Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Σε μια κορυφή


Σήμερα προς το απογευματάκι είχα την τύχη να βρεθώ σε μια πλαγιά του βουνού. Ξάπλωσα στη σκιά που έχυνε ένας ογκώδης βράχος και επέκτεινα το βλέμμα μου στις αντικρινές βουνοκορφές που ορθώνονταν μέσα από μια συστάδα μικρών κοιλάδων, λόφων, βράχων και δέντρων. Κάπου ψηλά, αντίκρυ, ανάμεσα σε έλατα, οξιές και γκριζωπούς ψαμμίτες απλώνονταν λιβάδια.
Πράσινα λιβάδια που έσφιγγαν χαριτωμένα τους βράχους και με τις διαφοροποιήσεις των αποχρώσεων άφηναν να διαφανεί η μορφολογία του εδάφους.
Βεβαίως η απόσταση ήταν πολύ μεγάλη –ίσως δυο και τρεις χιλιάδες μέτρα- ώστε να μπορώ να διακρίνω λεπτομέρειες ή να ξεχωρίσω το είδος των φυτών. Πιθανότατα φτέρες, αγριοθυμάρι, λουλούδια διάφορα, αγριοτριανταφυλλιές και τρυφερά ελατάκια. Το να προσπαθήσω να περιγράψω το τοπίο δεν θα ήταν σκόπιμο γιατί, όπως και να 'χει δεν θα κατορθώσω ποτές να το μεταδώσω ορθά.

Καθώς παρακολουθούσα σαγηνευμένος την εικόνα αυτή με το δέος να 'ναι το μόνο αίσθημα που μπορούσα να νοιώσω, φαντάστηκα -ή μάλλον κατασκεύασα- μιαν άλλη εικόνα.
Μιαν εικόνα, η οποία θα άξιζε πολύ να είναι αλήθεια:
Εκεί ψηλά, στα αλπικά αυτά λιβάδια, με μένα να τα κοιτώ από τα χαμηλώματα, να έβοσκαν ελάφια. Δυο-τρεις δεκάδες από αυτά που να φαίνονται σαν ελάχιστες κηλίδες.
Να μετακινούνται σιγανά και τακτικά καθώς βοσκούν, να κρύβονται λιγάκι πίσω από τις σκιές, να σταματούν να κοιτάξουν. Ασφαλώς είναι αρκετά δύσκολο κάτι τέτοιο να συμβεί, τουλάχιστον μέσα σε έναν ανθρώπινο περίγυρο που επιμένει να θεωρεί το βουνό σαν μια πλούσια μητέρα πρόθυμη συνεχώς να δίνει.

Τα ελάφια δεν ήταν εκεί. Ούτε μπόρεσα να δω κάποιο ζαρκάδι, έστω από τα λιγοστά που σίγουρα θα υπήρχαν εκεί απάνω.
Δεν πειράζει. Και η σκέψη μόνο πως κάποιο τετράποδο ανασαίνει ανάμεσα στις οξιές αρκεί να με κάνει να αισθανθώ όμορφα.
Βεβαίως για να αποδώσω ετούτο που πρέπει στο βουνό, πρέπει να αναφέρω πως μου έκανε την τιμή και μου χάρισε τη θωριά κάμποσων πλασμάτων.
Ειδικά σε μια στιγμή, όπως ξάπλωνα ακίνητος, άκουσα ένα δυνατό φτερούγισμα και δυο φάσσες σηκώθηκαν από μια συστάδα οξιές εκεί κοντά για να περάσουν ακριβώς από πάνω μου. Ήταν μια όμορφη στιγμή.

Φτάνοντας λοιπόν σε κάποια επαφή με τα στοιχεία εκείνα. Φτάνοντας στο σημείο όπου θα έπρεπε να αισθανθώ χαρά, ευτυχία, ικανοποίηση, συνέβη το απρόσμενο:
δεν κατάφερα να νοιώσω χαρά. Δεν κατάφερα να νοιώσω οποιοδήποτε αίσθημα. Μονάχα έφτασα να χάνομαι καθώς ήθελα να αγκαλιάσω τα βουνά, να γίνω ένα με αυτά, να τα αρπάξω, να τα βαστάξω, να τα ερωτευτώ.
Στ? αλήθεια είναι έρωτας.
Είναι έρωτας, γιατί ένοιωθα άσχημα, ένοιωθα τόσο απειροελάχιστος μπροστά τους, τόσο ανίκανος να εκφραστώ, να τους μιλήσω.
Δεν ένοιωσα χαρά. Ένοιωσα ματαιότητα.

Τι τάχα να ?μαι γω μπροστά τους;
Τι τάχα αξία να 'χει η αξία όλων μας απέναντί τους;
Τα χελιδόνια γεννιούνται, ζουν για μια δεκάδα χρόνια και πεθαίνουν.
Εμείς γεννιόμαστε, ζούμε μερικές δεκάδες χρόνια και... στεκόμαστε στιγμιαία να θαυμάσουμε τα βουνά και χανόμαστε. Τι γινόμαστε; Η αγκαλιά μας δεν χωρά ούτε ένα κορμό πεύκου.

Ορθώθηκα κατόπιν και όσο ψηλός και αν ένοιωσα, δεν μίκραινα ούτε στο ελάχιστο τη διαφορά που μας χώριζε.
Έπιασα το βράχο. Είχε αρχίσει να φθείρεται απ?τον καιρό, απ?τις βροχές και τους αέρηδες παίρνοντας ένα χαρακτηριστικά τυραννισμένο σχήμα. Σκέφτηκα πως παρ?όλα τα στοιχεία της φύσης και τις κακουχίες που του έμελλαν να περάσει, θα κατόρθωνε να βρίσκεται στο σημείο για 100 τουλάχιστον ακόμη χρόνια.

Όταν εγώ θα έχω πεθάνει, όταν θα είμαι απλά ένα νέο θύμα της ανυπαρξίας, αυτός ο βράχος θα είναι ακόμη εκεί. Θα έχει μικρύνει σε μέγεθος, θα έχει φθαρεί, μα θα συνεχίζει να προσφέρει τη σκιά του στο ίδιο σημείο που ξάπλωσα σήμερα, κάθε 29 του Ιούνη το απόγευμα.
Δεν γνωρίζω για πόσα χρόνια θα με αξιώσει ο Θεός να τον επισκέπτομαι, να βρίσκομαι εκεί ανά τακτά διαστήματα, μα είναι σίγουρο πως ο βράχος θα με ξεπεράσει.
Ίσως τα παιδιά όλων μας, ίσως τα παιδιά των παιδιών μας φτάσουν τελικά στο σημείο εκείνο να τον δουν να φθείρεται τόσο, ώστε να μην προσφέρει πλέον σκιά.
Ίσως μετά δυο-τρεις αιώνες όλα τα μόρια που τον συνθέτουν να έχουν κυλήσει με τις βροχές προς τη μικρή λιμνούλα που αντανακλούσε σήμερα τον ήλιο λίγα μέτρα παρακάτω.

Το βουνό σήμερα με δίδαξε.
Φύτεψε στο μυαλό μου μιαν ιδέα, την οποία φτάνω να λησμονώ:
η ύπαρξή μας είναι μια ματαιότητα.
Όχι πεσιμιστικά, όχι με τάσεις μεμψιμοιρίας, πίκρας ή θλίψης. Όχι. Το αίσθημα ματαιότητας αυτό δεν γεννιέται από την ανικανότητα του ανθρώπου να ορίσει τη μοίρα του.
Γεννιέται από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος πως εσύ, εγώ, όλοι μας ήμαστε μέτοχοι ετούτης της αέναης, αόριστης, συνεχούς και μαζικής κοσμογονίας.

Κάθε στιγμή μια ύπαρξη γεννιέται. Κάθε στιγμή όλοι μας γεννιόμαστε και πεθαίνουμε.
Γεννιόμαστε σαν αντικρίζουμε τα ψηλά βουνά και πεθαίνουμε σαν αντιλαμβανόμαστε τη θέση μας στην αιώνια λειτουργία τους.
Το αίσθημα το αποκρυσταλλώνω τώρα: ποθώ. Ποθώ να αδράξω κάτι από όλα τούτα, ποθώ να τα αγαπήσω. Δεν μπορώ. Πονώ. Γεννιέμαι και πεθαίνω κάθε λεπτό. Πάνω και πέρα από ό,τι μπορεί ο έρωτας ποτέ να σημαίνει.

Το μόνο αρεστό, το μόνο ικανό στοιχείο της ματαιότητας αυτής, που την καθιστά ανεκτή, είναι το γεγονός πως πρόκειται για μια ματαιότητα της ύπαρξης και όχι μια ματαιότητα του να υπάρχεις.
Η ύπαρξη σου έχει νόημα, έχεις μέσα σου ζωή, την οποία μπορείς και οφείλεις να αναδείξεις. Και τούτο δεν είναι ματαιότητα ακριβώς.
Είναι μια λέξη πάνω από αυτήν, την οποία κανείς δεν έχει ακόμα εφεύρει. Είναι συμμετοχή στο θείο, είναι μέθεξη ονειρική.

Η ματαιότητα του να υπάρχεις είναι βλαπτική. Η ματαιότητα του να υπάρχεις για να δημιουργείς φαιδρά προσωπεία υλικών αντικειμένων, υποκείμενων στην ίδια φθορά με εσένα.
Η ματαιότητα του να υπάρχεις είναι η εξέλιξη που οδηγεί τον άνθρωπο μακριά από καθετί, το οποίο πάντοτε ήταν: ένα ελάφι σε μια βουνοπλαγιά.

Αποτυχαίνουμε καθημερινά να δούμε τα ελάφια στις βουνοπλαγιές.
Αποτυχαίνουμε καθημερινά να βρούμε τον σκοπό για τον οποίο υπήρξαμε κάποτε και συνεχίζουμε ως τα τώρα.
Αποτυχαίνουμε διότι ποτές δεν σταθήκαμε κάτω από έναν βράχο να γεράσουμε μαζί.
Εμείς μετρώντας λεπτά από τη ζωή μας και εκείνος κόκκους υλικού παραδομένους στον γέρα.

Τη σκοπιμότητα των πάντων μας διδάσκει το βουνό και μεις την αντιλαμβανόμαστε σαν τη ματαιότητα της ύπαρξης.
Τη ματαιότητα του να υπάρχεις την εφηύραμε εμείς και έμελλε να μας οδηγήσει στο σημείο ετούτο: να χάσουμε τα ελάφια από τις βουνοπλαγιές…

Ιάσων

ΕΠΑΝΩ

© Giorgio Peppas