Του Απόστολου Χρ. Αντωνάκη
H ζημιά που επέφερε στην
ελληνική κοινωνία η προσχεδιασμένη χρεοκοπία της
χώρας μας είναι προφανώς ανυπολόγιστη. Κάθε
κλάδος μετρά τις δικές του πληγές,
τις οποίες, ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να γιατρέψει, επί του παρόντος φαίνεται αρκετά δύσκολο να
τις επουλώσει.
Στα κυνηγετικά πράγματα η εικόνα είναι πανομοιότυπη μ’ εκείνες
που απεικονίζουν τον πόνο στα περισσότερα νοικοκυριά, αλλά και στις χιλιάδες μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες, αφού πρώτα λιμοκτονούν, στη συνέχεια οδηγούνται
στη μοιραία τελική πράξη, εκείνης
του λουκέτου.
Θα μπορούσε κάποιος με αφέλεια
να σκεφτεί ότι η κυνηγετική δραστηριότητα είναι κάτι διαφορετικό, ξεκομμένο από τη θλιβερή κατάντια
του ελληνικού επιχειρηματικού χώρου, αλλά και θέμα αστείο για συζητήσεις και συγκρίσεις.
Ομως και ο πλέον αδαής περίτων δημοσιοοικονομικών αντιλαμβάνεται πολύ γρήγορα πως ο ισοπεδωτικός οικονομικός «σεισμός»
δεν είναι τίποτα περισσότερο από
μια κακοφτιαγμένη αλυσίδα γεμάτη
από πολλούς αδύναμους και μισοσπασμένους κρίκους. Κι ο κυνηγετικός κλάδος, δυστυχώς, είναι ένας
από αυτούς.
Το σήμερα που μοιάζει
πολύ με το χθες
Είναι αξιομνημόνευτη η ταχύτητα με την οποία οι συνθήκες μάς
οδηγούν σε οπισθοδρόμηση. Τέοια που φτάνει μέχρι και στο να
ταυτιστούμε με πνιγηρές καταστάσεις κατά τις οποίες η χώρα μάζευε τα συντρίμμια της απ’ τον τελευταίο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον
Εμφύλιο που τον διαδέχθηκε, κάτι
που δίκαια μας αναστατώνει και
μας τρομάζει. Ισως διότι όλα όσα
έχουμε διαβάσει ή μας έχουν οικεία
πρόσωπα κατ’ επανάληψιν διηγηθεί μοιάζουν μ’ έναν απαίσιο εφιάλτη τον οποίο κανείς δεν θα ήθελε να βιώσει.
Οι περισσότεροι δεν έχουμε ανάλογες μνήμες επειδή δεν προλάβαμε τη μεταπολεμική φτώχεια και τη
μιζέρια που αφάνισε χιλιάδες ελληνικές οικογένειες, ενώ ακόμα περισσότερες τις ώθησε προς την ξενιτιά. Ακριβώς δηλαδή ό,τι γίνεται
και σήμερα με τη νέα γενιά, που
αποτελεί την ελπίδα ανασυγκρότησης του τόπου, η οποία αναγκάζεται να μεταναστεύει σε καραβάνια υποχρεωμένη σ’ ένα δρόμο
άτακτης φυγής προς κάθε κατεύθυνση...
Ο οικουμενικός Ελληνισμός μπορεί να φωτοβόλησε από τους ξενιτεμένους συμπολίτες μας που μόχθησαν και πρόκοψαν, όμως εκείνα
που άφησαν πίσω τους ήταν πολύ
περισσότερο σημαντικά απ’ την επιβίωσή τους και το γερό κομπόδεμα
που η πλειονότητα της ελληνικής
διασποράς εξασφάλισε με κόπο,
μόχθο και ιδρώτα.
Οσοι έμειναν πίσω ασχολήθηκαν
με την ανοικοδόμηση και το ξεμπάζωμα των ερειπίων. Ωστόσο, σήμερα είναι πολύ δύσκολο να επαναληφθούν τα ίδια
«επιτεύγματα»
για
πολλούς και ποικίλους λόγους που
η αναφορά τους ίσως να κούραζε
τον ευγενικό και υπομονετικό αναγνώστη.
Ανάμεσα στις ελάχιστες λοιπόν
χαρές ήταν για ορισμένους η δυνατότητα να έχουν στην άκρη ένα κυνηγοντούφεκο και με δυσκολία
να γυροφέρνουν τους λόγγους, τα
δάση και τις βουνοκορφές για να
κουβαλήσουν σπίτι μισό τορβά θηράματα για να τα γευτούν η φαμίλια, οι φίλοι και οι καλοί γείτονες
με τους οποίους ο κοινωνικός δεσμός ήταν πολύ έντονος κι εποικοδομητικός. Απ’ αυτές τις φιλίες
και τις κοινωνικές σχέσεις σήμερα
δυστυχώς ανάλογες δεν υπάρχουν
ξαναχτίστηκαν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, οι κωμοπόλεις και τα μικρά
γραφικά χωριουδάκια που μέρα με
τη μέρα «ανάρρωναν» από τις αμέτρητες πληγές τους.
Οι κυνηγοί των μεγάλων αστικών περιοχών, όπως συμβαίνει συνήθως, αντεπεξήλθαν γρηγορότερα
στα οικονομικά κυρίως προβλήματα κι άρχισαν με τις τακτικές επισκέψεις τους στην περιφέρεια να
δημιουργούν μια αναπτυξιακή γέφυρα, στο επίπεδο πάντα των δeδομένων της εποχής.
Ανάμεσα, λοιπόν, στις δεκάδες αιτίες που υπήρξαν ώστε να σταθεί
όρθια η λαβωμένη περιφέρεια ήταν
και το κυνήγι, με τους εύπορους μεσοαστούς, αρχικά, και τους πλουσίους, στη συνέχεια, να οργώνουν τις
ερημιές, αλλά και να επενδύουν με
κάθε τρόπο στις τοπικές κοινωνίες.
Τα παραδείγματα είναι πολλά, μεταξύ των οποίων και των επιχειρήσεων του αείμνηστου Ελευθέριου
Μουζάκη, ο οποίος, ως διακεκριμένος βιομήχανος, έστησε εργοστάσια κοντά στους αγαπημένους του
κυνηγότοπους. Ο κύριος «ντεμισέπεταλούδα», όπως ήταν περισσoτερο γνωστός από την ονομασία
των προϊόντων κλωστοϋφαντουργίας του, έδειξε το δρόμο σε πολλούς άλλους με την αφοσίωσή του
στο κυνήγι, αλλά και με την απέραντη αγάπη του για την πατρίδα, γεγονός που υποχρέωσε όλους ώστε
να τον αποκαλούν σπουδαίο κυνhγό και ευπατρίδη.
Σήμερα τέτοιοι χαρακτήρες πολιτών κυνηγών εκλείπουν από την
κοινωνία, αλλά και την κυνηγετική μας οικογένεια, και το κενό που
άφησαν πίσω τους αυτές οι προσωπικότητες είναι μάλλον αδύνατον να καλυφθεί...
Ερχονται εποχές
σκληρές και δύσκολες
Παρότι υπήρχαν ανέκαθεν άφθονα
κυνήγια και πλούσιοι κυνηγότοποι
στην ελληνική επικράτεια, το κυνήγι
δεν ήταν προσιτό για τους περισσότερους φτωχούς Ελληνες που επιβίωναν με μικρό μεροκάματο, ζώντας κάτω από αντίξοες συνθήκες.
Αντίθετα προς τη διάσπαρτη πενία,
η «άρχουσα τάξη» ήταν εκείνη που
είχε την ευχέρεια να καρπώνεται τις
χαρές του κυνηγιού διαθέτοντας οi κονομικούς πόρους και προς αυτήν
την κατεύθυνση.
Οπλα, φυσέκια, κυνηγόσκυλα και
ιδιόκτητα μεταφορικά μέσα ήταν
είδη πολυτελείας, δηλαδή απλησίαστα για το φτωχό βαλάντιο των περισσοτέρων. Ακόμα και οι κυνηγοί
κάτοικοι της περιφέρειας που είχαν
τα θηράματα τρόπος του λέγειν
στην πόρτα τους, αδυνατούσαν να
βγουν για κυνήγι. Τουλάχιστον, με
τα γνωστά νόμιμα μέσα. Ετσι, αναγκάστηκαν ορισμένοι να χρησιμοποιούν αυτοσχέδιες μεθόδους
(κυρίως παγίδες) για να εξασφαλίσουν λίγο κρέας για το φτωχικό
τους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ποιος
θα αποτολμούσε να τους εμποδίσει να διατραφούν ή να τους χαρακτηρίσει λαθροθήρες;
Τότε, προφανώς, κανείς.
Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ακόμα κι αυτή η μοχθηρή έννοια της λαθροθηρίας, η απεχθής
για τους περισσότερους χορτάτους
κυνηγούς της σύγχρονης εποχής,
βρισκόταν εκείνη τη δύσκολη εποχή υπό συνεχή αναθεώρηση, όντας
οι πολίτες υπό καθεστώς έκτακτης
ανάγκης και κοπιαστικού αγώνα για
την καθημερινή επιβίωση.
Είναι, λοιπόν, οι καταστάσεις που
ορίζουν τις έννοιες χαρακτηρίζοντάς τις πράξεις και όχι οι ίδιες οι
πράξεις από μόνες τους. Θέλω να
πω ότι σε μια εθνική κατάπτωση διαφορετικά βιώνουν τις συνθήκες οι
παθόντες και εντελώς ανάποδα οι
αυστηροί κριτές του μέλλοντος, που
σκέπτονται, λειτουργούν κι αποφασίζουν αναπνέοντας τον ευχάριστο
αέρα της ελευθερίας και της ευημερίας.
Βιώνοντας σήμερα την αντιστροφή των πραγμάτων από την ευημερία στην παρακμή κι ακολουθώντας για μία ακόμα φορά ένα
σκληροτράχηλο δρόμο, που οδηγεί σε περιόδους σκληρές και δύσκολες για τους πολίτες, είναι πάρα
πολλά εκείνα τα οποία εξ ανάγκης
θα αναθεωρηθούν.
Νοσταλγώντας
τις όμορφες στιγμες
Ολα όσα βιώσαμε οι μεταπολεμικές γενιές, «τρυγώντας» τις φυσικές
ομορφιές κατά την υποκειμενική ή
αντικειμενική άσκηση του κυνηγίου,
παραμένουν για όλους οι πιο τρυφερές αλλά και νοσταλγικές αναμνήσεις. Μέσα από αυτές τις βιωματικές εμπειρίες, που για τον καθένα
ήταν ιδιαίτερης σημασίας, αντλούμε
σήμερα κουράγιο για να αντιμετωπίσουμε τα επερχόμενα. Στην πραγματικότητα, για να αμυνθείς απέναντι στις υπάρχουσες ανατροπές, που
εκπέμπουν φόβο και υστερία, πρέπει να σκέφτεσαι όλες εκείνες τις
όμορφες στιγμές τις οποίες προφανώς θα ήθελες να ξαναζήσεις,
διεκδικώντας τες από τον επελαύνοντα νεοταξισμό.
Αναμφισβήτητα το κυνήγι δεν είναι για κάθε πολίτη η πιο σημαντική προτεραιότητα που έχει ιεραρχήσει για να μην παρασυρθεί από
το στρόβιλο της φτώχειας και της
κακομοιριάς. Μπορεί όμως να αποτελέσει για όσους το έχουν γευτεί πραγματικά- ένα λαμπερό φάρο,
ορθωμένο με αναίδεια ανάμεσα στα
αμέτρητα ερείπια που απλώνονται
παντού από τις ενέργειες εκείνων
που επιμένουν να θεωρούν την Ελλάδα ως χώρα δελεαστικών ευκαιριών προκειμένου να πλουτίσουν
και να ωφεληθούν.
Ενάντια σ’ αυτό το ρεύμα, το
κυνήγι, έστω κι αν κάμπτεται και
φτωχαίνει, είναι δυνατόν να αποτελέσει επίσης ένα ηχηρό αντίλογο προς κάθε αυθάδη που θεωρεί
ότι ο τσιφλικισμός και η λαμογιά είναι τα μοναδικά προτερήματα του
λαού μας. Ενός περήφανου λαού
με πολλά μεν ελαττώματα και «κουσούρια», αλλά και με τεράστιες δυνατότητες, τις οποίες ενίοτε επισκιάζουν η αμέλεια, η ιδιοτέλεια και η
βολεψιά
Φωτο : Internet- gpeppas
ΠΗΓΗ : EΛΕΥΘΕΡΟΣ TΥΠΟΣ Κυνήγι