H αυξητική τάση απώλειας κυνηγόσκυλων από λύκους έχει ανησυχήσεις αρκετούς κυνηγούς. Πουλόσκυλα, ακόμη και σκληροτράχηλοι Ελληνικοί Ιχνηλάτες, έχουν πέσει θύματα, και μάλιστα σε κοντινή απόσταση από τον κυνηγό. Τι συμβαίνει;
Το παρακάτω απόσπασμα από τη μελέτη «Επαφές Λύκων και Σκύλων στη Μινεσότα» στην ιστοσελίδα wolfology.com ίσως να ρίχνει κάποιο φως για την κατάσταση και τι πρέπει να περιμένουμε στο μέλλον, καθώς οι λύκοι επεκτείνουν την εξάπλωσή τους νότια.
Οταν οι λύκοι θηρεύουν σκύλους, επιδεικνύουν μια έλλειψη φόβου προς τους ανθρώπους. Σε αρκετά περιστατικά οι λύκοι εστίασαν την προσοχή τους στα σκυλιά με τέτοια ένταση που τους ήταν αδιάφορη η παρουσία ανθρώπων
Οι περισσότερες επιθέσεις λύκων εναντίον σκύλων, συμπεριλαμβανομένων και των θανατηφόρων, σημειώθηκαν σε αυλές σπιτιών, και με δύο εξαιρέσεις ήταν σε ακτίνα μικρότερη των 100 μέτρων από το σπίτι του ιδιοκτήτη. Σε μια περίπτωση, ένας λύκος επιτέθηκε σε σκύλο πάνω στο κατώφλι του σπιτιού και δεν υποχωρούσε μέχρι που κτυπήθηκε με φτυάρι στο κεφάλι. Το συγκεκριμένο περιστατικό συνέβη λίγο καιρό μετά την απώλεια άλλου σκύλου στο ίδιο σπίτι, ενώ γείτονες είχαν ήδη χάσει δύο σκυλιά. Τέσσερα θανατηφόρα περιστατικά αφορούσαν σκύλους που ήταν δεμένοι σε αυλές ή δίπλα στα σκυλόσπιτά τους. Σε αυτά τα περιστατικά τα κολάρα των σκύλων είχαν κοπεί και το νεκρό ζώο μεταφέρθηκε εκτός της ιδιοκτησίας. Σε μία περίπτωση οι λύκοι τράβηξαν το σκυλόσπιτο μαζί με το νεκρό σκυλί στο γειτονικό δάσος.
Αρκετές αναφορές ιδιοκτητών σκύλων ήταν από την ίδια περιοχή και στο ίδιο χρονικό διάστημα. Αυτή η διαπίστωση τείνει να δείξει ότι οι λύκοι, μεμονωμένα ή σαν αγέλες, είχαν στοχοποιήσει σκύλους και δεν επρόκειτο για τυχαίες συναντήσεις.
Η πιο ακραία περίπτωση ήταν στην πόλη Ιζαμπέλα, όπου αναφέρθηκαν φόνοι σκύλων από τον Ιούνιο έως το τέλος Σεπτεμβρίου 1984. Σε αυτή την περίπτωση το πρόβλημα δημιουργήθηκε από μια συγκεκριμένη αγέλη λύκων που είχε σημείο συνάντησης 6,5 χιλιόμετρα από την πόλη. Σε τουλάχιστον δύο άλλες περιπτώσεις λύκοι είχαν επιτεθεί σε σκυλιά της ίδιας κοινότητας μέσα σε διάστημα λίγων ημερών». Απόσπασμα από τη μελέτη (Interactions of Wolves and Dogs in Minnesota), Steven H. Fritts & William J. Paul.
Η πιο πρόσφατη μελέτη για την αλληλεπίδραση λύκων και σκύλων είναι αυτή των Lescureux και Linnell και αναφέρει τόσο τη θήρευση σκύλων όσο και τις αρνητικές επιδράσεις που μπορεί να έχει στους λύκους η επαφή με σκύλους και η μετάδοση ασθενειών, καθώς και ο ανταγωνισμός για τροφή στους ίδιους βιότοπους όποy συνηπάρχουν.
Αυτά συμβαίνουν στις ΗΠΑ , στην Ελλάδα δεν έχουμε καταγεγραμμένες επίσημα τέτοιες επιθέσεις , όμως έχουμε αύξηση των επιθέσεων των λύκων ειδικά σε κυνηγετικούς σκύλους.
Οι λόγοι και οι αιτίες είναι πολλές , μερικές βασικές που μπορώ να εντοπίσω είναι οι έξεις :
Η αύξηση των πληθυσμών των λύκων και η δικής μας όλο και μεγαλύτερη εισχώρηση στα ενδιαιτήματα τους όπου ζουν και κυνηγούν.
Ο κυνηγός και εδικά ο κυνηγός των επιτρεπόμενων τριχωτών θηραμάτων εισέρχεται όλο και πιο βαθιά στον «κόσμο» του ελληνικού λύκου και οι συνεχείς αυτές πιο στενές επαφές που οι περισσότερες προφανώς δεν γίνονται αντιληπτές από τον ίδιο τον κυνηγό ,σιγά σιγά αλλάζουν και την αρχική συμπεριφορά της αγέλης των λύκων που ζει στο συγκριμένο ενδιαίτημα.
Πιστεύω ότι αρχικές επαφές είναι φοβικές για τον Λύκο με αντίδραση την άμεση απομάκρυνση του από τον άνθρωπο .
Κάποια μέλη της αγέλης, συνήθως ψηλά υφιστάμενα στην ιεραρχία, σιγά σιγά ίσως να ξεθαρρεύουν και να απομακρύνονται με αργότερους ρυθμούς παρατηρώντας και ζυγίζοντας την κατάσταση .
Εδώ μπαίνει ο κυνηγετικός σκύλος, ιδιαίτερα ο ιχνηλάτης δίωξης που συνήθως απομακρύνεται πολύ από τους κυνηγούς εκτελώντας την εργασία του..
Ο λύκος στο ενδιαίτημα του αντιμετωπίζει τον σκύλο, σίγουρα σαν ανταγωνιστή και ίσως σαν θήραμα , οπότε είναι πολύ εύκολο να γίνει το «κλίκ» από κάποιο η κάποια από τα πιο επιθετικά μέλη της αγέλης , ώστε να επιχειρήσουν μία ανταγωνιστική η θηρευτική πιό κοντινή επαφή με κάποιο κυνηγόσκυλο .
Όπως καταλαβαίνετε η κατάληξη της επαφής τις περισσότερες φορές , ειδικά αν ο κυνηγός είναι μακριά θα είναι υπέρ των λύκων και αν εξελιχτεί τελικά σαν θηρευτική και οι λύκοι τραφούν από τον σκύλο , τότε το τυχαίο πρόβλημα μεγαλώνει και μπορεί να γίνει συνειδητή αναζήτηση εύκολης τροφής από την συγκεκριμένη αγέλη …
Αυτό γίνεται γιατί πρώτον ο λύκος - οι λύκοι που έκαναν την επίθεση μαθαίνουν ότι έχουν να κάνουν με ένα εύκολο θήραμα και δεύτερον και χειρότερο διδάσκουν στα άλλα μέλη της αγέλης το ίδιο .
Η δε κατάσταση μπορεί να εξελίχθη σε πολύ σοβαρή αν μία αγέλη λύκων μάθε να κυνηγά κυνηγετικούς σκύλους και μάλιστα βελτιώνει συνέχεια την τεχνικής της , όπως κάνουν οι λύκοι στα ενδιαιτήματα τους με όλα τα θηράματα σαν πανέξυπνοι θηρευτές που είναι.
Ετσι σιγά σιγά θα πάψουν να φοβούνται ιδιαίτερα και τον κυνηγό και θα πλησιάζουν περισσότερο ακόμη και κυνηγούς με σκυλιά φέρμας , περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή και ευκαιρία, στήνοντας ακόμη και ενέδρα για να επιτεθούν στον σκύλο .
Λέγεται μάλιστα ότι υπάρχουν λύκοι που έχουν συνδυάσει το μπίπερ με τον σκύλο και ο ήχος του τους προσελκύει , δεν το έχω διασταυρώσει επίσημα από κάπου , αλλά δεν μου φαίνεται και απίθανο γνωρίζοντα ς ότι ο λύκος είναι ένας πανέξυπνος θηρευτής .
Γι` αυτό ο κάθε κυνηγός πρέπει να δίνει την κατάλληλη προσοχή και να είναι σε ετοιμότητα για την προστασία των σκύλων του, όταν γνωρίζει ότι βρίσκεται σε ενδιαίτημα λύκων , παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα χωρίς υπερβολές βέβαια , ειδικά σε περιοχές όπου έχουν γίνει και άλλες ανάλογες επιθέσεις.
Κλείνοντας θα υπενθυμίσω ότι ο λύκος είναι αυστηρά προστατευόμενο είδος και είναι ένας υπέροχος θηρευτές που χρειάζεται η καλύτερα απαιτεί τον σεβασμό μας , πόσο μάλιστα όταν εμείς μπαίνουμε στον ζωτικό του χώρο (ενδιαίτημα του ) .
Εξ άλλου στο 95% των περιπτώσεων οι λύκοι δεν θέλουν «επαφές» όποιου είδους μαζί μας , αφού στα γονίδια τους τρέχει η φυσική φοβία για τον άνθρωπο , αλλά υπάρχει και η εξαίρεση του 5% , οπότε όταν κυνηγάμε στα ενδιαιτήματα τους πάντα έχουμε το νου μας στα σκυλιά μας .
Πάντα δεν λέμε Προσέχουμε για να Έχουμε …
Ασταμάτητες οι επιθέσεις λύκων σε κυνηγόσκυλα
Σε περίπτωση που οποιοσδήποτε κυνηγός γίνει μάρτυρας παρόμοιου περιστατικού (γεγονός που απευχόμαστε) παρακαλούμε να ενημερώσει άμεσα τον Κυνηγετικό Σύλλογο του. Τα στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να περιγράψουμε το συμβάν προς τις αρμόδιες αρχές είναι:
Ημερομηνία/ώρα
Περιοχή που συνέβη το περιστατικό
Πόσοι λύκοι ενεπλάκησαν
Πόσα σκυλιά ενεπλάκησαν
Πόσα σκυλιά θανατώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά
Φωτογραφική τεκμηρίωση των παραπάνω αν υπάρχει
Οι Κυνηγετικοί Σύλλογοι θα δημιουργήσουν αρχείο καταγραφών επιθέσεων από λύκους σε κυνηγόσκυλα, με σκοπό την αποτύπωση και την καταγραφή της έκτασης του προβλήματος και μέσω αυτής την ευαισθητοποίηση των αρμόδιων αρχών.
Εφιστούμε την προσοχή σε όλους τους κυνηγούς για τα σκυλιά τους στις εξόδους τους.
|
Η αγέλη
Ο πληθυσμός του λύκου αποτελείται από μικρές οικογενειακές ομάδες (αγέλες) οι οποίες διατηρούν μια αποκλειστική περιοχή- επικράτεια και οι οποίες δεν επικαλύπτονται παρά ελάχιστα μεταξύ τους. Το μέγεθος μιας αγέλης λύκου στην Ελλάδα αποτελείται από 3-4 άτομα κατά μέσο όρο, ενώ το εύρος ανά τον κόσμο είναι από 2 έως και 42 άτομα!.
Οι αγέλες αποτελούνται συνήθως από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και τους απογόνους τους, της ίδιας χρονιάς ή και των προηγούμενων ετών. Έχει παρατηρηθεί ακόμα και παραμονή απογόνων στην αγέλη ηλικίας 4 ετών.
Το μέγεθος της αγέλης εξαρτάται από την ποιότητα, την ποσότητα, τη διαθεσιμότητα της τροφής και την κατανομή της στο χώρο, το μέγεθος του πιο συστηματικά θηρευόμενου είδους, την ανθρωπογενή θνησιμότητα και την πυκνότητα του πληθυσμού του λύκου στο σύνολό του.
Η επικράτεια της αγέλης «περιπολείται» συστηματικά από το αναπαραγωγικό ζευγάρι και υπερασπίζεται από εισβολείς σθεναρά, ενώ υπάρχει ισχυρή τάση για τη διατήρησή της ακόμα και αν μόνο ένα ενήλικο μέλος από την αγέλη παραμείνει σ' αυτήν. Αν και ξένοι λύκοι που εισέρχονται στην επικράτεια συνήθως διώκονται - ακόμα και θανατώνονται, υπάρχουν όμως και αρκετές περιπτώσεις όπου ξένα από την αγέλη άτομα υιοθετήθηκαν από αυτήν και έγιναν μάλιστα και αναπαραγωγικά άτομα.
Η έκταση της επικράτειας μιας αγέλης ποικίλει σημαντικά και εξαρτάται, επίσης, από τη διαθεσιμότητα τροφής, την κατανομή της στο χώρο, τη διαθεσιμότητά στο χρόνο και την πυκνότητα του πληθυσμού του λύκου στην ευρύτερη περιοχή.
Η μικρότερη επικράτεια αγέλης λύκων που αναφέρεται στη βιβλιογραφία είναι 33 τετ. χιλ. ενώ η μεγαλύτερη (Αλάσκα) 6300 τετ.χιλ. Λύκοι-νομάδες που ακολουθούν τα κοπάδια των οπληφόρων στην αρκτική ζώνη κατά τις μετακινήσεις τους, περιπλανώνται σε εκτάσεις μέσου μεγέθους 63.000 τετ.χιλ έκταση ανάλογη με αυτή της ηπειρωτικής Ελλάδας. Βέβαια στις περιπτώσεις αυτές, οι τεράστιες αυτές εκτάσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν ως επικράτειες.
Στην Ελλάδα με τα δεδομένα που έχουν μέχρι στιγμής συγκεντρωθεί από την κατανομή γειτονικών αγελών στο χώρο, καθώς και από περιορισμένη εφαρμογή της ραδιο-τηλεμετρίας , το μέγεθος των επικρατειών κυμαίνεται από 100 έως 300 τετ.χιλ.
Αντίθετα με ότι πιστεύεται από αρκετούς κτηνοτρόφους, οι λύκοι στην Ελλάδα δεν ακολουθούν τα κοπάδια ελεύθερης βοσκής κατά τις μετακινήσεις τους. Οι αγέλες που μέχρι στιγμής έχουν μελετηθεί, πέρα από εποχιακές μικρές σχετικά μετακινήσεις και μικρές μετατοπίσεις της επικράτειάς τους, παραμένουν όλο το χρόνο στην ευρύτερη περιοχή της.
Τα όρια μιας επικράτειας «διαφημίζονται» τακτικά από το αναπαραγωγικό ζευγάρι τις αγέλης με οσφρητικά και ακουστικά μηνύματα. Τα ζώα ουρούν ή αφήνουν περιττώματα σε χαρακτηριστικά σημεία της επικράτειας τους (διασταυρώσεις, ράχες, διάσελα) και κυρίως στην περιφέρεια της, ενώ με το ουρλιαχτό επίσης προειδοποιούν σε πραγματικό χρόνο για την παρουσία τους άλλα άτομα λύκου ξένα προς την αγέλη σε αποστάσεις μεγαλύτερες από 10 χιλιόμετρα . Το σημάδεμα της επικράτειας με ούρηση ή περιττώματα, δίνει πληροφορίες για το φύλο, την φυσική κατάσταση και την αναπαραγωγική κατάσταση του κάθε ζώου. Γδαρσίματα, επίσης, στο έδαφος αφήνουν οσφρητικό αποτύπωμα προερχόμενο από αδένες ανάμεσα στα δάκτυλα των ποδιών.
Οι μηχανισμοί αυτοί έχουν εξελιχθεί έτσι ώστε να αποφεύγεται η συνάντηση των γειτονικών αγελών και να περιορίζονται οι απώλειες από τις συγκρούσεις μεταξύ τους. Υπάρχουν, όμως, και περιπτώσεις όπου άτομα από μια αγέλη μπορεί να εισέλθουν στην περιοχή της γειτονικής τους αγέλης με αποκλειστικό σκοπό την εκδίωξη ή θανάτωσή τους για την προσάρτηση εκτάσεων στην επικράτειά τους και την εκμετάλλευση τροφικών πηγών .
Ο λύκος είναι ένα από τα πιο προσαρμοστικά είδη μεγάλων θηλαστικών. Η προσαρμογή του σε ποικίλα περιβάλλοντα και κυρίως στον άνθρωπο και στις ποικίλες δραστηριότητές του, οφείλεται κύρια στην μεγάλη ευελιξία της συμπεριφοράς του. Οι λύκοι εκτός από τα ακραία περιβάλλοντα όπου μπορούν να ζήσουν, από τις αρκτικές μέχρι τις ερημικές περιοχές, μπορούν να επιβιώσουν σε περιοχές κοντά στον άνθρωπο και τις δραστηριότητές του.
Δυο είναι οι σημαντικότεροι παράμετροι που καθορίζουν την επιτυχία επιβίωσης: Ο βαθμός ανοχής που δείχνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες και ο ρυθμός με τον οποίο συντελούνται οι όποιες αλλαγές στο βιότοπο του είδους.
Γρήγορες και εκτεταμένες στο χώρο αλλαγές, περιορίζουν την ικανότητα και την ταχύτητα προσαρμογής του είδους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε γρήγορη πληθυσμιακή κατάρρευση, όπως συνέβη στις ΗΠΑ με την έλευση του λευκού ανθρώπου, όπου οι αλλαγές στον βιότοπο του είδους ήταν τόσο δραματικές και γρήγορες (όπως η θεαματική μείωση των άγριων οπληφόρων σε συνδυασμό με το ανελέητο κυνήγι του είδους) που δεν έδωσαν την ευκαιρία στους λύκους να προσαρμοσθούν ανάλογα.
Ανά τον κόσμο, την πιο σημαντική τροφή για το λύκο αποτελούν τα μεσαίου και μεγάλου μεγέθους οπληφόρα- είτε άγρια, είτε κατοικίδια (κτηνοτροφικά ζώα). Ως κατ'εξοχήν σαρκοφάγο ζώο ο λύκος βρίσκεται στην κορυφή της τροφικής αλυσίδας είτε ως θηρευτής ή/και ως νεκροφάγο ζώο. Ο λύκος εμφανίζει τροφική ευελιξία και μπορεί να επιβιώσει κυνηγώντας πολύ μεγάλα σε μέγεθος οπληφόρα όπως η άλκη ή ο βίσωνας, αλλά σε περιοχές ή περιόδους όπου τα μεγάλα οπληφόρα απουσιάζουν, στρέφεται και σε μικρότερα θηλαστικά, κτηνοτροφικά ζώα, σκουπίδια και υπολείμματα από σφαγεία και άλλες ανθρωπογενούς προέλευσης πηγές τροφής.
Η επιλογή βιοτόπου από τους λύκους εξαρτάται πολύ από τη διαθεσιμότητα της τροφής. Πολλοί άνθρωποι έχουν στο μυαλό τους τη ρομαντική εικόνα μιας αγέλης λύκων που ζει στις πιο ακατοίκητες περιοχές, μέσα σε πυκνά δάση μακριά από τον άνθρωπο. Εν μέρει αυτό είναι αληθές, μόνο εφόσον υπάρχει κάτι να φάει εκεί!. Σε χώρες όπου υπάρχει αφθονία φυσικής λείας για το λύκο, όντως οι λύκοι αναλαμβάνουν ευχαρίστως το ρόλο τους ως θηρευτές και ο βιότοπος τους ταυτίζεται σχεδόν απόλυτα με τις περιοχές μεγάλης παραγωγικότητας που συντηρούν πληθυσμούς άγριων φυτοφάγων.
Στην Ελλάδα οι πληθυσμοί των άγριων οπληφόρων, που εν δυνάμει αποτελούν τροφή για το λύκο όπως το ζαρκάδι και ο αγριόχοιρος, βρίσκονται σε χαμηλές πυκνότητες στις περισσότερες περιοχές της κατανομής τους. Το ελάφι έχει ουσιαστικά εξαφανισθεί και το αγριόγιδο βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλούς αριθμούς, σε σχέση με άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, που έχουν αποκαταστήσει με κατάλληλες διαχειριστικές τεχνικές τους πληθυσμούς τους.
Ο λύκος μέχρι στιγμής στην Ελλάδα, βασίζεται τροφικά στα κτηνοτροφικά ζώα, στους σκουπιδότοπους, τρέφεται από πτώματα ζώων που προέρχονται από σφαγεία, εγκαταστάσεις με σταβλισμένα βοοειδή ή χοίρους και, όχι σπάνια, επιτίθενται σε κυνηγετικούς ή αδέσποτους σκύλους. Έτσι, είναι συνηθισμένες οι εμφανίσεις λύκων στα περίχωρα μεγάλων πόλεων στις παρυφές ή και μέσα σε χωριά, σε καλλιεργούμενες εκτάσεις και γενικά περιοχές όπου μπορούν να βρουν εύκολα τροφή.
Γιατί ο λύκος δεν εξαφανίσθηκε από τις Μεσογειακές χώρες και από την Ελλάδα ;
Η Ελλάδα, καθώς και άλλες χώρες της Μεσογείου και των Βαλκανίων, είναι μια από τις ελάχιστες χώρες της Ευρώπης όπου το είδος δεν εξαφανίσθηκε ποτέ, σε αντίθεση με άλλες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης. Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στον τρόπο οργάνωσης των αγροτικών κοινωνιών καθώς και στην εντελώς διαφορετική κουλτούρα όσον αφορά τη φύση, σε σχέση με τις αγροτικές κοινωνίες της Κεντρικής Ευρώπης. Η κτηνοτροφία ελεύθερης βοσκής στις Μεσογειακές χώρες, είναι σχετικά σταθερή στο χρόνο και στον τόπο. Οι νομάδες κτηνοτρόφοι στην Ελλάδα ακολουθούν προκαθορισμένους δρόμους μετακίνησης και υπάρχουν παραδοσιακοί τόποι διαχείμασης και ξεκαλοκαιριάσματος των κοπαδιών. Οι κτηνοτρόφοι γνωρίζουν πολύ καλά τις περιοχές τους και μαθαίνουν τις συνήθειες των λύκων και τους κινδύνους για τα κοπάδια τους, σε αντίθεση με τους συνεχώς μετακινούμενους νομάδες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης. Ο φόβος για την απώλεια ζώων δεν αποκτά μεταφυσικές διαστάσεις όπως γίνεται στις χώρες της κεντρικής Ευρώπης.
Από νωρίς στη πορεία της κτηνοτροφίας, μαζί με την ανάπτυξη πολύπλοκων θεσμών που διέπουν το επάγγελμα, τη νομή των βοσκοτόπων και τις οικονομικές συνδιαλλαγές, αναπτύσσονται, ταυτόχρονα, απλές, αλλά αποτελεσματικές μέθοδοι φύλαξης των κοπαδιών από τους φυσικούς τους θηρευτές, με κορυφαία την εκτροφή και χρήση των Ελληνικών ποιμενικών σκύλων φύλαξης.
Ο ρόλος των σκύλων της ράτσας αυτής είναι να κρατά τη συνοχή του κοπαδιού και να απομακρύνει τους ανεπιθύμητους λύκους, αρχικά με πολύ γαύγισμα και στη συνέχεια με επίθεση εναντίον τους και μόνον εφόσον οι λύκοι πλησιάσουν αρκετά κοντά στο κοπάδι. Η ύπαρξη της φυλής αυτής αναφέρεται από τους αρχαίους ακόμα χρόνους. Σε αντιδιαστολή με τους Ελληνικούς ποιμενικούς σκύλους ή άλλες αντίστοιχες φυλές της Μεσογειακής λεκάνης και των Βαλκανίων που χαρακτηρίζονται από τον ήρεμο και σταθερό χαρακτήρα τους, (όπως η ιταλική φυλή Maremma , τα ισπανικά mastiff , τα Βουλγάρικα Karakatsan και τα Γιουγκοσλάβικα Sar Planinentz ), στις χώρες της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης εκτρέφονται φυλές σκύλων που καταδιώκουν σε μεγάλες αποστάσεις και θανατώνουν το λύκο ακόμα και αν δεν απειλεί άμεσα τα κοπάδια (όπως η Ιρλανδική φυλή Irish wolf hound ).
Στις Μεσογειακές και Βαλκανικές χώρες έχουμε μια «παθητική» και αμυντική αντιμετώπιση του λύκου που ουσιαστικά αντιστοιχεί σε αποδοχή της παρουσίας του, εφόσον δεν βλάπτει σημαντικά την ανθρώπινη περιουσία, ενώ στη κεντρική και βόρεια Ευρώπη μια ενεργητική και επιθετική αντιμετώπιση.
Η, επί αιώνες, άσκηση της κτηνοτροφίας ελεύθερης βοσκής στη Μεσόγειο και η εφαρμογή των μεθόδων πρόληψης είχαν ως αποτέλεσμα τόσο την προσαρμογή του ανθρώπου όσο και του λύκου στην αμοιβαία παρουσία τους. Οργανωμένο κυνήγι λύκου γίνεται μόνον σε τοπική κλίμακα στη περίπτωση εκτεταμένων ζημιών στη κτηνοτροφία και συνήθως λήγει όταν αυτές κοπάσουν. Αντίθετα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη οργανώνονται ειδικά σώματα εξόντωσης με στόχο την πλήρη εξαφάνιση του είδους και με κάθε μέσο. Στην μεγάλη αποτελεσματικότητά τους βοηθά και το καλύτερο επίπεδο οργάνωσης με εντοπισμένα αστικά κέντρα εξουσίας που απουσιάζουν σε μεγάλο βαθμό από τις Μεσογειακές χώρες στη μεγαλύτερη διάρκεια της πιο πρόσφατης τουλάχιστον Ιστορίας τους.
Πέρα από τον τύπο της κτηνοτροφίας που διαφοροποιείται σημαντικά στη Μεσόγειο και την Κεντρική Ευρώπη (σχετικά σταθερή χωρικά και νομαδική μεγάλων αποστάσεων, αντίστοιχα) και η οποία καθόρισε τις μεθόδους αντιμετώπισης των μεγάλων σαρκοφάγων (πρόληψη ή εξόντωση), σημαντική ήταν και η επίδραση των θρησκευτικών δοξασιών και της μυθοπλασίας.
Η καθολική εκκλησία στη προσπάθεια της να αντικρούσει οποιαδήποτε αίρεσης και προσπάθειας αμφισβήτησής της, εισάγει μια υπεραπλουστευμένη άποψη περί δυαδικής υπόστασης της φύση. Από τη μία μεριά υπάρχει το αποδεκτό και επιθυμητό ανθρωπογενές περιβάλλον και η γεωργική γη, ελεγχόμενα από τα γερά εδραιωμένα κοσμικά και θρησκευτικά κέντρα εξουσίας. Αντίθετα, η άγρια φύση και τα ζώα θεωρούνται ως πηγή αναρχίας που πρέπει να υποταχθούν προς όφελος του ανθρώπου και των οικονομικών του συμφερόντων. Το μέτρο, η ανοχή και η γνώση των φυσικών φαινομένων που αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των κλασσικών χρόνων καταρρέουν προς όφελος του υπερφυσικού, του μυστηρίου και της πίστης. Ο λύκος ταυτίζεται με το διάβολο και τη δαιμονική πλευρά της φύσης, συμβολίζει τους αιρετικούς και ψευδοπροφήτες, την άκρατη σεξουαλικότητα και τη σκληρότητα, έτοιμος να κατασπαράξει τον «αμνό του Θεού» σύμβολο της ηρεμίας, της καλοσύνης αλλά και της υποταγής.
Αντίθετα, στ o υς μύθους των Μεσογειακών χωρών αν και ο λύκος συμβολίζει την πανουργία και διατηρεί την αιμοδιψή φύση του, παρουσιάζεται ταυτόχρονα και ως τρωτό πλάσμα. Στους τυπικούς για τις Μεσογειακές περιοχές μύθους του Αισώπου, για παράδειγμα, ο λύκος παρουσιάζεται στις περισσότερες περιπτώσεις ως ζώο που μπορεί να ξεγελαστεί εύκολα και συχνά ταπεινώνεται, προκαλώντας ακόμα και το αίσθημα της συμπάθειας. Κατ'αυτόν τον τρόπο χάνει όποια υπερφυσική υπόσταση και τοποθετείται πιο κοντά στην πραγματική του βιολογική ταυτότητα, ως πλάσμα με σάρκα και οστά, άλλοτε δυνατό και άλλοτε εξαιρετικά ευάλωτο. Επίσης, ο λύκος, σχεδόν ποτέ, δεν αναφέρεται ως ανθρωποβόρο όν, σε αντίθεση με την αφθονία των μύθων στους λαούς της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, όπου παρουσιάζεται συχνά να καταδιώκει ανθρώπους προς βορά και καταστροφή τους.
Η μελέτη των συμβολισμών του λύκου, αλλά και της άγριας φύσης, μέσα από ένα ταξίδι στο χρόνο της ανθρώπινης ιστορίας και σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές, έχει τεράστιο ενδιαφέρον. Μπορεί να ερμηνεύσει σε μεγάλο βαθμό την τωρινή κατάσταση των απειλούμενων ειδών καθώς και όποιες δυσκολίες συναντώνται κατά τις προσπάθειες διατήρησής τους, ιδιαίτερα όσο αφορά τη σχέση τους με τον άνθρωπο.
Νομική προστασία
α) Εθνικές διατάξεις : Στο Ν.Δ. 86/69 και σε πολλά άρθρα αυτού (258 παρ. 3 εδ. ζ, 257 παρ.5, 259 παρ. 2 εδ.α) συναντάται η έννοια του «επιβλαβούς» είδους. Σύμφωνα με το αρθρ. 259 παρ. 3 εδ. ζ, ο λύκος κατατάσσεται στα επιβλαβή είδη και η θήρα αυτού ανταμείβεται χρηματικά (αθρ. 257 παρ.5) Η έννοια του επιβλαβούς είδους δεν προσδιορίζεται νομικά. Επιβλαβή είδη θεωρήθηκαν κυρίως αυτά που προκαλούσαν ζημιές στην κτηνοτροφία και τη γεωργία. Οι ρυθμιστικές αποφάσεις για τη θήρα αναφέρουν για τελευταία φορά τον λύκο ως «επιβλαβές» είδος το 1993. Κατόπιν προσφυγής οικολογικών οργανώσεων στο ΣτΕ εκδίδεται η 641/93 απόφαση του Υφυπουργού Γεωργίας με την οποία διατάσσεται η αναστολή της ρυθμιστικής απόφασης ως προς την θήρα επιβλαβών ειδών. Από αυτό το χρονικό σημείο και μετά δε ξαναγίνεται αναφορά σε επιβλαβή είδη στις ρυθμιστικές αποφάσεις του κυνηγιού.
β) Διεθνείς Διατάξεις : Η Ελλάδα έχει επικυρώσει με τον νόμο 1335/83 την Ευρωπαϊκή σύμβαση της Βέρνης η οποία περιλαμβάνει τον λύκο στο σχετικό πίνακα (παράρτημα ΙΙ) των αυστηρά προστατευόμενων ειδών. Σύμφωνα με τη σύμβαση της Βέρνης απαγορεύεται η σύλληψη, κατοχή και φόνος του είδους, το εμπόριο του ζώου (νεκρού ή ζωντανού) ή τμημάτων αυτού και η υποβάθμιση ή καταστροφή τόπων αναπαραγωγής του είδους. Η σύμβαση υποχρεώνει τα συμβαλλόμενα κράτη να λάβουν τα απαραίτητα νομοθετικά ή /και διοικητικά μέτρα για την προστασία των βιοτόπων του είδους.
Σύμφωνα με τη σύμβαση της Ουάσινγκτον για τη ρύθμιση του διεθνούς εμπορίου των απειλούμενων ειδών χλωρίδας και πανίδας ( CITES ) η οποία επικυρώθηκε από την Ελλάδα το 1984, ο λύκος περιλαμβάνεται στο παράρτημα ΙΙ, των εν δυνάμει απειλούμενων ειδών, όπου το διεθνές εμπόριο ατόμων του είδους ή τμημάτων του ελέγχεται αυστηρά
Σύμφωνα επίσης με την οδηγία 92/43 της Ε.Ε για τη διατήρηση των φυσικών οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας ο λύκος θεωρείται ως απόλυτα προστατευόμενο είδος (παράρτημα IV) , ενώ απαιτείται η διατήρηση των βιοτόπων του (παράρτημα ΙΙ) στη περιοχή της κατανομής του, νότια του 39 ο παράλληλου ενώ πάνω από αυτόν (βορειότεροι πληθυσμοί) το καθεστώς προστασίας του είδους είναι ελαστικότερο . Ο λύκος βόρεια του 39 ου παραλλήλου μπορεί να υπαχθεί, (άρθρ.: 13 παρ. 2 ΚΥΑ / 11-12-98 - εναρμόνιση με την 92/43 οδηγία), σε κυνηγετικούς κανόνες. Επιπλέον, αν διαπιστωθεί ότι συντρέχει σημαντικός κίνδυνος για την πρωτογενή παραγωγή ή αν το επιβάλλουν λόγοι δημοσίας υγείας δύνανται να εκδοθούν ΚΥΑ για τον έλεγχο (αποφάσεις εξόντωσης ή αναφορά του λύκου ως θηρεύσιμο είδος, σε ρυθμιστικές αποφάσεις για το κυνήγι του πληθυσμού του, (άθρ. 14 παρ. 1 α ). Σύμφωνα όμως με την παράγραφο 3 του άρθρου 14 ( σημεία από α έως ε ) εάν υπάρξουν παρεκκλίσεις, αυτές πρέπει να δικαιολογούνται και να τεκμηριώνονται απόλυτα τόσο ως προς την σκοπιμότητα αλλά και ως προς τον τρόπο εφαρμογής του ελέγχου και των αποτελεσμάτων του.
Το διπλό αυτό καθεστώς προστασίας του λύκου δε φαίνεται να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες του είδους, ούτε φαίνεται να υπαγορεύεται από σαφή βιογεωγραφικά δεδομένα. Η αναφορά σε δύο διαφορετικά καθεστώτα προστασίας, σε μια τόσο μικρή γεωγραφική περιοχή όπως είναι η Ελλάδα, είναι στην πράξη τελείως αδόκιμη.
Επίσης, σύμφων
α με το Κόκκινο βιβλίο ( Red List , 1996) της IUCN ( International Union for the Conservation of Nature ), ο λύκος θεωρείται είδος τρωτό.
ΠΗΓEΣ :
http://www.callisto.gr
http://www.gpeppas.gr
Photo: Internet - gpeppas