«ΒΓΗΚΕ Ο ΚΥΝΗΓΟΣ για να σπείρει το σπόρο του και να βοηθήσει το κατά όσο δυνατόν τα θηράματα του βουνού .
Και καθώς έσπερνε, μερικοί σπόροι έπεσαν στο δρόμο, καταπατήθηκαν και τους έφαγαν τα πουλιά. Και άλλοι έπεσαν σε πετρώδες έδαφος και, αφού φύτρωσαν, ξεράθηκαν γιατί δεν είχαν υγρασία. Και άλλοι έπεσαν ανάμεσα σε αγκάθια και όταν τα αγκάθια βλάστησαν μαζί τους τους έπνιξαν τελείως. Και άλλοι έπεσαν σε καλή γη και αφού φύτρωσαν απέδωσαν καρπό εκατό φορές περισσότερο»
Ο ΑΝΕΜΟΣ ΠΗΡΕ έναν από τους σπόρους του κυνηγού και την ώρα του δειλινού τον έριξε στην καρδιά μιας νεαρής πέρδικας.
Ήταν η ημέρα των γενεθλίων της και κάποτε είχαν προφητεύσει στους γονείς της πως αν ο σπόρος ενός κυνηγού πέσει μέσα της την ημέρα που θα ανέτελλε το άστρο της στο στερέωμα της ζωής θα έπιανε βαθιές ρίζες και θα έδινε καρπούς ανάλογους με το μέρος που θα έπεφτε. Αν έπεφτε στο μυαλό της θα γινόταν έξυπνη, αν έπεφτε στη μήτρα της καρπερή, αν έπεφτε στο πρόσωπο της θα γινόταν όμορφη, αν έπεφτε στην πλάτη της θα γίνονταν λυγερόκορμη κι αν έπεφτε στην καρδιά της, τότε θ' αγαπούσε τον κυνηγό για πάντα.
Η ΠΕΡΔΙΚΑ ΜΕΓΑΛΩΝΕ και μέσα της μεγάλωνε και η αγάπη της για το κυνηγό .
Ο σπόρος που έφερε ο άνεμος εκείνο το δειλινό στην καρδιά της είχε πια καρποφορήσει. Η καρδιά της είχε μεταμορφωθεί σ' έναν απέραντο ανθισμένο κήπο, έτοιμο να δεχθεί το κυνηγό μόλις θα ερχόταν. Γιατί η πέρδικα πίστευε ακράδαντα πως ο κυνηγός θα έρθει. Και ήλπιζε πως θα έρθει άνοιξη για να βρει τον κήπο της καρδιάς της ανθισμένο. Κι όταν θα ερχόταν θα περπατούσαν μαζί πιασμένοι χέρι χέρι και θα κάθονταν αγκαλιά δίπλα στους ανθούς ενός άσπρου γιασεμιού η στα σχεδόν απάτη βράχια της περιοχής της αγναντεύοντας αυτά που μόνο οι δύο τους ήταν ικανοί να δουν και να νιώσουν . Και για να είναι σίγουρη πως όταν θα έρθει θα είναι άνοιξη, η θέληση της καθόρισε πως μόνο άνοιξη θα επικρατεί στην καρδιά της.
Η ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ ΑΝΟΙΞΗ στην καρδιά της πέρδικας είχε καταπληκτικά αποτελέσματα επάνω της.
Το ράμφος της έγινε πιο ροδαλό, το κελάηδισμα της πιο μελωδικό, το γέλιο της αντηχούσε σε όλα τα φαράγγια. Το στήθος της έγινε πιο πλουμιστό και φουσκωτό, τα μάτια της δυο μενεξεδιά αστέρια και τα φτερά της πιο γυαλιστερά και ευέλικτα και κάθε μέρα τα χιλιοδίπλωνε και τα χιλιοξεδίπλωνε πετώντας από μέρος σε μέρος προσπαθώντας να εξωτερικεύσει αυτήν την άνοιξη που ξεχυνόταν ασταμάτητη μέσα της. Αφήστε τα όνειρα που έκανε για την πολυπόθητη μέρα που θα πρωτόβλεπε τον κυνηγό της. Πρώτα θα του έδινε κρυστάλλινο σμαραγδένιο νερό από την πηγή του Βοϊδομάτη να πιει κι αν ήταν κουρασμένος θα του έστρωνε κατάλευκα σεντόνια να ξαπλώσει. Μόλις ξεκουραζόταν θα τον ρωτούσε τα νέα του. Θα ήταν υπομονετική και εξυπηρετική.
Δεν επρόκειτο να βιαστεί να του δείξει την επίδραση του σπόρου του στην καρδιά της. Θα τον άφηνε να την ανακαλύψει μόνος του. Ήταν αποφασισμένη να τον εμπιστευτεί σε όλα, να υπομείνει τα πάντα, να μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες του, να τον υπηρετήσει πιστά. Θα έκανε το λυγμό του τραγούδι, θα σκούπιζε τον ιδρώτα του προσώπου του, θα του φώτιζε το δρόμο να μη χαθεί. Σιγά σιγά η καρδιά του θα έμπαινε στη δική της αβίαστα. Και τότε, τι έκπληξη και χαρά για τον κυνηγό να δει το σπόρο του να έχει καρποφορήσει έτσι! Κι αφού η πέρδικα τον έκανε μια βόλτα στον ανοιξιάτικο κήπο της καρδιάς της θα του έλεγε την παλιά προφητεία: ο σπόρος του γεωργού που θα έπεφτε στην καρδιά της μικρής πέρδικας θα την έκανε να τον αγαπήσει για πάντα !
Και ίσως να του έδινε και την ζωή της για να τον κάνει ευτυχισμένο !
ΠΕΡΑΣΕ ΚΑΙΡΟΣ και μια μέρα είδε δίπλα της ένα μεγάλο πουλί με αριστοκρατικό ράμφος και πράσινα διαπεραστικά μάτια που την κοίταζε εξεταστικά.
Αισθάνθηκε μια περίεργη έλξη να την τραβάει κοντά του και, αυτή η τόσο ντροπαλή πέρδικα, βρέθηκε να τον ρωτάει: «Μήπως είστε κυνηγός ;». «Όχι», της απάντησε, «είμαι αετός». Αετός!
Πρώτη φορά έβλεπε αετό η νεαρή ακόμα πέρδικα και της άρεσε η κορμοστασιά του και το βλέμμα του που έδειχνε εξυπνάδα, καλοσύνη και αρχηγικά προσόντα. «Γιατί με ρώτησες αν είμαι κυνηγός ;», τη ρώτησε ο αετός. Η πέρδικα κούρνιασε δίπλα του και καθώς έπεφτε το δείλι κι έβαφε τον ουρανό με κροκί, χρυσαφιά και μενεξελιά χρώματα του είπε την ιστορία της. «Θα σε βοηθήσω να βρεις το κυνηγό που έσπειρε το σπόρο στην καρδιά σου», είπε ο αετός.
Και άρχισαν να πετάνε μαζί κάθε πρωί. Κι από ψηλά έψαχναν συνεχώς για τον κυνηγό . Αλλά αντί για τον κυνηγό , μια μέρα, τελείως απρόσμενα, μπήκε η καρδιά του αετού στην καρδιά της πέρδικας. Και είδε τον ανθισμένο κήπο της καρδιάς της με το γιασεμί που μοσχομύριζε μες στη μέση. Και στεφανωμένοι με τα λευκά του άνθη, ο αετός και η πέρδικα ενώθηκαν αβίαστα με την αιώνια ένωση της αγάπης και συνέχισαν να πετούν μαζί εκεί ψηλά στην κορυφή του όμορφου και άγριου αυτού κόσμου λίγο πριν από τον ουρανό !
Από ένα παραμύθι που μιλάει για αγάπη και παραδόσεις !
Ο Κόσμος του επενδυτή
Διαμόρφωση Γ Πέππας