Από το βιβλίο «ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΛΛΑΔΑ» του Κώστα Ουράνη
Σιχετικά με το κυνήγι, η Ελλάδα, λένε, είναι ότι κ' η μαύρη Δημοκρατία της Λιμττέριας, που αριθμεί έξι χιλιάδες στρατηγούς και εννιακόσιους στρατιώτες οι κυνηγοί είναι αφθονώτεροι από το Θήραμα το ενδημικό, εννοείται, θήραμα.
Πρόκειται, φυσικά, για υπερβολή όχι όμως μεγαλύτερη από τη γελοιογραφία συγκριτικά με την ομοιότητα ενός προσώπου.
Το ενδημικό θήραμα είναι στον τόπο μας λιγοστό. Σε μερικές μάλιστα περιοχές, όπως την Αττική, οι κυνηγοί που εκστρατεύουν γιατί πληροφορήθηκαν με πόση μυστικότητα ότι υπάρχει ένα «κοπαδάκι» πέρδικες στο δείνα βουνό ή ότι ένας λαγός (ο ίδιος πάντα!) εμφανίζεται στο τάδε μέρος, γυρνούν κατά κανόνα έχοντας στον κυνηγετικό τους σάκκο... αγριοράδικα αντί για θήραμα.
Το περισσότερο, σχετικά, ενδημικό θήραμα βρίσκεται στη Μακεδονία και τα νησιά του Αιγαίου, αλλά κ' εκεί ακόμα πρέπει να πεζοπορήσει κανένας ολόκληρη μέρα και ν' ανεβοκατέβει δυσπρόσιτα βουνά, για να «βγάλει» λίγες πέρδικες ή ένα δυο λαγούς και να μπορέσει να ρίξει μερικές τουφεκιές...
Η σπανιότητα αυτή δε χαρακτηρίζει τον τόπο μας από πάντα. Για ν' αποδείξω τον ισχυρισμό μου, δεν είναι καν ανάγκη ν' αναφερθώ σε ξένους ταξιδιώτες παλαιότερων εποχών, που αφηγούνται ότι ο σουλτάνος Μωάμεθ ο Δ' οργάνωνε στις υπώρειες του Ολύμπου παγάνες από χιλιάδες Έλληνες χωρικούς που του κατέβαζαν ίσαμε το λαρισαϊκό κάμπο αναρίθμητα πουλιά και άγρια ζώα ή ότι στα νησιά του Ιονίου οι πέρδικες είχαν, κάποτε, τόσο πολύ πληθυνθεί, που οι Ενετοί, για να περισώσουν τα σπαρτά των χωρικών από τις ζημίες τους , αναγκάστηκαν να τις «επικυρήξουν» με αμοιβή όπως κάνουν σήμερα τα δασαρχεία μας για τις κάργιες, τις καρακάξες και τις αλεπούδες.
Ζει ακόμα η γενιά των Παλαιοελλαδιτών κυνηγών που είδε τις πέρδικες και τους λαγούς ν' αφθονούν, κι όσο για τη Μακεδονία, εγώ, που κυνηγώ μόλις από το 1930, πρόφθασα να δω με τα μάτια μου κυνηγετικά «ταμπλώ» μιας και μόνης μέρας, και μιας και μόνης παρέας, που ξεπερνούσαν τις 25 πέρδικες και τους 25 λαγούς.
Δεν πρόκειται λοιπόν για σπανιότητα, αλλά για ελάττωση του ενδημικού θηράματος στον τόπο μας ελάττωση συστηματική, προοδευτική, και που έγινε ιδιαίτερα αισθητή πριν από λίγα μόλις χρόνια.
Η ελάττωση αυτή δεν έχει τίποτα το εκπληκτικό. Είναι φυσική συνέπεια των δυσμενών συνθηκών που δημιουργήθηκαν για το θήραμα.
Πρώτα πρώτα υπερπληθύνθηκαν οι κυνηγοί. Στις αρχές του αιώνα είναι ζήτημα αν κυνηγούσαν και με τι όπλα δέκα χιλιάδες άνθρωποι σ' όλη την Ελλάδα. Σήμερα έχουμε περί τις 100.000 αδειούχους κυνηγούς. Τα Σαββατοκύριακά τους, τουλάχιστο, οι περισσότεροι απ' αυτούς τα περνάν στο κυνήγι και, χάρη στη φθήνεια και την ταχύτητα των μεταφορικών μέσων της εποχής μας, κι αυτοί ακόμα που μένουν στις πόλεις μπορούν και σκορπιούνται σε μεγάλες ακτίνες στην ύπαιθρο.
Στην Κέα πηγαίνουν και κυνηγούν την πέρδικα καραβιές ολόκληρες από Αθηναίους και Πειραιώτες κυνηγούς κι απ' τη Θεσσαλονίκη ξεκινάν κάθε ξημέρωμα Σαββάτου για τις περιοχές του Κιλκίς και των Σερρών τόσα πολλά λεωφορεία κυνηγών, που σας δίνουν την εντύπωση μηχανοκίνητου τάγματος.
Όλο, βέβαια, το πλήθος αυτό των κυνηγών δεν είναι ίδια επικίνδυνο για το θήραμα. Η σκοπευτική αδεξιότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι... «οι πέρδικες έχουν φτερά και οι λαγοί ποδάρια», όπως λέει ο λαϊκός στίχος, θα έκανε πολλούς, αστούς προ πάντων, κυνηγούς να γυρνάν με άδεια χέρια από τις εξορμήσεις τους στο ύπαιθρο, αν δεν προνοούσαν να συνοδεύονται σ' αυτές από ντόπιους χωρικούς κυνηγούς, που ξέρουν το κάθε σημείο όπου βρίσκονται οι πέρδικες κ' οι λαγοί και στους οποίους δίνουν ημερομίσθιο και φυσίγγια για να κυνηγούν για λογαριασμό τους.
Οι τελευταίοι αυτοί, καλοί σκοπευτές, ακούραστοι πεζοπόροι και σωστά αγριοκάτσικα στο ανέβασμα πετρωδών βουνών, κάνουν πραγματική θραύση στο θήραμα τόσο περισσότερο, που δεν περιορίζονται να κυνηγάν μόνο όταν συνοδεύουν αστούς κυνηγούς στις Σαββατοκυριακές τους εκστρατείες, αλλά κυνηγάν και τις άλλες μέρες για δικό τους λογαριασμό (πουλώντας κρυφά, ένεκα της απαγορευτικής διάταξης του Υπουργείου Γεωργίας τις πέρδικες και τους λαγούς που σκοτώνουν) και διατάξεις, όπως: να μην κυνηγάν το λαγό με τα χιόνια ή να μην κυνηγάν την πέρδικα και το λαγό έξω από τη χρονική περίοδο που ορίζει η κυνηγετική άδεια...
Δεύτερος και σπουδαιότερος λόγος της ελάττωσης του ενδημικού θηράματος είναι η πυκνοκατοίκηση του εδάφους μας κ' η εντατική του καλλιέργεια.
Το θήραμα, όπως είναι γνωστό, διαιτάται στις ερημιές και πληθαίνει όπου υπάρχουν χέρσες ή δασωμένες εκτάσεις. Εάν στη Μακεδονία, ίσαμε πριν από το Μεγάλο Πόλεμο, αφθονούσαν τα αγριογούρουνα, τα ζαρκάδια, οι λύκοι, οι αλεπούδες, οι ορεινές και πεδινές πέρδικες, οι λαγοί κι αυτοί ακόμα οι φασιανοί, αυτό οφείλονταν στο γεγονός ότι είχε λίγο πληθυσμό κ' η καλλιέργεια του εδάφους της ήταν περιορισμένη.
Η αποκατάσταση των προσφύγων, τα αποξηραντικά έργα που έγιναν κι ο διαμοιρασμός του εδάφους σε μικρές ιδιοκτησίες που εκχερσώθηκαν και καλλιεργήθηκαν, είχαν αυτόματο αποτέλεσμα την ελάττωση του θηράματος και τον περιορισμό του σε μέρη απομακρυσμένα και δυσπρόσιτα.
Είναι αλήθεια ότι το Υπουργείο Γεωργίας έλαβε μέτρα προστασίας του ενδημικού θηράματος. Απαγόρευσε το κυνήγι του ζαρκαδιού και του φασιανού απαγόρευσε την αγοραπωλησία της πέρδικας και του λαγού καθόρισε περιοχές όπου απαγορεύεται περιοδικά το κυνήγι τους και, προ πάντων, θέσπισε «Εθνικούς Δρυμούς», όπου θ' απαγορεύεται εντελώς και πάγια η θήρα.
Τα μέτρα όμως αυτά, ένεκα των συνθηκών που ανέφερα, δε θα ξαναφέρουν, δεν μπορούν να ξαναφέρουν τη χρυσή εποχή της αφθονίας του ενδημικού θηράματος. Απλώς θα σταματήσουν τη μεγαλύτερη ελάττωση του ελάττωση που οδηγούσε σε ολοκληρωτική μια μέρα εξαφάνιση του.
Το κυνήγι του ενδημικού θηράματος θα παραμείνει στον τόπο μας ότι κατέληξε να είναι ένα προνόμιο. Προνόμιο των χωρικών κυνηγών και των αστών που μπορούν να διαθέτουν καιρό και χρήματα, για να πηγαίνουν στο εσωτερικό της Μακεδονίας και στα νησιά των αγόνων γραμμών, όπου, όπως είπα, είναι σχετικώς αφθονώτερο ...
Για τους άλλους, για τη σωρεία των άλλων, υπάρχει, ευτυχώς, και θα υπάρχει άφθονο πάντα το περαστικό θήραμα. Τα τρυγόνια, τα ορτύκια, οι μπεκάτσες, οι τσίχλες, τ' αγριοπερίστερα, θα εξακολουθούν να σταθμεύουν στην Ελλάδα κατά το αποδημητικό τους ταξίδι προς την Αφρική και να προσφέρονται θύματα στον κορεσμό του πάθους των...
Είναι αλήθεια ότι την αφθονία του κυνηγιού αυτού την εξουδετερώνει, πολλές φορές, η αστασία του. Το πέρασμα και η στάθμευση του αποδημητικού θηράματος υπόκεινται σε ιδιαίτερες για κάθε είδος του καιρικές συνθήκες κι αυτές είναι οι περισσότερο απρόβλεπτες. Μια αλλαγή ανέμου μία χιονιού, μια βροχή που πέφτει αιφνίδια ένα κρύο αρκούν για ν' ανατρέψουν όλες τις προσδοκίες του κυνηγού: να αναστείλουν περάσματα αναμενόμενα, να εμποδίσουν σταθμεύσεις ή και ν' αλλάξουν τα σημεία των σταθμεύσεων.
Καταντάει έτσι το κυνήγι των αποδημητικών πουλιών να είναι λαχείο για όσους δεν μπορούν να βρίσκονται στους τόπους των περασμάτων σε όλη την περίοδο τους. Προσωπικά, ο καιρός μού έχει παίξει πολλά παιχνίδια μου έτυχε να πάω για ορτύκια στη Μυτιλήνη, που έχει τα μεγαλύτερα περάσματα, και να μην δω, ολόκληρη βδομάδα, ούτε ένα πέρασμα, γιατί ο καιρός έστελνε τα ορτύκια... στη Χίο- να πάω για τρυγόνια στην Τήνο, και τα τρυγόνια, ένεκα του καιρού, να πέφτουν στην αντικρυνή Σύρο να βρίσκομαι για μπεκάτσες στο Σταυρό της Χαλκιδικής, την ημέρα που οι Αθηναίοι χτυπούσαν μπεκάτσες στη... Γλυφάδα κ.λπ.
Αλλά τι σημαίνει!
Το πάθος του κυνηγιού, όπως κάθε πάθος, δε μειώνεται από τέτοιες ατυχίες. Αντίθετα, υποδαυλίζεται. Μια άτυχη κυνηγετική εκδρομή κάνει πιο λαχταριστή την επόμενη. Εξάλλου και το πιο άτυχο κυνήγι προσφέρει πάντα παρηγοριές: σ' άλλους δίνει την ευκαιρία να καθίσουν να κουτσοπιούν σ' ένα μαγαζάκι του υπαίθρου, σ' άλλους να διηγηθούν μεταξύ τους τα κυνηγετικά τους κατορθώματα, σ' άλλους να... δοκιμάσουν τη γόμωση των φυσιγγιών τους σε ακίνητους στόχους και σ' άλλους να πετύχουν μια τράτα και να γυρίσουν στο σπίτι τους με φρεσκότατα ψάρια...
(Το κείμενο αυτό γράφτηκε το 1938)
Κυνηγετικές ειδήσεις Δεκέμβριος 2005
Kynidisi@hol.gr