Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Ο ΚΥΝΗΓΟΣ


Μια φορά κι ένα καιρό ήταν ένας μεγάλος πάμπλουτος γαιοκτήμονας με απέραντες εκτάσεις και χιλιάδες σκλάβους και ήθελε να παντρέψει την πεντάμορφη κόρη του.
Ήθελε όμως ο γαμπρός του να είναι στον ίδιο βαθμό στα πλούτη και να είναι ο πιο γρήγορος καβαλάρης στον αγώνα που θα γινόταν μπροστά του στη μεγάλη αλάνα που είχε ετοιμάσει γι' αυτό το σκοπό δίπλα στο μεγάλο του κάστρο. Έκαμε αγγελία και σε μερικές μέρες έφτασαν από τα πέρατα του κόσμου μνηστήρες και ο πάμπλουτος πριν το αγώνισμα αποφάσισε να τους κάμει ένα τραπέζι με λιχουδιές από κυνήγι.

Ανάμεσα στους υπηρέτες ήταν και ένας σκλάβος, ο πιο καλός κυνηγός ο οποίος είχε πάρει το όνομα 'Κυνηγός'. Αυτόν έδωσε εντολή να πάει να φέρει το κυνήγι. Είπε και έγινε. Την άλλη μέρα πρωί πρωί έφυγε με ένα δίτροχο στο μέρος που γνώριζε πως υπήρχε πολύ κυνήγι. Για μια στιγμή, άρχισαν να αλυχτούν τα σκυλιά κυνηγώντας ένα μεγάλο ελάφι
. Ο Κυνηγός πρόσεξε πως το ελάφι αντί να φεύγει τον πλησίαζε, τότε ο Κυνηγός έβγαλε από τη φαρέτρα ένα βέλος και τέντωσε το τόξο του έτοιμο να το αφήσει πάνω στο ελάφι, άκουσε όμως ανθρώπινη λαλιά από το ελάφι.

-Σε παρακαλώ Κυνηγέ μου μη με σκοτώνεις, λυπήσου με λυπήσου το μωρό μου σε παρακαλώ.
Ακούγοντας ανθρώπινη φωνή από την Λαφίνα ο Κυνηγός τα έχασε. Έπεσε το βέλος από τα χέρια του και δεν ήξερε τι να πιστέψει. Βλέποντας στο μέτωπο της Λαφίνας ένα γυαλιστερό αργυρό φως του φάνηκε πως έβλεπε όνειρο και μισοκλείνοντας τα μάτια του από την πολύ λάμψη, με τρεμάμενη φωνή είπε.
-Φύγε φύγε με το μικρό σου, δεν θα σε πειράξω.
-Σε ευχαριστώ καλέ μου Κυνηγέ σε ευχαριστώ, αναφώνησε η Λαφίνα και κάλεσε κοντά της το τρομαγμένο της Λαφάκι.
-Και εγώ μαμάκα ευχαριστώ τον Κυνηγό που δεν σε σκότωσε, τι θάκαμα εγώ μοναχό μου, τι θάκαμα;
Συγκινήθηκε ο Κυνηγός και ξεκίνησε να απομακρυνθεί από κοντά τους όταν άκουσε τη Λαφίνα να του λέει.
-Κυνηγέ για το καλό που μας έκαμες πέσμου σε παρακαλώ τι επιθυμία έχεις για να σε βοηθήσω να την απολαύσεις.
Ο Κυνηγός για μια στιγμή έμεινε συλλογισμένος, πίστευε και δεν πίστευε αυτά που άκουγε και είπε στη Λαφίνα.
-Επιθυμίες έχω πολλές, όνειρα πολλά, αλλά ένα είναι πιο τρανό, να απαλλαγώ από σκλάβος, τα άλλα μετά θα έρθουν σιγά σιγά. Από σκλάβος μπορώ να γλιτώσω;. Αλλά ο κακομοίρης φαίνεται πως αυτή είναι η μοίρα μου και δεν μπορεί να την αλλάξει κανένας.
Η Λαφίνα τον άκουσε με προσοχή και μετά του είπε.
-Μην μιλάς έτσι Κυνηγέ μου, εγώ θα σε βοηθήσω για να γλιτώσεις από τη σκλαβιά. Βλέπεις εγώ δεν είμαι σαν τ' άλλα τα λάφια έχω ανθρώπινη λαλιά, στο μέτωπο μου άστρο αργυρό που εκπέμπει φως το βράδυ σαν μικρά αστράκια. Αυτό δεν σου λέει τίποτα;
-Ναι αυτό το παρατήρησα αλλά αυτό τι σχέση έχει. Εσύ σαν Λαφίνα πως θα μπορούσες να με λευτερώσεις από τη σκλαβιά. Αφού τον εαυτό σου δεν είσαι σε θέση να υπερασπίσεις, να αν ήθελα τώρα θα σε σκότωνα.
-Ε καλά, καλά είπε η Λαφίνα. Αύριο πρωί, πρωί θα ανταμώσουμε στην πέτρα της αρκούδας πιστεύω να ξέρεις πού είναι, σαν εξαιρετικός Κυνηγός που είσαι και όλα τα άλλα άφησε τα σε μένα. Το αφεντικό σου μου φαίνεται πως ετοιμάζει για να διαλέξει γαμπρό, έτσι δεν είναι;
-Ασφαλώς, μα γι' αυτό με έστειλε, για να ετοιμάσω κυνήγι για τους μνηστήρες της κόρης του.
Μετά από αυτή τη συζήτηση η Λαφίνα με το Λαφάκι της χάθηκαν μέσα στο πυκνό δάσος, ο δε Κυνηγός συνέχισε το κυνήγι και αφού γέμισε το δίτροχο με λογιών λογιών λαγούς, πέρδικες, φασιανούς και άλλα θηράματα έφυγε για το παλάτι, με τη σκέψη το τι θα συμβεί με τη Λαφίνα. Όλη τη νύχτα σκεφτόταν πώς είναι δυνατόν ένα ελάφι να τον γλιτώσει από τη σκλαβιά, με αυτή τη σκέψη δεν μπόρεσε να κλείσει μάτι όλη νύχτα.
Την επόμενη μέρα μόλις πήρε να χαράζει ο Κυνηγός πήγε στην πέτρα της αρκούδας εκεί τον περίμενε η Λαφίνα χαρούμενη γιατί τήρησε το λόγο του.
-Άντε στη δουλειά, δεν έχουμε καιρό για χάσιμο, του είπε χαρωπά. Για δες αυτήν την πλάκα τη στενόμακρη, αναποδογύρισε την και θα βρεις τρία μεγάλα φίδια, αλλά μη φοβηθείς, δε θα σε πειράξουν.
Το παλικάρι δίστασε λίγο σαν άκουσε για φίδια αλλά με την παρότρυνση της Λαφίνας άρπαξε την πλάκα και την αναποδογύρισε και πράγματι φάνηκαν τρία κουλουριασμένα φίδια, που σήκωναν απειλητικά τα κεφάλια τους, ο Κυνηγός φοβήθηκε και αποτραβήχτηκε.
-Μη φοβάσαι, φώναξε η Λαφίνα, μη φοβάσαι πιάσε πρώτα το φίδι με το κοκκινωπό κεφάλι.
-Πώς να το πιάσω απάντησε το παλικάρι. Δε βλέπεις πόσο αγριεμένα έβγαλε τα γλωσσίδια του, έτοιμο να με ρίχτει;
-Μη γίνεσαι παιδί, πιάστω από την ουρά, παρότρυνε η Λαφίνα και θα δεις.
Ο Κυνηγός μάζεψε σαν καρύδι την καρδιά του, του φάνηκε πως τον πλάκωσε κρύος ιδρώτας, αλλά και από ντροπή μπροστά στη Λαφίνα και το Λαφάκι, άρπαξε το φίδι από την ουρά και για μιας το φίδι μεταμορφώθηκε σε ένα θαυμάσιο καμιτσίκι.
-Είδες τον ενθάρρυνε η Λαφίνα, τώρα χτύπα με το καμιτσίκι τρεις φορές την πλάκα, δυνατά όμως όσο μπορείς δυνατά.
Το παλικάρι δεν άργησε το πρόσταγμα και καμιτσίκιασε τρεις φορές την πλάκα. Και τι να δεις και να μη το πιστεύεις. Η στενόμακρη πλάκα για μιας έγινε ένα κατάμαυρο βαρβάτο άλογο και άρχισε να χλιμιντρά και να σκάβει με τα μπροστινά του πόδια σαν να ζητούσε να το καβαλήσει και να καλπάσει.
-Ε τι μαρμαρώθηκες του είπε γελώντας η Λαφίνα. Έλα τώρα πάρε το φίδι με το κατάμαυρο κεφάλι, χωρίς φόβο, έλα μη καθυστερείς. Ο Κυνηγός μια και δυο άρπαξε και το δεύτερο φίδι από το λαιμό. Εκείνο κουλουριάστηκε στο μπράτσο του και σιγά, σιγά έγινε γκέμια και σέλα με χρυσοκούμπια και λογιών λογιών μπιχλιμπίδια και ασημένιους χαλκάδες και χάντρες, όλα λαμποκοπούσαν -Ε, τώρα Κυνηγέ μου να δούμε ποιος θα σε διαβεί με τέτοιο άλογο, του είπε με χαρά η Λαφίνα.
-Ναι αλλά Λαφίνα μου, πώς θα καβαλήσω ένα τέτοιο άλογο μ' αυτά τα παρτάλια που φοράω; -Μην ανησυχείς, του είπε η Λαφίνα. Έχω έγνοια και για την ειδική φορεσιά του καβαλάρη.
-Πιάσε τώρα το φίδι με το πράσινο κεφάλι από το λαιμό. Και σε λίγο έγινε στα χέρια του ένα πανέμορφο κοστούμι που άλλο τέτοιο στον κόσμο δεν υπήρχε. Στα γρήγορα πέταξε τα παλιόρουχά του και ντύθηκε με το φιδωτό, όπως το ονόμασε, καβάλησε το Μαύρο του και αφού ευχαρίστησε τη Λαφίνα για τη καλοσύνη της έφυγε καλπάζοντας λες και δεν πατούσε το άλογο στη γη.
'Όταν έφτασε στον τόπο που θα γίνονταν ο αγώνας, ο Κυνηγός έσκυψε λίγο και ψιθύρισε στο αυτί τον Μαύρο του.
-Αργήσαμε, έχουν κάνει τον πρώτο γύρο. Να πάμε στο τρέξιμο θα γίνουμε ρεζίλι θα μας γελάνε.
-Να μας γελάσουν αφεντικό είπες, του απάντησε ο Μαύρος. Χτύπαμε ελαφρά τρεις φορές στα καπούλια μου με το καμιτσίκι, Το παλικάρι άκουσε με προσοχή τον Μαύρο του και στα γρήγορα έκαμε ό,τι του είπε και μπήκαν στο Ιπποδρόμιο. Οι παρευρισκόμενοι σαν είδαν τον καβαλάρη που έμπαινε, ενώ οι άλλοι είχαν κάμει δύο γύρους, έβαλαν τα γέλια.
-Βλέπεις, βλέπεις πως μας γελούν, ψιθύρισε ο Κυνηγός στο μαύρο του.
-Πιάσου καλά μην πέσεις και άστους να γελάνε. Και πήρε φόρα λες και πετούσε, τρέχοντας κατόπι στους άλλους και σε λίγο τους πέρασε. Αφρισμένο το στόμα του ρώτησε το παλικάρι, πέσμου μόνον πόσους γύρους πρέπει να κάμω και να πιάνεσαι από τη χαίτη μου για να μη πέσεις, τότε θα είναι που πραγματικά θα μας γελάνε.
Μόλις πρόφτασε το παλικάρι ν' απαντήσει πόσες φορές θα έπρεπε να κάμουν το γύρο και ο υπέροχος Μαύρος, περνούσε σαν αστραπή μπροστά από το πλήθος και όταν οι υπόλοιποι καβαλαρέοι βρίσκονταν στη μέση της διαδρομής ο Κυνηγός με το Μαύρο του έκλεινε τους δέκα γύρους και ακούστηκε το καμπανάκι της νίκης. Όλοι οι παρευρισκόμενοι έμειναν κατάπληκτοι για το τι έβλεπαν. Το παλικάρι κλήθηκε στην εξέδρα των επισήμων που αποφάνθηκε νικητής. Φτάνοντας στους επισήμους ο Μαύρος σηκώθηκε στα πισινά του πόδια και κουνώντας το κεφάλι του χαιρέτησε τους επισήμους, μετά γύρισε και χαιρέτησε και το πλήθος. Χαλούσε ο κόσμος από τα χειροκροτήματα.
Μετά ο Κυνηγός κατέβηκε από τον Μαύρο του όπως ήταν το συνήθειο πλησίασε την κοπέλα και την έπιασε από το χέρι και πήγαν μπροστά στους γονείς της για να πάρουν την ευχή τους. Όταν τους σταυροφίλησαν οι γονείς της, ακούστηκαν ευχές από το πλήθος.
-Να πολυχρονίσουν και να πολυτεκνίσουν. Στη συνέχεια έγινε μεγαλοπρεπής γάμος που κράτησε μια βδομάδα.
Μετά το γάμο ο Κυνηγός πήγε γεμάτος χαρά στο δάσος για να ευχαριστήσει τη Λαφίνα για τη βοήθεια που του έδωσε για να γλιτώσει από σκλάβος. Μόλις αντάμωσαν η Λαφίνα από μακριά γεμάτη χαρά του αναφώνησε.
-Α Κυνηγέ μου, χάρηκα που όλα πήγαν καλά, πολύ χάρηκα.
-Σ' ευχαριστώ καλή μου Λαφίνα, σ' ευχαριστώ, ήρθα να σου παραδώσω το Μαύρο που ήταν υπέροχος, τον θαύμασαν όλοι για τη σβελτάδα του.
-Και γιατί θέλεις να τον παραδώσεις τον Μαύρο, δεν τον έχεις ανάγκη;
-Ανάγκη, τι ανάγκη να τον έχω, ο πεθερός μου έχει ολόκληρο κοπάδι άλογα, φυσικά κανένα δεν είναι σαν τον μαύρο, αλλά εκείνο που επιθυμούσα έγινε.
-Όπως θέλεις του είπε κάπως σκεπτική η Λαφίνα, τουλάχιστο κράτα το καμουτσίκι.
-Μπα τι θα μου χρειαστεί; Ο πεθερός μου έχει λογιών λογιών καμτσίκια μικρά, μεγάλα, φτάνουν για τα άλογα και για τους ανθρώπους και μετά να σου πω την αλήθεια, χόρτασα από τις καμτσικιές σαν σκλάβος που ήμουν. Το κορμί μου είναι αυλακωμένο από τις καμτσικιές. Γι' αυτό σε ευχαριστώ, ας πάνε όλα κάτω από την πλάκα.
-Εντάξει είπε η Λαφίνα αφού έτσι θέλεις. Και για μιας έγιναν όλα όπως πρώτα. Έτσι ο Κυνηγός έφυγε κοντά από τη Λαφίνα και το Λαφάκι της ευχαριστημένος και πήγε στο παλάτι που τον περίμενε η πεντάμορφη γυναίκα του.
Πέρασε αρκετός καιρός και ο σκλάβος ζούσε μια ευτυχισμένη ζωή που ούτε την είχε ονειρευτεί. Μια μέρα όμως ο πεθερός του ζήτησε από τον επιστάτη να του ετοιμάσουν σαράντα φασιανούς για τα γενέθλια του. Ποιος άλλος από τον Κυνηγό θα μπορούσε να κάμει τέτοια δουλειά; Έψαξαν να τον βρουν μα δεν βρέθηκε. Ανάμεσα στους σκλάβους γίνονταν ψίθυρος πως ο Κυνηγός χάθηκε κάπως περίεργα.
Αφού δεν τον βρήκαν κάλεσαν στο παλάτι τη Μάγισσα, για να τους πει πού βρίσκεται αν είναι σε ζωή ο Κυνηγός. Η Μάγισσα αφού έριξε τα κουκιά, για μιας πετάχτηκε από το κάθισμα και αναφώνησε.
-Ο Κυνηγός, ο Κυνηγός είναι εδώ μέσα στο παλάτι. Ναι ναι, να τον βλέπω εδώ είναι.
Επειδή ο επιστάτης κάπως αμφέβαλε πρόσταξε τη μάγισσα να ξανανακατέψει τα κουκιά και εκεί που τα ανακάτευε άρχισε να αναφωνεί...
-Οχο, οχο, να βλέπεις και να μην πιστεύεις, ο Κυνηγός, ο σκλάβος του άρχοντα είναι εδώ στο παλάτι πω, πω, είναι και γαμπρός του και γελούσε και φαίνονταν τα σπασμένα της δόντια.
Ο επιστάτης έφυγε αμέσως παρουσιάστηκε στο αφεντικό του και τον πληροφόρησε, πως βρήκε τον Κυνηγό.
-Γιατί τόση λαχτάρα, τον αποπήρε ο άρχοντας του, τον βρήκες, εντάξει στείλτον τότε στο κυνήγι.
-Άρχοντα μου το κακό που μας βρήκε. Ο γαμπρός, ναι ο γαμπρός σου είναι ο σκλάβος ο Κυνηγός. Ναι άρχοντα μου ο γαμπρός σου είναι ο Κυνηγός.
-Μπα τι λες ξεμωραμένε. Για φώναξε το γαμπρό μου για να δω τι είναι αυτά που μας σκάρωσε η Μάγισσα για να δούμε. Δεν πέρασε πολύ ώρα και ο Κυνηγός (γαμπρός του άρχοντα) παρουσιάστηκε μπροστά στον πεθερό του και τον χαιρέτησε θερμά όπως συνηθίζονταν.
-Με ζητήσατε πατέρα; Ρώτησε περίεργα ο Κυνηγός.
-Ναι βέβαια σε ζήτησα γαμπρέ μου και κάπως συγχυσμένος με μια παράξενη φωνή, τον ρώτησε.
-Πώς έγινες γαμπρός μου, μπορείς να μου πεις, μήπως με πανουργίες; Η Μάγισσα μας είπε πως δεν είσαι από αρχοντική οικογένεια, αντίθετα είσαι από γέννα σκλάβων, είσαι ο σκλάβος μου ο καλύτερος Κυνηγός μου, αλλά σκλάβος.
Ο Κυνηγός δεν είχε περιθώρια για να ξεφύγει, αλλά ούτε και το ήθελε. Παραδέχτηκε με θάρρος και είπε στον πεθερό του ποιος είναι. Ο άρχοντας έγινε πυρ και μανία. Εκείνο όμως που τον ενδιέφερε περισσότερο, ήταν το υπέροχο άλογο που του έδωσε τη νίκη και τους ξεγέλασε.
-Δεν θα μάθετε ποτέ, μα ποτέ πού βρήκα το μαύρο γοργοπόδαρο άλογο, όχι δεν θα το μάθετε ποτέ απάντησε με αποφασιστικότητα ο Κυνηγός και αυτό για να μη βάλει σε μπελάδες τη Λαφίνα.
-θα μου πληρώσεις ακριβά αυτήν την παλικαριά σου, που με ρεζίλεψες, θα πληρώσεις ακριβά. Έδωσε εντολή να τον δέσουν στη μεγάλη βελανιδιά που ήταν έξω από το κάστρο και να τον αφήσουν χωρίς νερό και τροφή μέχρι να μαρτυρήσει που βρίσκεται το γοργοπόδαρο άλογο.
Σε λίγο η φρουρά πήγε και τον έδεσε στη βελανιδιά που ήταν καλά διαλεγμένη. Στον κούφιο κορμό της φώλιαζαν αμέτρητα κοκκινωπά μυρμήγκια, τα οποία πριν ακόμα καλά καλά τον δέσουν του ρίχτηκαν και γέμισε το κορμί του, τον τσιμπούσαν ανυπόφορα. Μεγάλο κακό τον βρήκε και εκεί που το κακό είχε φτάσει στο απροχώρητο μίλησαν ανθρώπινα πουλάκια.
-Κυνηγέ μου κακομοίρη τον ρώτησε ένα μικρό πουλάκι τι συμβαίνει, τι κακό σε βρήκε, γιατί σε δέσανε σ' αυτό το καταραμένο δέντρο;
-Τι περίεργο βλέπεις καλό μου πουλάκι, σκλάβος είμαι. Δεν είμαι όπως εσείς τα πουλιά που πετάτε λεύτερα όπου θέλετε, αυτή είναι η μοίρα μου τι να κάνω.
-Μα πώς είναι δυνατόν εσύ ένας τόσο καλός άνθρωπος να σε τιμωρούν τόσο σκληρά, είναι δυνατόν;
-Και πού ξέρεις πουλάκι μου πως εγώ είμαι καλός άνθρωπος;
Ρώτησε ο Κυνηγός.
-Πώς είπες, μα δεν με γνώρισες, για κοίτα με, πριν δύο χρόνια όταν με γλίτωσες από το γεράκι, που μου είχε σπάσει το δεξί μου φτερό κι εσύ με γιάτρεψες και έγινα καλά. Να ακόμα φαίνονται τα σημάδια. Ύστερα με ρωτάς που ξέρω πως είσαι καλός άνθρωπος; Ο Κυνηγός κοίταξε προσεκτικά το πουλάκι.
-Α ναι θυμάμαι μια τέτοια περίπτωση. Ώστε εσύ ήσουν.. ωχ κι αυτά τα καταραμένα μυρμήγκια αμάν με έχουν καταφάει.
-Α, αναφώνησε το πουλάκι. Για δες. Α, ώστε έτσι, βρήκατε δεμένο τον άνθρωπο και τον κατατρώτε. Τώρα θα δείτε και έβαλε τα τσιτσιρίσματα, ήταν το κάλεσμα κινδύνου και σε λίγο γύρω του έφτασαν εκατοντάδες πουλάκια και μόλις μάθανε για ποιο λόγο τα κάλεσε η αδερφούλα τους, ρίχτηκαν πάνω στα κοκκινωπά μυρμήγκια και μια και δυο τα καθάρισαν από το κορμί του κυνηγού. Ο Κυνηγός ευχαρίστησε τα πουλάκια για το καλό που του κάνανε. Εκείνα όμως δεν λέγανε να φύγουν από κοντά του και κάτι συζητούσαν αναμεταξύ τους. Ένα μικρό πολύχρωμο μικρό σαν καρύδι πέταξε από το ένα κλωναράκι στο άλλο και με την τραγουδιστή του φωνούλα είπε προς τα άλλα πουλάκια.
-Από τα μυρμήγκια τον γλιτώσαμε και αν έρθουν άλλα εδώ είμαστε, αλλά ο άνθρωπος θα πεθάνει από την πείνα και τη δίψα, κρίμα δεν είναι; Τι να κάνουμε, τι να κάνουμε, να τον λύσουμε δεν μπορούμε, απάντησαν όλα μαζί ανήσυχα, πετώντας από κλωνάρι σε κλωνάρι και συλλογίζονταν να βρουν κάποια λύση. Όταν ένα κιτρινωπό πουλάκι μια σταλίτσα είπε.
-Έχω μια ιδέα. Εγώ είμαι πιο μικρή στο μπόι, αλλά πιο γερόντισσα, θα σας πω πως μπορούμε να γλιτώσουμε αυτόν τον καλό άνθρωπο. Εγώ λέω να καλέσουμε τα ποντίκια με τα κοφτερά τους δόντια θα κόψουν τα χοντρά σχοινιά και θα γλίτωσει ο Κυνηγός.
Η ιδέα ήταν θαυμάσια και τα πουλιά αμέσως πέταξαν καθένα στα μέρη του, όπου ζητούσαν και ποντίκια.
Σε λίγο έφτασαν στρατιές από ποντίκια, σκαρφάλωσαν στη βελανιδιά και στα γρήγορα άρχισαν να κομματιάζουν τα σχοινιά. Εκείνη την ώρα που τα ποντίκια κάνανε το θαύμα τους, δύο Λαφάκια παιχνιδιάρικα πλησίασαν τη βελανιδιά και παρακολουθούσαν το τι γίνονταν με τα ποντίκια το ένα έβαλε τις φωνές.
-Μαμάκα, μαμάκα, έλα μαμάκα να δεις τον Κυνηγό, τον έχουν δεμένο. Έλα μαμάκα γρήγορα. Η Λαφίνα στα γρήγορα έφτασε κοντά στα Λαφάκια. Σαν είδε δεμένο τον Κυνηγό κούνησε πικραμένη το κεφάλι της, για το κακό, που βρήκε τον καλό της Κυνηγό.
Όταν τα ποντίκια τον λευτέρωσαν τον πλησίασε η Λαφίνα και τον ρώτησε. -Τι συμβαίνει Κυνηγέ μου και βρέθηκες στο μαρτύριο της βελανιδιάς;
Ο Κυνηγός εξιστόρησε πώς έγιναν τα πράγματα και με βαθύ πόνο είπε πως τον δέσανε στη βελανιδιά για να μαρτυρήσει που βρήκε το γοργοπόδαρο άλογο. Δεν τους είπα, που και πως το βρήκα γιατί θα έβρισκες το μπελά σου από τον αχόρταγο άρχοντα, θα ψάχνανε να σε βρούνε και δεν θα τους πω, προτιμώ να με σκοτώσουν παρά να πάθεις κάτι κακό εσύ Λαφίνα μου.
Η Λαφίνα ακούγοντας τα λόγια του κυνηγού έμεινε κατάπληκτη.
-Ώστε για μένα έφτασες στο σημείο αυτό να πεθάνεις δεμένος. Είσαι υπέροχος, ώστε θυσιάζεσαι για άλλον.
-Εγώ έτσι έμαθα από τους γονείς μου. Καλύτερα να υποφέρω εγώ, αντί να υποφέρουν άλλοι εξαιτίας μου.
-Μακάρι να ήταν όλοι οι άνθρωποι σαν και σένα. Βλέπεις τι γίνεται γύρω σου πόσα σκόρπια ανθρώπινα κόκαλα, πόσοι έχουν πεθάνει σ αυτή τη μαρτυρική βελανιδιά. Η αγριότητα του αφεντικού σου ξεπέρασε και τα πιο άγρια θηρία.
Ο Κυνηγός ένιωθε ντροπή γι' αυτά που άκουγε από τη Λαφίνα, μα δεν είχε τι να πει, την αγριότητα την ένιωθε στο πετσί του από μικρός, από τότε που τον άρπαξαν από τους γονείς του και τον πούλησαν στο σκλαβοπάζαρο, στο αφεντικό που τον είχε δέσει στη βελανιδιά.
-Έχεις δίκιο Λαφίνα μου, τι να κάνουμε αυτή είναι η μοίρα μου. Μαύρα δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του και παρακλητικά σαν να έλεγε τη Λαφίνα να τον γλιτώσει απ' αυτήν την κακιά του μοίρα.
-Μπα, μπα Κυνηγέ μου, σε πήρε η απογοήτευση; Εγώ τι είμαι εδώ. Δεν θα σε αφήσω να σε θανατώσει ο κακούργος, όχι μαζί θα τον τιμωρήσουμε για να γλιτώσεις εσύ και άλλοι σκλάβοι. Έλα τώρα να πιεις λίγο γαλατάκι για να συνέλθεις λιγουλάκι και μετά βλέπουμε.
-Α, όχι, όχι Λαφίνα μου, είπε πεισματικά ο Κυνηγός, πως θα πιω εγώ το γάλα σου που είναι για το χαριτωμένο σου Λαφάκι, ούτε σκέψη να γίνεται, όχι, όχι.
-Α, πως δεν γίνεται, πήρε το λόγο το Λαφάκι. Εγώ το πρωί ήπια το γαλατάκι μου και τώρα άρχισα να τρώω και χορταράκια και κλαδάκια γι' αυτό έλα έλα, φάε λίγο γαλατάκι. Έλα σε παρακαλώ.
Ύστερα από την παράκληση και του μικρού λαφιού ήπιε λίγο γάλα και όπως ήταν νηστικός ένιωσε να στριφογυρνά στο σώμα του κάτι περίεργο, του φάνηκε πως διπλασιάστηκε η δύναμη του σαν να ξαναγεννήθηκε.
-Τώρα, του λέει η Λαφίνα, πάμε στην πέτρα της αρκούδας και θα δούμε μετά τι θα κάνουμε. Μόλις έφτασαν η Λαφίνα του έδωσε και πάλι το γοργοπόδαρο μαύρο άλογο και το καμτσίκι και του είπε.
-Τράβα λοιπόν και μην ξεχνάς να κρατάς καλά το καμτσίκι, όταν βρίσκεσαι σε κίνδυνο να χαϊδεύεις την φούντα του και μετά μην φοβάσαι.
Δεν πρόλαβε καλά καλά να ευχαριστήσει τη Λαφίνα και το βαρβάτο γοργοπόδαρο άλογο πήρε δρόμο, φτάνοντας στην καστρόπορτα τον προϋπάντησε ο επιστάτης που κατά τύχη έβγαινε έξω από το κάστρο και μόλις είδε τον Κυνηγό χάρηκε.
-Ώστε το φέρνεις το άλογο, και τον πρόσταξε να κατέβει.
Ο Κυνηγός έμεινε ατάραχος και με θάρρος του είπε.
-Έλα κοπρόσκυλο να με κατεβάσεις.
Στον επιστάτη, κακοφάνηκε η συμπεριφορά του κυνηγού, άρπαξε τα χαλινάρια του Μαύρου και προσπάθησε να γκρεμίσει τον Κυνηγό, μα επειδή δεν μπορούσε μόνος του κάλεσε και φρουρούς να τον βοηθήσουν. Βλέποντας τον κίνδυνο ο Κυνηγός, του ήρθε στο νου το τι του είπε η Λαφίνα για το καμτσίκι, το χάιδεψε λιγάκι και στο χέρι του εμφανίστηκε ένα μεγάλο φίδι με ξανθό κεφάλι και άρχισε να χτυπάει με την ουρά του και να τους ρίχνει κάτω, τρόμαξαν όλοι και το έβαλαν στα πόδια, το φίδι πρόλαβε τον επιστάτη και κουλουριάστηκε στο λαιμό του, ο επιστάτης έκλαιγε και παρακαλούσε τον Κυνηγό να τον γλιτώσει. Εκεί που σκεφτόταν ο Κυνηγός, τι θα απογίνει ο επιστάτης, ακούστηκαν φωνές από τούς παρευρισκόμενους σκλάβους.
-Σφίξτον, σφίξτον ακόμα, έτσι να πληρώσει τα αμαρτήματα του. Και το φίδι αφού το άφησε ο Κυνηγός έκαμε τη δουλειά του. Αποτέλειωσε το μεγαλύτερο κοπρόσκυλο τού Άρχοντα.
Ξέσπασαν κραυγές χαράς από το πλήθος σαν είδαν τον Κυνηγό να τιμωρεί τον επιστάτη και τους φρουρούς, του άπονου και κακούργου αφεντικού τους.
-Να μας ζήσει ο Κυνηγός, να μας ζήσει. Ο Κυνηγός ένιωσε ένα ρίγος από χαρά γιατί το πλήθος τον ζητωκραύγαζε και με θαρρετή φωνή τους φώναξε.
-Άντε εμπρός, βάλτε χέρι τον κακό άρχοντα που σας μεταχειρίστηκε πιο βάρβαρα και από τα ζώα του. Το πλήθος δεν περίμενε. Μπήκε μέσα στο παλάτι και έπιασε τον πάμπλουτο άρχοντα και ολόκληρη την οικογένεια του και τους έβγαλαν έξω από το παλάτι.
Ο Κυνηγός αφού ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλοπάτι, είπε στο πλήθος.
-Καλοί μου άνθρωποι, τι τιμωρία να δώσουμε σ’ αυτό το θηρίο;
-Στη βαλανιδιά, στη βαλανιδιά, ακούστηκαν οι φωνές του πλήθους.
-Πολύ καλά, απάντησε ο Κυνηγός. Να δεθεί στη βελανιδιά εκεί που δεκάδες σκλάβοι πέθαναν δεμένοι, εκείνα πληρώσει τις αμαρτίες του. Και αμέσως τον πήραν μερικά παλικάρια και τον πήγαν στη βελανιδιά.
Το πλήθος φώναζε.
-Να τιμωρηθεί όλη η οικογένεια του.
-'Όχι, όχι εγώ θα έλεγα την πεθερά μου και την γυναίκα μου, που και οι δυο με απαρνήθηκαν όταν έμαθαν ότι είμαι σκλάβος, επειδή σαν άτομα δεν έβαψαν τα χέρια τους με αίμα να τους διώξουμε να πάνε να ζήσουν με τη δουλειά τους και όχι όπως τώρα απ τη δουλειά μας, σε ξένα μέρη.
Όλοι συμφώνησαν με τη γνώμη του κυνηγού.
-Και τώρα, φώναξε ο Κυνηγός, στα υπόγεια, να λευτερώσουμε τους κλεισμένους αδερφούς μας.
Όρμησαν όλοι και αφού έσπασαν τις χοντρές πόρτες, τους λευτέρωσαν από τις αλυσίδες που τους είχαν δε μένους. Στο βάθος σε μια γωνία ήταν και μια κοπέλα γειτονοπούλα του Κυνηγό, αφού έλυσε τις αλυσίδες τη ρώτησε για ποια αιτία την έριξε ο άρχοντας στη φυλακή. Κοφτά η κοπέλα απάντησε, γιατί δεν δέχτηκε να πλαγιάσει μαζί του, γι' αυτό.
-Το τέρας, ώστε γι' αυτό, είπε με αγανάκτηση ο Κυνηγός και βγήκε έξω.
Ο κόσμος τον ζητωκραύγαζε.
-Να ζήσε ι το αφεντικό μας.
Ο Κυνηγός παραξενεύτηκε και για μια στιγμή σήκωσε τα χέρια και θυμωμένα φώναξε.
-Δεν χορτάσατε από αφέντες; Για σταματήστε.
Μια φωνή από το πλήθος έφτασε στα αυτιά του κυνηγού.
-Εμείς εσένα, θέλουμε για αφεντικό μας, άρχοντας είσαι δικός μας και μετά κάποιος πρέπει να είναι αρχηγός και σε μας, ως και οι μέλισσες έχουν βασίλισσα.
-Αρχηγό ναι, είπε ο Κυνηγός όχι όμως άρχοντα που να πίνει το αίμα, εγώ όμως δεν κάμω για αρχηγός. Το μυαλό μου δεν ωρίμασε ακόμα για τέτοια δουλειά. Γι' αυτό θα έλεγα τώρα που ξεκάναμε το τέρας καλά θα είναι να αρχηγέψουν άνθρωποι, που τα μυαλά τους έχουν ωριμάσει και τέτοια μυαλά έχουν οι ασπρομάλληδες.
Το πλήθος την γνώμη του Κυνηγού την θεώρησε μυαλωμένη. Ένα όμως γεροντάκι βγήκε μπροστά στο Κυνηγό και με βραχνή φωνή είπε.
-Παλικάρι μου σωστά τα λόγια σου αλλά τι θα κάμουν οι ασπρομάλληδες σε τούτα τα θηρία μπροστά, που ακόμα έχουν τα καμτσίκια και τα ρόπαλα στα χέρια τους.
-Α, αναφώνησε ο Κυνηγός, αυτούς αφήστε τους σε μένα και χάιδεψε τη φούντα του καμτσικιού και τους ξετόπισε από την αυλή του κάστρου.
Αφού έβαλε μια τάξη χαιρέτησε το πλήθος και πήρε δρόμο για το καλύβι του, τον ακολούθησε και η γειτονοπούλα του.
-Για που πας, τη ρώτησε ο Κυνηγός, η κοπέλα ντροπαλά του είπε.
-θέλω να έρθω μαζί σου, εγώ στη φυλακή για σένα κάθισα.
-Και γιατί τόσον καιρό, πως δεν μου..
­Ντρεπόμουν να σου πω πως σε αγαπώ.
-Ναι, ναι το ίδιο και γω και αγκαλιάστηκαν και πιασμένοι από τα χέρια πήγαν στο καλύβι τους. Το βραδάκι άναψαν μπρος στο καλύβι τους φωτιά και έπλαθαν τα όνειρα τους, όταν από μακριά είδαν να τους πλησιάζουν δύο φωτεινά αστράκια, ήταν η Λαφίνα με το Λαφάκι της. Μεγάλη χαρά, η Λαφίνα τους ευχήθηκε να πολυχρονίσουν και να πολυτεκνίσουν και φεύγοντας η Λαφίνα είπε στον Κυνηγό.
-Κυνηγέ μου φεύγω και ξανά δε θα ιδωθούμε. Ήθελα ένα λόγο τελευταίο να σου πω. Να φυλάγεις σαν την κόρη των ματιών σου το καμτσίκι. Όταν κοιμάσαι να το χεις κάτω από το μαξιλάρι σου. Αν θέλεις να ζήσεις ελεύθερος, όπως αυτός ήταν ο πόθος σου, μαζί και οι άνθρωποι σου που γλίτωσαν από τη σκλαβιά.

Ο Κυνηγός την ευχαρίστησε για την συμβουλή της και η Λαφίνα με το Λαφάκι της χάθηκε μέσα στο σκοτάδι.
Ο Κυνηγός έζησε με την γυναίκα του ευτυχισμένα και έκαναν παιδιά που δε γνώρισαν την ζωή των σκλάβων

ΕΠΑΝΩ

© Giorgio Peppas