Η Παραλίμνη
Η λίμνη Παραλίμνη μαζί με την λίμνη Υλίκη και τον ποταμό Κηφισσό, αποτελούν το σύστημα του Βοιωτικού Κηφισού που είναι ενταγμένο στο δίκτυο Νατούρα 2000.
Σήμερα από τα νερά της Παραλίμνης υδροδοτούνται περιοχές της Χαλκίδας
Η Παραλίμνη είναι λίμνη της νότιας Ελλάδας στα σύνορα των νομών και Βοιωτιας και Εύβοιας
στα διοικητικά όρια των δήμων και Θηβαίων και Χαλκιδέων.
Περικλείεται από τα χαμηλά όρη Πτώο στα βόρεια και Μεσσάπιο στα νότια.
Τροφοδοτείται με νερό από την γειτονική της λίμνη Υλίκη .Η έκταση της λίμνης είναι 15 περίπου τ.χιλ.
Η λίμνη έχει μακρόστενο σχήμα με μέγιστο μήκος περίπου 8 χιλιόμετρα και μέγιστο πλάτος 2 χιλιόμετρα. Η Παραλίμνη ήταν γνωστή στην αρχαιότητα με την ονομασία Τρεφία Κοντά στις όχθες της ήταν χτισμένες οι πόλεις και Υλη και Πετεών.
Διατηρεί στα νερά της ένα πανέμορφο μικρό «δάσος» από λευκά νούφαρα, πάνω στα οποία συναντά κανείς πολλά είδη της ορνιθοπανίδας. Το όνομα της οφείλεται στο γεγονός ότι γειτνιάζει με τις μεγαλύτερες λίμνες Κωπαΐδα και Υλίκη, ενώ αναφέρεται και ως Ουγγρία. Η Παραλίμνη είναι ο τελευταίος υδάτινος σταθμός του συστήματος που περιλαμβάνει τον ποταμό Κηφισσό της Βοιωτίας και την λίμνη Υλίκη. Παρότι πρόκειται για μία μερικώς τεχνητή λίμνη, καθώς εκεί καταλήγουν τα νερά που φεύγουν από τον Κηφισσό και την πεδιάδα της Κωπαΐδας, ήταν γνωστή από την αρχαιότητα ως Λίμνη Τρεφία, καθώς αποτελούσε εκτροφείο ψαριών για τους κατοίκους της περιοχής. Το σχήμα της είναι μακρόστενο με έκταση 15 περίπου τ.χλμ., περίμετρο που φτάνει τα 20 χλμ. και μέγιστο βάθος τα 27 μέτρα. Η βορινή μεγάλη πλευρά της διακόπτεται από το Πτώο Όρος, ενώ από τα νότια ξεκινάνε οι λόφοι του Μεσσάπιου όρους. Περιλαμβάνει πολλά είδη οικοτόπων όπως σημεία πυκνής υδρόβιας βλάστησης, μεγάλη επιφάνεια νερού, καλαμιώνες, υγρά λιβάδια, βαλτώδεις περιοχές και κάθετα βράχια που πέφτουν απότομα στο νερό.
Στα νοτιοδυτικά της λίμνης υπάρχει μια εκτεταμμένη περιοχή γεμάτη άσπρα νούφαρα (Nymphaea alba), η οποία αποτελεί την μεγαλύτερη συγκέντρωση του είδους τόσο νότια στη χώρα μας. Στη λίμνη φυτρώνουν διάφορα υδρόφιλα είδη, όπως τα Potamogeton crispus, P. nodosus, Ceratophyllum demersum, και Miriophyllum spicatum. Στα βουνά πάνω από τη λίμνη υπάρχουν δάση από βελανιδιές και πυκνά πουρνάρια που πιο χαμηλά δίνουν τη θέση τους σε φρύγανα, ενώ κοντά στη λίμνη φυτρώνουν διάσπαρτα λίγες λεύκες και πλατάνια. Κοντά στις όχθες βγαίνουν διάφορα ενδιαφέροντα είδη, όπως ο Astragalus graecus, o Stachys spruneri, οι ορχιδέες Ophrys calocaerina, O. sicula, O. leochroma, Serapias vomeracea, Anacamptis pyramidalis, A. fragrans, A. papilionacea, κ.α.
Γενικά η Παραλίμνη, για έναν ανεξήγητο λόγο, ποτέ δεν ήταν από τις αγαπημένες περιοχές των ορνιθοπαρατηρητών. Και όμως η περιοχή φιλοξενεί κατά καιρούς μεγάλους αριθμούς από υδρόβια, παρυδάτια και αρπακτικά πουλιά, ενώ από τους χωματόδρομους που την περιβάλλουν, η παρατήρηση των ειδών είναι απολαυστική. Τα νερά της φιλοξενούν σχεδόν όλα τα είδη των ερωδιών της χώρας μας (πορφυροτσικνιάδες, σταχτοτσικνιάδες, λευκοτσικνιάδες, αργυροτσικνιάδες, μικροτσικνιάδες, κρυπτοτσικνιάδες και νυχτοκόρακες). Πρόκειται για το νοτιότερο σημείο όπου κάνουν φωλιές οι πελαργοί στη χώρα μας. Στην περιοχή επίσης έχει διαπιστωθεί η παρουσία του σπάνιου βουνοσφυριχτή. Στους λόφους και στα χωράφια ζούνε πέρδικες, αμπελουργοί, ορτύκια, βραχοτσοπανάκοι, ψευταηδόνια, χαλκοκουρούνες, τσαλαπετεινοί, κ.ά. Από τα αρπακτικά συναντά κανείς φιδαετούς, σπιζαετούς, γερακίνες, σφηκιάρηδες, καλαμόκιρκους, λιβαδόκιρκους, πετρίτες, βραχοκιρκίνεζα και κιρκινέζια. Άλλα σημαντικά είδη της περιοχής είναι οι χαλκόκοτες, οι τσιχλοποταμίδες, οι αλκυόνες, οι νερόκοτες, οι φαλαρίδες, οι πρασινοκέφαλες πάπιες και τα μπεκατσίνια.
Η ερπετοπανίδα της Παραλίμνης είναι ιδιαίτερα πλούσια. Αν περπατήσετε στις όχθες της λίμνης θα συναντήσετε εύκολα πολλά είδη. Από αμφίβια συναντά κανείς πρασινόφρυνους, βαλκανοβάτραχους, ευκίνητους βάτραχους και δεντροβάτραχους. Στα νερά της ζούνε ποταμοχελώνες και βαλτοχελώνες, ενώ στις γύρω πλαγιές ζούνε μεσογειακές χελώνες και κρασπεδοχελώνες. Η ερπετοπανίδα συμπληρώνεται από σαύρες, όπως αβλέφαρους, λιακόνια, τρανόσαυρες, σιλιβούτια και από πολλά είδη φιδιών, όπως νερόφιδα, λιμνόφιδα, ασινόφιδα, δεντρογαλιές, λαφιάτες, αγιόφιδα, σπιτόφιδα και οχιές.
Από τα θηλαστικά ξεχωρίζει η περιστασιακή παρουσία της βίδρας. Η ιχθυοπανίδα περιλαμβάνει πολλά και σπάνια είδη όπως την στενότοπη ενδημική καλαμίθρα (Scardinius graecus), το σκαρούνι (Luciobarbus graecus), το τσιρώνι Rutilus beoticus και την δρομίτσα (Rutilus ylikiensis). Η Παραλίμνη υποφέρει από την άντληση των υδάτων της για το πότισμα των καλλιεργειών και από τον εμπλουτισμό της από χημικά στοιχεία που χρησιμοποιούνται από τους αγρότες. Από το 1991 εώς το 1996 είχε αποξηρανθεί τελείως, ενώ κάθε χρόνο τα χωράφια με τα μπαμπάκια και τα αμπέλια κερδίζουν περισσότερο έδαφος.
Λίμνη Υλίκη ο τροφοδότης της Αθήνας.
Στην αρχαιότητα η Υλίκη λεγόταν Υλική (τονιζόταν στη λήγουσα) και πήρε το όνομά της από την πόλη Ύλη, που ήταν κτισμένη στις όχθες της, όπως και η πόλη Ακραιφία (σημερινό Ακραίφνιο). Τα νερά της χύνονταν στη γειτονική λίμνη Τρεφία ή Ουγγρία, την Παραλίμνη των νεότερων χρόνων. Πολύ κοντά στην Υλική υπήρχε ένας μεγάλος ναός του θεού Απόλλωνα, που είχε την προσωνυμία «Πτώο» από το ομώνυμο γειτονικό βουνό.
Η Υλίκη στα ομηρικά χρόνια λεγόταν και Κηφισσίδα, ενώ το σημερινό όνομα το οφείλει στην αρχαία πόλη Υλη ή Υλαι που βρισκόταν σε κοντινό ύψωμα (πιθανόν του Πτώου Ορους). Είναι μερικώς φυσική λίμνη περιτριγυρισμένη από τα βουνά χαμηλού υψομέτρου Σφίγγιο (δυτικά), Μεσσάπιο (ανατολικά) και Πτώο (βόρεια). Η έκτασή της αν και αυξομειώνεται συνεχώς καλύπτει σχεδόν 22 τ.χλμ.
Η λεκάνη της δέχεται τα νερά της αποξηραμένης Κωπαΐδας λίμνης μέσω του ποταμού Βοιωτικού Κηφισού, αλλά εμπλουτίζεται και από υπόγειες πηγές.
Το μέγιστο βάθος της φτάνει τα 40 μέτρα, ενώ η συνολική ποσότητα νερού (όταν βέβαια ο ταμιευτήρας είναι γεμάτος), ανέρχεται στα 663.000.000 m3. Από το 1957 μετά τα αναγκαία έργα, παρέχει μεγάλο μέρος του υδατίνου αποθέματός της στη λίμνη του Μαραθώνα.
Το 1959 άρχισε να λειτουργεί σύνδεση παροχής νερού στην τεχνητή Λίμνη του Μαραθώνα από τη Λίμνη Υλίκη, καθώς η μεγάλη πληθυσμιακή ανάπτυξη της πρωτεύουσας καθιστούσε πλέον ανεπαρκή την ύδρευσή της αποκλειστικά από την πρώτη. Και πάλι όμως η αύξηση του πληθυσμού των Αθηνών ξεπέρασε τις δυνατότητες των δύο λιμνών, ώστε από το 1981 το περισσότερο νερό για την ύδρευση της ελληνικής πρωτεύουσας προέρχεται από την τεχνητή Λίμνη του Μόρνου. Η παροχέτευση των νερών της Υλίκης στη Λίμνη του Μαραθώνα γίνεται με αυλάκι και σήραγγα, και στη συνέχεια με άντληση (Μουρίκι-Βίλιζα).
Η ιχθυοπανίδα της λίμνης Υλίκης, είναι σχεδόν παρόμοια με εκείνη της γειτονικής λίμνης
Παραλίμνης, με τη διαφορά ότι εδώ υπάρχει η πεταλούδα Carassius
auratus
gibelio
, η
οποία δεν υπάρχει στην Παραλίμνη. Δ
ηλαδή, εδώ έχουν καταγραφεί τα ελληνικά ενδημικά
είδη χερακούβα Rutilus
ylikiensis
, πασκόβιζα Telestes
ή
Pseudophoxinus
boeticus
,
σκαρούνι ή κέφαλος Luciobarbus
ή
Barbus
graecus
, το ενδημικό του συστήματος
καλαμίθρα ή χιόνα Scardinius
graecus
, το ενδη
μικό της βαλκανικής, η ντάσκα Pelasgus
ή
Pseudophoxinus
stymphalicus
, τα εισαχθέντα στη λίμνη κοινός κυπρίνος, ίσως ο χορτοφάγος
κυπρίνος και η πεταλούδα (
Cyprinus
carpi
ο,
Ctenopharyngoton
idella
και
Carassius
auratus
gibelio
), αλλά
και οι ασημοκυπρίνοι (
Hypo
phthalmichthys
molitrix
,
H
,
nobilis
) και το κοσμοπολιτικό χέλι (
Anguilla
anguilla
)
Η ευρύτερη περιοχή, κυρίως με την Υλίκη και Παραλίμνη, τον ποταμό Κηφισσό, τον ποταμό
Μέλανα και τις πηγές των Χαρίτων, θεωρείται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο περιοχή σημαντικ
ή για
τα πουλιά, ενώ αποτελεί το νοτιότερο σημείο φωλιάσματος των πελαργών στην Ελλάδα.
Επίσης στην περιοχή έχει καταγραφεί πλούσια ασπόνδυλη υδρόβια και άλλη πανίδα
(
π.χ., σε
σπήλαια το ενδημικό κολεόπτερο
Laemostemus
vignai
και στον Ορχομενό το ενδημικό
ορθόπτερο
Dolichopoda
vandeli
).
Εξάλλου, στην περιοχή έχει καταγραφεί ότι ζει ένας γενετικά τροποποιημένος πληθυσμός του
νερόφιδου
-
Natrix
tesselata
και ο Κηφισός ποταμός θεωρείται σημαντική περιοχή για το
υδρόβιο θηλαστικό βίδρα
Lutra
lutra
.
Η περιοχή
Υλίκης
Βοιωτικού Κηφισού
Παραλίμνης έχει ενταχθεί στο "Δίκτυο
Natura
2000"
στην κατηγορία Α, σύμφωνα με την οδηγία 92/93 της Ε.Ε. για τη διατήρηση των φυσικών
οικοτόπων. Αυτό βέβαια οφείλεται, κυρίως στην Παραλίμνη η οποία παρουσιάζει μία τελείως
διαφορετι
κή εικόνα από αυτήν της Υλίκης.
Φωτο : Internet- gpeppas