
Αν πρέπει τις γιορτές να κλείνεται κανείς στο σπίτι του, τότε τι σόι γιορτές είναι;
Μην κάνεις τον κουτό, δεν σου μίλησα για τις άλλες γιορτές, για τη δική μου μιλάω,
που σαν έφτανε αυτό την αποκάλεσα «γιορτή της γυναίκας σου».
Τα χρόνια πολλά θα στα πω, το δώρο σου θα στο δώσω, τι άλλο να κάνω. Να μείνω εδώ για ν' ανάψω πυροτεχνήματα.
Ώστε έτσι ε;
Τι έτσι;
Δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο για σένα η γιορτή μου.
Και βέβαια έχει.
Τι αγαπητέ μου.
Το προνόμιο να μου τη θυμίζεις με καυγά.
Πολύ πνευματώδης μου έγινες.
Ασε με σε παρακαλώ να κοιμηθώ, ξημέρωσε.
Υποσχέσου μου πως δεν θα πας πουθενά τα Φώτα.
Πας δια του βασανιστηρίου της αϋπνίας, να μου αποσπάσεις υποσχέσεις και ομολογίες.
Και συ πας, δια της μεθόδου του ύπνου να κουκουλώσεις την υπόθεση.
Αν είναι να μην με αφήσεις να κοιμηθώ, τουλάχιστον να πάω κυνήγι.
Πότε.
Σήμερα
Σίγουρα δεν είσαι καλά, του λέει και σταυροκοπιέται.
Τότε άφησε με να κοιμηθώ.
Εκβιαστή! Τύραννε!
Ετοίμασε το κρεβάτι.
Ακούς φίλε μου, μην τυχόν και χάσει μία μέρα, συνέχισε εκείνη μονολογώντας σαν
να μην τον άκουσε.
Καλά μωρέ Φιφή, εγώ το ξέρω πως είναι
η γιορτή σου, το ξέρουν όμως κι οι μπεκάτσες να κάτσουν να με περιμένουν μέχρι την άλλη Κυριακή;
Μα με αυτό που θέλεις να κάνεις είναι σαν να με περιφρονείς.
Έτσι ε; της απάντησε έχοντας βρεί την ψυχραιμία του.
Μην προσπαθείς να μ' εκνευρίσεις.
Εγώ προσπαθώ να μ' αφήσεις να κοιμηθώ.
Εκείνη βλέπει τα λεφτά στο τραπεζάκι. Με μία απότομη κίνηση του χεριού της τα πετάει στο πάτωμα.
Ήθελε να με δωροδοκήσει κιόλας ο κύριος.
Εκείνος σκύβει κι αρχίζει να μαζεύει τα χρήματα.
Καλά, θα τα μαζέψω εγώ αλλά δεν πρόκειται να ξαναβγούν από την τσέπη μου.
Μετανοιωμένη, σκύβει και του τα παίρνει από τα χέρια.
Ε, όχι λοιπόν, δεν θα είμαι διαρκώς το θύμα.
Από το Λυκαβηττό ακούγονται αποχαιρετιστήριοι θόρυβοι από κροτίδες και πυροτεχνήματα, για τον καινούργιο χρόνο. Εκείνη κρύβει τα χαρτονομίσματα στην τσάντα της νευριασμένα, ενώ εκείνος χασμουριέται.
ΕΠΑΝΩ