Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

 200 200

Πουλολόγοι με ξόβεργες ......



Του Γιάννη Δεμέτη

Πουλολόγος = κυνηγός πουλιών, βλέπε Λεωνίδα Ζώη, Λεξικόν Ιστορικόν και Λαογραφικόν Ζακύνθου, τ. Β΄ σελ. 397.

Στην προσεισμική γειτονιά του Αγίου Λαζάρου, αλλά και σε άλλες γειτονιές του νησιού, τα παλαιότερα χρόνια, μεγαλώνοντας τα αγόρια, αποκτούσαν παρακολουθώντας τους μεγαλύτερους. τη συνήθεια του κυνηγιού.

Πρωταρχικής σημασίας το κυνήγι.

Σε κάποιες κοινωνικές ομάδες Ζακυνθινών περνούσε, ή και ακόμα εξακολουθεί να περνάει, από γενιά σε γενιά, σαν αδήριτη συνέχεια ζωής.
Μόλις λοιπόν τα παιδιά ξεφεύγαμε από την ποδιά της μάνας μας, κοιτάζαμε πώς θα αποκτούσαμε το καθένα το δικό του όπλο, που δεν ήταν άλλο από τη σφεντόνα.
Η σφεντόνα αποτελούσε το πρώτο μας κυνηγετικό όπλο, το οποίο βέβαια φτιάχναμε μόνοι μας.

Ψάχνοντας στα ένα γύρω της Χώρας λιοστάσια, εντοπίζαμε ανάμεσα στα κλαδιά των λιόδεντρων, κάποια κατάλληλη διχάλα, που στη συνέχεια την κόβαμε και αφού την καθαρίζαμε από τη φλούδα της, την αφήναμε στον ήλιο πλακώνοντάς τη με μια πέτρα, να ξεραθεί.
Η διχάλα, ή διχάλι, όπως την λέγαμε, έπρεπε να έχει συμμετρικά τα δύο σκέλη της, τα οποία βέβαια δεν έπρεπε να είναι και χοντρά.
Εάν ακόμα, το κάτω κεντρικό τμήμα, αυτό που κρατούσαμε μέσα στη χούφτα μας τύχαινε να ήταν λίγο πιο χοντρό από τα άλλα τμήματα, το διχάλι ήταν τέλειο.
Αφού εξασφαλίζαμε λοιπόν το διχάλι, από τα ψιλικατζίδικα της γειτονιάς αγοράζαμε τα απαραίτητα λάστιχα, που τα ζητούσαμε σαν λάστιχα για σφεντόνα.
Πετσάκια και σπάγκους, αναγκαία υλικά, για να ολοκληρώσουμε την κατασκευή της σφεντόνα μας, μάς τα έδιναν οι τσαγκάρηδες.

Το επόμενο βήμα ήτανε να βρούμε μικρά στρογγυλά βόλια ή και να κατασκευάσουμε με πηλό βόλους, που τους αφήναμε να ξεραθούν στον ήλιο.
Τα βόλια και οι βόλοι ήτανε τα απαραίτητα πολεμοφόδια, που έπρεπε να έχει ο καθένας μας , προκειμένου να εξασφαλίσει ευθύβολη βολή.
Αφού λοιπόν γεμίζαμε με τα κατάλληλα αυτά βλήματα τις πούρσες μας, που τις περισσότερες φορές κρέμονταν από τα μπατζάκια του κοντού παντελονιού μας από το βάρος, ξεχυνόμαστε στα γύρω από την πόλη λιοστάσια και περιβόλια, για να κυνηγήσουμε διάφορα λιανόπουλα.
Τις σφεντόνες τις χρησιμοποιούσαμε πολλές φορές και για να χτυπήσουμε διάφορους στόχους στη γειτονιά, προκαλώντας έτσι την μήνη των γονέων μας.

Το επόμενο κυνηγετικό στάδιο, στο οποίο προσπαθούσαμε να αναρριχηθούμε, ήτανε η κατασκευή ξόβεργων με αγκαθόκολλα.
Τους καλοκαιρινούς μήνες, μετά το κλείσιμο των σχολείων, εξορμούσαμε στις γύρω από την πόλη ακαλλιέργητες περιοχές, όπου σε κάποιες χέρσες ραχούλες, φύτρωνε ένα είδος αγκαθιού, που πάνω στο άνθος του σχηματίζονταν μικρές μπαλίτσες από στερεοποιημένο λευκό ή σκουρόχρωμο κόμμι, ένα είδος κόλλας, που με κατάλληλη επεξεργασία, (κοπάνισμα), ομογενοποιείται, μαλακώνει και ρευστοποιείται.

Θυμάμαι που πηγαίνοντας επίσκεψη με τη μάνα μου, σε μια φιλική μας οικογένεια στο χωριό Μπουγιάτο, πρώτη μου δουλειά ήταν να τρέξω στη ραχούλα που βρίσκεται το εκκλησάκι της Αγίας Κυριακής για να μαζέψω αγκαθόκολλα.
Τα αγκάθια αυτά, “κολλάγκαθα” τα λέγαμε, φυτρώνουν ακουμπισμένα σχεδόν απλωμένα, πάνω στο έδαφος, και έχουνε ολόγυρα ακτινωτά σκληρά σπαθόσχημα φύλλα, ενώ στο κέντρο του φυτού, βγάζουν ένα γαλάζιο σαν αγκινάρα λουλούδι.
Από τα σέπαλα του λουλουδιού, εάν για κάποιο λόγο αυτά πληγώνονταν από πετραδάκια, μικρά κλαδάκια ή και από τα ίδια τα αγκάθια των φυτών, στο στάδιο της ωρίμανσης, άρχιζε να τρέχει ένα λευκό υγρό, που κάτω από την επίδραση του αέρα και του ήλιου άρχιζε να στερεοποιείται.
Το στέρεο αυτό υλικό, κομματάκι, κομματάκι το μαζεύαμε.
Ορισμένοι χάραζαν με ένα μαχαιράκι το άνθος του αγκαθιού ώστε να τρέξει το υγρό, το οποίο στη συνέχεια πήγαιναν και μάζευαν.
Πολλές φορές, το λευκό αυτό φυσικό κόμμι, το μασουλάγαμε αντί για μαστίχα, για τσίκλα, το δε σκουρόχρωμο το χρησιμοποιούσαμε για να φτιάξουμε κόλλα με βεργιά, ξόβεργες, και να πιάνουμε διάφορα μικρά πουλιά.

Για να φτιαχτεί η κόλλα έπρεπε το κόμμι που μαζεύαμε από τα αγκάθια να χτυπηθεί, να κοπανιστεί καλά μέχρι να ομογενοποιηθεί, να ενωθούν μεταξύ τους τα διάφορα κομμάτια σε ένα σώμα, και να αποκτήσει το υλικό που θα προέκυπτε μια κολλώδη συνοχή.
Το κοπάνισμα γινόταν απαραίτητα ανάμεσα σε δυο κομμάτια ξύλου.
Βάζαμε λοιπόν όσα κομμάτια κόλλας είχαμε μαζέψει πάνω σε ένα σκληρό κούτσουρο και τα χτυπάγαμε με ένα ξύλινο σφυρί, μία ξύλινη ματσόλα, ένα ξύλινο γουδοχέρι.
Το κοπάνισμα ήθελε δύναμη, κόπο και χρόνο.
Προκειμένου να μη κολλήσει η κόλλα, που άρχιζε στο μεταξύ να σχηματοποιείται, βάζαμε στα χέρια μας, αλλά και πάνω στο ξύλο της βάσης, λίγο λάδι φαγητού.
Η συσκευή για τη φύλαξη και τη μεταφορά της κόλλας αποτελείτο από ένα χοντρό καλαμοκάνι, ένα ξερό καλάμι, ή και ένα κέρατο βοδιού, τα οποία βέβαια καθαρίζαμε από κάθε τι περιττό που βρισκότανε στο εσωτερικό τους.
Δημιουργούσαμε δηλαδή μια θήκη στην οποία βάζαμε με προσοχή την αγκαθόκολλα και στη συνέχεια μέσα στη μάζα της εισχωρούσαμε λεπτές ξεραμένες βεργούλες από λιόδεντρα, τις ξόβεργες. Τις βέργες τις περιστρέφαμε με δύναμη ώστε η κόλλα να κολλήσει καλά επάνω τους και να γίνει ένα σώμα μαζί τους.
Το μέρος της βέργας που εξείχε από το κοίλο μέρος της κατασκευής έμενε καθαρό για να μπορούμε από εκεί να πιάνουμε τα βεργιά.
Μετά τον εφοδιασμό μας με την κόλλα, η χαρά μας ήτανε δύσκολο να περιγραφεί.

Ακολουθούσαν διάφορες κυνηγητικές εξορμήσεις.
Στις παρυφές του Κάστρου, στις “Τρεις Ελιές”, υπήρχαν κάποια σημεία προς την πλευρά του λόφου, που σούρωνε νερό και εκεί πηγαίνανε τα μεσημέρια για να ξεδιψάσουν γαρδέλια, ατσάραντοι και λουγαρίνια.
Στα μέρη λοιπόν αυτά, στήναμε τις ξόβεργες και κρυβόμαστε παραφυλάγοντας, πότε θα έρχονταν τα πουλιά.
Τα πουλιά μόλις κάθονταν στα βεργιά, πιάνονταν από τα πόδια και τα φτερά τους.
Τρέχαμε γρήγορα, τα παίρναμε στα χέρια μας και αφαιρούσαμε με προσοχή τις κόλλες από το σώμα τους.
Τα γαρδέλια, τα λουγαρίνια και τους ατσάραντους, τα βάζαμε σε κλουβιά και τα κρατούσαμε για το κελάδημά τους ή τα ανταλλάσσαμε ή και τα πουλούσαμε στη γειτονιά.
Πολλές φορές για να προσελκύσουμε τα πουλιά να πιαστούν, χρησιμοποιούσαμε πουλιά που είχαμε ήδη σε κλουβιά, μάργιολες τα λέγαμε, ή προσπαθούσαμε να μιμηθούμε με το στόμα μας τις φωνές τους.

Με τον ερχομό του χειμώνα καταφτάνουν στο νησί από το Βορά διάφορα μικρά πουλάκια με πρώτο και καλύτερο τον τσιπουργέλο, ή τσίπιρα, ή κοκκινολαίμη, ή καλογιάννο και οι κοκκινόρες.
Τις κοκκινόρες τις πιάναμε με τις ξόβεργες στην περιοχή των Καμινίων.
Για το σκοπό αυτό επιλέγαμε ένα χωρίς εμπόδια σημείο, το οποίο έπρεπε να έχει καλή ορατότητα.
Στο μέρος εκείνο σχηματίζαμε πάνω στο έδαφος με πετραδάκια, τη βάση ενός τρίγωνου, στο οποίο βάζαμε παράλληλα προς την κάθε πλευρά του από μια ξόβεργα.
Στο άνοιγμα της μέσης του τριγώνου τοποθετούσαμε ένα κλαδάκι ελιάς, το οποίο προηγουμένως σκίζαμε παράλληλα, προσέχοντας να μη χωριστεί στα δύο, να μην ανοίξει, και στο άνοιγμα προσαρμόζαμε ένα λευκό σκουλήκι, που το βρίσκαμε στους κορμούς των καλαμποκιών που την εποχή εκείνη, άρχιζαν να ξεραίνονται.
Το σκουλήκι μήκους δύο, τριών πόντων, από την ώρα που το σκαλώναμε στο άνοιγμα του μικρού κλαδιού άρχιζε να κουνιέται στην προσπάθεια του να ελευθερωθεί.
Οι κοκκινόρες που βρισκόντουσαν στις απέναντι ράχες από το σημείο που στήναμε την παγίδα, βλέποντας το σκουλήκι, εφορμούσαν για να το φάνε.
Πλησιάζοντας στην παγίδα, αναγκαστικά τα πόδια και τα φτερά τους ακουμπούσαν τις ξόβεργες και έτσι πιάνονταν.

Τους τσιπουργέλους τους πιάναμε στα λιοστάσια.
Μαχητικά πουλιά οι τσιπουργέλοι, αμέσως με τον ερχομό τους στο νησί οριοθετούσαν την περιοχή τους το καθένα και δεν επέτρεπαν στα όμοιά τους πουλιά να συνυπάρχουν μαζί τους. Ίσως αυτό να το έκαναν μόνο τα αρσενικά πουλιά.
Αφού πιάναμε τον πρώτο τσιπουργέλο, τον κράχτη, με την μέθοδο της παγίδας του σκουληκιού, τον βάζαμε στη συνέχεια σε ένα κλουβί, στου οποίου τις τέσσερις πλευρές προσαρμόζαμε ξόβεργες. Τοποθετούσαμε το κλουβί στο έδαφος του λιοστασιού και περιμέναμε.
Όποιος τσιπουργέλος βρισκότανε στην περιοχή, έτρεχε να παλέψει, να απομακρύνει τον εισβολέα τσιπουργέλο του κλουβιού και ακουμπούσε στις ξόβεργες και πιανότανε.

Τον Αύγουστο πιάναμε σκασομύτες, σταφιδοπούλες, λιάρους, λιαρούσες και πετρολιαρούσες.
Για να πιάσουμε αυτά τα πουλιά μπήγαμε στη γη ένα καλάμι πάνω στο οποίο σκαλώναμε μια ξόβεργα.
Τα πουλιά προκειμένου να συλλάβουν διάφορα έντομα. για να φάνε, αναζητούσαν κατάλληλα σημεία για να σταθούν.
Αναγκαστικά έπρεπε να επιλέξουν το καλάμι, που εμείς τοποθετούσαμε πάνω του την ξόβεργα.
Έτσι πέφτανε στην παγίδα μας.

Τα αυγουστιάτικα λιανόπουλα τα ψήνανε στα κάρβουνα αφού τα τυλίγαμε σε χλωρά αμπελόφυλλα ή τα περνούσαμε σε ξύλινες βεργούλες, σουβλιά.
Στα χωριά οι νοικοκυρές όταν τύχαινε να ζυμώσουν, βάζανε τα λιανόπουλα μέσα στο ζυμάρι και τα ψήνανε.
Τα ψημένα στα αμπελόφυλλα ή το ζυμάρι λιανόπουλα, αποτελούσαν ξεχωριστή λιχουδιά.

Με την ίδια μέθοδο πιάναμε και κάποια άλλα μικροπούλια, τα πισκοπάκια.
Τα πισκοπάκια ερχότανε στο νησί την εποχή που τα αμπέλια αρχίζουν να απλώνουν τους βλαστούς τους.
Βάζαμε λοιπόν μέσα στα κτήματα ένα καλάμι λίγο πιο ψηλό από τα κλήματα.
Τα πισκοπάκια ψάχνοντας για έντομα, ζητούσαν να σταθούν στο ψηλότερο σημείο και έτσι πέφτανε στην παγίδα της ξόβεργας.
Όλα τούτα μπορούν να θεωρηθούν τα πρώτα στάδια της κυνηγετικής πορείας των περισσοτέρων…

Το επόμενο βήμα ήταν η εμπροσθογεμής μονοσούρα, που την φτιάχναμε επίσης μόνοι μας.
Θα τα πούμε όμως μια άλλη φορά.

Υ.Γ. Προσπάθεια κατασκευής κόλλας κάποια περίοδο, έγινε με τη χρήση λάστιχου κρεπ από τη σόλα των παπουτσιών μας, το οποίο κόβαμε κομματάκια και το λιώναμε μέσα σε ένα κουτί από γάλα.
Όμως η κόλλα αυτή μύριζε καμένο λάστιχο και δεν μας ικανοποιούσε.

Πηγή : http://imerazante.gr

ΕΠΑΝΩ

© Giorgio Peppas