Του MΠΑΜΠΗ ΓΚΑΒΑ
Καλή μέρα ξημέρωσε σήμερα στα μέρη μου... Δροσερή για την εποχή, απ’ αυτές που αρέσουν και σε μένα και στα σκυλιά. Ξέρω ότι εκεί πάνω, στο Λύκαιον Ορος, ένας ελαφρύς άνεμος θα σαλεύει το ξανθό χόρτο μουρμουρίζοντας στο πέρασμά του το «τραγούδι» του βουνού.
Φοράω άρβυλα, παίρνω μαζί μου τους σκύλους που διψάνε για τρέξιμο και αρχίζω να ροβολάω προς τα ψηλά για να το ακούσω!
Ο προορισμός μου για εκείνη την ημέρα απέχει 22 περίπου χιλιόμετρα από τη Μεγαλόπολη. Το Λύκαιον Ορος -ο αρκαδικός Ολυμπος- δεσπόζει στον πελοποννησιακό χώρο. Από την κορυφή του βλέπεις τρεις νομούς: την Ηλεία, τη Μεσσηνία και την Αρκαδία...
Ανατολικά φαίνεται η πεδιάδα της Μεγαλόπολης και ο Αλφειός ποταμός, νότια η Ιθώμη και η Μεσσηνία, δυτικά η Ηλεία και το Ιόνιο Πέλαγος.
Στα ριζά του βουνού υπάρχουν τεράστια δάση βελανιδιάς, ενώ όσο ανεβαίνουμε αρχίζει και το πουρνάρι.
Είναι τα καλύτερα δάση για μπεκάτσα και φάσσα, με μια ανάμεικτη βλάστηση από πουρνάρια και δρυς.
Οσο ανεβαίνουμε ο τόπος «καθαρίζει» και φτάνουμε στα περδικοτόπια! Οι πέρδικες πιάνουν στις λάκκες και στα «καθαρά» που υπάρχουν στο βουνό, ανάμεσα στους τεράστιους ορεινούς όγκους πέτρας, με το λίγο χώμα και το χαμηλό χορτάρι...
Εκεί στην κορυφή, οι βοσκοί όργωναν κάποτε αυτές τις λακκούλες και τα μικρά παρτέρια, που είχαν πλάτος από 3 μέχρι 5 μέτρα και μήκος 30 -40 μέτρα.
Oι άνθρωποι...
Χρόνια τώρα πέτρινες μάντρες συγκρατούν το χώμα να μη «φύγει» στον κατήφορο από τις καταιγίδες του χειμώνα και τις καλοκαιρινές νεροποντές. Ηταν φτιαγμένες με πέτρα... κουβαλημένη μία- μία!
Για να γίνουν, έτρεξε ποτάμι ο ιδρώτας. Η δουλειά των ανθρώπων από ήλιο σε ήλιο και φαγητό μόνο όταν έπεφτε πια το σκοτάδι.
Ψωμί, σφέλα, κρεμμύδι, σκόρδο και κρασί, το σιτηρέσιό τους. Μόνο καμιά φορά, όταν τα κορμιά ήταν πολύ κουρασμένα για να αντέξουν, η μάνα έφτιανε και καμιά πέτσα χοιρινή με κουκιά, ή καγιανά με αβγά και λίγδα.
Και πάντα κρασί, πολύ κρασί... Με το που νύχτωνε πέφτανε από νωρίς για ύπνο μέσα στα μικρά πέτρινα καλύβια, που τους προστάτευαν από το κρύο της νύχτας και τα αγρίμια. Γιατί ψηλά στο βουνό, κάνει κρύο ακόμα και το καλοκαίρι!
Καλά διπλωμένοι μέσα σε μία κάπα και ακουμπισμένοι στο παραγώνι, θα περνούσαν και αυτή τη νύχτα...
Ξύπνημα την άλλη μέρα, νωρίς, νύχτα ακόμη, με το πρώτο λάλημα της πέρδικας. Οι πέρδικες ήταν το ρολόι τους και έτσι κυλούσε η ζωή τους. Μια ζωή σκληρή, για μια χούφτα σιτάρι, για ένα καρβέλι σταρένιο ψωμί.
Οταν όργωναν τα κακοτράχαλα παρτέρια με τις μάντρες, η κινητήριος δύναμη ήταν του «ενός ίππου»: ένα γαϊδουράκι ή το μουλάρι της οικογένειας και σπάνια το άλογο γιατί δεν άντεχε. Ηταν δύσκολο να χαράξει το υνί αυτή τη σκληροτράχηλη και πετρώδη γη...
Οι Αρκάδες έσπερναν κυρίως σιτάρι, γιατί ο τόπος ήτανε λίγος και χωρίς νερό. Το περισσότερο σιτάρι θα γινόταν αλεύρι στους νερόμυλους του Αλφειού, της Νέδα και του Λούσιου. Αλλά κάμποσοι σπόροι έμεναν εκεί ψηλά, για να το φάνε και να γεννήσουν οι πέρδικες.
Αυτοί οι αγράμματοι αλλά σοφοί άνθρωποι, άφηναν και μια βραγιά σιτάρι αθέριστη, ή έριχναν δύο τρεις αλετριές σμιγάδι (σιτάρι, κριθάρι, φακές, ρεβίθι, και βίκο) σαν «σπονδή» στο βουνό και στα πλάσματά του!
Εξασφάλιζαν μ’ αυτόν τον τρόπο στις πέρδικες και στους λαγούς λίγη εύκολη τροφή. Τα «πράματα» (πρόβατα) βοσκάγανε στις απέραντες καθαρές πλαγιές (χωρίς δέντρα) το πράσινο χορταράκι. Η κοπριά τους ήταν το καλύτερο λίπασμα.
Και γύρω γύρω «να το λένε» οι πέρδικες το χάραμα και να σειέται ο τόπος.
Ανάμεσα από τα υψώματα και τους λόφους, όπου «έσπαγε» η κατηφόρα και υπάρχουν ισάδια, έφτιαχναν με πέτρα τα αλώνια που λίκνιζαν το θερισμένο σιτάρι για να πάρουν τον καρπό. Πολλά αλώνια... Μικρά, μεγάλα, σπαρμένα σε όλο το βουνό. Υπήρχαν όμως και κάποια τεράστια αλώνια κατάκορφα μέσα στα σύννεφα, που δεν έχει πιο πάνω. Ακόμα και σήμερα ο χρόνος δεν τα έχει «ακουμπήσει»... Είναι τα ολοστρόγγυλα αλώνια, τα αλώνια του ουρανού!
Ο λόγος που ήταν κατάκορφα είναι ότι εκεί πάντα φύσαγε ένα αεράκι που θα βοηθούσε στο λίκνισμα του σιταριού και τον διαχωρισμό του σπόρου από το άχυρο.
Μου αρέσει να ανεβαίνω εκεί πάνω δυο τρεις φορές το χρόνο... Οι τεράστιες άσπρες και γκρίζες πλάκες φαίνονται ακόμα σαν να τις ακούμπησαν χτες.
Στο ιερό του Δία
Τις νύχτες του καλοκαιριού μπορείς να διακρίνεις από πολύ μακριά τις άσπρες πλάκες σ’ αυτά τα αλώνια, μαζί... και τους λαγούς που χορεύουν κάτω από το αυγουστιάτικο φεγγάρι.
Με την γκρίζα πέτρα από το ίδιο βουνό, έφτιαχναν τα μαντριά τους, ακόμα και τη σκεπή των σπιτοκάλυβών τους... Και δίπλα οι πέρδικες -κολλητά με το ιερό του Δία- να κράζουν αχάραγα άμα ο καιρός της μέρας που ξημερώνει είναι καλός, ή να σωπαίνουν στο κακό καιρό που θα έρθει...
Από τα αλώνια του ουρανού βλέπεις τα πάντα! Νομίζεις ότι οι θεοί σε ακούνε, και «σκιάζεσαι» μήπως ο τραγόμορφος θεός Πάνας ξεπεταχτεί και προξενήσει τον τρόμο και τον χαλασμό.
Κάτω χαμηλά, φαίνεται το φαράγγι του ποταμού Νέδα. Του μοναδικού ποταμού στον κόσμο που έχει γυναικείο όνομα, γιατί του το χάρισε μια αρχαία Νύμφη.
Ανατολικά, στον κάμπο της Μεγαλόπολης, φαίνονται καθαρά τα θηρία: τα εργοστάσια της ΔΕΗ που τρώνε κάρβουνο από τα σωθικά του κάμπου. Τη νύχτα με τα φώτα είναι σαν τεράστια καράβια. Οταν έχει το λεκανοπέδιο ομίχλη, βλέπεις μόνο τις καμινάδες που καπνίζουν βγάζοντας μαύρο και άσπρο καπνό.
Σε αυτό το βουνό υπάρχουν οι μεγαλύτερες, οι πιο βαριές και οι πιο άγριες πέρδικες του κόσμου! Οι πέρδικες γκρέκα-γκρέκα... Ετρωγαν μετά από το λίκνισμα του σιταριού ό,τι περίσσευε από τον άνθρωπο.
Σε κάθε χαραγή, σε κάθε εγκοπή ανάμεσα από τις πέτρινες πλάκες, σε κάθε βαθούλωμα και γύρω από τ’ αλώνι, αυτές οι πέρδικες έβρισκαν σιταράκι να φάνε. Με αυτό το περίσσευμα μεγάλωναν τα μικρά τους μέχρι να καρδαμώσουν και να αντέξουν το σκληρό χειμώνα που ακολουθούσε...
Στην ιερή κορυφή των Αρκάδων, δίπλα σ’ αυτά τα ιστορικά μνημεία της ανθρωπότητας, οι πέρδικες γκρέκα θηρεύονταν για αιώνες από τους χωριάτες, που πρόσεχαν τις γέννες και τους πληθυσμούς τους.
Επίλογος...
Σήμερα δεν σπέρνεται τίποτα και η έλλειψη τροφής έχει επηρεάσει τους πληθυσμούς της πέρδικας. Οι πέρδικες στις μέρες μας σπάνια κάνουν δύο γέννες, ενώ ποτέ σχεδόν δεν φτάνει η πρώτη γέννα τα 16-18 αβγά, όπως παλιά. Και οι γκρέκας στ’ αλώνια τ’ ουρανού, όλο και μειώνονται!
Τι να πρωτοπρολάβει ο ένας θηροφύλακας του Κυνηγετικού Συλλόγου Μεγαλόπολης; Το δασαρχείο εδώ και χρόνια δεν μπορεί να βοηθήσει σημαντικά, λόγω έλλειψης προσωπικού.
Και τα αρπακτικά κάθε βράδυ κάνουν πάρτι! Δεκάδες αλεπούδες, κουνάβια και νυφίτσες.
Παρά τις παραινέσεις από όλους τους φορείς της περιοχής, δεν εισακούεται κανένας.
Αγρότες, γεωργοί, κτηνοτρόφοι, κυνηγοί, πρόεδροι κοινοτήτων, όλοι λένε ότι πρέπει να γίνει κάτι με τους «άρπαγες». Δυστυχώς δεν εισακούεται κανένας. Ούτε καν... μια «διαβούλευση» με τους τοπικούς φορείς (η διαβούλευση είναι μια καινούργια λέξη, πολύ αόριστη και σοφιστικέ, που σημαίνει «μιλάμε και ακούμε όλους τους τοπικούς φορείς, αλλά μόνο για ξεκάρφωμα, αφού πρώτα έχουν πάρει τις αποφάσεις τους»).
ΠΗΓΗ : ΕΘΝΟΣ ΚΥΝΗΓΙ
Photo: Internet - gpeppas