Ο ελληνικός πληθυσμός της αρκούδας καλύπτει περίπου 13.500 χμ2 και εκτιμάται ότι αποτελείται από τουλάχιστον 190-260 άτομα. Ο ελάχιστος πληθυσμός αρκούδας στην ελληνική πλευρά του προγράμματος υπολογίζεται σε 30-40 άτομα, ο οποίος αντιπροσωπεύει σχεδόν το 15,3% του συνολικού πληθυσμού της αρκούδας στην Ελλάδα. Το είδος συναντάται μόνιμα στον Ασπροπόταμο και το Κερκέτιο όρος (Κόζιακας). Και οι δύο αυτές περιοχές φιλοξενούν το μεγαλύτερο κομμάτι του πληθυσμού της καφέ αρκούδας της Κεντρικής και Νότιας Πίνδου. Το 58,6% της περιοχής GR1440001 Ασπροπόταμου και το 24,4% της περιοχής του Όρους Κερκέτιου (Κόζιακας) χαρακτηρίζεται ως οικότοπος προτεραιότητας για την αρκούδα. Η περιοχή Αντιχάσια όρη- Μετέωρα λειτουργεί ως διάδρομος διασποράς ανάμεσα στον υποπληθυσμό της ανατολικής Πίνδου και προς τα ανατολικά, στην περιοχή του Ολύμπου, όπου από το 2003 παρατηρείται επαναποίκηση παλαιότερων περιοχών εμφάνισης της αρκούδας.
Ο ελληνικός πληθυσμός του λύκου υπολογίζεται σε περίπου 500-700 άτομα. Το είδος συναντάται σε όλη την ελληνική περιοχή του προγράμματος, όπου αριθμεί τουλάχιστον 50 άτομα σε περίπου 10 αγέλες. Αυτό αντιστοιχεί σε περίπου το 10% του συνολικού ελληνικού πληθυσμού. Οι περιοχές Κόζιακας και Αντιχάσια αποτελούν δύο από τις πιο σημαντικές περιοχές της κατανομής του λύκου στην Κεντρική Ελλάδα. Η κατανομή του λύκου στην περιοχή του προγράμματος περιλαμβάνει μία μεγάλη ποικιλία οικοτόπων και χρήσεων γης, από πεδινές περιοχές Μεσογειακού τύπου με αειθαλείς θαμνότοπους που χρησιμοποιούνται για ελεύθερη βοσκή (Αντιχάσια και Κόζιακας) έως υψηλής παραγωγικότητας μεικτά δάση κωνοφόρων και φυλλοβόλων (Ασπροπόταμος και Κόζιακας). Στα Αντιχάσια Όρη έχουν αναφερθεί σημαντικά επίπεδα ζημιών στο ζωικό κεφάλαιο λόγω του λύκου, τα οποία οδηγούν με τη σειρά τους σε δευτερογενείς επιπτώσεις, ιδιαίτερα στην παράνομη χρήση δηλητηριωδών δολωμάτων που επηρεάζουν το πληθυσμό του λύκου αλλά και άλλων σημαντικών ειδών της πανίδας, όπως είναι ο ασπροπάρης (Neophron percnopterus).
Απειλές και προβλήματα
Η παραμέληση ενός ή περισσότερων διαχειριστικών προσεγγίσεων θέτει σε κίνδυνο τη διατήρηση ειδών όπως ο λύκος και η αρκούδα. Η διαθεσιμότητα τροφικών πηγών και καταφυγίου δεν είναι αρκετή για να διασφαλίσει τη μακροπρόθεσμη διατήρησή τους και οι τοπικές κοινωνίες δεν αποδέχονται την παρουσία αυτών των ειδών.
Στην ελληνική περιοχή του προγράμματος οι πληθυσμοί των μεγάλων σαρκοφάγων υπέστησαν σφοδρή πτώση στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και τώρα επανέρχονται στα προηγούμενα επίπεδά τους. Οι παραδοσιακές μέθοδοι πρόληψης ζημιών, όπως η εντατική φύλαξη από τους βοσκούς με ελληνικούς ποιμενικούς εξαφανίστηκαν ή χρησιμοποιούνται σπάνια. Επιπλέον, ο έλεγχος των κοπαδιών με τη χρήση περιφράξεων ή μαντριών γίνεται άτακτα. Σε πολλά μέρη τα κοπάδια αφήνονται ελεύθερα να βοσκίσουν στα λιβάδια και τα δάση κατά τη διάρκεια της νύχτας, γεγονός που τα αφήνει εκτεθειμένα στις επιθέσεις των σαρκοφάγων. Έτσι, τα απροστάτευτα κτηνοτροφικά ζώα είναι ευάλωτα στις επιθέσεις των θηρευτών τους. Το αποτέλεσμα είναι να υπάρχει μεγάλος αριθμός τέτοιων περιπτώσεων ζημιάς.
Πολλοί γεωργοί έχουν αρνητική στάση απέναντι στα είδη στόχους. Εν μέρει αυτό είναι αποτέλεσμα των ζημιών που προκαλούν τα σαρκοφάγα στη γεωργία. Επιπλέον, πολλοί άνθρωποι στις αγροτικές περιοχές φοβούνται τα σαρκοφάγα, κυρίως την αρκούδα και το λύκο, λόγω μύθων και λαθεμένης πληροφόρησης.
Το υπάρχον σύστημα αποζημιώσεων στην Ελλάδα δεν είναι αποτελεσματικό για τη μείωση των ζημιών που προκαλούνται από τα σαρκοφάγα και οι κτηνοτρόφοι συνεχίζουν να έχουν αρνητική στάση απέναντι σε αυτά τα ζώα και κυρίως απέναντι στις κρατικές αρχές και τις ΜΚΟ.
Στην ελληνική περιοχή του προγράμματος η καφέ αρκούδα προσεγγίζει επανειλημμένα τις κτηνοτροφικές μονάδες, τα μελίσσια ή τις καλλιέργειες, ακόμα και αν βρίσκονται πολύ κοντά σε χωριά. Το γεγονός αυτό προκαλεί έλλειψη γενικότερης υποστήριξης για τη διατήρηση του είδους και μπορεί εύκολα να προκληθεί αύξηση της πίεσης λόγω του κυνηγιού.
LIFE EX-TRA (EE)