Tου Αντώνιου Β. Καπετάνιου
«Το κρίμα μου το λέγω· δε μπορώ
ατάραχος να δω την ομορφιά…»
(«Η λίμνη», Νίκος Καμπάς)
Δέος, ευφροσύνη, ανάταση, τέρψη, μύρια άλλα ρεμβώδη συναισθήματα αισθάνθηκε ο ευτυχής ποιητής, ο (Γερμανός λυρικός ποιητής) Φρήντιχ Χέντερλιν, όταν τον απλό, λιτό ελληνικό κήπο θώρησε νοητά, τον «Αγγελόκηπο» (όπως τον αποκαλούσε) –αισθανόμενος την ευδαιμονία της χώρας μας–, βρίσκοντας σε αυτόν κείνο που οι ειδωλοθύτες της ζήσης δε βλέπουν, γιατί βομβούν κι ατακτούν χωρίς να αισθάνονται και να ερευνούν –βρήκε τον παράδεισο της ψυχής του. Και είπε, «πάμε έξω, στη χλωρασιά», πάμε δηλαδή στα «λιβάδια» της Ελλάδας, πάμε να αισθανθούμε και να χαρούμε τη χώρα στο φυσικό της, στο λιτό κι άδολό της (βλέπε σχετικά: Χέλντερλιν Φρήντιχ, «Πάμε έξω, στη χλωρασιά. Υπερίων ή ο ερημίτης στην Ελλάδα», μετάφραση: Λαυρέντιος Γκέμερεϋ, εκδ. Ηριδανός, Αθήνα 1982). Στο λίγο βρήκε θεία ομορφιά, στο χλοερό βρήκε δύναμη κραταιά και βαρκαρίσθηκε με το συναίσθημα που ο περίγυρος τού δημιούργησε· κι ανέβηκε ψηλά, χάρη στην αλαφράδα της λυτρωμένης ψυχής. Μεγάλο τούτο σαν το νοιώσεις –και, πολύ περισσότερο, όταν το πράξεις… –, καθώς, η αίσθηση του δημιουργήματος σημαίνει κοινωνία μαζί του.
Και ο απλός «ευλογημένος» άνθρωπος της υπαίθρου, τα ίδια αισθάνεται, όταν το νιόβγαλτο, λιανό δενδρί με ζέση περιποιείται, όταν το φυτάριο με καρτερία φυτεύει, όταν το σπόρο στην αφράτη γη ανακατεύει, όταν το νεοττό (είτε φυτό, είτε ζώο) θωπεύει, για να γενεί φύση θαλερή –όταν, εν κατακλείδι, σα δημιουργός λειτουργεί στήνοντας μικρούς αθέατους παραδείσους. Δε τον συνεπαίρνει η αγαλλίαση του πρωτόπειρου, του ενεού με τη δημιουργία, μα μιαν τερπνότητα υπάρχει, ένας διακαμός στην ενησχολή με τη φύση, στα πλαίσια λες ιερής μυσταγωγίας που συντελείται, κει στον αφαλό της ζήσης. Νοιώθει, αισθάνεται το μεγαλείο της ζωής –παρόμοια με τον υψιπετή ποιητή–, και ως ταπεινός δημιουργός φτιάχνει ζωή, φτιάχνει μέλλον, και τούτο πολύ τον συγκινεί και τον πληρώνει· είναι η αίσθηση της δημιουργίας. Είναι κι αυτός ποιητής, ποιητής της γης –ποιεί εν σκοπώ…
Φύση το λοιπόν είναι η δημιουργία που υψώνει, που μορφώνει κι εξασκεί, που σε κάμει να αισθάνεσαι και να λειτουργείς. Με τα κοινά, με τα γύρα κοινωνείς κι ανέσπερα πάγεις· γιατί, μεγάλο πράμα είναι να υψώνεσαι με τ’ απλά, να βρίσκεις πηγή στης ζήσης τους μικρούς, ανύποπτους χλοασμούς, να γίνεσαι «ποιητής» στο γίγνεσθαι όπου συμμετέχεις.
Ο φυσικός χώρος έτσι, γίνεται προορισμός, αποτελεί –και με του ανθρώπου τη συμβολή– ολότητα, αφού «γεμίζει» με έργο, με σχέσεις, μ’ ενέργεια. Είναι οίκος –εξ ου και οικοσύστημα–, όχι καταφύγιο, αλλά θώκος για καταφυγή της ζωής και θεώρηση του όλου. Εκεί ζωές πάγουν –γεννώνται και πεθαίνουν–, σ’ έναν κύκλο δημιουργίας και συνέχειας. Εκεί ψυχές ευφραίνονται, αναβιβάζονται και ευφορούν. Ένας παράδεισος εκεί, ένας φλογερός κόσμος, έμπλεος θάλπους, ρέμβους, ήθους, προϊόν λες συνουσίας υπερβατικής· αυτός είν’ ο κόσμος του ποιητή-δημιουργού. Η ποίηση του κόσμου τούτου, το γλυκύ κι υπερβατικό του, είναι εντέλει το νόημα της ζωής, το Έαρ και ο Ιχώρ, γιατί εκεί η δημιουργία βρίσκει την πληρότητά της.
Ο φλογερός τούτος κόσμος, γίνεται μολαταύτα δραματικός στα χέρια δόλιων ανθρώπων, ψυχρών ειδωλοθυτών διαχειριστών, που κρυερά ενησχολή τους είναι η επαφή με τα γήινα. Αυτούς δεν τους συγκινεί η ευδία, δεν τους κάμει συνειδητούς το δημιούργημα, ενώ το ρίγος της γλυκείας αποτελεί άγνωστη δοκιμασία. Βλέπουν ύλη, μόνον ύλη στο χώρο –ύλη ψυχρή, σιδηρά!.. –, επιζητώντας, παγερά κι επιβλητικά, την εκμετάλλευσή της. Έχουν πνεύμα υπολογιστικό, ασυγκίνητο, παγερό. Ο αγοραίος, διά τούτο, φυσικός χώρος –σε διαφορετική περίπτωση, ο μη εκμεταλλεύσιμος, αφήνεται στην τυχαιότητά του ως αδιάφορος–, γίνεται ουτιδανός, γίνεται πεδίο οικονομικής ενησχολής, παρά πεδίο δημιουργίας, έχοντας χάσει τον προορισμό του, έχοντας χάσει την ουσία του. Ανάρμοστος ως τέτοιος και μακριά από τη φύση του, καταπίπτει στο κενό της χρηστικής ανυπαρξίας, που η απληστία της θεοποιημένης ανάπτυξης διαμορφώνει.
Θεωρώντας το φυσικό χώρο βαθύτερα, αντιμετωπίζοντάς τον ως οίκο, βλέποντας σε αυτόν οντότητες, σχέσεις κι αξίες, αποδίδεται εγγενή αξία στα αισθητά μέρη του. Ο φυσικός έτσι θεωρούμενος χώρος, χάρη στον άνθρωπο που λειτουργεί στη φύση συμμετέχοντας στο γίγνεσθαι, εμπλουτίζεται κι ανάγεται, χαρακτηριζόμενος από ευγένεια κι εξωστρέφεια. Η εγγενής (ενδογενής) αξία, είναι η αξία που που προσδιορίζει το κάθε αισθητό ως οντότητα, ως δημιούργημα φυσικό. Η εξωγενής αξία είναι η αξία του δημιουργήματος όταν ως τέτοιο προσφέρει, όταν «δίδει» στο δημιουργό υποστηρίζοντας τη δημιουργία (που ως ολότητα εννοείται). Οι δε παραγόμενες αντιληπτικές αξίες, όπως οι πολιτιστικές, οι ιστορικές, οι παραδοσιακές, οι αισθητικές, οι πνευματικές/ψυχικές κ.ά., που προκύπτουν ως ειδικότερες θεωρήσεις λόγω της συμμετοχής του ανθρώπου στο γίγνεσθαι, ανάλογα με την κατά περίπτωση θεώρησή τους, καθορίζουν/χαρακτηρίζουν το φυσικό χώρο κάθε φορά. Οι προσφορές της φύσης (υλικές κι άυλες) είναι το παράγωγο των αξιών της, το εμφαινόμενο της δημιουργίας.
Η αγνοημένη ζωή των οργανισμών γύρω μας, διέπεται από αρχές και κανόνες λειτουργίας υψηλού επιπέδου, με μια ιδιαίτερη (και θαυμαστή) φιλοσοφία σ’ ότι αφορά στην ύπαρξη, ίσως κι ανώτερης σε αξία απ’ αυτή του ανθρώπου (με δεδομένο ότι οι οργανισμοί της γης υπολείπονται σε δυνατότητες του ανθρώπου κι απαιτείται πληρέστερη οργάνωσή τους σε λειτουργικό επίπεδο, για να σταθούν στο σκληρό κι ανταγωνιστικό περιβάλλον που τους έλαχε να υπάρξουν). Το γεγονός αυτό προσδίδει στην ύπαρξή τους ιδιαίτερη αξία, κάτι που θα έπρεπε να γίνει τουλάχιστον σεβαστό από τον διαχειριστή άνθρωπο. Δέος, για παράδειγμα, προκαλεί ένας ώριμος αυστραλιανός ευκάλυπτος ύψους 160 μέτρων (τόσο ψηλός, όσο και η πυραμίδα του Χέοπα!), ο οποίος κρατά το βάρος της κόμης του μερικών τόνων. Χωρίς όμως σκέψη τον υλοτομούμε (φωτογραφίζοντάς τον πρωτύτερα, για να υπάρχει ως ανάμνηση!..), για τις ανθρώπινες ανάγκες. Επιστήμονες που μελέτησαν τον τρόπο λειτουργίας και τις αντιδράσεις των φυτών σε διάφορα ερεθίσματα, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αυτοί οι οργανισμοί έχουν κάποια νοημοσύνη, απλά αγνοούμε τον τρόπο που την εκδηλώνουν. Ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα ο Βιεννέζος βιολόγος Ραούλ Φρανσέ είχε συμπεράνει ότι «τα φυτά κινούν το σώμα τους τόσο ελεύθερα και με τόση χάρη, όσο και ο πιο επιδέξιος άνθρωπος ή ζώο, και μόνος λόγος που δεν το αντιλαμβανόμαστε, είναι γιατί κινούνται μ’ έναν πολύ πιο αργό ρυθμό από τους ανθρώπους». Ας μην ξεχνούμε και τα λόγια του Αριστοτέλη, ο οποίος είπε: «Η ζωή εν τοις ζώοις και εν τοις φυτοίς ευρέθη, αλλ’ εν μεν τοις ζωοίς φανερά και πρόδηλος, εν τοις φυτοίς δε κεκρυμμένη και ουκ εμφανής».
Ο άνθρωπος συμμετέχει στο φυσικό σύστημα ενεργά. Δραστηριοποιούμενος στο χώρο, μοιραία τον αλλάζει. Δε θεωρούμε παρθένα τη φύση με τον άνθρωπο εν αυτής, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν είναι φύση. Ο άνθρωπος αποτελεί τον κρίσιμο και καθοριστικό παράγοντα του συστήματος, είναι αυτός που το στηρίζει, που το μεταλλάσσει, που το προάγει, …αλλά και το καταστρέφει! Το ζήτημα επομένως εντοπίζεται στη φύση της ανθρώπινης ενέργειας, που είναι απόρροια μιας φιλοσοφίας και ενός τρόπου ζωής που καθορίζει το αποτέλεσμα, δηλαδή το πώς το δημιούργημα θα υπάρξει. Ο άνθρωπος που λειτουργεί θετικά μέσα στο φυσικό χώρο, που ενισχύει την ποικιλότητά του, που τού προσφέρει αρμονία και δημιουργεί προοπτική, ανάγει το σύστημα και διαμορφώνει ποιότητες, ακριβώς διότι δημιουργεί, γιατί λειτουργεί ως αποικοδομητής και όχι ως αποδομητής.
Ο αρνητικός άνθρωπος, στην αντίπερα όχθη, ο μονότροπα τεχνοκρατικός άνθρωπος, αλλά και ο αδιάφορος με τη στάση ζωής του –που δυστυχώς, αποτελεί την οικτρή πλειοψηφία στην κοινωνία, και διαμορφώνει τους κανόνες–, φθείρει, αργεί και καταστρέφει, παρά προάγει, όπως με τη σήμερη ανάπτυξη θεωρείται. Η φύση στον άνθρωπο αυτόν είναι «παράταιρη», αγνοημένη και ουτιδανή, καθότι εμπόδιο είναι ή το «αντίπαλον δέος» στους σχεδιασμούς του, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη και βεβαρυμμένη, μη δυνάμενη ν’ αναφανεί και να έχει ρόλο σε σχέση με το γίγνεσθαι και την πορεία του ανθρώπου ως οντότητα. Υπάρχει απλά για να εξυπηρετεί σκοπούς και καταστάσεις, να «υπηρετεί» σύμφωνα με τα κρατούντα, και… αδήλως καταστρέφεται χάριν «δημοσίου συμφέροντος». Αποτελεί εργαλείο στα χέρια του σιδηρού ανθρώπου, χωρίς να υπολογίζεται ως ύπαρξη, ως αξία!
Η ανθρωποκεντρική αντίληψη του κόσμου μας, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος αποτέλεσε το κέντρο της ύπαρξης και όλα πάνω στη γη πρέπει να κατατείνουν στην ικανοποίηση των επιδιώξεών του, καθόρισε την πορεία προς την πτώση του –ως άλλος πρωτόπλαστος θαρρείς!–, η οποία εν πολλοίς ήταν μπουφονική κι αυτοκτονική. Δεν υπολόγισε την επερχόμενη συντέλεια, από την ξολοθρευτική πορεία που διήγαγε, για την απόλαυση των εφήμερων. Δε σεβάστηκε το γεννήτορα, τη μάνα γη, το δημιουργό –η μαθηματική σχέση που εν προκειμένω ισχύει, είναι ότι το ποσοστό της ανθρώπινης ευημερίας είναι αντιστρόφως ανάλογο με την ευημερία του οικοσυστήματος. Είναι χαρακτηριστικός ως προς τούτα, ο ορθολογισμός του Καρτέσιου, που μίλησε για μηχανές που αν υποκαθιστούσαν τα φυσικά όργανα του ζώου και αν το κατασκεύασμα εμφανίζονταν με τη μορφή αυτή, δε θα είχε λόγο ύπαρξης το πραγματικό ζώο!
Αφήκε έτσι, αυτός ο άνθρωπος, εσχάτη παρακαταθήκη στους επιγόνους τις επιπτώσεις των ενεργειών του, τις οποίες ήδη οικτρά βιώνουμε, ζώντας την αρχή ενός Αρμαγγεδώνα. Αν, αντίθετα, λογίζονταν για τα γύρω, αν υπολόγιζε την αξία της κάθε ύπαρξης, λειτουργώντας βιοκεντρικά, τότε δε θα φτάναμε στο «θυσιασμό του κόσμου» για την ικανοποίηση των επιδιώξεών του. Διότι, αν δημιουργός ήτο, απαλλαγμένος από άχθη τραγικά και με «λογισμό και μ’ όνειρο» (που έλεγε ο Διονύσιος Σολωμός) πορεύονταν, τότε άλλη θα ήταν η σήμερη τύχη του κόσμου –όμως, αλί, αυτός εξακολουθεί ίδια να ενεργεί!. Δηλαδή, συνετά και ποιητικά (εκ του ποιώ, δηλαδή δημιουργώ) εάν έπραττε, θα ήτο ένας επί της γης «θεός», ένας δημιουργός έργων κι αισθήσεων. Δέστε το απλά: Η χαρά, η ψυχική αναστάτωση, που εκδηλώνεται με τη φύτευση ενός φυτού ή με την καλλιέργεια της γης, η αίσθηση του πράττειν για τη δημιουργία, αποτελεί έκφραση από τον άνθρωπο βιοκεντρικής αντίληψης του κόσμου του, αφού η προσφορά διά της δημιουργίας προϋποθέτει παιδεία, δηλαδή σεβασμό στη φύση, στο γίγνεσθαι. Το ποιείν αποτελεί υψηλή θεώρηση του πράττειν, αφού προϋποθέτει συνείδηση και ευθύνη για το δημιούργημα.
Η αναγνώριση ενδογενούς αξίας στους οργανισμούς, ποτέ δεν αποτέλεσε προτεραιότητα στη σκέψη ή στην πράξη του ανθρώπου, για λόγους ωφελιμιστικούς κυρίως. Όμως, είναι αδύνατο ν’ αγνοήσει κανείς τον ενόργανο κόσμο, τον αισθητό, αφού, όπως προείπαμε, έχει ο καθείς φυσική εξάρτηση απ’ αυτόν· καθότι φυσικό ον και ο ίδιος… Ενδόμυχα λοιπόν, ίσως και μη συνειδητά, αναγνωρίζεται η ενδογενής αξία των οργανισμών· αν και η ολοκληρωτική εξάρτηση του ανθρώπου από την ύλη, τον κάμει συνήθως σκληρωτικό κι απόλυτο στη θεώρηση του κόσμου του. Είναι φορές μάλιστα, ελαχιστότατες δυστυχώς, που ωθούμενος από μιαν εσωτερική παρόρμηση, εξωτερικεύει την επιθυμία αυτή, κάτι που αποτελεί εκδήλωση ενός ασυναίσθητου βιοκεντρισμού –συνήθως τούτο γίνεται σε στιγμές απόγνωσης, συναισθηματικής φόρτισης, συναίσθησης του νοούμενου ή από πηγαίο συναισθηματισμό.
Ας το δούμε αυτό σ’ ένα χρονογράφημα του Γιάννη Ταχογιάννη το 1935, σχετικό με την κοπή ενός πεύκου στο αλσύλλιο του Λευκού Πύργου στη Θεσσαλονίκη. Η προσέγγισή του ίσως φανεί απλοϊκή στους σύγχρονους, τους αποστασιοποιημένους από τα τερπνά της ζωής, μα αξίζει να παρατεθεί, ως «αιρετική» άποψη στα καθεστώτα, που η σκλήρυνση των καιρών μας επέβαλλε:
«Χτες έγινε μία από πιο δραματικές θανατικές εκτελέσεις. Έκοβαν ένα από τα ωραία πεύκα του μικρού πάρκου του Λευκού Πύργου Θεσσαλονίκης. Τι σύντομη διαδικασία για τη ζωή του δέντρου! (…) Όσοι παρακολούθησαν τη σκηνή δεν μπόρεσαν να μη συνοδέψουν τις τελευταίες στιγμές του μελλοθάνατου δέντρου με το πένθιμο εμβατήριο μερικών πνιγμένων στεναγμών και κάποιων φωνών συμπάθειας:
-Το καημένο το κόβουν
-Τι κρίμα…
Ενώ δε σε κάθε βάρβαρη τσεκουριά τα πράσινα κλαδιά του κουνιόνταν σαν χέρια που ζητούσαν βοήθεια από τα συννεφάκια που ταξίδευαν στον ουρανό, αυτοί που παρακολουθούσαν το δράμα από κοντά, έκαναν με τη σκέψη τους τη θλιβερή νεκρολογία του. Γιατί όχι; (…) Δεν πρόλαβαν, δυστυχώς, όλοι αυτοί (οι φίλοι του άνθρωποι) να θρηνήσουν τον καλόκαρδο φίλο τους κ’ η τραγική πράξη έφτασε στο τέλος της. Μ’ ένα τελευταίο γερό χτύπημα, το άμοιρο δέντρο σωριάστηκε νεκρό, αφήνοντας την τελευταία του επιθανάτια κραυγή:
-Κράαααχ!
Όταν ήρθαν αργότερα τα κρόσια της λιακάδας να παίξουν με τις πράσινες βελόνες του το κρυφτούλι κ’ οι σπίνοι να ραμφίσουν, φλυαρώντας, τον πράσινο θόλο του, δε βρήκαν τίποτα. Γρήγορα ήρθε η λήθη.
Τα πάντα ρει…»
Ίδια αντίληψη απορρέει και από το ποίημα του Γεωργίου Δροσίνη «Ο θάνατος του δένδρου»:
«Κάθε χτύπημα ένας πόνος κ’ ένα βόγκημα
μια βαθιά πληγή, βαθύτερα ανοιγμένη
κ’ ύστερα-ύστερα ένα τρίξιμο, ένα σπάσιμο
κ’ ένα σώριασμα του δέντρου, που πεθαίνει.
Του βουνού καμάρι, της κορφής στεφάνωμα,
με τι λύπη θα το ξαναδούμε πάλι
να το χαμοσέρνουν ντροπιασμένο λείψανο,
του χωριού τα βόδια κάτου στ’ ακρογιάλι!
Τι κι αν το στυλώνουν πάλι χέρια ανθρώπινα;
Τι κι αν με πανιά και ξάρτια το στολίζουν;
Δίχως φύλλα, δίχως κλώνους-δέντρου σκέλεθρο,
τα πουλιά το βλέπουν και δεν το γνωρίζουν».
Η απόδοση εγγενούς (ενδογενούς) αξίας στους οργανισμούς της γης, κερδίζει συνεχώς νέους υποστηρικτές, κυρίως μεταξύ των επιστημόνων των λεγόμενων οικολογικών-βιολογικών επιστημών, αλλά και μεταξύ νεωτεριστών θεολόγων. Σύμφωνα με αυτούς, το ανθρώπινο γένος, ως φορέας ζωής, όπως αναγνωρίζει και δείχνει κατανόηση στους άλλους φορείς ζωής, οφείλει να δείχνει τον απαραίτητο σεβασμό για την ίδια τη ζωή σε όλες τις μορφές της. Είχα κάποτε γράψει στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σ’ ανύποπτο χρόνο και χωρίς να έχω εντρυφήσει στο συγκεκριμένο αντικείμενο, κάτι που θεωρούσα αυτονόητο και μου υποδείκνυε η συνείδησή μου (η ανθρώπινη και η επιστημονική), ότι «το δένδρο που μεγαλώνει στην άκρη του δρόμου, είναι ένας ζωντανός οργανισμός, που ζητά τη φροντίδα μας ή φορές το έλεός μας, όταν το πληγώνουμε…» Αυτό το «αυτονόητο», που πολλοί επιστήμονες σε διάφορες χρονικές στιγμές υποστήριξαν, χαρακτηριζόμενοι άλλοτε ως αιρετικοί κι άλλοτε ως γραφικοί, ήλθε να επιβεβαιώσει η Σύμβαση του Ρίο για τη βιολογική ποικιλότητα το έτος 1992, που στο εισαγωγικό της μέρος αναγνώριζε την «ενδογενή αξία της βιοποικιλότητας και τις οικολογικές, γενετικές, κοινωνικές, οικονομικές, επιστημονικές, εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, ψυχαγωγικές κι αισθητικές αξίες της βιοποικιλότητας και των στοιχείων που την απαρτίζουν».
Τούτο όμως πρέπει να έχουμε κατά νουν: Η φύση από μόνη της, στα πλαίσια της νομοτέλειάς της, δίδει προσφορές, παρέχει ωφέλειες, παράγει έργο, που, χάρη στον άνθρωπο αποκτά σημασία, περιεχόμενο και ουσία. Ο άνθρωπος κάμει τη διαφορά στο κοσμολογικό σύστημα, αφού το εμπλουτίζει, το ανάγει, του δίδει προορισμό. Ο άνθρωπος δημιουργεί ιστορία, πολιτισμό, παράδοση, δημιουργεί επιστήμες, ιδέες, γράμματα… –όλα όσα δίνουν νόημα στο χώρο και τον κάμουν τόπο· κι, εντέλει, πατρίδα. Αυτά όμως, τα υλικά και τα άυλα, της νόησης τα ενεργήματα, είν’ ευεργετήματα της φύσης. Διότι, από τη φύση αντλούνται νοήματα, αυτή διαθέτει δομές και δίδει εμπνεύσεις για την παραγωγή πολιτισμικού υλικού. Έτσι, το φυσικό τοπίο γίνεται πολιτισμικό, ακριβώς επειδή ο άνθρωπος έχει βρει προορισμό σε αυτό και δημιουργεί ολότητες.
Ο άνθρωπος λοιπόν, κάθε άλλο παρά κυρίαρχος είναι «στον κόσμο του»· κανένα από τα επιτεύγματά του δεν τον κάμει ισχυρό, δεν του δίδει απόλυτη δύναμη, αν η φύση λείψει. Τ’ ανθρώπινα ενεργήματα γίνονται ευεργετήματα, εάν καλώς καμωθούν, εάν δε δυναστεύσουν και δεν «ατιμάσουν». Εάν τη φύση σεβαστούν, τη συναισθανθούν και την εννοήσουν. Έτσι ειδομένα γίνονται δημιουργίες. Διότι: τα οικοσυστήματα αποτελούν το φυσικό υπόβαθρο των ανθρωπογενών συστημάτων.
Η φύση γύρω μας, είναι η «φύση» του δημιουργήματος, είναι η αξία του –δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι, με τη λέξη «φύση» αναφερόμαστε στην ουσία του κάθε πράγματος. Η φύση λοιπόν είναι αξία διότι είναι η έννοια του δημιουργήματος, το βαθύ κι ουσιαστικό που αναπαριστάται με τις αγνές και πηγαίες γύρω μας υπάρξεις. Η φύση είναι πολύτιμη για το βαθύτερο που προσφέρει: για τις εγγενείς αξίες, που θεωρημένες στο σύστημά της γίνονται ανθρωπολογικές και νοούνται ως λειτουργικές του βίου. Τούτο δηλοί τη σημασία της γης, τη σημασία της φύσης, ως γεννήτωρ -κάτι που αξιωματικά θέτουμε, αφού από τη φύση ξεκινούν όλα και σε αυτήν καταλήγουν. Δηλοί επομένως την αδήριτη ανάγκη διατήρησης των στοιχείων της, των θεμελιωδών στοιχείων της ζωής, των αξιών της «μάνας»…
Η φύση είναι ζωή, και μέσα από την αρμονική κοινή πορεία της με τον άνθρωπο αποκτά σημασία (κι αξία) το δημιούργημα, γινόμενο ολότητα· και τούτο είναι πρωταρχικό, αφού η κοινωνία των ανθρώπων στη γη, έχει τις πηγές της σε τούτη την αξιακή βάση. Ως αξία νοούμενη η φύση, έχουμε υποχρέωση να τη διαφυλάττουμε –άλλες δε φορές να την (ανα)δημιουργούμε–, ως πυλωροί της ζήσης μας, ως ξυπνοί «ποιητές της».
Η υποχρέωση αυτή, είναι αποτέλεσμα αυτογνωσίας, γνώσης του είναι μας, δηλαδή: συνειδητοποίησης της ύπαρξης. Η εννόηση συνεπώς από τον άνθρωπο-δημιουργό της ύπαρξης, με την έννοια που προσδιορίσαμε, είναι η παιδεία του, που οδηγεί στην κατανόηση του δημιουργήματος και στη συνειδητοποίηση της σημασίας του, διαμορφώνοντας συνείδηση για τη γη· κάτι θεμελιώδες για την προστασία των αξιών και δικαιωμάτων του δημιουργήματος, για του ανθρώπου το ριζικό. Άλλως, νεκρό το σύστημα είναι, αυστηρά τεχνητό, «άγνωστο», ψυχρό, κι υπάρχει εκτροπή από τους φυσικούς κανόνες που συγκροτούν τη ζωή· κάτι, φευ, σύνηθες στις μέρες μας!..
ΠΗΓΗ : dasarxeio.com/