του Δρ. Χρήστος Θωμαϊδης Θηραματολόγου-Ορνιθολόγου Αναπληρωτή Καθηγητή
Η διεθνής βιβλιογραφία περιλαμβάνει άρθρα που περιγράφουν τις τροφικές συνήθειες της σταχτοκουρούνας και της κουρούνας, οι οποίες καταλαμβάνουν τον ίδιο οικοθώκο στα αντίστοιχα οικοσυστήματα της γεωγραφικής τους εξάπλωσης.
Οι Cramp και Perrins (1994) σε επισκόπηση της βιβλιογραφίας αναφέρoυν επιθέσεις κουρούνας, εναέριες είτε στο έδαφος, σε διάφορα είδη πουλιών όπως γαλαζοπαπαδίτσα (Parus caeruleus), κότσυφα (Turdus merula), λασποσκαλίδρα (Calindris alpina), λευκοχελίδονο (Delichon urbica), βουνοσταχτάρα (Apus melba), ακόμη και φάσα (Columba palumbus), καθώς επίσης και καταστροφή φωλεών, θανάτωση νεοσσών αλλά και ενήλικων πουλιών ειδών που ανήκουν στις οικογένειες Anatidae (πάπιες), Phasianidae (φασιανοί, πέρδικες, ορτύκια), Charadriidae (παρυδάτια), Alaudidae (κορυδαλοί) και στρουθιόμορφα πάσης φύσης, συμπεριλαμβανομένου και του ιδίου τους είδους.
Ο Lockie (1955) βρήκε σε στομάχια νεοσσών κουρούνας υπολείμματα νεοσσών άλλων πουλιών σε ποσοστό 8% και 16% τις χρονιές 1952 και 1953, αντίστοιχα.
Ο Holyak (1968) αναφέρει ότι ύστερα από εξέταση στομαχιών από κουρούνες στη Βρετανία, βρέθηκαν υπολείμματα ενήλικων πουλιών, νεοσσών καθώς και κελύφη αυγών.
Ο Vom-Tov (1975) εξετάζοντας στομάχια από 56 νεοσσούς κουρούνας βρήκε φτερά, πόδια και άλλα υπολείμματα στρουθιόμορφων πουλιών και οικόσιτων ορνίθων σε ποσοστό 6-33% του συνολικού όγκου του στομαχικού περιεχομένου, με το μεγαλύτερο μέρος να προέρχεται από νεοσσούς στρουθιομόρφων.
Ο Cotgreave (1995) σε μια επισκόπηση βιβλιογραφίας για την επίδραση των αρπάγων στην ορνιθοπανίδα σε Βρετανία και Ιρλανδία αναφέρει ότι στην τροφή της κουρούνας, τα πουλιά αντιπροσώπευαν κατά μέσο όρο το 4% (0-12%) της συνολικής μάζας τροφής, αποτελούμενης όμως από υπολείμματα πουλιών (φτερά, μικρά τεμάχια οστών και κελύφη αυγών).
Οι Zduniak κ.α. (2008) βρήκαν σε στομάχια νεοσσών της σταχτοκουρούνας, υπολείμματα από νεοσσούς πρασινοκέφαλης πάπιας (φτερά τεμάχια οστών) σε ποσοστό ξερής βιομάζας κατά μέσο όρο 10,2% (4,2-16,3%).
Η παρουσία υπολειμμάτων πουλιών σε στομάχια της σταχτοκουρούνας ίσως φαίνεται μικρή, καθώς μετράται κατά όγκο ή βάρος και εκφράζεται ως ποσοστό επί του συνολικού, αλλά αποτελείται από μέρη του σώματος των πουλιών που δεν αντιπροσωπεύουν μεγάλο βάρος ή όγκο, π.χ. φτερά, νύχια, ράμφη, τεμάχια οστών, κελύφη αυγών. Έτσι υποτιμάται ίσως η επίδραση της κουρούνας στην ορνιθοπανίδα.
Καλύτερη εικόνα δίδεται από αναφορές σε παρατηρήσεις της συμπεριφοράς του κορακοειδούς και εξέταση των επιπτώσεων αρπακτικότητας του είδους αυτού σε άλλα είδη πουλιών.
Ο Pipes (1976) αναφέρεται σε προσωπικές παρατηρήσεις επιθέσεων και θανάτωσης από κουρούνα σε κότσυφες, κοκκινότσιχλα (Turdus iliacus) , κιτρινοσουσουράδα (Motacilla citreola) , κοκκινολαίμη (Erithacus rubecula), σπιτοσπουργίτι (Passer domesticus), καρδερίνες (Carduelis carduelis) και ψαρόνι (Sturnus vulgaris).
Σταχτοκουρούνες δεν διστάζουν να επιτεθούν ακόμη και σε μικρούς νεοσσούς αρπακτικών πουλιών και συγκεκριμένα του κίρκου (Circus sp.) όπως αναφέρεται σε δύο παρατηρήσεις τέτοιων επιθέσεων, στο Orkney της Σκωτίας (Amar and Burthe-no date). Στη ίδια εργασία γίνεται μνεία ενός άλλου επιστήμονα (Picozzi) από την ίδια περιοχή για καταστροφή αυγών του κίρκου, ο οποίος και σημειώνει ότι οι σταχτοκουρούνες είναι ο κύριος καταστροφέας αυγών του χειμωνόκιρκου ή βαλτόκιρκου (Circus cyaneus), είδος το οποίο, σημειωτέον, φωλιάζει στο έδαφος.
Οι Erikstad κ.α. (1982) μελέτησε την επίδραση ατόμων και ζευγαριών σταχτοκουρούνας με χωροκράτειες πάνω στη φωλεοποίηση του willow ptarmigan (Lagopus lagopus lagopus), είδος της οικογένειας των Τετραονιδών. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο νησί Tranoy έκτασης 125 εκταρίων, κοντά στις ακτές της βόρειας Νορβηγίας για την περίοδο 1976-1978. Από τις 81 προσπάθειες φωλεοποίησης, το 37% καταστράφηκε από τις κουρούνες. Μάλιστα, οι κουρούνες κατέστρεψαν το 51% των φωλιών του willow ptarmigan που βρισκόταν σε απόσταση 700 μ από τις φωλιές τους.
Οι Erlinge κ.α.(1984) μελέτησαν την επίδραση αρπάγων πάνω στο λαγό (Lepus europeaus ) και τον φασιανό (Phasianus colchicus) στη νότια Σουηδία. Η αρνητική επίδραση της σταχτοκουρούνας στο φασιανό κατά τη διάρκεια της φωλεοποίησης ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Κατά τη διάρκεια της απόθεσης των αυγών, σε σύνολο 147 φωλεών, το 70% καταστράφηκε από σταχτοκουρούνες, ενώ κατά τη διάρκεια της επώασης, σε σύνολο 36 φωλιών, καταστράφηκε το 18%. Επιθέσεις του κορακοειδούς σε νεαρούς λαγούς επίσης παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της μελέτης, χωρίς όμως να ποσοτικοποιηθεί η επίδραση.
Ο Parr (1993), αναφέρει ότι σε μελέτη που διεξήγαγε πάνω στην επίδραση αρπακτικότητας σε φωλιές βροχοπουλιού (Pluvialis apricaria), κατά την περίοδο 1981-1984 αναφέρει ότι σχεδόν οι μισές (48%) από τις 56 φωλιές υπό παρατήρηση καταστράφηκαν από κουρούνες, ενώ κατά την περίοδο 1973-1977, η πλειονότητα των φωλιών καταστράφηκαν από το ίδιο κορακοειδές. Σε σύγκριση δύο πειραματικών επιφανειών (περιοχών) η αναπαραγωγική επιτυχία ήταν σαφώς μεγαλύτερη στην περιοχή όπου υπήρχαν λιγότερες κουρούνες. Το αυτό συνέβη και για άλλα είδη παρυδάτιων πουλιών στις ίδιες περιοχές. Για τον έλεγχο των αρπάγων, τοποθετήθηκαν τεχνητές φωλιές με αυγά οικόσιτης όρνιθας, με κάποια από αυτά εμποτισμένα με δηλητήριο, από τις οποίες το 40% καταστράφηκε από κουρούνες.
Οι Drachmann κ.α. (2002) μελέτησαν την επίδραση των αρπάγων σε φωλιές φανέτου (Carduelis cannabina) κατά το διάστημα 1993-1998 χρησιμοποιώντας κάμερες υπερύθρων και απ’ ευθείας παρατηρήσεις. Σε δύο πειραματικές επιφάνειες, τα κορακοειδή- σταχτοκουρούνα και δευτερευόντως καρακάξα (Pica pica)-ήταν υπεύθυνα για το 95% της καταστροφής των φωλεών στη μία από αυτές, ενώ στη δεύτερη για το 45% περίπου.
Οι Olsen και Schmidt (2004) τοποθέτησαν 40 τεχνητές φωλιές που προσομοίαζαν αυτές δύο παρυδάτιων πουλιών, της καλημάνας (Vanellus vanellus) και του κοκκινοσκέλη (Tringa totanus) σε αντίστοιχους τύπους θέσεων (ανοιχτές και με κάλυψη βλάστησης), με 4 αυγά Ευρωπαϊκού ορτυκιού (Coturnix coturnix) στην κάθε μία, των οποίων τα σχέδια στο κέλυφος μοιάζουν με αυτά των δύο παρυδάτιων ειδών. Σχεδόν όλες οι ανοιχτές φωλιές και σχεδόν οι μισές από τις άλλες καταστράφηκαν κυρίως από σταχτοκουρούνες, και δευτερευόντως από καρακάξες.
Ο Roos (2004) σε μελέτη της επίδρασης της αρπακτικότητας στη φωλεοποίηση του αετομάχου (Lanius collurio) στην Σουηδία για το διάστημα 1997-2003, βρήκε ότι αύξηση του αριθμού της καρακάξας (κατά 86%) και της σταχτοκουρούνας, επέφερε μείωση κατά 40% στον πληθυσμό του αετομάχου και ότι οι αυτός απέφευγε να φωλεοποιήσει κοντά σε φωλιές των δύο κορακοειδών.
Ο Zduniak (2006) αναφέρει ότι σε έρευνα για την αρπακτικότητα σε φωλιές υδρόβιων και παραυδάτιων πουλιών από σταχτοκουρούνα, βρέθηκε ότι καταστρεμμένα αυγά προήλθαν κατά 69% από φαλαρίδα (Fulica atra), 13% από πρασινοκέφαλη πάπια (Anas platyrhynchos), 7% από καστανοκέφαλο γλάρο (Larus ridibundus), 7% μαυροβουτηχτάρα (Podiceps nigricolis) , 4% από σαρσέλα (Anas querquedula) και από άλλα 10 είδη με λιγότερο από 1% το καθένα.
Οι Draycott κ.α. (2008) σε μελέτη για την επίδραση της αρπακτικότητας στις φωλιές των φασιανών (Phasianus colchicus) σε Αγγλία (1992 και 1994-1997) και Αυστρία (2001-2003), βρήκαν ότι από 191 φωλιές, οι 46 (24%) καταστράφηκαν από κορακοειδή, ενώ για 63 φωλιές (33%) όπου δεν ήταν δυνατόν να προσδιορισθεί επακριβώς ο άρπαγας, υπήρχαν ενδείξεις για περαιτέρω δράση των κορακοειδών.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΛΕΓΧΟΥ ΑΡΠΑΓΩΝ
O Parker (1984) μελέτησε τα αποτελέσματα του ελέγχου του πληθυσμού της σταχτοκουρούνας πάνω στη φωλεοποίηση του willow ptarmigan και λυροπετεινού (Tetrao tetrix) στο νησί Karlsoy έκτασης 770 εκταρίων στη Νορβηγία. Οι παρατηρήσεις έγιναν σε δύο περιοχές, με ισοδύναμο πληθυσμό κουρούνας, όπου στη πρώτη (αναφοράς) δεν έγινε έλεγχος κορακοειδών, ενώ από τη δεύτερη (πειραματική) αφαιρέθηκαν τα κορακοειδή με τη χρήση δηλητηριασμένων δολωμάτων και όπλων. Στη πρώτη, βρέθηκαν 122 αυγά των δύο τετραονιδών κατεστραμμένα, ενώ στη δεύτερη μόνο 10. Αξίζει να αναφέρουμε πως στη περιοχή που έγινε έλεγχος κορακοειδών, εδαφόβιοι άρπαγες και κυρίως η ερμίνα (Stoat-Mustela erminea: Ικτίδαι) αντικατέστησαν τα κορακοειδή. Οι συγγραφέας συμπεραίνει ότι ο έλεγχος κορακοειδών είναι πιο αποτελεσματικός όπου αυτά αποτελούν τους μοναδικούς άρπαγες (ΣΗΜ.: όπως στην περίπτωση της Λήμνου), ενώ σε περιπτώσεις που υπάρχουν και άλλα είδη αρπάγων, χρειάζεται παράλληλος έλεγχος και των άλλων ειδών.
Ο ίδιος μελετητής αναφέρει ότι η επιβίωση των νεοσσών (όσων φυσικά εκκολάφθηκαν) των δύο τετραονιδών δεν επηρεάσθηκε από την αφαίρεση των κορακοειδών. Επιτόπια έρευνα σε σημεία όπου οι σταχτοκουρούνες αποθηκεύουν/ εναποθέτουν τροφή (food dumps) βρέθηκαν υπολείμματα μόνο από νεοσσούς άλλων ειδών πουλιών, κυρίως στρουθιομόρφων. Γίνεται όμως αναφορά στον Slagsvold (1980), ο οποίος αναφέρει ότι σε περιοχές όπου έγινε έλεγχος κορακοειδών, αυξήθηκε σημαντικά η πυκνότητα του αναπαραγόμενου πληθυσμού της φάσας και άλλων στρουθιομόρφων.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα για την επίδραση ελέγχου αρπακτικών πάνω στους πληθυσμούς της πεδινής πέρδικας (Perdix perdix) από τους Tapper κ.α. (1996). Το πείραμα αυτό έλαβε χώρα σε δύο περιοχές στην Αγγλία για διάστημα 6 ετών. Ο έλεγχος αρπακτικών, περιελάμβανε κορακοειδή (κουρούνα και καρακάξα), αλλά και εδαφόβια θηλαστικά όπως αλεπούδες και διάφορα είδη ικτιδών (ερμίνα, νυφίτσα Mustela nivalis) καθώς και αρουραίους (Rattus sp.), κατά τους μήνες αναπαραγωγής της πέρδικας. Ο έλεγχος κορακοειδών γινόταν με παγίδες Larsen (κλωβοπαγίδα) και των υπολοίπων αρπακτικών με παγίδες ή όπλο. Τα αποτελέσματα ήταν θεαματικά. Στις περιοχές ελέγχου των αρπακτικών, ο μετά-αναπαραγωγικός πληθυσμός της πέρδικας αυξανόταν ετησίως κατά 75% και οδήγησε σε διάστημα τριών ετών σε φθινοπωρινούς πληθυσμούς κατά 3,5 φορές μεγαλύτερους σε περιοχές με έλεγχο αρπακτικών. Σε διάστημα τριών ετών δε, ο έλεγχος αρπακτικών είχε σαν αποτέλεσμα ο αναπαραγόμενος πληθυσμός της πέρδικας (γεννήτορες) να είναι μεγαλύτερος κατά 2,6 φορές σε αυτές τις περιοχές.
Όλα τα ανωτέρω οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο έλεγχος αρπακτικών συμβάλλει θετικά στη βελτίωση των πληθυσμιακών δεικτών των διαφόρων εδαφόβιων θηραμάτων αλλά και άλλων ειδών της ορνιθοπανίδας, θηρεύσιμων και μη.
ΠΗΓΕΣ:
Φωτογραγίες : Διαδύκτιο