Η Μαριώ είναι ένα αλεπουδάκι περίπου δυο ετών . Έχει μάθει πια να ζει μόνο του.
Έμαθε να κυνηγά για να μπορεί να επιβιώσει και να φυλάγεται από τους εχθρούς της. Είναι η μόνη από την οικογένεια του που κατάφερε να επιβιώσει εκείνη την φοβερή ημέρα. Η μητέρα της όσο ζούσε ακόμη είχε προλάβει και της είχε δήξει όλους τους εχθρούς τους. Η Μαριώ θυμάται τις ξένοιαστες ημέρες που ζούσε με την μητέρα της και τα τέσσερα αδέλφια της. Τους έδειχνε τι να τρώνε και τι όχι και από πού να φυλάγονται. Θυμάται με θλίψη ένα από τα αδελφάκια της το πιο μικρό το πιο όμορφο και το πιο παιχνιδιάρικο. Κάποια στιγμή το αδελφάκι της ότι έτρωγε άρχισε να το βγάζει από το στόμα . Η μητέρα του έκανε ότι μπορούσε για να το βοηθήσει αλλά μάταια. Μέρα με την ημέρα γινόταν όλο και πιο αδύνατο. Άρχισε να τρέμει, τα πόδια του δεν το κρατούσαν ώσπου κάποια ημέρα πέθανε . Το αδυνατισμένο και άψυχο κουφάρι της αδελφής της το πήρε η μητέρα τους από τον σβέρκο και το πήγε μακριά. Για μια ημέρα επικράτησε παγωμάρα . Από την άλλη ημέρα τα αδέλφια με τα παιχνίδια τους ξεπέρασαν γρήγορα το χαμό της μικρής τους αδελφής. Ο πατέρας της συνήθως έλειπε στην αναζήτηση φαγητού. Αλλά πάντα κάτι τους έφερνε όταν επέστρεφε ,ώσπου μια μέρα δεν ξαναγύρισε. Θυμάται την ανησυχία της μητέρας της . Έπειτα από δυο νύχτες η μητέρα τους πήρε και τα τέσσερα αδέλφια και έφυγαν από την φωλιά τους. Περπατούσαν πάντα νύχτα ώσπου έφτασαν σε μια μεγάλη αγέλη από αλεπούδες. Με την άφιξη τους όλες οι αλεπούδες της αγέλης έπεσαν πάνω τους. Στην αρχή άρχισαν να τα μυρίζουν αναγνωριστικά και στη συνέχεια να τα γλύφουν και να παίζουν μαζί τους. Η μητέρα τους συνήθως τα άφηνε στην αγέλη και έφευγε για αναζήτηση τροφής. Οι μέρες οι μήνες περνούσαν κάποια στιγμή τα αλεπουδάκια μεγάλωσαν και μπορούσαν ζουν μονά τους . Η μητέρας τους τα ξαναπήρε και ξαναγύρισαν στην φωλιά τους. Και ξαφνικά στα καλά καθούμενα αρρώστησαν άλλα δυο από τα αδέλφια της και πέθαναν μέσα σε μια εβδομάδα .Η μητέρα της είπε ότι τα τελευταία χρόνια όλο και πιο πολλά αλεπουδάκια γεννιούνται άρρωστα και πεθαίνουν . Δεν ήξερε γιατί και δεν μπορούσε να τους εξηγήσει.
Αλλά και η Μαριώ εδώ και αρκετές ημέρες πολλές φορές αισθάνεται ένα δυνατό πόνο που ξεκάνει από τα πόδια και σιγά σιγά απλώνεται σε όλο της το κορμί. Η μητέρα της δεν μπορούσε να κάνει τίποτα παρά τις εκλύσεις της. Όταν ο πόνος έρχονταν έτρεμε ολόκληρη ήθελε να ουρλιάξει αλλά φοβόταν μην την ακούσουν οι εχθροί της. Προσπάθησε να πολεμήσει τον πόνο μόνη της , ευτυχώς που ο πόνος δεν ήταν μόνιμος, έρχονταν σταδιακά και έφευγε. Μπορεί για πολλές ημέρες να μην την ενοχλούσε και καθόλου.
Μια ηλιόλουστη ημέρα όλη η οικογένεια ήταν ξαπλωμένη στο χορτάρι και απολάμβανε την ηλιακή θαλπωρή. Ξαφνικά από μακριά ακούστηκαν δυνατές φωνές . Γύρισαν όλοι μαζί και είδαν κάτω χαμηλά στην ρίζα του βουνού κάποια πλάσματα άγνωστα σε αυτούς . Ήταν όρθια και αδύνατα περπατούσαν όχι στα τέσσερα πόδια αλλά στα δυο. Η μητέρα τους με γρήγορες κινήσεις και με αποφατικές διαταγές τους έκρυψε όλους πίσω από κάποια πουρνάρια. Στην συνέχεια με πολλές επιφυλάξεις θάμνο θάμνο ,πέτρα πέτρα έφτασαν στην φωλιά τους και κρύφτηκαν βαθειά μέσα της.
Η μητέρα τους εξήγησε ότι αυτοί είναι οι όρθιοι και είναι οι χειρότεροι εχθροί τους είναι πλάσματα που έχουν ξεχάσει την συμφωνία με την μητέρα γη. Είναι πλάσματα στα οποία δεν μπορούν να έχουν ποτέ εμπιστοσύνη. Όταν τα συναντάμε θα κρύβεστε διότι είναι απρόβλεπτοι και είναι γεννημένοι μόνο για το κακό.
Και πράγματι η ενημέρωση της μητέρας της επαληθεύτηκε με τον χειρότερο τρόπο. Ένα πρωινό όλη η οικογένεια είχε βγει από την φωλιά και κατευθύνονταν προς το ποτάμι. Η Μαριώ έμεινε πιο πίσω για να μυρίσει ένα φυτό .Ξαφνικά ακούστηκαν δυνατές φωνές και άγρια γαυγίσματα. Άκουσε την μητέρα της να ουρλιάζει στον αδελφό της να πάει να κρυφτεί. Έπειτα άκουσε κραυγές φόβου , πανικού και πόνου. Ο φόβος κυρίευσε την ψυχή της ήθελε να βοηθήσει την οικογένεια της αλλά ο πανικός της είχε κόψει τα πόδια . Έβαλε την ουρά στα σκέλια και άρχισε να τρέχει. Για μια στιγμή έφτασε στην κορυφή ενός τεράστιου βράχου και γύρισε πίσω να δει. Αυτό που είδε της διέλυσε την ψυχή. Έξη σκυλιά να έχουν πέσει πάνω στην οικογένεια της και να την ξεσκίζουν. Είδε ένα σκυλί να έχει πιάσει τον αδελφό από τον σβέρκο και να τον κοπανάει με δύναμη στο χώμα. Ένα άλλο να έχει αρπάξει την μητέρα της από τον λαιμό και να σέρνει το άψυχο κορμί της . Δεν μπόρεσε να αντέξει περισσότερο. Ο φόβος η πίκρα η λύπη η αγανάκτηση είχαν γίνει κουβάρι στην ψυχή της . Το έβαλε στα πόδια και έτρεχε συνέχεια χωρίς σταματημό. Δεν σταμάτησε παρά αργά το βράδυ. Πέρασε ρυάκια ,βουνά και πεδιάδες χωρίς να έχει την ψυχή να σταματήσει. Στο μυαλό της γύριζαν οι σκηνές φρίκης που αντίκρισε . Έβλεπε μπροστά της τα σκυλιά να ξεσκίζουν την οικογένεια της δεν το χώραγε ο νους της. Και έτρεχε έτρεχε έτρεχε ώσπου εξαντλήθηκε. Κάθισε κάπου να πάρει ανάσα αλλά δεν μπορούσε οι εικόνες φρίκης έρχονταν συνέχεια στο μυαλό της. Κάποια στιγμή εξαντλημένη σταμάτησε . Κρύφτηκε μέσα σε έναν βάτο και προσπάθησε να ξεκουραστεί, ανάσανε γρήγορα από το τρέξιμο και από τον φόβο. Αλλά σε λίγο οι εικόνες της φρίκης την έκαναν να ξαναφύγει. Και ξαφνικά όπως έτρεχε έπεσε πάνω στην αγέλη που την είχε φέρει η μητέρα της. Πανικόβλητη έπεσα στην αγκαλιά μιας ηλικιωμένης αλεπούς . Σαν τρελή προσπαθούσε να της εξηγήσει τη είχε συμβεί αλλά από το στόμα της δεν έβγαιναν φωνές αλλά μουγκρητά. Οι άλλες αλεπούδες μαζεύτηκαν γύρω της και άρχισαν να την γλύφουν με την γλωσσά τους . Η Μαριώ στην αγκαλιά της ηλικιωμένης αλεπούς άρχισε να δέχεται τις ευεργετικές ιδιότητες από το γλείψιμο των αδελφών της . Κάποια στιγμή ηρέμισε ένοιωσε τα μάτια της να γέρνουν και ένας λυτρωτικός ύπνος ήρθε σίγα σιγά και την κατέλαβε . Αλλά δεν κράτησε και πολύ, οι φρυχτές εικόνες ήρθαν στον ύπνο της . Ξύπνησε τρομαγμένη αλλά δεν ήταν μόνη της δίπλα της υπήρχαν πολλές αλεπούδες που συνέχισαν να την γλύφουν με την γλώσσα τους η γριά αλεπού την είχε ακόμη στην αγκαλιά της . Κατάλαβε ότι βρήκε μια φιλική συντροφιά μπορεί να μην ήταν η οικογένεια της αλλά ήταν όλοι έτοιμοι να την βοηθήσουν και να της συμπαρασταθούν.
Ο καιρός περνούσε και μικρή Μαριώ άρχισε σιγά σιγά να ξεπερνά το σοκ από το χαμό της οικογενείας της . Όλα τα μέλη της αγέλης της συμπαραστάθηκαν και έτσι άρχισε σιγά σιγά να πηγαίνει για κυνήγι και να ζει μόνη της . Με τον καιρό άρχισε να απομακρύνεται ήθελε να φύγει μακριά από το μέρος που της θύμιζε την μεγάλη φρίκη. Και ενώ ήταν έτοιμη να φύγει την έπιασε ο φρυχτός πόνος που την επισκέπτονταν κατά διαστήματα. Όλο το βράδυ υπέφερε το πρωί όμως ήταν καλυτέρα . Δεν ήξερε αν έπρεπε να φύγει η να μείνει. Τελικά πήρε την μεγάλη απόφαση και έφυγε. Έτσι κάποια νύχτα ταξίδεψε μακριά , ταξίδευε όλο το βράδυ , την άλλη νύχτα το ίδιο και την επόμενη πάλι το ίδιο. Έφτασε κάπου που δεν είχε ξαναπάει . Αποφάσισε να προσαρμοστεί στον καινούργιο τόπο . Ψηλά στο βουνό έφτιαξε μια φωλιά κάτω από τις ρίζες ενός σκίνου σύμφωνα με τις οδηγίες που τις είχε δώσει η μητέρα της. Όσο έσκαβε η πίκρα και ο πόνος της ξέσκιζαν την ψυχή. Κάποια στιγμή τέλειωσε . Και ξεκίνησε για κυνήγι . Ο τόπος είχε μπόλικα τρωκτικά και πολλά φρούτα, δεν είχε παράπονο υπήρχε αρκετή τροφή. Δειλά δειλά άρχισε να πλησιάζει και στην κοινωνία των όρθιων . Ένα βραδύ προσπάθησε να μπει σε ένα κοτέτσι για να αρπάξει μια κότα αλλά άκουσε έναν σκύλο να γαυγίζει. Την έπιασε πανικός . Παραλίγο να μπερδευτεί στα σύρματα του φράχτη. Βρήκε την τρύπα και εξαφανίστηκε. Άλλη μια φορά προσπάθησε να μπει σε ένα περιβόλι αλλά δεν πρόλαβε να πλησίαση και της ρίχτηκαν τα σκυλιά . Έκανε μεταβολή και εξαφανίστηκε. Κατάλαβε ότι τα πράγματα με τους όρθιους δεν είναι εύκολα και έτσι καλυτέρα να τους έχει από μακριά. Ένα βράδυ βρήκε ένα αμπέλι αλλά τα σταφύλια ήταν ακόμη άγουρα και ξινά , έτσι έφυγε . Μόνο έβαλε στην μνήμη της την τοποθεσία του αμπελιού για να ξανάρθει. Την ημέρα από ψηλά στο βουνό παρακολουθούσε ότι κινιόταν χαμηλά στο ποτάμι και στις πλαγιές του βουνού. Έβλεπε τους όρθιους να περπατάνε . Αλλά κατάλαβε ότι δεν κινδύνευε διότι αυτοί περπατούσαν πάνω κάτω τον ίδιο δρόμο ,περπατούσαν γρήγορα λες και τους κυνηγούσαν, έφταναν σε κάποιο σημείο και έπειτα γύριζαν πάλι πίσω το ίδιο βιαστικά όπως ήρθαν δεν φαίνονταν να ενδιαφέρονται για τίποτα άλλο. Τους είχε μάθει πια κάθε μέρα η ιδία δουλειά οι ίδιοι όρθιοι.
Τον τελευταίο καιρό παρατήρησε έναν όρθιο που οι κινήσεις του ήταν διαφορετικές από τους άλλους . Προχωρούσε πάντα αργά με ήρεμες κινήσεις στο χέρι του κρατούσε ένα μακρύ ξύλο αλλά το χειρίζονταν αργά χωρίς επιθετικές τάσεις. Στο κεφάλι του είχε κάτι σαν δέρμα από μακριά δεν μπορούσε να καταλάβει τι ήταν. Στην πλάτη του κάτι κουβαλούσε. Ήταν ο μόνος που δεν περπατούσε στο δρόμο αλλά στην κοίτη του ποταμού. Οι κινήσεις του ,του έκαναν εντύπωση και αποφάσισε να τον παρακολουθήσει από μακριά. Ο όρθιος ανέβηκε στην κύτη του ποταμού πολύ αργά , με το ξύλο που κουβαλούσε μαζί του έψαχνε αργά κάτω από του θάμνους ,τα βάτα, τα πουρνάρια κλπ. Πέρασε το μεγάλο γεφύρι και συνέχισε προς τα πάνω, την πρώτη ημέρα περπατούσε μόνο στην κύτη του ποταμού , περπάτησε αρκετά σε κάποια στιγμή σταμάτησε. Κοίταξε το βουνό και από τις δυο πλευρές κάθισε για λίγο σε μια πέτρα έβγαλε το δέρμα που είχε στο κεφάλι του και άρχισε να σφυρίζει. Η Μαριώ εντυπωσιάστηκε από το σφύριγμα δεν είχε ξανακούσει κάτι τέτοιο .Της άρεσε ο ήχος και ο ρυθμός του σφυρίγματος . Τον πλησίασε αθόρυβα έφτασε σχεδόν διπλά του. Ο όρθιος συνέχυσε να σφυρίζει έναν ρυθμό διαφορετικό η Μαριώ δεν ένοιωσε φόβο η μίσος αλλά αντίθετα ένοιωθε ευχάριστα το σφύριγμα την έκανε να νοιώσει μια φιλική τάση προς αυτό το πλάσμα . Παρατήρησε τον όρθιο που ήταν σχεδόν δίπλα της, αυτή το ήξερε αλλά αυτός όχι. Ο όρθιος συνέχισε να σφυρίζει για λίγο έπειτα σηκώθηκε έβαλε το δέρμα στο κεφάλι του, πηρέ το ξύλο στα χέρια του και ξεκίνησε να κατεβαίνει το ποτάμι σφυρίζοντας. Το αλεπουδάκι μαγεμένο ακολουθούσε αυτό το πλάσμα με το αγγελικό χάρισμα. Ο όρθιος κατέβηκε αργά έφτασε στο υδραγωγείο πέρασε δίπλα από τον μεγάλο σταθερό μπήκε στον δρόμο και έφυγε πάντα σφυρίζοντας.
Όταν έφτασε δίπλα στον μεγάλο σταθερό τον άκουσε να της ψιθυρίζει.
-Τον όρθιο που μόλις πέρασε να τον έχεις πάντα κοντά σου. Και να είσαι εδώ γύρω όταν σε χρειαστώ να έρθεις. Η Μαριώ δεν απάντησε αλλά πήρε στα σοβαρά τα λόγια του μεγάλου σταθερού.
Από την άλλη ημέρα η μικρή αλεπουδίτσα ακλουθούσε τον όρθιο όπου και να πήγαινε. Πέρασαν τρεις ήλιοι και ο όρθιος ξέκοψε από το ποτάμι και άρχισε να ανεβαίνει στο βουνό . Την πρώτη ημέρα τον είδε να μπαίνει στην σπηλιά . Για λίγο σταμάτησε στην είσοδο παρατήρησε τα τοιχώματα και προχώρησε πιο μέσα . Έβγαλε το σακίδιο και το δέρμα από το κεφάλι του και κάθισε σε μια πέτρα. Με τα χέρια του άγγιξε στα τοιχώματα της . Τα κοίταξε για λίγο και έπειτα βγήκε έξω , τον είδε να κοιτάζει μακριά . Κάθισε δίπλα στην είσοδο και παρατηρούσε γύρω του . Έκατσε έτσι για αρκετή ώρα σιγοσφυρίζοντας. Μπήκε μέσα πήρε το σακίδιο και ξεκίνησε προς τα πάνω . Ξαφνικά τον είδε να κατευθύνεται προς την φωλιά της , με το μακρύ του ξύλο ανασήκωσε τον σκίνο και κοίταξε από κάτω. Ε δεν είναι δυνατόν βρήκε την φωλιά της . Η κάρδια της Μαριώς χτυπούσε τρελά καθώς τον έβλεπε να την επεξεργάζεται . Ο όρθιος κατέβασε πάλι τον σκίνο και προχώρησε αργά προς το βουνό. Με το μακρύ του ξύλο συνέχισε να ψάχνει κάτω από τα πουρνάρια και τα σκίνα. Ανέβηκε λίγο πιο ψηλά στην κορυφή σταμάτησε και παρατήρησε απέναντι στο βουνό.
Στην συνέχεια όρχησε να περπατάει στην κορυφή του βουνού πέρασε απέναντι στο άλλο βουνό κατέβηκε στο ποτάμι και επέστρεψε στο υδραγωγείο.
Η Μαριώ με το να παρακολουθεί τον όρθιο κάθε ημέρα είχα μειώσει τις ώρες του κυνηγιού και πεινούσε.
Όλο το βράδυ τό έριξε στο κυνήγι αλλά τα αποτελέσματα ήταν πενιχρά τότε θυμήθηκε το αμπέλι. Όταν έφτασε δοκίμασε τα σταφύλια αλλά ακόμη ήταν ξινά. Η πείνα της έκοβε το στομάχι κάτι έπρεπε να κάνει. Στον δρόμο της επιστροφής συνάντησε ένα σκουπιδότοπο μια μυρουδιά την τράβηξε από την μύτη, πλησίασε ακλουθώντας την μυρουδιά και τότε είδε ένα στρογγυλό κουτί που μέσα είχε κομμάτια από κρέας. Σαν το μύρισε της φάνηκε καλό το έγλυψε με της γλώσσα της και της φάνηκε πολύ νόστιμο. Έτσι άρχισε να το τρώει. Αφού έφαγε το πάνω πάνω ,κατάλαβε ότι δεν έφτανε να φάει και το υπόλοιπο διότι δεν χώραγε το κεφάλι της μέσα στο στενό στρογγυλό κουτί. Πάνω στην προσπάθεια της να φάει και το υπόλοιπο φαγητό έσπρωχνε συνέχεια το κονσερβοκούτι .Καπια στιγμή αυτό έφτασε σε μια πέτρα και σταμάτησε . Από την δύναμη και την μανία της αλεπουδίτσας να φάει το φαγητό χώθηκε το κεφάλι της μέσα στο κονσερβοκούτι. Η αλεπουδίτσα κατάλαβε ότι εγκλωβίστηκε και την έπιασε πανικός. Το φαγητό άρχισε να της κλίνει την μύτη και δεν μπορούσε να αναπνεύσει πάνω στον πανικό της σήκωσε το κεφάλι της ψηλά ,το φαγητό έφυγε προς τα κάτω και της άνοιξε την αναπνευστική οδό. Ο πανικός όμως της μικρής Μαριώς δεν έφευγε. Δεν έβλεπε μπροστά της, ο ήχος από τα τυφλά χτυπήματα πολλαπλασιάζονταν μέσα στο κονσερβοκούτι μεγαλώνοντας τον πανικό της. Επί ώρες προσπαθούσε μάταια να απαλλαγεί από το κονσερβοκούτι . Ξαφνικά ένιωσε μια ξένη επαφή στην πλάτη της. Κατάλαβε ότι κάτι την έσφιγγε και προσπαθούσε να την συγκρατήσει. Φοβήθηκε ακόμη περισσότερο με απεγνωσμένες προσπάθειες κατάφερε να ξεφύγει από το ξένο πιάσιμο. Αλλά όχι για πολύ σε λίγο ένοιωσε κάτι πιο δυνατό απ' αυτήν να την πιάνει και να την ακινητοποιεί. Αισθάνθηκε ένα δυνατό κάψιμο στο κεφάλι της και το κουτί να φεύγει. Ανάσανε γρήγορα κοίταξε γύρω της και είδε τον όρθιο πάνω της να την κοιτάζει, εξακολουθούσε να είναι πανικοβλημένη. Μόλις ένοιωσε ότι ο όρθιος την άφησε τ' όβαλε στα πόδια . Βρήκε τη φωλιά της και κρύφτηκε βαθειά μέσα της. Σιγά σιγά ο πανικός της πέρασε, τώρα ήταν πιο ήρεμη, κατέβηκε στο ποτάμι ήπιε νερό και κάθισε στον ίσκιο από τον μεγάλο σταθερό.
Έγειρε το κεφάλι της και έκλυσε για λίγο τα μάτια της. Στο μυαλό της ήρθαν οι εικόνες από το κονσερβοκούτι και τον όρθιο που την έσωσε. Τα συναισθήματα της μικρής Μαριώς ήταν ανάμικτα πια. Η μητέρα της είχε πει να αποφεύγει τους όρθιους. Όλα τα ζώα τα πετούμενα και τα σταθερά τους απέφευγαν . Εδώ και μερικούς ήλιους όμως ο όρθιος που ακλουθούσε της άλλαξε όλες τις απόψεις που είχε για αυτούς. Μέρες ολόκληρες που τον ακολουθεί της έχει δήξει ότι είναι πολύ φιλικός και με τα τετράποδα και με τα πετούμενα και με τα σταθερά. Πάνω απ' όλα όμως της έσωσε την ζωή. Αν δεν της έβγαζε το κουτί από το κεφάλι τώρα ίσως να ήταν και νεκρή. Στο μυαλό της μικρής Μαριώ περνούσαν χιλιάδες σκέψεις γύρω από τους όρθιους δεν ήξερε πια τι να υπόθεση. Η αλήθεια είναι ότι από την αρχή αυτός ο όρθιος ήταν διαφορετικός από τους άλλους .
-Μην ανησυχείς!
-Ναι το ξέρω ,το κατάλαβα.
-Είναι η πρώτη φορά έπειτα από πολλούς κύκλους που θα ξαναέρθουμε σε επαφή με τους όρθιους .
-Που το ξέρεις ...;.
-Το κατάλαβα από το τραγούδι του ...;..
-Τον άκουσα και εγώ ...;..
-Όχι δεν κατάλαβες εννοώ το τραγούδι που βγάζει το κορμί του ...; ...;.. είναι διαφορετικό από τους άλλους ...; ...;.. όλοι βγάζουμε ένα τραγούδι από το κορμί μας ...; ...;. Ακόμα και εσύ και τα πετούμενα και τα σταθερά ...; ...; ...; λίγοι το ακούνε όμως ...; ...;.. έχουμε πολλούς κύκλους να ξανασυναντήσουμε κάποιον σαν αυτόν ...; ...; ...; πρέπει να μιλήσουμε μαζί του για την αρχαία συμφωνία ...; ...;..
-Θα καταλάβει ...; ...;..
-Πριν από εκατόν είκοσι κύκλους είχαμε ξαναέρθει σε επαφή με άλλον όρθιο αλλά δεν προλάβαμε να τελειώσουμε ...;.. και η ελπίδα έμεινε στην μέση και έτσι δεν ξέρουμε τίποτα για αυτούς . Μπορεί να τους βλέπουμε να του αισθανόμαστε αλλά για την δομή της κοινωνίας τους δεν ξέρουμε τίποτα.
-Όταν έρθει από εδώ φρόντισε να είσαι και εσύ εδώ ...; ...;.
-Εντάξει ...; ...; ...;
Από την άλλη ημέρα η αλεπουδίτσα συνέχισε πάλι την παρακολούθηση του όρθιου. Ο όρθιος πια ανέβαινε κάθε ημέρα στο βουνό δεν είχε αφήσει μονοπάτι και ραχούλα που να μην την περπατήσει.
Ξαπλωμένη πάνω σε μια πέτρα παρακολουθούσε τους άλλους όρθιους που πηγαινοέρχονταν πάνω κάτω στον ίδιο δρόμο.
Κοίταξε και τον όρθιο που ανέβαινε στο βουνό. Γιατί άραγε είναι τόσο διαφορετικοί.
Και τότε την έπιασε πάλι ο μεγάλος πόνος ένοιωσε το κορμί της να πονά απ' άκρη σ' άκρη. Μα γιατί πονούσε τόσο πολύ και πια ήταν η αιτία , πίστευε ότι η επαφή με τον όρθιο που ετοίμαζε ο μεγάλος σταθερός θα της έλυνε σιγά σιγά τα προβλήματα της. Παρά τους φοβερούς πόνους γύρισε και κοίταξε τον όρθιο που ανέβαινε στο βουνό. Σήμερα είχε έρθει νωρίτερα .Ξεκίνησε όπως κάθε ημέρα να ανεβαίνει στο βουνό αργά. Κάποια στιγμή σταμάτησε πάνω από τον μεγάλο γκρεμό. Άφησε το ξύλο που κρατούσε στα χέρια του στην άκρη έβγαλε το σακίδιο από την πλάτη του το ακούμπησε κάτω έβγαλε το δέρμα από ο κεφάλι του και το άφησε δίπλα του πάνω σε μια πέτρα. Για λίγο έμεινε ακίνητος αργά άνοιξε το σακίδιο έβγαλε από μέσα ένα πανί και το άπλωσε πάνω στην μεγάλη πέτρα.
Από το σακίδιο του έβγαλε δυο κόκκινα φρούτα και τα άφησε πάνω στον βράχο μόλις τα είδε η Μαριώ θυμήθηκε το περιβόλι που προσπάθησε να μπει και την κυνήγησαν τα σκυλιά. Στην συνέχεια έβγαλε ένα κουτί και από μέσα έβγαλε άλλα δυο κομμάτια που η Μαριώ τα έβλεπε για πρώτη φορά . Υπέθεσε ότι θα ήταν και αυτό φαγητό. Τότε θυμήθηκε ότι πεινούσε και πεινούσε πολύ. Έβλεπε το φαγητό του όρθιου και της έτρεχαν τα σάλια. Κάτι έπρεπε να κάνει . Όσο πιο πολύ έβλεπε το φαγητό τόσο πιο πολύ πεινούσε. Η Μαριώ είχε πλησίαση και ήταν σχεδόν διπλά στον όρθιο. Η μυρουδιά του φαγητού της ερχόταν στην μύτη και την τρέλαινε κάτι έπρεπε να κάνει για να πάρει το φαγητό. Τότε συνειδητοποίησε ότι ο πόνος δεν την ένοιαζε καθόλου η πείνα την έκανε να μην τον λογαριάζει. Ο μόνος της στόχος αυτή την στιγμή ήταν το φαγητό.
Και ξαφνικά ο όρθιος σηκώθηκε πλησίασε στην άκρη στον γκρεμού κοίταξε για λίγο κάτω και ξαναγύρισε στην θέση του. Η Μαριώ την ώρα που ήταν έτοιμη να ορμήσει πάνω στο φαγητό ξαναμαζεύτηκε στη θέση της. Παρατηρούσε τον όρθιο που καθόταν στην πέτρα. Πήρε το ξύλο που κουβαλούσε μαζί του και άρχισε να σκαλίζει αργά αργά το χώμα . Δεν κουνιόταν απλά με το μακρύ του ξύλο χάραζε που και που το χώμα .
-Μα γιατί δεν τρώει? Η μικρή αλεπουδίτσα έβλεπε το φαγητό και πεινούσε όλο και περισσότερο παρατηρούσε τον όρθιο που καθόταν ήσυχος στην πέτρα και κοιτούσε την γη και το μυαλό της τρελαίνονταν . Ήθελε να ορμίσει να πάρει το φαγητό και να φύγει. Αφού δεν το τρώει αυτός ας το φάω εγώ σκέφτηκε με ανυπομονησία.
Δεξιά της πάνω σε μια κουτσουμπά ένα πετροχελίδονο έβλεπε και αυτό το φαγητό. Σιγοσφύριζε και περίμενε την ευκαιρία να ορμίσει και να πάρει κάτι να φάει.
Η μικρή Μαριώ αντιλήφτηκε το πετροχελίδονο και κατάλαβε ότι υπάρχει και ανταγωνιστής για το φαγητό. Κάτι έπρεπε να κάνει κάτι πριν έρθουν και άλλα πετούμενα. Ενώ οι σκέψεις ανεβοκατέβαιναν στο μυαλό της αλεπουδίτσας ο όρθιος σηκώθηκε βιαστικά πήρε τα πράγματα του και κατευθύνθηκε προς την κορυφή. Το ξαφνικό σήκωμα του όρθιου τρόμαξε για λίγο την μικρή Μαριώ, για λίγο πίστεψε ότι ο όρθιος την αντιλήφτηκε . Όταν όμως τον είδε να κατευθύνεται προς το βουνό όρμιξε στο φαγητό. Μαζί της όρμησε και το πετροχελίδονο.
Η Μαριώ άρπαξε με το στόμα της μια ντομάτα και ένα κομμάτι τυρί ένοιωσε τα ζουμιά της ντομάτας να ανακατώνονται με την αλμυρή γεύση του τυριού στο στόμα της .
Τι νοστιμιά είναι αυτή ! Δεν είχε ξανανιώσει τέτοια γεύση.
Έτρωγε με λαιμαργία το θεσπέσιο φαγητό του όρθιου όταν αντιλήφτηκε ότι το πετροχελίδονο έχει πέσει πάνω στο τρίτο κομμάτι του φαγητού . Η Μαριώ όρμισε πάνω του, το πετροχελίδονο είδε την αλεπού να της ορμάει άρπαξε ένα μεγάλο κομμάτι και πέταξε ψηλά. Η Μαριώ άρπαξε το ψωμί αλλά μαζί με το ψωμί πήρε και την πετσετούλα που ήταν απλωμένη πάνω στην πέτρα. Τα έβαλε όλα μαζί στο στόμα της ,ξαφνικά κατάλαβε ότι υπάρχει κάτι στο στόμα της που δεν τρώγεται. Κατάλαβε ότι ήταν η πετσέτα άλλωστε η μισή προεξείχε από το στόμα της. Χαμήλωσε το κεφάλι της την πάτησε με το πόδι και τράβηξε το κεφάλι της απότομα. Το απότομο τράβηγμα είχε σαν αποτέλεσμα να σκιστεί η πετσέτα μεν αλλά να της φύγει το μισό φαγητό από το στόμα της δε. Απομάκρυνε την πετσέτα από το στόμα της και άρχισε να μαζεύει το φαγητό που είχε πέσει κάτω. Ξαφνικά είδε το πετροχελίδονο να ξανάρχεται και να κάνει βουτιές πάνω της . Προσπάθησε να το πιάσει αλλά μάταια. Έτσι αποφάσισε να αρπάξει ότι μπορεί και να φύγει.
Ακλούθησε το μονοπάτι που πήρε ο όρθιος . Τον είδε ψηλά στην κορυφή να κοιτάζει προς το ποτάμι.
Έφτασε στην κορυφή και κρύφτηκε μερικά μέτρα μακρια του. Πίσω από ένα πουρνάρι παρακολουθούσε αυτό το περίεργο πλάσμα . Και όσο περνούσε η ώρα τόσο και πιο παράξενος της φαινόταν. Αλλά όσο παράξενος και να ήταν ένοιωθε ένα συναίσθημα συμπάθειας και ευγνωμοσύνης γιαυτο το μοναχικό πλάσμα . Θυμήθηκε την περιπέτεια της με το κονσερβοκούτι που της ελευθέρωσε το κεφάλι. Προ ολίγου έφαγε το φαγητό του. Το πιο νόστιμο φαγητό που έχει φάει ποτέ . Ακόμη είχε στο στόμα της την ανακατεμένη γεύση του τυριού της ντομάτας και του ψωμιού.
Και να, τον άκουσε να σφυρίζει ξανά . Άλλο και τούτο .
Τι όμορφο κάλεσμα σκέφτηκε η μικρή Μαριώ. Μέχρι τώρα ήξερε ότι τα πουλιά κελαηδούσαν, πρώτη φάρα άκουσε τοσο γλυκό ήχο να βγαίνει από ανθρώπινο στόμα . Και τότε κατάλαβε ! Κάποιον καλεί ! Ναι αυτό είναι . Γιαυτο ανεβαίνει κάθε ημέρα στο βουνό και ψάχνει κάτω από τα πουρνάρια και τους κισσούς . Άραγε ποιον να καλεί και γιατί αυτό το κάτι που καλεί δεν έρχεται ποτέ .Μέρες ολόκληρες τον ακούει να σφυρίζει .Όπου και αν βρίσκονταν σφύριζε. Η μικρή αλεπού ένοιωσε θλίψη και συμπόνια να την καταλαμβάνει . Ένοιωσε την μοναξιά αυτού του πλάσματος. Μέρες ολόκληρες ολομόναχος στο βουνό κάτι έψαχνε κάτι που δεν το βρήκε ακόμη. Η μικρή Μαριώ ήθελε πολύ να τον βοηθήσει αλλά δεν ήξερε πως. Ο Όρθιος σταμάτησε το γλυκοσφύριγμα πήρε τα πράγματα του άρχισε να κατεβαίνει αργά .Έστριψε και κατευθύνθηκε προς το σημείο που είχε αφήσει το φαγητό του. Όταν έφτασε τον είδε να παίρνει το πανί που είχε σκίσει με τα δόντια της. Το κοίταξε λίγο έπειτα κοίταξε γύρω του, έβαλε το πανί στην τσάντα του και έφυγε. Η Μαριώ συνέχυσε να τον παρακολουθεί . Το να παρακολουθεί τον όρθιο της είχε γίνει πια μια ευχάριστη συνήθειας . Ενώ αυτός κατέβαινε στον γκρεμό είδε πίσω του έναν τεράστιο βάτραχο . Δεν είχε ξαναδεί στην περιοχή τέτοιο πλάσμα και της έκανε εντύπωση, Πιο μικρά βατράχια συνάντησε πολλές φορές αλλά τόσο μεγάλο βάτραχο πρώτη φορά έβλεπε. Ο βάτραχος για λίγο ακλούθησε τον όρθιο, ξαφνικά ο όρθιος γύρισε απότομο κραδαίνοντας το ξύλο που κρατούσε στο χέρι του. Ο βάτραχος κρύφτηκε πίσω από μια τεραστία πέτρα .
Ξαφνικά η μικρή Μαριώ ένοιωσε ότι ο όρθιος κινδύνευε έπρεπε να τον προστατέψει και όρμισε στον βάτραχο.
-Μην ανησυχείς!! Η φωνή ακούστηκε μέσα στο μυαλό της. Η μικρή αλεπού σταμάτησε απότομα.
-Δεν κινδυνεύει από εμένα.
-Ποιος είσαι?
-Θα σου εξηγήσει ο μεγάλος σταθερός ...;.
Ο βάτραχος βγήκε από την πέτρα και κατευθύνθηκε προς τον όρθιο. Αυτός όμως ξαφνικά στράφηκε εναντίον του. Ο βάτραχος κρύφτηκε ξανά πίσω από την μεγάλη πέτρα. Ο όρθιος περίμενε για λίγο και έπειτα ξεκίνησε να φύγει . Ο βάτραχος με ένα μεγάλο άλμα ανέβηκε στην πλάτη του. Η Μαριώ παρακολουθούσε τον βάτραχο να ακουμπήσει το κεφάλι του στο κεφάλι του όρθιου, έπειτα ξαναπήδηξε κάτω και έφυγε. Ο όρθιος γύρισε πίσω κοίταξε τον βάτραχο που έφευγε και συνέχισε τον δρόμο του.
Όταν ο όρθιος έφτασε στον ποτάμι άρχισε πάλι να σιγοσφυριζει. Και τότε είδε την χρυσόμυγα να κάνει κύκλους γύρω του. Για μια στιγμή ξαφνιάστηκε έπειτα είδε την χρυσόμυγα να ξανάρχεται να πηγαίνει στον μεγάλο σταθερό και να ξανάρχεται πάλι στον όρθιο. Και τότε τα κατάλαβε όλα . Ο μεγάλος σταθερός είχε βάλει σε εφαρμογή το σχέδιο του. Έστειλε την χρυσόμυγα να παρασύρει τον όρθιο κοντά του.
Πράγματι ο όρθιος κατευθύνθηκε προς τον μεγάλο σταθερό. Παρατήρησε για λίγο το μεγάλο δέντρο κοίταξε με προσοχή τις ρίζες του και έπειτα κάθισε ακουμπώντας την πλάτη του στον κορμό του.
Κοίταξε γύρω του έγειρε το κεφάλι του και έκλυσε τα μάτια. Η Μαριώ κοιτούσε με ανυπομονησία . Αναρωτιόταν αν ο μεγάλος σταθερός θα μπορέσει να έρθει σε επαφή μαζί του.
Για αρκετή ώρα παρατηρούσε τον όρθιο κα κάθεται ήρεμος στην ρίζα του μεγάλου σταθερού και περίμενε .
-Γιατί ξεχάσατε την συμφωνία.
-Πριν από εκατομμύρια κύκλους όλα τα όντα της γης κάναμε μια συμφωνία εσείς οι όρθιοι την ξεχάσατε!
-Οι όρθιοι?
-Έτσι σας ονομάζουμε όλα τα όντα της γης. Και είστε οι μόνοι που δεν δέχεστε να επικοινωνήσετε μαζί μας
-Δεν σε καταλαβαίνω. Ποιος είσαι?
Το αλεπουδάκι πέταξε από την χαρά της. Ο μεγάλος σταθερός έκανε το πρώτο βήμα. Ήρθε σε επαφή με τον όρθιο το θέμα είναι να μην φύγει ο όρθιος.
-Γεννήθηκα πριν από εξακοσίους κύκλους περίπου. ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...; ...;..
Η Μαριώ κλειστά τα μάτια παρακολουθούσε με ανυπομονησία την συζήτηση των δυο παιδιών της μητέρας γης.
Προχώρησε αργά αργά και κάθισε απέναντι από τον όρθιο. Δεν έχανε λέξη από την αφήγηση του μεγάλου σταθερού. Προς το παρόν πήγαιναν όλα καλά.
-Όλα καλά πάνε !
Κοίταξε ψηλά και είδε ένα πετροχελίδονο.
-Ναι για να δούμε ...; ...;
Η Μαριώ κοίταξε το πετροχελίδονο που κάθονταν ακούνητος πάνω στο δέντρο. Έχει και αυτός την ιδία ανυπομονησία σκέφτηκε.
-Δεν πάει άλλο η ζωή μας έχει γίνει μαρτύριο είπε το πετροχελίδονο. Χανόμαστε ...;..
Η Μαριώ απλώς συμφώνησε μέσα της αναλογιζόμενη τους φρυχτούς πόνους που ένοιωθε κατά διαστήματα.
Τότε έκανε την εμφάνιση του και ο μεγάλος βάτραχος.
-Ποιος είσαι? Ρώτησε η Μαριώ.
Σιγή
Δεν απατάει! Είπε το πετροχελίδονο. Πρώτη φορά τον βλέπω.
Όλοι μαζί παρακολουθούσαν την αφήγηση του μεγάλου σταθερού προς τον όρθιο.
Ξαφνικά ο όρθιος άνοιξε τα μάτια του . Η μικρή Μαριώ τον είδε να την κοιτάζει για λίγο έπειτα κοίταξε το πετροχελίδονο έπειτα τον βάτραχο. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τον δρόμο. Η Μαριώ δεν προσπάθησε καν να κρυφτεί ήξερε πια ότι δεν κινδύνευε . Όχι μόνο δεν κινδύνευε αλλά ένοιωθε μια σιγουριά δίπλα σε αυτόν τον όρθιο. Μόλις έφτασε στον δρόμο ο βάτραχος με ένα τεράστιο άλμα ανέβηκε στους ώμους του και ακούμπησε το κεφάλι του στο πίσω μέρος του κεφαλιού του. Έπειτα πήδηξε κάτω και εξαφανίστηκε.
Η Μαριώ πλησίασε τον μεγάλο σταθερό .
Δεν ξέρω ακόμη. Πάντως είναι επιτυχία που ήρθαμε σε επαφή με κάποιον όρθιο είπε πρώτος ο μεγάλος σταθερός.
-Μπορεί να μας βοηθήσει?
-Ο βάτραχος λέει ότι είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατον, Διάβασε το μυαλό του . Η κοινωνία του είναι πια τόσο μπερδεμένη και πολύπλοκη που είναι πολύ δύσκολο να κάνει κάτι.
-Τότε θα χαθούμε όλοι είπε το πετροχελίδονο.
-Και μαζί με εμάς και αυτοί.
-Ναι αλλά δεν το ξέρουν!
-Μα δεν το καταλαβαίνουν ότι έρχεται το τέλος! Αναρωτήθηκε η Μαριώ.
Ο βάτραχος λέει ότι έχουν υποστεί δυο μεταλλάξεις από την ημέρα που μας γέννησε όλους η μητέρα γη. Ξέχασαν την αρχαία συμφωνία για αυτόν τον λόγο . Και οι δυο αυτές μεταλλάξεις ήρθαν από όλους όρθιους ξένους προς την μητέρα γη.
-Δηλαδή? Αναρωτήθηκε ένας άλλος σταθερός δίπλα από τον μεγάλο σταθερό.
Όσο υπήρχαν οι γίγαντες όλα πήγαιναν καλά . Αλλά από την εποχή της μεγάλης νύχτας η γίγαντες και όλα τα μεγάλα τετράποδα εξαφανίστηκαν. Την κυριαρχία της μητέρας γης συνέχυσαν να την έχουν οι όρθιοι σύμφωνα μ την αρχαία συμφωνία. Τα υπόλοιπα θα μας τα εξηγήσει ο βάτραχος ,αυτός τα ξέρει καλυτέρα.
Η Μαριώ έφυγε πολύ προβληματισμένη. Έλπιζε ότι η επαφή με τον όρθιο θα άλλαζε την κατάσταση πίστευε ότι κοινωνία των όρθιων όταν μάθαινε τα προβλήματα τους θα τους βοηθούσε ,αλλά απογοητεύτηκε. Περίμενε την απάντηση του για να μπορέσει να κάνει οικογένεια με ασφάλεια. Ανέβηκε ψηλά στον βράχο ξάπλωσε πάνω του και κοίταξε γύρω της, ήξερε πως αν δεν αλλάξουν γρήγορα τα πράγματα σε λίγους κύκλους δεν θα υπάρχει τίποτα. Κάτι που το ήξεραν όλα τα τετράποδα ,όλα τα σταθερά , όλα τα πετούμενα και δυστυχώς δεν το ήξεραν οι όρθιοι ,οι μόνοι που μπορούν να κάνουν κάτι για να σώσουν την κατάσταση.