Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack
Ο κυνηγός κι η ελαφίνα !


Κάποτε ζούσε σε ένα τόπο μακρινό, ένας νεαρός άντρας περήφανος και δυνατός. Ήταν δίκαιος και συνάμα σκληρός, αλλά είχε ευαίσθητη καρδιά και η ματιά του ήταν τρυφερή. Του άρεσε πολύ να κυνηγάει στα δάση και συχνά γυρνούσε ξημερώματα σπίτι κουρασμένος, αλλά ευχαριστημένος από αυτήν την ενασχόληση, που κρατούσε τις αισθήσεις του σε εγρήγορση και του επέτρεπε να είναι μόνος με τον ευατό του.

Σύντομα, αυτό που ξεκίνησε σαν χόμπι, έγινε το μόνιμο επάγγελμά του. Γνώριζε πλέον τα δάση στην γύρω περιοχή σαν την παλάμη του και η ψυχή του άρχισε να αποζητά καινούρια μέρη και διαφορετικά θηράματα. Έτσι, μια ωραία μέρα, έβαλε τα ρούχα του δρόμου, ζώστηκε το σπαθί του, που δεν αποχωριζότανε ποτέ, πήρε το τόξο του και ξεκίνησε για το δάσος των ελαφιών.

Μετά από πολύωρο ταξίδι, έφτασε στον προορισμό του. Το δάσος ήταν μαγευτικό και ο ήλιος, που τρυπούσε μέσα από τα δέντρα, του έφτιαξαν την διάθεση. Άρχισε να κοιτάζει γύρω του ψάχνοντας τα σημάδια των ελαφιών. Ακολουθώντας τα ίχνη, έφτασε μπροστά σε μια λίμνη. Στην άκρη της είδε μία ελαφίνα, που έπινε νερό.

Έπιασε αργά ένα βέλος από την φαρέτρα του και ετοιμάστηκε να σημαδέψει όταν ξαφνικά η ελαφίνα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε. Τα μάτια της ήταν υγρά και ήταν εμφανές πως έκλαιγε. Ξαφνιασμένος ο κυνηγός την κοίταξε στα μάτια για μια ατέλειωτη στιγμή και κατέβασε το τόξο του. Την πλησίασε με βήματα αργά για να μην την τρομάξει. Η ελαφίνα δεν κουνήθηκε. Δεν προσπάθησε να φύγει. Τον περίμενε ακολουθώντας με το βλέμμα της κάθε του βήμα. Όταν έφτασε κοντά της, άπλωσε το χέρι και την χάιδεψε τρυφερά. "Γιατί κλαις, ελαφίνα μου; Τι σου συμβαίνει" την ρώτησε. "Είμαι μόνη κι όσο νερό κι αν πίνω δεν ξεδιψώ. Είμαι εδώ, μέρες τώρα, πίνοντας από το πρωί κι η δίψα μου, αντί να καταλαγιάζει, μεγαλώνει. "

Χωρίς να διστάσει ο κυνηγός έβγαλε το παγούρι του και της έδωσε να πιει. Ήπιε διστακτικά στην αρχή και μετά με βουλιμία το κρύο νερό. Τον κοίταξε και χαμογέλασε. Ο κυνηγός κίνησε να φύγει. Με την άκρη του ματιού του είδε την ελαφίνα να τον ακολουθεί. "Δεν μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Αν θέλεις μπορούμε να βρισκόμαστε το βράδυ. Κι εγώ θα σου φέρνω κρύο νερό να ξεδιψάς" της είπε και συνέχισε τον δρόμο του.

Έτσι κι έγινε. Οι μέρες περνούσαν και κάθε βράδυ συναντιόταν με την ελαφίνα μετά το σούρωπο και μιλούσαν. Κι ο κυνηγός άρχισε να συνηθίζει την παρουσία της και να αποζητά τα υγρά της μάτια, που τον κοιτούσαν με θαυμασμό και αγάπη. Αλλά, άρχισε να του λείπει κι η πολύτιμη μοναξιά του.

Ένα πρωινό, ενώ περπατούσε κοντά στην λίμνη, είδε να μαζεύεται ένα κοπάδι ελάφια. Έσκυβαν, έπιναν νερό, έφευγαν και ξαναρχόταν, έπαιζαν και πηδούσαν. Ένα από αυτά καθόταν μόνο του και καθρεφτίζονταν στο νερό για ώρα. Ο κυνηγός έβαλε ένα βέλος στο τόξο του και τεντώνοντας το, στόχευσε ευθεία επάνω του. Το βέλος καρφώθηκε στην καρδιά του και τα υπόλοιπα ελάφια, έφυγαν τρέχοντας.

Το νερό είχε αρχίσει να βάφεται κόκκινο, όταν πλησίασε να μαζέψει την λεία του. Κοίταξε την ελαφίνα, που είχαν περάσει τόσα βράδια μαζί και τώρα αργοπέθαινε και της είπε: "Δεν έπρεπε να μπερδευτείς με τα άλλα ελάφια. Ούτε να κάθεσαι και να καθρεφτίζεσαι σαν νάρκισσος στα νερά. Κι ούτε να με πλησιάσεις το πρωί. Εσύ ξέχασες, αλλά εγώ θυμάμαι την φύση μου και δεν αλλάζω. Εσύ, φταις, που τώρα θα είμαστε κι οι δύο μόνοι".

Τράβηξε την ελαφίνα έξω από το νερό κι ετοιμάστηκε να της δώσει την χαριστική βολή, όταν εξαφανίστηκε από τα χέρια του και στην θέση της έμεινε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Χαμογελώντας, έβαλε το τριαντάφυλλο στο θηκάρι με το σπαθί του κι έφυγε σφυρίζονας ένα χαρούμενο σκοπό.

Δεν ξαναγύρισε ποτέ στο δάσος των ελαφιών.

ΕΠΑΝΩ

© Giorgio Peppas