Ενα κείμενο του
Αγγελου Ποιμενίδη από τα «Κυνηγετικά Νέα»
του 1955 θίγει την ιδιαίτερη συμπεριφορά των μεταναστευτικών
φτερωτών σε σχέση με τα έντονα καιρικά φαινόμενα. Και σε
συνδυασμό με το προηγούμενο θέμα που εξηγεί το μηχανισμό της
μετανάστευσης, δείχνει την πολυπλοκότητα της φύσης αλλά και
τη διορατικότητα του συγγραφέα πάνω από μισό αιώνα πριν.
Mε τα παρακάτω που θα γράψω, φίλτατε συνάδελφε, δε θα προκαλέσω τη σειρήνα σου, να
φουσκώσεις και να μ’ αρχίσεις το ανελέητο και αποπνιχτικό λιβάνισμα. Δεν πληρώνεις
και δεν πληρώνω, θα πεις, τίποτε,
μα η τσίπα της συνείδησής μας και
του «γνώθι σαυτόν» αναταράζεται
και δεν το θέλει. Δεν έρχομαι να
σε διαφωτίσω και της πείρας μου
να στήσω τη φωνή. Αυτή, όση και
νάναι, δεν ξεπερνά τη δική σου, αν
την ζουλήξεις για να χύσει το ζουμί της όπως συνθλίβεις και ζουλάς
το λεμόνι. Τα κρίματά μας, μια και
βρεθήκαμε κυνηγοί, είναι πολλά,
γιατί του ναού της Αρτέμιδας που
γινήκαμε λειτουργοί, οι πολύκλαδες και πολυδαίδαλες στοές είναι
μυστηριώδικες και ανεξερεύνητες.
Το λέω αυτό, γιατί σε θεωρώ μυημένο και μυσταγωγικό κοινωνό της
κυνηγετικής λειτουργίας. Ανθρωπο που κρατά το βροντάρι, όχι σα
δεκανίκι για να στηρίζεται τάχα σε
τρία ποδάρια, αλλά σαν εργαλείο
έρευνας του όλου συγκροτήματος
της κυνηγεσίας.
Ανθρωπο που δεν γλυκαίνεται με
τα νούμερα «μπαμ και κάτω», αλλά
με την ανησυχία του, γιατί αυτό γίνεται έτσι και στην όμοια πάλι περίπτωση, γιατί να μη γίνεται ίδια πάλι
έτσι. Ανθρωπο που τον ενδιαφέρουν
η μελέτη της ψυχολογίας των θηραμάτων και τα μυστήρια της αναπαραγωγής των, που θαρρείς δεν
είναι τέτοια όπως τα περιγράφει η
«Φυσική Ιστορία των Ζώων Ζωολογία».
Γι’ αυτό, τόσες φορές καυχήθηκε
για τον κυνηγό, ότι είναι ο επιστημονικώτερος φυσιοδίφης από τον
«από καθέδρας» επιστήμονα. Το κυνήγι μας, στο πνεύμα αυτό της έρευνας των μυστηρίων των θηραμάτων,
στις βαθειές μελέτες της ψυχολογίας και του βίου των γενικά, επιστήμη είναι και όχι τέχνη.
Απευθύνομαι είπα, στον μυημένο και μυσταγωγό συνάδελφο, να
με διαφωτίσει σε ένα μυστήριο που
δεν μπορώ να εξηγήσω. Και ρωτώ:
Γιατί οι βαρυχειμωνιές και θεομηνίες φέρουν τα θηράματα; Και πειο συγκεκριμένα: Ενας «κυκλών» ή
«κύμα ψύχους» -(μπόρα, χιονοθύελλα)- πλήττει μια περιοχή της Ευρώπης και αναγκάζει τα θηράματα (μπεκάτσες, περιστέρια, χηνοπαπιά,
τσιχλοκότσιφα, κ.λπ.) να μετακινηθούν για να σωθούν από το κρύο,
την πείνα και την καταστροφή:
Αυτό
είναι φυσικό και ευκολοξήγητο, μα
δυσεξήγητο και μυστηριώδες είναι
το γιατί τα θηράματα παρακολουθούν την φορά και την έκταση της
θεομηνίας και παρασέρνονται από
τη δίνη της, ενώ μπορούν να ξεφύγουν απ’ αυτήν, με τα μέσα που διαθέτουν (πέταγμα).
Αν με απαντήσεις ότι είναι δύσκολη η διαφυγή τους από τα ρεύματα
του κυκλώνα, όπως δε μπορούν να
ξεφύγουν τα ζώα και οι άνθρωποι
όταν παρασυρθούν από τα φουσκωμένα ποτάμια, δεν θα το παραδεχτώ.
Μπορεί να υπάρχουν καχεκτικά και
ασθενικά θηράματα, που μοιραία
γίνονται παραναλώματα της θεομηνίας, μα υπάρχουν και γεροί οργανισμοί που η ορμή της αυτοσυντηρησίας τούς οδηγεί να επινοούν και
να χρησιμοποιούν μέσα διαφυγής ή
αμύνης ισχυρά για να σωθούν.
ι
Θηραματοπανίδα
Προαισθάνονται, άλλωστε, όπως
ξέρουμε, τα ζώα τους σεισμούς και
κατακλυσμούς και με την προγνωστική τους διαίσθηση, παίρνουν τα
μέτρα τους. Πώς λοιπόν τα θηράματα γίνονται «έρμαια» της θεομηνίας και δεν χρησιμοποιούν τα μέσα
τους να ξεφύγουν μακρυά απ’ αυτήν, όπως ξεφεύγουν τα αγριμικά
του δάσους όταν πιάσει φωτιά;
Θα με πεις ότι η έκταση του κακού
είναι απέραντη και δεν ξέρουν πού
υπάρχει γαλήνη και τόπος σωτηρίας:
Και σ’ αυτό δε μπορώ να στηρίξω ένα κρέντο, γιατί έχουμε τα εξής
παραδείγματα: Επιασε κακοκαιρία
στην περιοχή Κιλκίς, Δοϊράνης, Ποροΐων, Σιδηροκάστρου και γέμισεν
ο τόπος από χηνοπαπιά, μπεκάτσες,
περιστέρια κ.λπ. Γιατί τα θηράματα
αυτά δεν επροχώρησαν προς τον
κάμπο Σερρών, Δράμας, Καβάλας;
Αλλοτες πάλι αγρίεψαν οι καιροί και
έπεσε χιόνι από το Νέστο και σ’ όλο
τον κάμπο Ξάνθης - Κομοτηνής. Γιατί τα πουλιά δεν ξέφυγαν από τον
κλοιό του κατατρεγμού και δεν έπεσαν στα αχιόνιστα και ήπια κυνηγοτόπια του Εβρου;
Τέτοια παρατηρώ και στη Θεσσαλία και στην Στερεά Ελλάδα. Οποιον
τόπο δηλονότι χτυπούν οι κακοκαιρίες, εκεί συγκεντρώνονται τα θηράματα, λες και τους αρέσει το βίβερε
περικουλοζαμέντε των ορειβατών ή
των εξερευνητών της ζούγκλας. Μα
αυτό ταιριάζει και ευνοεί τα σαρκοφάγα αγριμικά, τριχωτά και φτερωτά, που χυμούν σαν κουρσάροι να
λεηλατήσουν στην αναμπουμπούλα
και την παραζάλη.
Και οι άνθρωποι στον πόλεμο, τέτοιοι γίνονται όπως διαπίστωσε ο
Θουκυδίδης στον «Πελοποννησιακό πόλεμο», μα τα κοτσύφια που θα
τρυπώσουν στο χιονισμένο πεύκο
και η μπεκάτσα και το περιστέρι και
παπί που δε βρίσκουν μαύρη γη να
βοσκήσουν, τι θέλουν και συσσωρεύονται στους τόπους του χαλασμού και του ολέθρου των;
Και σαν
περάσει από πάνω τους η μπόρα και
γλυτώσουν από τη συμφορά καιρική, αγριμική και ανθρώπινη- και αρχίσει να γλυκαίνει ο καιρός και να
γαληνεύει ο τόπος, γιατί φεύγουν
αμέσως και εμφανίζονται πάλι στις
περιοχές της θεομηνίας;
Θα με πεις, ίσως, ότι δεν είναι τα
ίδια θηράματα, αλλά άλλου τόπου,
που παρασύρθηκαν εκεί. Θα δυσκολευτώ να το πιστέψω πέρα για πέρα.
Βεβαίως δεν είναι τα ίδια θηράματα που σπεύδουν εκεί που κρυώνει
και χιονίζει, μα και νέα επιστράτευση
δεν είναι. Εφεδρείες των θηραμάτων που κακοπέρασαν σ’ έναν τόπο,
εκστρατεύουν στους νέους τόπους
των μαχών και επιχειρήσεων. Οπου
χαλασμός, εκεί και κυνήγι!
Για τα ντόπια θηράματα, εξηγείται το φαινόμενο. Σαν σκεπασθεί η γη με χιόνι μιας σπιθαμής, οι
τσουρτσουλιάνοι, σπουργίτια, καρδερίνες, τσιχλοκότσυφα προσεγγίζουν τα κατοικημένα μέρη και περνούν τις μέρες τους στους φράχτες
των περιβολιών, στους σταύλους και
αχυρώνες του χωριού, για να φάνε
κάτι και για να προφυλαχθούν από
τα αγρίμια. Την ίδια προσέγγιση κάμουν και οι λαγοί και οι πέρδικες.
Μα οι μπεκάτσες τι θέλουν και δεν
πετούν πάρα πέρα;
Παρατηρώ τον Οκτώβρη χιλιάδες
κοπάδια φασσοπερίστερα να περνούν από τον τόπο μας, με κατεύθυνση από Δυτικά προς Ανατολικά
με μόνιμα χαραγμένη γραμμή πορείας την ακρογιαλιά, «τέρρα, τέρρα» όπως λεν οι ναυτικοί. Για βοσκή δεν κάθονται. Προχωρούν και
όλο προχωρούν. Αν όμως χιονίσει,
θαρρείς μαζεύονται και κονεύουν
στα μέρη μας και δεκατίζονται από
γεράκια και τουφέκια και δεν προχωρούν ανατολικώτερα όπως πριν.
Θέλουν το χιόνι και ζητούν την συμφορά τους.
Οπου δοκιμάζονται οι τόποι από
κακοκαιρίες χιόνι προπαντός εκεί
συσσωρεύονται και ταλαιπωρουνται τα πουλιά. Χιονίστηκε η Ηπειρος;
Στην Ηπειρο οι μπεκάτσες και το παπί. Χιονίστηκεν η Θράκη; Εδώ
το φασσοπερίστερο, μπεκάτσα και
χηνοπαπί. Αν χιονιστεί όλη η Ηπειρωτική Ελλάδα, θα γεμίσει από τέτοια θηράματα, και τα νησιά τότε θα
ιδούν τα μπουλούκια, όταν ασπρίσουν κι’ αυτών τα βουνά. Τη μπόρα ζητούν τα πετούμενα ξενικά
θηράματα και δεν μου δίνουν επιχειρήματα να πω ότι αναγκαστικά
παρασέρνονται απ’ αυτήν και την
παρακολουθούν, αφού έχουν τρομερό αισθητήριο να την μαντέψουν
και να την αποφύγουν.
Πώς τάχα διαισθάνονται τα κοπαδάκια της πάπιας, μέσα στην χιονιά,
την πηγούλα με το κυλούμενο νερό
που βρίσκεται χιλιόμετρα μακρυά
από τα ποτάμια, τις λίμνες, την παραλία που είναι τα καθαυτό ενδιαιτήματά τους, και τραβάνε συστημένα προς την απόμακρη αυτή πηγή
ή το λειβαδάκι;
Πώς οι μπεκάτσες
στην κοσμοχαλασιά «δε χάνουν τα
νερά τους» και πέφτουν όχι όπου
λάχει, αλλά στερεότυπα και απαρέγκλιτα εκεί στα ίδια μπεκατσοτόπια, που σε κάθε τέτοια περίπτωση
αυτά αποτελούν στον χάρτη τους
μόνιμες επισταθμίες;
Τα καλιμάνια, τα μπεκατσίνια που
καλοπετάνε και χαράζουν θαυμάσιες πορείες, γιατί δεν ξεφεύγουν
στα γλυκά κλίματα που δεν είναι μακρυά για τα φτερά τους (τι Πορτολάγο, τι Γκιαούραντας) παρά μοιραία παρακολουθούν την περιοχή
του χιονιού και της παγωνιάς και
χαζοβόσκουν εκεί που η περισσότερη γη είναι άσπρη και τα νερά μισοπαγωμένα;
Η ανάγκη για μελέτη
Δεν ξέρω τι να πω και πώς να εξηγήσω. Ζήτημα πλούσιας τροφής δεν
είναι... Είναι προτίμηση μοιραία, που
τα σέρνει στην περιπέτεια και τον
κατατρεγμό. Είναι ίσως αδήρητος
βιολογικός νόμος, που τα εξωθεί
και τα παρασέρνει εκεί που η δική
μας λογική δε μπορεί να φτάσει και
να συμφωνήσει. Γι’ αυτό, και επειδή «θάττον ή βράδιον» με το ξέφτισμα των ενδημικών, θα κρεμάσουμε την κυνηγική μας ύπαρξη από
την παρουσία των μεταναστευτικών, λέγω πως πρέπει να τραπούμε προς νέους προσανατολισμούς
και αναπροσαρμογές.
Να μελετήσουμε πρώτα το ζήτημα των μετακινήσεων των πουλιών, σε σχέση με τις μεταβολές του
καιρού! Να καταγράψουμε τις περιπτώσεις των περασμάτων με παραβολή των καιρικών συνθηκών του
τόπου μας. Λόγου χάρη:
«Η Πάρνηθα χιονισμένη, η Πεντέλη στις δείνα πλαγιές, αέρας Β.Α. θερμόμετρο
-1, κυκλών στην Ανατολική Ευρώπη, μπεκάτσες στο δείνα μέρος» και
άλλα σχετικά.
Ως τώρα δεν πολυπροσέχαμε το
μετεωρολογικό δελτίο. Αν ρίχναμε καμμιά ματιά σ’ αυτό ή στο βαρόμετρο, το κάμναμε για να δούμε μη
βρέξει και μουσκέψει η κούτρα μας.
Τώρα η μελέτη του δελτίου πρέπει νάναι «ενδελεχής» και σε συνδυασμό με παρόμοια δελτία περασμένων ετών και περιπτώσεων περασμάτων.
Ετσι νομίζω όχι μόνο με την παρακολούθηση της τελειοποιήσεως
των όπλων και μπαρουτιών και με
την μελέτη και αναπαραγωγή της
καλλίτερης ράτσας σκυλιών- θα
αντιμετωπίσουμε την ανάγκη να
τελειοποιηθούμε στο κυνήγημα
των χειμωνιάτικων μεταβατικών
θηραμάτων, γιατί τώρα, όσο και να
πούμε, μας ξεφεύγουν και αν τα
πετύχουμε, το επίτευγμα οφείλεται
το περισσότερο στην συμπτωματικότητα και την τύχη. Με τον τρόπο αυτό, γλυτώνουμε ακόμη από
τις άκαρπες εξορμήσεις μας στα
βουνά και τους βάλτους και μάλιστα με χειμωνιάτικους καιρούς.
Εξάλλου, προσέχοντας τα μυστήρια αυτά και καταγράφωντάς τα,
προσφέρουμε υλικό στην επιστήμη, να τα εξιχνιάσει και να μας πει
την αλήθεια
Φωτο : Internet- gpeppas
ΠΗΓΗ : ΕΝΘΕΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΕΦ. ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΤΥΠΟΣ