπόλοιπη παιδεία κοντά στον Χείρωνα Κένταυρο.
Η ιδιαίτερη αξία της θήρας έγκειται στη δυσκολία και στην επικινδυνότητά της. Μέσω της θήρας εξετάζονται και χαλυβδώνονται οι ψυχικές, πνευ΅ατικές και σω΅ατικές ικανότητες. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά του Αθήναιου (2ος-3ος αιώνας ΅.Χ.), σύ΅φωνα ΅ε τον οποίο οι Μακεδόνες απέκλειαν από τα κοινά γεύ΅ατα εκείνους που δεν είχαν θηρεύσει αρσενικό αγριόχοιρο. Η ίδια φιλοσοφία για τη θήρα συνεχίζεται και τις επό΅ενες χιλιετίες.

Στην υποδουλω΅ένη Ελλάδα η θήρα παρα΅ένει αναφαίρετο δικαίω΅α και αναδεικνύεται σε σύ΅βολο ελευθερίας. Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας, οι κλέφτες και αρ΅ατολοί εξασκούν τη θήρα όχι ΅όνο ως ΅έσο επιβίωσης, αλλά και ως δοκι΅ασία για την ανάδειξη των πρωτοπαλίκαρων (Κα΅πόλης 1991). Η ενδελεχή ΅ελέτη των καταβολών της ελληνικής θήρας δεν είναι του παρόντος. Από τα ανωτέρω ό΅ως σκιαγραφείται ΅ια συγκεκρι΅ένη φιλοσοφία σύ΅φωνα ΅ε την οποία η θήρα είναι ση΅αντική για τους Έλληνες επειδή αποτελεί ΅έσο διαπαιδαγώγησης, δοκι΅ής ικανοτήτων και σύ΅βολο ελευθερίας. Στη σύγχρονη Ελλάδα στοιχεία της ελληνικής θηρευτικής φιλοσοφίας διατυπώθηκαν από τους συνέδρους του 1ου Πανελλήνιου Κυνηγετικού Συνεδρίου το 1932.

Η φιλοσοφία αυτή φαίνεται να επηρέασε και τη δια΅όρφωση του θηρευτικού συστή΅ατος που υπάρχει ΅έχρι και σή΅ερα στη χώρα. Το σύστη΅α αυτό, είναι το περισσότερο φιλελεύθερο στην Ευρώπη και ίσως παγκοσ΅ίως και ονο΅άζεται από πολλούς ελεύθερο παραδοσιακό κυνήγι.

Μειονέκτη΅α του συστή΅ατος είναι η περιορισ΅ένη εφαρ΅ογή ΅έτρων για τη διατήρηση και αύξηση των πληθυσ΅ών των θηρα΅άτων. Αρκετοί υποστηρίζουν ότι η υπερθήρευση και η λαθροθήρα, σε συνδυασ΅ό ΅ε την καταστροφή των ενδιαιτη΅άτων, οδήγησαν στη ΅είωση των θηρα΅άτων (π.χ. Μπασουράκος 1962, Παπαγεωργίου 1990).
Στην αντι΅ετώπιση του προβλή΅ατος θεωρήθηκε πως θα βοηθήσει το «put and take» στις Ε.Κ.Π.. Κάτι τέτοιο ό΅ως δεν φαίνεται να έγινε ΅ετά από 30 έτη εφαρ΅ογής. Αντίθετα, ΅πορεί να υποστηριχθεί ότι το «put and take» επιδείνωσε την κατάσταση αποτελώντας την αιτία και σε ΅ερικές περιπτώσεις την αφορ΅ή για την εξάντληση ΅εγάλου ΅έρους των προσπαθειών για τη διατήρηση της θήρας και των θηρα΅άτων.
Χαρακτηριστικό παράδειγ΅α αποτελεί η περιορισ΅ένη χρη΅ατοδότηση και προώθηση δράσεων για τη διατήρηση και αύξηση των πληθυσ΅ών του κολχικού φασιανού (Phasianus colcicus colchicus), ενώ από την άλλη δαπανώνται ση΅αντικά ποσά για την εφαρ΅ογή του «put and take» ΅ε υβρίδια φασιανού στις Ε.Κ.Π.. Επιπλέον, οι Ε.Κ.Π. αποτελούν κρατικοδίαιτες παθητικές επιχειρήσεις (Παπαγεωργίου 1996) ΅ε αποτέλεσ΅α να δεσ΅εύουν οικονο΅ικούς πόρους, κυνηγοτόπους και ανθρώπινο δυνα΅ικό, αλλά και κυρίως να «΅ολύνουν» τη φιλοσοφία που διέπει την ελληνική θήρα εδώ και χιλιετίες.

7. Αντι΅ετώπιση του προβλή΅ατος

Σε επίπεδο κυνηγού και διαχειριστή
Ο Τζων Κένεντυ υποστήριζε πως η πρόοδος ενός έθνους δεν ΅πορεί να είναι ταχύτερη από την πρόοδό του στην εκπαίδευση. Η γνώση, σαν αφετηρία για την ανάπτυξη της περιβαλλοντικής και κυνηγετικής ηθικής θα οδηγήσει ανα΅φίβολα στον προβλη΅ατισ΅ό του πολίτη - κυνηγού και την ευαισθητοποίηση του για τη διατήρηση της άγριας πανίδας και της θήρας. Σύ΅φωνα ΅ε τον Καρα΅έρη (1997) η περιβαλλοντική ηθική πρέπει να διέπεται από τις αρχές του σεβασ΅ού στη φύση, του ορθολογισ΅ού και της ολιγάρκειας. Στα πλαίσια της κυνηγετικής εκπαίδευσης ο Έλληνας κυνηγός πρέπει να ΅άθει να «γεύεται» τα οφέλη της ελληνικής θήρας.

Πρέπει να εννοήσει ότι η θήρευση ενός άγριου κολχικού φασιανού έχει περισσότερα οφέλη από τη θανάτωση 15 εκτρεφό΅ενων υβριδίων φασιανού στις Ε.Κ.Π.. Οι αρ΅όδιοι φορείς είναι ανάγκη να προωθήσουν προγρά΅΅ατα εκπαίδευσης και ενη΅έρωσης. Η περιβαλλοντική εκπαίδευση ΅αθητών ηλικίας 10-12 ετών κρίνεται ιδιαίτερα ση΅αντική διότι στην ηλικία αυτή τα παιδιά δια΅ορφώνουν άποψη για τη θήρα και αναπτύσσεται το ενδιαφέρον τους για την άγρια πανίδα (DiCamillo and Schaefer 2000).
Το επό΅ενο στάδιο βρίσκεται στην εκπαίδευση των νέων κυνηγών. Σύ΅φωνα ΅ε τον Holsman (2000) η περίοδος στην οποία ο κυνηγός βγάζει για πρώτη φορά άδεια κυνηγίου είναι η καταλληλότερη για να αναπτυχθεί η κυνηγετική ηθική. Απαραίτητη επίσης είναι η ειδική εκπαίδευση των επιστη΅όνων που ασχολούνται ΅ε τη διαχείριση της θήρας.

Σε θεσ΅ικό επίπεδο
Η κατάρτιση ΅ιας ολοκληρω΅ένης εθνικής στρατηγικής είναι αναγκαία προϋπόθεση για τη διατήρηση της ελληνικής θήρας και των θηρα΅άτων. Σύ΅φωνα ΅ε τη στρατηγική αυτή το «put and take» και η τεχνητή εκτροφή (η οποία ΅όνο για την τροφοδότηση του «put and take» δικαιολογείται) δεν ενδείκνυται να αποτελέσουν αντικεί΅ενο δη΅οσίων δαπανών.

Alienation of hunting: the case of “put and take” in hunting preservesC. Κ. Sokos and P. Κ. Birtsas
Hunting Federation of Macedonia & Thrace, Ethnikis Antistasis 173, 551 34 Thessaloniki
e-mail: sokos@hunters.gr Summary

In Hellas there are shooting preserves where are released reared gamebirds and then are pursued by visitor hunters. This practice is named in english language "put and take" and is applied in Hellas the last 30 years. In this article it is examined the effects of "put and take" in the human and the natural environment. It was found that "put and take" is a form of over-consumerism in the hunting. "Put and take" causes sequences, from which the most important is the abandonment of hellenic hunting philosophy. "Put and take" does not constitute practice for the keeping but for the alienation of hunting.
Key-words: environmental and hunting ethics, hunting culture values, rearing and releasing of gamebirds

Βιβλιογραφία Arroyo, B. and P. Beja. 2002. Reconciling gamebird hunting and biodiversity. Impact of hunting management practices on biodiversity. www.uclm.es/irec/Reghab/inicio.html Baumgartner, F. M. 1944. Dispersal and survival of game farm bobwhite quail in Northcentral Oklahoma. J. Wildl. Manage. 8(2): 112-118. Brittas, R., V. Marcstrom, R. E. Kenward and M. Karlbom. 1992. Survival and breeding success of reared and wild ring-necked pheasants. J. Wildl. Manage. 56(2): 368-376. Buechner, H. K. 1950. An evaluation of restocking with pen-reared bobwhite. J. Wildl. Manage. 14 (4): 363-377. Burger, G. V. 1964. Survival of ring-necked pheasants released on a Wisconsin shooting preserve. J. Wildl. Manage. 28: 711-721. Byers, S. M. and G. V. Burger. 1979. Evaluation of three partridge species for put and take hunting. Wildl. Soc. Bull. 7(1): 17-20. Csermely, D., D. Mainardi and S. Spano. 1983. Escape-reaction of captive young red-legged partridges (Alectoris rufa) reared with or without visual contact with man. Appl. Anim.Ethol. 11: 177-182. Dahles, H. 1993. Game killing and killing games: an anthropologist looking at hunting in a modern society. Society & Animals: http://www.psyeta.org/sa/sa1.2/dahles.html Davis. C. and M. Swan. 2003. Modern game rearing. - http://www.gct.org.uk/research/gamebirdwelfare/emtrylguide.pdf DiCamillo, J. A. and J. M. Schaefer. 2000. Internet program impacts youth interest in hunting. Wildl. Soc. Bull. 28(4):1077-1085. Diefenbach, D. R., C. F. Rienger and T. S. Hardisky. 2000. Harvest and reporting rates of game-farm ring-necked pheasants. Wildl. Soc. Bull. 28(4): 1050-1059. Game Conservancy 1994. Gamebird Rearing. Game Conservancy Limited. UK 127 pp. Greene, J. C. 1970. Characteristics of some Michigan shooting preserve users. J. Wildl. Manage. 34(4): 813-817. Hill, D. and P. Robertson 1988. The pheasant: ecology, management and conservation.London Blackwell Scientific Publications Professional Books. Holsman, R. H. 2000. Goodwill hunting? Exploring the role of hunters as ecosystem stewards. Wildl. Soc. Bull. 28(4):808-816. Krauss, G. D., H. B. Graves and S. M. Zervanos. 1987. Survival of wild and game-farm cock pheasants released in Pennsylvania. J. Wildl. Manage. 51 (3): 555-559.Leopold, A. 1943. Wildlife in American Culture. J. Wildl. Manage. 7(1):1-6. Peterle, T. J. 1967. Characteristics of some Ohio hunters. J. Wildl. Manage. 31(2): 375-389. Ratti, J. T. and G. W. Workman. 1976. Hunter characteristics and attitudes relating to Utah shooting preserves. Wildl. Soc. Bull. 4(1): 21-25.Robinson, P. 2000. Pheasant shooting in Britain: the sport and the industry in the 21st century. http://www.animalaid.org.uk/images/pdf/kfps.pdf Robertson, P. A and S. D. Dowell. 1990. The effects of hand-rearing on wild gamebird population. In: The future of wild Galliforms in the Netherlands, J.T. Lumeij and Y.R. Hoogeveen, eds. The Hague: 158-171. Roseberry, J. L., D. L. Ellsworth and W. D. Klimstra. 1987. Comparative post-release behaviour and survival of wild, semi-wild, and game farm bobwhites. Wildl. Soc. Bull. 15: 449-455. Sexson, K. J. and J. A. Norman. 1972. Impact on base population density and hunter performance of stocking with pen-raised bobwhite. Proceedings of National Bobwhite Quail Symposium 1:32-40. Slaugh, B. T., J. T. Flinders, J. A. Roberson and N. P. Johnston. 1992. Effect on rearing method on chukar survival. Great Basin Naturalist 52(1): 25-28. Starling, A. E. 1991. Captive breeding and release. Ornis Scandinavica 22(3): 255-257. Thompson, J. D., G. V. Burger, B. Semel and C. Ganshirt. 1992. Evaluation of the productivity of two strains of gray partridge. Poultry Sci. 71:1400-1402. Tompkins, D. M., R. A. H. Draycott and P. J. Hudson. 2000. Field evidence for apparent competition mediated via the shared parasites of two gamebird species. Ecology Letters 3: 10-14. Γιουλτσή, Β. 1997. Κοινωνικές συνέπειες της κοινωνικής αναστροφής. Σελ. 49-63 στα Πρακτικά .ιατ΅η΅ατικού Συ΅ποσίου του Α.Π.Θ.: Ορθοδοξία και Φυσικό Περιβάλλον. 3-4/4/1997. Κα΅πόλης, Β. 1991. Κυνηγετικός εξάντας. Αθήνα. 126 σελ.. Καρα΅έρη, Α. Κ. 1997. Περιβαλλοντική ηθική: Η αρ΅ονία στη σχέση άνθρωπος-περιβάλλον. Σελ. 189-201 στα Πρακτικά .ιατ΅η΅ατικού Συ΅ποσίου του Α.Π.Θ.: Ορθοδοξία και Φυσικό Περιβάλλον. 3-4/4/1997. Κοζύρης, Μ. 1971. .ια την προστασία και ανάπτυξι του ενδη΅ικού θηρά΅ατος. Κυνηγεσία και Κυνοφιλία 125: 248-249. Λάζαρης, I. 2003. Σχετικά ΅ε το κυνήγι στην Ε.Κ.Π. Παρνασσίδας. Κυνηγεσία και Κυνοφιλία 500: 199. Μαντζαρίδης, Γ. Ι. 1995. Χριστιανική ηθική. Εκδ. Πουρναρά, Θεσ/νίκη. Μπασουράκος, Σ. 1962. Ανάγκη δη΅ιουργίας Κυνηγετικών .ρυ΅ών. Κυνηγεσία και Κυνοφιλία (επαναδη΅οσίευση 1973, τεύχ. 151:494-496). Μπασουράκος, Σ. 1970. Κυνηγετικοί .ρυ΅οί: σκοπός και οφέλη. Κυνηγεσία και Κυνοφιλία 119:613-621. Παπαγεωργίου, Ν. Κ. 1990. Βιολογία άγριας πανίδας. University Studio Press, Θεσσαλονίκη. 360 σελ.. Παπαγεωργίου, Ν. Κ. 1996. Εκτροφή Θηρα΅άτων. University Studio Press, Θεσσαλονίκη. 242 σελ.. Στα΅ατόπουλος, Μ. 1969. Πως θα αυξήσω΅εν το θήρα΅α εις την χώρα ΅ας. Κυνηγεσία και Κυνοφιλία 108: 631-635. .Ο α΅ερικανικός φασιανός. Κυνηγεσία και Κυνοφιλία 100:171-174.



.

Top

© Giorgio Peppas


Welcome in Greece
ΜΕΛΕΤΗ
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ