Welcome in Greece ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ KAI OXI MONO

Welcome in Hellas
Welcome in Greece

Αρχική Initial ΠίσωBack

Ιστορίες της Θράκης !

Ξεφαντώματα, τσιμπούσια και μεγάλη παραζάλη στο θρακιώτικο χωριό, που το στεφάνωναν από το βοριά τα χιονισμένα βουνά και απ' την ανατολή η λουρίδα του θολού 'Έβρου. Περνούσαν οι χωρικοί τα ντέρτια και τους καημούς τους με τα δωδεκάμερα, που είναι γι' αυτούς η καλύτερη εποχή της σχόλης, του γλεντιού και της απόλαυσης των αγαθών, που έχουνε στ' αμπάρια, στα βαρέλια και στα κοτέτσια. Και η χρονιά πήγε θαυμάσια γιατί και τα πρώιμα πέτυχαν και γέμισαν τ' αλώνια και τα όψιμα πήγαν καλύτερα, μια και δεν αγρίεψε πρόωρα η Μαρίτσα να πνίξει τα μποστάνια, φασόλια και καλαμπόκια και τα κουκούλια είχανε τιμή, για να τα παρακαλούν οι κουκουλάδες με τις λίρες στις χούφτες

Γ αυτό κρέμονται σε κάθε σπίτι από τα δοκάρια του χαγιατιού τετράπαχα τα σφαγμένα γουρούνια, στην ανέξοδη αυτή παγωνιέρα δίχως να φοβούνται τη χρυσόμυγα που την σκότωσε για καλά ο Θρακιώτης βοριάς. Έτσι βούιζε το χωριό από τα γλέντια γάμων και αρραβώνων και ία καφενεία έσκαγαν από τους θαμώνες, πνιγμένα στις αντάρες των καπνών και ζαλισμένα από τη σπιρτάδα του ρακιού, που χυνόταν στα στομάχια και στα τραπέζια. Στη ζωντάνια αυτή και τον σαματά υστερούσε ο καφενές του μπάρμπα Περδικούδη, γιατί αυτός πάντα τραβούσε τον περισσότερο κόσμο. Σ' αυτήν σύχναζε η παρέα των κυνηγών του χωριού, με τον πολυιστόριτο Σταμάτη, τον αρχικυνηγό του χωριού και των γύρω, πολυλογά και πεισματάρη σε κάθε είδους κυνηγοκουβέντα. Μα κι ο δάσκαλος καταδεχόταν εκεί να καθίσει, και πολλές φορές γύρω απ1 αυτόν γινόταν ο λόγος, γιατί κι αυτός στα νιάτα του χρημάτισε καμπόσα χρόνια τσαντατζής «υπεραξιών κυνηγός» και έκαμε και ένα φεγγάρι κυνηγός, για να αποδείξει ότι πήγε χαμένη εκείνη η θητεία, ενώ ο γάμος του με τη γραμματική απέδωσε περισσότερα.

Δυστυχώς ο Σταμάτης, που έσερνε κατόπι του όλη τη κουβέντα, είχε «ρίξει πέτρα» να μην πατήσει στο καφενείο και φορτώθηκε το βάρος ο δάσκαλος, για να παραζαλίζεται περισσότερο από ό,τι στο σχολείο του με τους γαβριάδες από την εφημερίδα, που παρακολουθούσε τις κληρώσεις των λαχείων του, δίχως να συναντά τους αριθμούς του, «πιθανώς από τυπογραφικό λάθος».

Είχαν εξαντληθεί όμως τα θέματα με το δάσκαλο.

Δάσκαλε, γιατί ο λαγός που χτύπησα είχε
άσπρες τρίχες;
Δάσκαλε, γιατί τα περδίκια κάνουν «κα, ουρά; κ.λ.π. Και η παρέα αναζητούσε το Σταμάτη να: αναταράξει τα νερά και να ανάψει η διασκέδαση με τις αφηγήσεις των κυνηγετικών του άθλων και θηρευτικών τερατολογημάτων του. Είχε χάσει την πελατεία του και ο μπάρμπα Περδικούδης, που ενώ άλλοτες κατέβαινε στο Κάστρο κάθε Σάββατο και γέμιζε τον τενεκέ με το ούζο, τώρα κάθε δεκαπέντε και δεν ξοδευόταν.

Α να πάρ' η ουργή, έλεγε, εχάσαμι τον Σταμάτ'. Σταμάτ' τουν είπαν κι σταμάτ' έκαμι τον καφινέμ'. θα τα σιάξουμε, νταή Περδικούδικάμι λίγου γκαϊρέτ (υπομονή). Χίτς μου γίνιτι (γίνεται ποτέ) η Σταμάτς να πνίξ' του μιράκι τ Όλεις οι αρρώστιες περνούν. Μόνι του αβατζηλίκ (το κυνήγι) δεν μπιρνά (περνά). Στέκα] (στάσου) να ιδείς λίγεις μέρεις ώσπου να του φθουρέσ' (να το χωνέψει, να το ξεχάσει). κα, κα»; Δάσκαλε, γιατί το αγριογούρουνο έχει μακριές τρίχες; Δάσκαλε, γιατί η αλεπού έχει πίσω την ουρά .

Ο λόγος ήταν ότι ο Σταμάτης σε μία παγάνα, που είχε γίνει προ ίων Χριστουγέννων για να σκοτωθεί ο αγριογούρουνο, που το χάριζαν κάθε χρόνο οι κυνηγοί στον Περδικούδη, για να δίνει μεζέ στη πελατεία, χάθηκε το υπέροχο σκυλί ίου, ο Λέων. Τέτοιο γουρουνόσκυλο δεν είχε ποτέ ματακάμει ο Σταμάτης. Το αγαπούσε σαν παιδί και δεν το άλλαζε με τίποτα. Η απώλεια αυτή του στοίχισε πολύ του Σταμάτη. Έχασε τα κέφια του, αφού τα έκλαψε τόσο, που ντράπηκε να πάει και στην εκκλησιά «χρονιάρα μέρα» τα Χριστούγεννα. Είχε χάσει κάθε ελπίδα γυρισμού του, γιατί ο Λέων, ήταν πεισματάρικο σκυλί που θα ξεκοιλιάστηκε από το καπρί, που κυνηγούσε σε καμιά σκοτεινή και απόκρημνη ρεματιά. Να πήγαινε σ' άλλο χωριό και να μη γύριζε πίσω στο σπίτι ήταν αδύνατο.

Γι1 αυτό ο Σταμάτης φαρμακώθηκε και παρ' ολίγο θα έσπαζε και το ντουφέκι του, αν δεν τον συγκρατούσαν οι φίλοι του. Ωστόσο έπρεπε να βρεθεί μία λύση. Ούτε η παρέα έπρεπε να σκορπίσει χάνοντας τον αμετάπειστο και πεισματάρη Σταμάτη, που ήταν η ψυχή της παγάνας, ούτε κι ο μπάρμπα-Περδικούδης να κλείσει το καφενείο του και να γυρίσει πίσω στο ζευγάρι που είχε από καιρό πουλήσει στους χασάπηδες.

Πολλές συσκέψεις γίνονται για να λυθεί ομαδικά το πρόβλημα, δίχως πολλή, κατανάλωση ρακιού, γιατί η παρέα ερχόταν στις συνεδριάσεις συλλογισμένη και ξεχνούσε να ξεκρεμάσει λουκάνικα από ίο ντουλάπι ή να βάλει λίγη μπουσιουρτή (είδος μαγειρέματος γουρουνιού με πράσο βρασμένο μέχρι πολτοποιήσεως) στο χαρτί, ενώ έξω από το καφενείο του Περδικούδη όλη η ατμόσφαιρα του χωριού νοθευόταν από τις κνίσες ίων χοιρομεριών που ψήνονταν σε κάθε τζάκι, από της μπάμπως Δημοστέναινας και του αγελαδάρη το χαμηλό, ως του δασκάλου του ψηλό.

Αρε Αραβισών (Ροβινσών) δε θα βρίθει ένα κουλάι να παληγουρήσουμε ίου Σταμάτ'; Σταμάτ' τουν είπαν κι σταμάτ' έγινι. Κρίμας! Τέτοιου παλ'κάρι ν' απαρνηθεί του αβτζηλίκ'. Τι θα γίνουμι τότι μείς; Λυκ' θα μας παρλατίσνα κι θα καταπιούν τα παρτσάδια μας, αν δεν παραπίσου η Σταμάτς τουν τσιφιέ τ'. Πρέπ' να βρούμι του κολάι. Αλλιώς δε γίνιτι. Ένα κι ένα κάμνα δύο.

Πολλές γνώμες διαλογικά διασταυρώθηκαν στο πένθιμο καφενείο του Περδικούδη και η δική του γνώμη σία τελευταία νίκησε. Αποφάσισαν να σκορπιστούν στα χωριά γύρω και να βρουν κάποιο ζαγάρι που να μοιάζει στο «Λέων» του Σταμάτη και να τον πείσουν να δεχθεί τον αντικαταστάτη και να συνεχίσει το κυνήγι.

Σία χωριά όλα γίνονται σύντομα. Τα σπίτια χτίζονται ως που να πας και να γυρίσεις από το νοσοκομείο της Πόλης και οι αχυρώνες καίγονται ως που να πεις «κρομμύδι». Έτσι η παρέα σκόρπισε. Την διευκόλυναν οι γιορτές, που βρίσκονται συναγμένοι οι χωρικοί και τα «αραβανλίδικα» άλογα που διατηρούσε τότε κάθε χωρικός για συγκοινωνία του και για να κυνηγά κάθε πανηγύρι και κάθε γάμο σία χωριά για να δείξει το «σαλίανάτι» του.

Ο σωσίας του «Λέων» βρέθηκε. Πιθανόν να ταν και βλαστάρι του ρωμαλέου Λέοντα, γιατί ο αλησμόνητος δεν ήταν και τόσο φρόνιμος και ασκητικός Έκανε συχνά τις περιηγήσεις του για να διασκεδάσει την ανία του, όταν ο Σταμάτης μέρες καταγινόταν στ' αλώνι ή τα χωράφια. Δίχως πολλές εξηγήσεις έκαναν δικό τους το σκυλί οι φίλοι ίου Σταμάτη και αμέσως ύστερα από τα καλωσορίσματα και ία ξιπάσματα και τις εγκαρδιότητες που είναι άφθονες στους αγνούς χωρικούς μας.

Καλουσώρσιτι. Πουλλά τα έτ' κι όλας κι χρόνους πουλλούς, κι μη του καλό να 'ρτ' η Αϊβασίλ'ς απού την Κισαρίτσα, κι μπιρκέτ' να μαςφερ'. Τι κάμν' η συμπιθέρα κι τα συμπεθερούδια... Του σ'κλί θκό σας (δικό σας) κι λόγου μην κάμτι. Είναι Ταμάμ αβτζιθκου κι τέτοιου που του θελ'τι. Μεις, δόξα του θειο, έχουμι μπερκέτ' απ' αυτά. θα τους αρέσ' η Σταμάτς μας. Μόνη που δεν είντ «Λέουν». Είντ καντζιούδα (θηλυκό σκυλί), μα αυτό πιο καλό γιατί αν μας χραστούν (χρειαστούν) κ'ιάβια μας διν'τ. Και για παράδες μην ακούσουμι τίπουτα, γιτί (γιατί) μούιλακ (αναπόφευκτα) σας κακιώνουμι.

Ανέβηκαν τα άλογα για να γυρίσουν στο χωριό. Τους συνόδεψαν και οι φίλοι, που τους φιλοξένησαν και ιούς βρήκαν τον αντικαταστάτη του «Λέων» και επειδή είχε προηγηθεί γλέντι, συνόδευε τους καβαλλαρέους η γκάιντα. Ε, αρετλίκ'δεις (φίλοι, συνάδελφοι), φτάνει κι μην κουπιάζ' τι παραπάν'. Γεια σας. Όχι, τι μας διώχτεί (μας διώχνετε), θα σας πάμι λίγου ακόμα ως τα λημόρια (μνημόρια, μνήματα) κι ύστερα, ώρα καλή σας. Η πομπή προχώρησε ως τα «λημόρια» μα το «ώρα σας καλή» δεν το είπε κανένας.

Με το «ακόμα λίγου ως τουν Τσισμέ' άτνίι κι ως τ' Παπά του χουράφ', κι ως τουν θ'κό σας τουν μιρά' κι ως τα θ'κά σας τα λημόρια κι ως τουν Τσισμέ σας, κι βγάλι από τον ζ'νάρς (ζουνάρι σου) του σισέ (μπουκάλι) να τζβακώσουμι (καταπιούμε) κανένα», έφτασε η καβαλαρία στο χωριό, ξεπέζεψε από ία άλογα μπροστά στο καφενείο ίου Περδικούδη, πήραν τα άλογα τα παιδιά του χωριού να τα κασιαντίσουν (να τα ξεκουράσουν με ελαφρό περίπατο) και μπήκε στο καφενείο. Το χωριό είχε αναστατωθεί. Κάθε ερχομός ξένου ξαφνιάζει το χωριό, μα ο ερχομός τέτοιας πομπής προκαλεί συναγερμό.

Κουρντίστηκαν τα «φωνόγραφα» και φούσκωσαν αμέσως οι γκάιντες. Άδειασαν και τ άλλα καφενεία και πλημμύρισε του Περδικούδη. Έφτασε και ο δάσκαλος. Σε λίγο κουβάλησαν σερνόμενο σχεδόν και το Σταμάτη, γιατί αρνιόταν να ακολουθήσει ιούς φίλους και αυτοί τον οδήγησαν με το ζόρι όπως οι αστυνομικοί τον δύστροπο μεθυσμένο.

Μι υιές (με υγείες, υγεία) κι μι χαρές Σταμάτ'. Καλορίζ'κους ου κινούργιους Λέουν, σαν του χρόνου που μας έρχιτι! Τι «Λέουν» κι ξιλέουν μι λέιι αρκανιάσ'δες (φίλοι, συνάδελφοι); Εγώ καντίζιούδα δε γουστέρνου. Φχαριστώ μα δεν τ' θέλου. Α, όλα κι όλα. Την χαλάσ' (χαλάσεις) αρκαντάς, για ένα ματσούκ' που τς' λείπ'. Συ βάλτ'αν όνουμα πάλι «Λέουν» κι όπα σειάζ'να. Α, βρε αβανακλίκια (κουταμάρες) μη χουρατεύι (μη λέτε). Η γ'ναίκα, είνι γ'ναίκα κι η άντρας, άντρας. Στους καλόκαρδους ανθρώπους ασυμβίβαστα ζητήματα βρίσκουν τρόπο να συμβιβαστούν και προβλήματα λύνονται με τις ανθρώπινες συγκαταβατικότητες και αντιθέσεις γεφυρώνονται όσο κι αν φαίνεται ότι τους διαχωρίζει τρανή απόσταση και χάος. Να τα πούμι λιουνταρίνα, πρότεινε ένας, για να σουμοιάζ' (μοιάζει) τ' όνομα τς μι χουν «Λέουν».

Άνοστο φάνηκε τ όνομα και το απόρριψε η πλειοψηφία. Να τ' πούμι Λιουνταρένια, είπε άλλος. Αποκρούστηκε κι αυτό. Δεν έγινε κι αυτό δεκτό.

Ναν τ' βαφτίσουμι Λιουντάρα, είπε ο σοφότερος, μα μεσολάβησε ο δάσκαλος και σταμάτησαν όλοι. Άσχημα δεν είναι να της δοθεί το όνομα Λέαινα ή Λέουσα. Μα δεν φάνηκε κανένας να δίνει χη συγκατάθεση του στην δασκαλική πρόταση.

Ακούτε αρέ, φώναξεν ένας που στεκόταν πίσω από τους άλλους, γιατί δεν τον χωρούσε το τραπέζι. Να την πούμε «Λιουντάρισσα» η «Λιουνταρέσσα» γιατί... Μα δεν τον άφησαν να αποσώσει το λόγο του και τον παραπήραν κιόλας. Ουχά! Τέτοιου όνουμα μακρύ σαν την τριχιά του σαμαριού πααίν' καμιά φουρά σε ακλί; Ιδώ χρειαζούμστι κουντό όνουμα για να μη σώνιτι του σαλ' μας φουνάζουντας. Με τα πολλά, αφού άδειασε ο γκαζοτενεκές του ρακιού του Περδικούδη, βαφτίστηκε η καντζιούδα και πήρε το όνομα «Λιάνισα» για να 'χει κάτι απ του δασκάλου τη γνώμη και απ' των άλλων τις Λιονταρέσσες.

Παραστέκονται και οι άλλοι ξένοι σύντεκνοι, άλλοι με ζωηρή συμμετοχή στο κουρπαρλίκι, άλλοι παραβαρεμένοι από το ρακί και άλλοι συλλογισμένοι γιατί έφυγαν από το χωριό τους για να παραβγάλουν τους φίλους τους δίχως να ταΐσουν τα ζώα τους ή χωρίς να πουν τίποτε στις γυναίκες τους. Ωστόσο τελείωσαν τα βαφτίσια με χαρές και γέλια και με μία τρανή συμφωνία να οργανώσουν τα δύο χωριά Παραμονιάτικα Πρωτοχρονιάς μία τρανή παγάνα στο μεγάλο Ουρμάνι «που να βαξ' (να βουήξει) ου τόπους απού τα μουλιρίτια, τους σιπέδες, τους μπαλιστάδες, τα ιντιάλια, και τους τασμπαρούτηδες (φυσίγγια γεμισμένα με πυρίτιδα και πειρομπάρουτο των φουρνέλων)» που είχε τάχα ο καθένας στην παλάσκα του και διαφήμιζε τον μοντερνισμό του. Η παγάνα έγινε κατά τη συμφωνία και η Λιόντσα ικανοποίησε το Σταμάτη, που χτύπησε τα δύο από τα πέντε αγριογούρουνα και της ψιθύρισε στ' αυτί. «θα μαθ'ς κι συ κουρτσούδα μ' κι του Λέουν θα ξιπιράς' (θα ξεπεράσεις)».

Χτυπήθηκαν και λύκοι στη παγάνα της αλεπούς που ρήμαζαν τα κοτέτσια της «Δημοστέναινας» και όλα τα τρόπαια κουβαλήθηκαν στο χωριό και τους αραμπάδες με φωνές και με λαλήματα λίγο ύστερα από το μεσημέρι και προτού βγουν τα παιδιά με τις σουρβάκες. Σούρβακα είναι χλωρό κλαδί από κρανιά που το στολίζουν τα θρακόπουπα με πολύχρωμα μαλλάκια και γυρνούν μ αυιό στα σπίτια την πρωτοχρονιά ή την παραμονή και χτυπούν τη ράχη εκείνου που θέλουν να ευχηθούν λέγοντας «Γερό Σταυρό, γερό κορμί, όλο γεια και δύναμη» ή «Με υγείαν και ευτυχίαν ν' αποπαύσωμεν ιο νέον έτος» παίρνοντας φιλοδώρημα. Πηγαίνουν, λοιπόν, στα σπίτια για να σουρβακίσουν ή με τα ραβδιά για να πουν μπροστά στο εικονοστάσι των σπιτιών το «Αϊβασίλης έρχεται από την Κισαρίτσα, βαστά εικόνα» κ.λ.π. Τα θηράματα ξεφορτώθηκαν μπροστά στο καφενείο του νταή Περδικούδη και μεγάλο σεργιάνι, έγινε γύρω τους από όλο το χωριό. Βοηθούσε και ο καιρός που ήταν «γλυκός» και το χιόνι, που δεν είχε πέσει και πολύ, είχε λιώσει στα προσήλια.

Ανασκουμπώθηκαν πολλοί και έγδαραν τα κυνήγια. Τα λυκοτόμαρα τα έβγαλαν στη δημοπρασία και τα πήρε ένας γυρολόγος για να τα «λουγυρίξει» στα χωριά και συνάξει τα μπαξίσια. Τα χρήματα χαρίστηκαν στην εκκλησιά.

Τα αγριογούρουνα κομματιάστηκαν και έβαλαν τον καντηλανάφτη να γυρίσει στα σπίτια και τα ώρισαν, σαν το χαμηλόσπιτο της Δημοστέναινας και της μπάμπω Σουφιτσούδας να τα μοιράσει. Ένα τρανό κομμάτι έδωσαν στον Περδικούδη για το μεζέ και τράβηξαν όλοι για τα σπίτια τους, για να δουν την τύχη ιούς στον παρά της πίτας. Ως τα μεσάνυχτα όμως τα Αϊβασιλιάτικα τραγούδια δε σταμάτησαν ούτε και η γκάιντα του Σταμάτη.

Την άλλη μέρα το χωριό βρέθηκε σκεπασμένο μ' ένα παχύ σάβανο χιονιού, που «το 'φερε ο Αϊβασίλης με τα άσπρα γένια του». Το χωριό ήταν ξύπνιο ολονυχτίς, μα η βραχνή καμπάνα του χωριού, που την χτύπησε προτού χαράξει, ο χορτάτος καντηλανάφτης, ξεσήκωσε τον κόσμο για την εκκλησιά και τα «τσομπανάκια» και τα «γελαδαράκια» για το σουρβάκισμα. Όλοι πατούσαν το μαλακό χιόνι και αντάλλαζαν ευχές για την «καλή χρονιά» με τα μπερεκέτια του χωριού Αλλοι ξεκρεμούσαν από τα ντιρέκια (δοκούς) των σταύλων τους τα «κοζάκια» (είδος πρόχειρου έλκυθρου) και τα ετοίμαζαν για την γλύστρα που θα γινόταν «μετά την Εκκλησία» στην κατηφορική στράτα του χωριού, με λαλήματα, αστεία και νταβαντούρια.

Άλλοι μιλούσαν «σε ποιον έπεσε ο παράς της πίτας» και ο Σταμάτης, φουσκωμένος από χαρά, δήλωνε πως «το φλουρί έπεσε στη Λιόντσα» τους.

Άγγελος Ποιμενίδης

ΕΠΑΝΩ-UP