(Διηγείται ο Κλέαρχος Μακρής, Τρικαλινός κυνηγός, ο οποίος θυμάται και διηγείται το κυνήγι μιας Κυριακής Σεπτέμβρη του 1964).
Κοντά στα εβδομήντα και το πάθος μου για το λαγοκυνήγι παραμένει όμοιο με κείνο ενός 16χρονου παλικαριού. Κυνήγι λαγού και μόνο λαγού. Από μικρό παιδί κοντά στους λαγοκυνηγούς του χωριού μου, γνώρισα τα λαγοτόπια – μονοπάτια και το πέρασμα των λαγών. Διατηρούσα και διατηρώ ακόμη μέχρι σήμερα, ίσως τα καλύτερα λαγόσκυλα της περιοχής μου και αν και καλός γνώστης των μυστικών του λαγού, συνεχίζω να μαθαίνω όσο ζω, περισσότερα. Μπορώ να διηγηθώ αμέτρητες κυνηγετικές εξορμήσεις, πλούσιες και φτωχές, άδειες και γεμάτες, εύκολες και δύσκολες, που σημάδεψαν την μακροχρόνια κυνηγετική μου πορεία. Θα σας διηγηθώ λοιπόν σήμερα, μια παλιά μου κυνηγετική εξόρμηση, που συνέβη τον Σεπτέμβρη του 1964.
Περιμέναμε την έναρξη της κυνηγετικής περιόδου και όταν λέμε έναρξη για τους κυνηγούς, εννοούμε κάτι το ξεχωριστό. Περιμένουμε τη μέρα αυτή όπως περιμένει η μάνα τον ξενιτεμένο γιο της, όπως περιμένει η γυναίκα του ναυτικού, όπως η διψασμένη γη τη βροχή. Από ένα μήνα νωρίτερα στα στέκια των κυνηγών, δίνουν και παίρνουν οι συζητήσεις γύρω από το κυνήγι. Έτσι λοιπόν και στο φτωχικό μου χωριό την εποχή εκείνη που δεν υπήρχε άσφαλτος και ηλεκτρικό φως παρά μόνο τα γκαζοκάντυλα φώτιζαν αμυδρά τα δωμάτιά μας, οι κυνηγοί έλεγαν και ξανάλεγαν τις κυνηγετικές τους ιστορίες στα στέκια τους. Παραμονή λοιπόν της πρώτης ημέρας της κυνηγετικής περιόδου και εγώ περιμένω το φίλο μου από την Αθήνα, τον Θανάση Χριστόπουλο, για να πάμε μαζί την επομένη για κυνήγι, όπως αυτό γίνεται επί τρία συνεχή έτη τώρα. Τα τρία χρόνια που κυνηγούσαμε με τον Θανάση, είχαμε άριστα αποτελέσματα και όλα αυτά εκείνος τα διηγείτο στα αθηναϊκά στέκια των κυνηγών που πήγαινε. Οι διηγήσεις όμως του Θανάση ήταν απίστευτες για τους κυνηγούς των Αθηνών, οι οποίοι τον φώναζαν Θανάση – μούσι…
Γιάννης ο άπιστος Θωμάς…
Ο πιο άπιστος δεν ήταν άλλος παρά … ο αδελφός του ο Γιάννης ο «ταξιτζής», ο οποίος κοντράριζε τον αδελφό του τον Θανάση λέγοντας: «Θανάση, κόφτο, φθάνει άλλο μούσι, αυτά που λες είναι απίστευτα, δεν γίνεται να χτυπάτε δυο και τρεις λαγούς ημερησίως, με τον μεγαλοκυνηγό σου τον Κλέαρχο, δεν σε πιστεύω». Ο Θανάσης επέμενε και ο Γιάννης έξω φρενών λέει μια μέρα στον αδελφό του: «Θανάση πρόσεξε, κλείνω το ταξί στο γκαράζ και έρχομαι στα Τρίκαλα για να σου κλείσω το στόμα μια για πάντα από τα ψέματά σου».
Ο Γιάννης αγανακτισμένος, μια και που ο αδελφός του εξακολουθούσε να διηγείται τις ιστορίες του, κλείδωσε πράγματι μια μέρα το ταξί του κι ενώ περίμενα το Θανάση, βλέπω και δεύτερο πρόσωπο μαζί του.
«Γεια σου Θανάση». Αγκαλιές και φιλιά με το φίλο μου. «Ο κύριος ποιος είναι;» ρώτησα
«Ο αδελφός μου ο Γιάννης», μου απάντησε. Τον χαιρέτισα με αγάπη και τον καλωσόρισα στο φτωχικό μου.
«Κλέαρχε», μου λέει ο Θανάσης, ο Γιάννης θα μείνει μόνο αύριο, Κυριακή, να παρακολουθήσει το κυνήγι και τη Δευτέρα πρέπει να πάει πάλι για δουλειά.
Μιλήσαμε μισή ώρα περίπου κι ενώ άρχισε να σκοτεινιάζει, ξεκινήσαμε για το στέκι των κυνηγών, όπου ο Θανάσης γνώριζε όλους σχεδόν τους κυνηγούς του χωριού μου.
Το σκοτάδι τώρα απλώθηκε στο φτωχικό μας χωριό και τα καντηλάκια ανάψανε στα χαμηλά φτωχόσπιτα σαν πυγολαμπίδες, φωτίζοντάς τα και μόνο τα γαβγίσματα των σκυλιών από τις αυλές διέκοπταν την ησυχία της νύχτας για μερικά δευτερόλεπτα. Φτάσαμε στο στέκι και όλοι σχεδόν οι θαμώνες κυνηγοί σηκώθηκαν με μιας επάνω να χαιρετίσουν το «Θανάση τον Αθηναίο», όπως τον αποκαλούσαν και τον άγνωστο φίλο του. «Καλώς τον Θανάση!» «Γεια σου Στέργιο, Λάμπρο, Γιώργο, Βασίλη, Χρήστο» αποκάλεσε ο Θανάσης με τα μικρά τους ονόματα, τους κυνηγούς του χωριού μου. Από δω ο αδελφός μου ο Γιάννης.
Ο Γιώργος ο καταστηματάρχης, που ήταν και κυνηγός, ένωσε 3 – 4 τραπέζια και όταν μπόλικο τσίπουρο με εκλεκτούς μεζέδες ήρθε στο τραπέζι μας, άρχισαν τα τσουγκρίσματα, λέγοντας γεια και καλά κυνήγια αύριο, όλα ψόφια, τις γνωστές ευχές των κυνηγών. Έτσι, περνώντας η ώρα και μπαίνοντας τα τσίπουρα για τα καλά στις φλέβες μας, άρχισαν και οι δηλώσεις για το αύριο: εγώ δυο, εγώ τρεις, εγώ έναν, κ.ό.κ. Η πρώτη εντύπωση του Γιάννη για το χωριό μας και τους κυνηγούς που γνώρισε ήταν άριστη. Τώρα περίμενε το αυριανό κυνήγι και μετά τον γυρισμό του στην Αθήνα για δουλειά. Η ώρα της επιστροφής στο σπίτι μου ήταν 12 τα μεσάνυχτα και κουρασμένοι, καθώς ήταν από το ταξίδι και τα τσίπουρα πέσανε για ύπνο.
Χαράματα σηκωθήκαμε, πήραμε τα σκυλιά και τα τουφέκια μας και με το αυτοκίνητο φτάσαμε στο μέρος του κυνηγιού, στο καλύτερο λαγοτόπι που επέλεξα για τη μέρα αυτή. Ο Γιάννης δεν είχε όπλο μαζί του, διότι στερείτο γενικής αδείας κυνηγίου και ήταν μόνο παρατηρητής. (Σημειώνω πως τότε δεν υπήρχε αριθμητικός περιορισμός στη θήρευση του λαγού). Με την ανατολή του ήλιου κατεβάσαμε τα σκυλιά μου, την ΠΟΠΗ και τον ΓΚΕΚΑ, που αυτή τη στιγμή είναι οι πρωταγωνιστές. Πενήντα μέτρα από το αυτοκίνητό μας εντόπισαν το ντορό, τα πρώτα γαβγίσματα άρχισαν ν’ ακούγονται και επειδή ήξεραν τη δουλειά τους απέξω κι ανακατωτά, άρχισαν να ξεδιπλώνουν τα χνάρια. Όλο και πλησίαζαν τα σκυλιά μου το λαγό και μετά από τριακόσια μέτρα φτάσαν στη φωλιά του. Σταμάτησαν τα γαβγίσματα, δείγμα ότι τον εντόπισαν σε μια πουρναριά, όρμησαν μέσα κι εκείνος ξεπετάχτηκε μπροστά μου! Με δυο τουφεκιές δικές μου, ο λαγός μπήκε στο σακίδιο που είχα μαζί μου, ενώ ο Θανάσης δεν είχε το δικό του.
Ο Γιάννης με δυνατή φωνή φώναξε «μπράβο Μεγάλε, είσαι και ο πρώτος!»
«Γιάννη», του λέω, «πάρε το σακίδιό μου με το λαγό για να είμαι πιο ευκίνητος. Μετά χαράς, λέει ο Γιάννης και κουβαλούσε το λαγό.
Μπροστά μας απλωνόταν το καλύτερο λαγοτόπι της περιοχής μας και μεις βαδίζαμε προς αυτό. Σε λίγα μέτρα τα σκυλιά εντόπισαν δεύτερο ντορό και με την ίδια διαδικασία ξεδίπλωσαν τα χνάρια του και κατευθύνονταν στο κλειστό, πυκνό που λέμε. Παρόλο που ξεφώλιασαν αμέσως το δεύτερο λαγό, οι μεγάλοι θάμνοι και τα ψηλά πουρνάρια δεν μας επέτρεπαν να τον βλέπουμε καθόλου, έτσι λοιπόν την κοπάνισε. Τότε τα σκυλιά μου, ο ΓΚΕΚΑΣ και η ΠΟΠΗ, άρχισαν την ανελέητη καταδίωξη. Άφησα το Θανάση πάνω στην κορυφογραμμή με τον Γιάννη κι εγώ κατέβηκα στη διασταύρωση μιας τρίρεμης ρεματιάς.
Μετά από δέκα λεπτά της ώρας, βλέπω στην απέναντι κορυφογραμμή το λαγό να γυρίζει προς το καρτέρι των αδελφών. Ξαφνικά ο λαγός σταμάτησε, ακούμπησε στα πισινά του πόδια και με τεντωμένα τα αυτιά, προσπαθούσε να ακούσει τα γαβγίσματα των σκυλιών που δεν ακούγονταν τη στιγμή εκείνη.
Απίστευτο κι όμως αληθινό, από το πουθενά ο δεύτερος λαγός…
Με καρφωμένα μάτια πάνω στο λαγό, αντιλαμβάνομαι έναν δεύτερο λαγό να σκαρφαλώνει τρέχοντας και να συναντά τον πρώτο. Κάθεται και αυτός με τον ίδιο τρόπο δίπλα στον άλλο και ακίνητοι τώρα και με τεντωμένα τα αυτιά τους προσπαθούν ν’ ακούσουν, τι άλλο, τα γαβγίσματα των σκυλιών!
Την ακινησία αυτή των δύο ζώων, την διέκοψαν τα γαβγίσματα των σκυλιών που τα ακολουθούσαν κατά πόδας. Αμέσως οι λαγοί ξεκίνησαν, ο ένας πίσω από τον άλλο να τρέχουν, ντουγρού για το καρτέρι του Θανάση με το Γιάννη. Πριν ακόμη τους πλησιάσουν και τους αντιληφθούν, ο ένας εγκατέλειψε τον άλλο και κατηφορίζοντας, ερχόταν προς το μέρος μου.
Ο λαγός που πήγαινε προς το μέρος των αδελφών, τον είδε πρώτα ο Γιάννης, ο οποίος προσπάθησε να αρπάξει το όπλο από τον Θανάση για να τον τουφεκίσει εκείνος. Τράβα ο ένας, τράβα ο άλλος, τους αντιλήφθηκε ο λαγός, πήρε πορεία προς την αντίθετη κατεύθυνση και έτσι, έφυγε ατουφέκιστος. Ο Θανάσης και ο Γιάννης άρχισαν να ακολουθούν τα σκυλιά μου, τα οποία συνέχιζαν να τον καταδιώκουν και ο Γιάννης άρχισε να μετρά πόσες φορές τον είδε στην απέναντι πλαγιά. Κατέβηκαν στις ρεματιές, ελπίζοντας να τον συναντήσουν κάπου και να τον πυροβολήσουν.
Ο άλλος λαγός που γύρισε προς το μέρος μου, κατέβηκε, πέρασε κοντά μου χωρίς να τον δω και άρχισε να σκαρφαλώνει στην απέναντι πλαγιά, όπου τον πήρε το μάτι μου και ενώ ήταν σε απόσταση βολής, πυροβολώ και τον παίρνω. Επειδή το σακίδιό μου όμως το κράταγε ο Γιάννης, πήρα τον λαγό στα χέρια μου και άρχισα να σκαρφαλώνω την απότομη πλαγιά, για να φτάσω στο καρτέρι των αδελφών.
Ανεβαίνοντας λοιπόν σχεδόν στην κορυφή, βλέπω ξαφνικά το λαγό να περνάει από το καρτέρι τους, περιμένω ν’ ακούσω τουφεκιά, μα πού; Ο Θανάσης και ο Γιάννης είχαν κατέβει στη χαράδρα και τώρα μόλις ανηφόριζαν. Ο λαγός έκανε μερικά γυρίσματα στο ίδιο σχεδόν μέρος για να χάσουν τα ίχνη τα σκυλιά μου και σε κάποιο ντυμένο, φώλιασε. Τότε, άφησα το λαγό που είχα στα χέρια μου στη σκιά ενός βράχου, σκεπάζοντάς τον με το πανωφόρι μου.
Με αργά και προσεκτικά βήματα, βάδισα προς το μέρος που έβλεπα το λαγό. Φτάνοντας περίπου πενήντα μέτρα μακριά του, άκουγα τους αδελφούς να πλησιάζουν, κατηγορώντας ο ένας τον άλλον με έντονες φωνές που τους ξέφυγε ο λαγός. Μόλις με είδαν ο Γιάννης, άρχισε να φωνάζει: «Κλέαρχε, έλα να σου πω πώς μας ξέφυγε ο λαγός και πόσες φορές τον είδα στην απέναντι πλαγιά! Με το δάχτυλο στα χείλη μου του έγνεψα να σωπάσει και του έδειξα το πιθανό σημείο που ίσως φώλιασε.
Έτρεξε ο Θανάσης κοντά μου και του είπα να πιάσει κάπου απέναντι για να τον έχουμε στη μέση, έτσι κι έγινε.
Μόλις ο Θανάσης έπιασε θέση, άρχισα να χτυπώ τα πουρνάρια για να φύγει ο λαγός, δυστυχώς χωρίς αποτέλεσμα. Ακούγοντας τα γαβγίσματα των σκυλιών να πλησιάζουν, σωπάσαμε και περιμέναμε. Μόλις τα σκυλιά μου έφθασαν στο σημείο που ήταν ο λαγός, άρχισαν να ιχνηλατούν έντονα. Όταν εκείνα έφτασαν είκοσι περίπου μέτρα από το σημείο που ήταν ο λαγός, αυτός ξεφώλιασε και έτρεξε προς το ξέφωτο που ήταν κοντά μας. Γύρισα το όπλο, πυροβόλησα και ο λαγός έπεσε. Τότε ο Γιάννης άρπαξε το λαγό στα χέρια του, τον έφερε κοντά μου, πετάχτηκε πάνω μου και άρχισε να με φιλά με δακρυσμένα μάτια από τη χαρά του. «Μπράβο Κλέαρχε, πήραμε τον δεύτερο», είπε, πού να ‘ξερε ο καημένος πως κάτω από το πανωφόρι μου, γύρω στα 100 μέτρα μακρύτερα, βρισκόταν και ο τρίτος!
«Γιάννη», του λέω, μια χάρη από σένα θέλω».
«Ό,τι θέλεις», απαντά ο Γιάννης. Εμείς θα βάλουμε στο σακίδιο τον δεύτερο λαγό και συ να πας στο μεγάλο βράχο που φαίνεται, να πάρεις το πανωφόρι μου. Χωρίς να χάσει καιρό ο Γιάννης, έτρεξε προς το βράχο. «Θανάση», λέω στον αδελφό του, «κοίτα πώς θ’ αντιδράσει ο Γιάννης παίρνοντας το πανωφόρι μου».
Πράγματι, μόλις τράβηξε το πανωφόρι μου, πετάχτηκε δυο μέτρα πίσω σαν ελατήριο, σα να είδε κάποιο φίδι.
«Τι είναι;» μου λέει ο Θανάσης. «Δεν ξέρω» του απαντώ.
Ο Γιάννης κοίταζε μια προς το μέρος μας και μια προς το λαγό, μη μπορώντας να καταλάβει τι έγινε, αφού δεν άκουσε τουφεκιά!
Και όταν πήρε το λαγό στα χέρια του και τον σήκωσε ψηλά, όπως σημειώνει το έπαθλό του ο ολυμπιονίκης, ο Θανάσης, μη μπορώντας να εξηγήσει τα ανεξήγητα, μαρμάρωσε. Όταν έφτασε λοιπόν ο Γιάννης στο μέρος μας, άρχισε ξανά τα φιλιά και τα δάκρυα και τότε, με γρήγορα λόγια τους εξήγησα το παράξενο συμβάν με τους δυο λαγούς.
Υπάρχει και συνέχεια…
Το κυνήγι όμως δεν τελείωσε εδώ, είχε και συνέχεια. Προχωρώντας λοιπόν για το αυτοκίνητό μας, ξεπετάχτηκαν καμιά εικοσαριά πέρδικες και είδαμε πως γύραν στην απέναντι πλαγιά. Σαν φτεροκυνηγός ο Γιάννης, άρπαξε το όπλο από τον αδελφό του και μου είπε: «έλα να δεις και τις δικές μου ικανότητες στο φτερό» και περνάμε στην απέναντι πλαγιά. Ο ΓΚΕΚΑΣ δεν μας ακολούθησε, πιάνοντας τον ίσκιο αμαξιού, μόνο η ΠΟΠΗ πήγαινε μπροστά, έπιασε ντορό και μάλιστα έντονο και μεις ακολουθούσαμε. «Γιάννη, πρόσεξε» του είπα, «κάπου εδώ θα κουρνιάσανε». Ο ντορός δυνάμωνε και καθώς τα όπλα τα είχαμε σε ανοδική φορά για τις πέρδικες, η ΠΟΠΗ αντί δια πέρδικες ξεφώλιασε τον τέταρτο λαγό!!!
Με μια γρήγορη δική μου τουφεκιά ο λαγός έπεσε ξερός.
Ο Γιάννης, ούτε που πρόλαβε να κατεβάσει το όπλο του. Το παράξενο εδώ ήταν πως έμεινε βουβός για λίγο και μετά είπε: « Ούτε καν πρόλαβα να τουφεκίσω, έστω και μετά από σένα, για να μπορώ να πω πως χτύπησα κι εγώ λαγό στα χρονικά μου!»
Για σκεφτείτε τώρα τι θα έλεγε ο Γιάννης στα αθηναϊκά στέκια, για την πρώτη του κυνηγετική έξοδο ως παρατηρητής στο κυνήγι του λαγού με τον Κλέαρχο στα Τρίκαλα.
Έτσι λοιπόν, από άπιστος Θωμάς, ο Γιάννης έγινε ο υπερασπιστής στα λεγόμενα του αδελφού του.
Παλιές καλές ημέρες κυνηγίου που μένουν αξέχαστες…
Πηγή: ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ ΚΥΝΟΦΙΛΙΑ