Οι πυρκαγιές υπάρχουν σήμερα, στο βαθμό που υπάρχουν, επειδή ακριβώς αποδεχόμαστε το κόστος να υπάρχουν, όπως ακριβώς υπάρχουν!
Του Βασίλη Καμπόλη
Πολλοί σοφοί επιστήμονες πιστεύουν ότι η θεωρία της χωροχρονικής σχετικότητας είναι η πιο δύσκολη έννοια που μπορεί να γίνει αντιληπτή από έναν έξυπνο άνθρωπο. Υπάρχουν μερικοί ακόμη που βάζουν στην ίδια μοίρα και την έννοια του «αποδεκτού κόστους σε ανθρώπινες ζωές».
Η τελευταία είναι μια έννοια που δεν πολυσυζητιέται παρά μόνο σε κύκλους πολιτικής επιστήμης και ασφαλιστικών εταιρειών και σπανιότερα απασχολεί τους κοινωνιολόγους και τους ψυχολόγους.
Δεν πρόκειται για ιδιαίτερα δυσνόητη τεχνικά έννοια, αντίθετα θα μπορούσε πολύ άνετα να χαρακτηριστεί μάλλον απλοϊκή. Παρ’ όλη όμως την απλοϊκότητά της, παραμένει κοινώς ασύλληπτη και διαφεύγουσα, ενώ θα έπρεπε να συνιστά πρωταρχικό σημείο αναφοράς κάθε σκέψης μας, ειδικά όταν εστιάζουμε την προσοχή μας σε θέματα πρακτικής πολιτικής κριτικής.
Η έννοια του «αποδεκτού κόστους σε ανθρώπινες ζωές» σημαίνει απλώς ότι σε πλήθος κανόνων και πρακτικών που εφαρμόζονται μέσω ενός συντεταγμένου κράτους δικαίου εμπεριέχεται προκαταβολικά ένας αριθμός
ανθρώπινων θανάτων που αποδεχόμαστε ως λογικό, προκειμένου να μην υψώσουμε το κόστος ενός κανόνα (ή μιας πρακτικής) σε βαθμό που θα τον καταστήσει ανεφάρμοστο.
Ναι, μιλάμε για κόστος χρήματος σε σχέση με κόστος σε ανθρώπινες ζωές και ίσως σ’ αυτό το λεπτό σημείο βρίσκεται και η δυσκολία μας να συνειδητοποιήσουμε την καίρια αυτή αρχή που καθορίζει κάθε σχεδόν ενέργεια μιας πολιτείας. Επειδή σε ατομικό επίπεδο καμία ποσότητα χρήματος δεν αξίζει όσο μία και μόνον ανθρώπινη ζωή, επιμένουμε να διατηρούμε την ψευδαίσθηση ότι το ίδιο ισχύει και σε συνολικό επίπεδο, σε επίπεδο δηλαδή νόμων, κανονισμών και διατάξεων.
Ενα απλό παράδειγμα για τα παραπάνω είναι ο αντισεισμικός κανονισμός κάθε χώρας. Ολοι καταλαβαίνουν ότι θεωρητικά κάθε μας κτίριο θα μπορούσε να κτίζεται με προδιαγραφές σταθμού πυρηνικής ενέργειας της Ιαπωνίας,
δηλαδή με προδιαγραφές να αντέξει σε σεισμούς άνω των 9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ.
Ωστόσο, κάτι τέτοιο θα εκτίναζε στα ύψη τον προϋπολογισμό μιας κοινής κατοικίας και θα καθιστούσε άπιαστο όνειρο την απόκτησή της. Ακόμα χειρότερα, κάνοντας υπερβολικά ακριβή την απόκτηση μιας νόμιμης στέγης,
ο κάθε πολίτης θα κατέφευγε στην παράνομη οικοδόμηση, όπως πολύ καλά γνωρίζουμε εμείς οι Ελληνες των «αυθαιρέτων», με μηδενική αντισεισμική προστασία.
Χρειάζεται λοιπόν κάθε φορά να εκτιμηθεί η χρυσή τομή που θα διατηρήσει σε «λογικά» επίπεδα το κόστος ανέγερσης οικοδομημάτων, προσπαθώντας ταυτόχρονα να κρατήσει κατά το καλύτερο δυνατόν χαμηλό το
προκαταβολικά αποδεκτό κόστος σε ανθρώπινες ζωές.
Οταν λοιπόν ορίζουμε ως όριο αντοχής των κτιρίων μιας περιοχής τα 7 Ρίχτερ, προαποδεχόμαστε τον τεράστιο αριθμό θανάτων που οποιοσδήποτε μεγαλύτερος σεισμός θα επιφέρει, έστω σπανίως, ως λογικό αντάλλαγμα.
Το ίδιο ισχύει και για τις προδιαγραφές κατασκευής πλοίων, αφού και πάλι η τεχνολογία μας θα μπορούσε θεωρητικά να κατασκευάζει πλοία αβύθιστα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, μόνο που ένα τέτοιο πλοίο προορισμένο να εκτελεί π.χ. το δρομολόγιο Πειραιάς-Σαντορίνη θα κόστιζε πιθανότατα όσο κι ένα αεροπλανοφόρο.
Με την ίδια λογική έχουμε προαποδεχτεί ένα μεγάλο αριθμό θανάτων από τροχαία δυστυχήματα (που προσπαθούμε να μειώσουμε με όλους τους άλλους δυνατούς ανέξοδους τρόπους), επειδή και οι τιμές των αυτοκινήτωνοφείλουν να κυμαίνονται σε αποδεκτά πλαίσια και όχι να συναγωνίζονται εκείνες των αρμάτων μάχης Λέοπαρντ.
Οι πυρκαγιές κοστίζουν ακριβά σε ανθρώπινες ζωές, σημείο που είναι και το πλέον επώδυνο. Κοστίζουν επίσης ακριβά σε οικονομικό επίπεδο, αφού μπορούν να εξαρθρώσουν και να διαλύσουν ακόμα και τον παραγωγικό
ιστό μιας περιοχής. Κοστίζουν επίσης ανυπολόγιστα σε όρους ζημιάς του περιβάλλοντος. Φαινομενικά, η κάθε χώρα λαμβάνει πλήθος μέτρων για τον περιορισμό κατά το δυνατόν των παραπάνω επιπτώσεων, συντηρώντας κυρίως εθνικές δυνάμεις πυρόσβεσης, επίγειες κι εναέριες.
Ας σημειώσουμε ότι δεν θα μας απασχολήσουν εδώ οι αστικές πυρκαγιές που συνήθως αντιμετωπίζονται αποτελεσματικότερα κι αυτό επειδή στην περίπτωσή τους συντρέχουν εύκολα και οι 2 χρυσοί κανόνες της πυρόσβεσης:
1. Άμεσος εντοπισμός της εστίας.
2. Άμεση επέμβαση επί της εστίας. Είναι οι κανόνες της κοινής εμπειρίας, που μας λέει ότι δεν πρέπει να ανησυχήσουμε υπερβολικά εάν πιάσει μια τυχαία φωτιά στην αυλή ή στην κουζίνα μας, εφόσον είμαστε εκεί κοντά για να αντιμετωπίσουμε τη φωτιά όταν εκδηλωθεί, πράγμα εύκολο, κι όχι όταν θεριέψει, πράγμα ανέφικτο.
Αυτό που εφαρμόζουμε στην αυλή μας θα μπορούσαμε άραγε να το εφαρμόσουμε και στις πυρκαγιές της υπαίθρου; Η κοινή αντίληψη βασίζεται στο ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατον. Οι επιστήμονες γνωρίζουν ότι σήμερα αυτό είναι (όπως και τα άλλα παραδείγματα που αναφέραμε) εφικτό. Ας δούμε πώς.
Ο έγκαιρος εντοπισμός μιας πυρκαγιάς στη γέννησή της για οποιοδήποτε σημείο της υπαίθρου θα ήταν δυνατός με τη χρήση δουφόρων εφοδιασμένων με ειδικές κάμερες θερμικής ευαισθησίας, που εάν συνδυαστούν και με το ανάλογο λογισμικό θα μπορούσαν να αναφέρουν αυτοματοποιημένα κάθε εστία στον αγροτικό-δασικό χώρο στο πρώτο κιόλας στάδιο της εξέλιξής της, προσδιορίζοντάς την γεωγραφικά με ακρίβεια μέτρων. Ενας ικανός στόλος πυροσβεστικών αεροπλάνων κι ελικο
πτέρων (παντός καιρού και νυχτερινής επιχειρησιακής δυνατότητας) θα αναλάμβανε την έγκαιρη αντιμετώπισή της. Τελεία.
Γιατί τότε δεν το έχουμε κάνει; Γιατί τότε δεν το έχει κάνει καμία άλλη προηγμένη χώρα;
Προτού όμως αναλωθούμε σε παρόμοιους προβληματισμούς, θα πρέπει πρώτα να ρωτήσουμε:
Πόσο θα κόστιζε κάτι τέτοιο;
Και η απάντηση είναι: Πολλά! Πολύ περισσότερα δε το δεύτερο μέρος από το πρώτο. Πολύ περισσότερα απ’ όσο μας κοστίζουν
σήμερα οι ζημιές και οι αποζημιώσεις τους, μαζί με την υπάρχουσα πυροσβεστική μας δύναμη; Ναι, δυστυχώς, πολύ περισσότερα, επειδή θα έπρεπε να αγοράζουμε, εκπαιδεύουμε, συντηρούμε κι ανανεώνουμε ένα μεγάλο αριθμό ελικοπτέρων κι αεροσκαφών, εάν θα θέλαμε να είμαστε καλυμμένοι αριθμητικά ακόμα και για τις περιπτώσεις πολλών ταυτόχρονων πυρκαγιών, που όπως καλά γνωρίζουμε δεν σπανίζουν.
Κι αυτόν όλο τον τεχνολοικό εξοπλισμό και το εξαιρετικά ειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό που απαιτείται για να λειτουργήσει θα τον χρησιμοποιούσαμε πρακτικά μερικές δεκάδες μέρες κατ’ έτος.
Κάτω από αυτήν την οπτική, μοιάζει να είναι πολύ πιο καθαρή η έννοια του προαποφασισμένου «αποδεκτού κόστους σε ανθρώπινες ζωές» και «σε υλικές και περιβαλλοντικές καταστροφές», θα έπρεπε να συμπληρώσουμε. Αυτό είναι το τίμημα που οι απανταχού κυβερνώντες έχουν παραδεχτεί ως καλώς εννοούμενο συμφέρον των όποιων πολιτών τους.
Είναι αξιοπερίεργο αλλά δεν φαίνεται -παγκοσμίως- να πρυτανεύει ακριβώς η ίδια λογική και για την περίπτωση της εθνικής άμυνας. Και δεν μιλάμε εδώ για χώρες σοβαρά απειλούμενες από εξωτερικό εχθρό, όπως η δική μας. Υπάρχουν κράτη μη άμεσα απειλούμενα, όπως π.χ. η Ισπανία ή η Ιταλία, που θα έπρεπε να μπαίνουν στον πειρασμό να μεταθέσουν το μεγαλύτερο ίσως τμήμα των στρατιωτικών τους δαπανών στην αντιπυρική τους προστασία, που είναι στα σίγουρα πιο επείγουσα κι απτή.
Το γιατί όμως προτιμούν να χρησιμοποιούν τους κρατικούς δορυφόρους για κατασκοπεία και απόρρητες επικοινωνίες και να ξοδεύουν τεράστια ποσά για μοίρες καταδιωκτικών και βομβαρδιστικών, προορισμένων για ασκήσεις, είναι ακριβώς το λεπτό σημείο που κανένας δεν μοιάζει διατεθειμένος να θίξει. Είναι άραγε σίγουρο ότι αντιπροσωπεύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα
πραγματικά συμφέροντα των πολιτών τους;
Πιστεύουν άραγε όλοι αυτοί οι κυβερνώντες ότι εάν οι πολίτες τους επρόκειτο να αποφασίσουν ποιες δαπάνες θα έπρεπε να έχουν προτεραιότητα, ότι το αποτέλεσμα ενός τέτοιου δημοψηφίσματος θα ήταν σύμφωνο με τις δικές τους επιλογές;
Τελικά, οι πυρκαγιές υπάρχουν σήμερα στο βαθμό που υπάρχουν, επειδή ακριβώς αποδεχόμαστε το κόστος να υπάρχουν όπως ακριβώς υπάρχουν. Η αποδοχή μας αυτή μοιάζει με καυτή πατάτα που προτιμάμε να πετάμε ο ένας στον άλλο.
Μήπως κάποτε πρέπει να την κρατήσουμε στη χούφτα μας αρκετή ώρα ώστε να καταλάβουμε την αλήθεια της;
Πηγές
Ενθετο κυνήγι Απογευματινής