H Πέρδικα του Γρανίτσα
Της Θανάσαινας ο γυιος
ο περδικοκυνηγός
όλη μέρα στο κυνήγι
και το βράδυ τρώει κρεμμύδι.
Ίσως αυτό το απλοϊκό διστιχάκι να περικλείει μέσα του όλα όσα σχετίζονται μ' αυτό το ξεχωριστό κυνήγι, που δεν μπορεί και δεν πρέπει να ταυτίζεται με τίποτε άλλο απ' αυτά που σήμερα αποκαλούμε κατ' ουσία ή κατ΄ ευφημισμό «κυνήγι».
Πολλούς ανθρώπους και ζώα εξιδανίκευσεν η δημοτική ποίησις. Αλλά διά την άτυχη Πέρδικα εφάνη τόσον βάναυσος, ώστε να λυπούμαι άμα την βλέπω, ή άμα ακούω τα τραγούδια της. Τα μάτια της και τα φρύδια της, αριστουργήματα συνθέσεως φωτός και χρωμάτων, τα εχάρισεν ο δημοτικός στίχος εις χιλιάδας γυναικών. Δεν ετραγούδησε κανείς χωριάτης η βλάχος, ποιητής ή σκιτζής, την ερωμένην του, δίχως να βεβαίωση ότι είναι «περδικομάτα». Επίσης όλοι οι ερασταί ανεκάλυψαν ότι τα στήθη «εκείνης» είναι όπως της πέρδικας. Δι’ ο και η «περδικόστηθη» δίνει και παίρνει εις την Δημοτικήν Ποίησιν, όπως και η «περδικομάτα» και η «περδικοπερπατούσα». Εάν ιδήτε Πέρδικα να περπατή, θα ομολογήσετε ότι πλέον αρμονικόν, ρυθμικόν, ευφρόσυνον περπάτημα είναι αδύνατον να έχουν και οι άγγελοι.
Οι κυνηγοί, άμα την βλέπουν να περπατή, της σφυρίζουν όπως τα σκυλιά. Αυτή, έχουσα ίσως πεποίθησιν εις την τέχνην της να γυρίζη ανάποδα, ώστε να μη φαίνεται, στέκει ή λουφάζει ή αναποδογυρίζεται και ο κυνηγός σφυρίζων την πλησιάζει έως εκεί που θα του έλθη βολικά να την τουφεκίση? εάν εννοείται, δεν τον γελάση και χαθή από τα μάτια του, έστω και αν είναι εντελώς κατεμπρός του. Ιδίως τα περδικόπουλα έχουν τόσην επιτηδειότητα να γίνωνται ένα με το χώμα, διότι τα βοηθεί και το χρώμα των, ώστε και να τα έχετε εμπρός στα μάτια σας είναι αδύνατον να μη τα χάσετε. Δι’ αυτούς τους λόγους το κυνήγι της Πέρδικας είναι δύσκολον δι’ όλους τους κυνηγούς.
Ημείς έχομεν ένα χωριανόν μας μανιώδη περδικοκυνηγόν, ο οποίος όμως σπανίως επιτυγχάνει εις το προσφιλές του αυτό κυνήγι. Και τον υποδέχονται πάντοτε οι συνάδελφοί του με το σχετικόν τραγούδι:
Η Πέρδικα κάνει τη φωλιά της εις χαμηλά ριζοσπήλια. Το τραγούδι μόλα ταύτα λέγει:
Απάνω στη τριανταφυλλιά
φκιάνει η πέρδικα φωλιά,
με σύρματα και με φλωριά
και με σαράντα πέντε αυγά?
κι ανατραντάχθη η πέρδικα
και πέσαν τα τριαντάφυλλα?
το μάθαν οι αρχόντισσες
και παν να τα μαζέψουν,
να φκιάσουν άνθινο νερό
να λούσουν νύμφη και γαμπρό.
Κλώθει συνήθως δώδεκα αυγά, μολονότι η λαϊκή ζωολογία λέγει ότι φθάνει έως τα τεσσαράκοντα πέντε. Τα αυγά της όχι μόνον τρώγονται, αλλά και τα βάζουν εις τις φωλιές της κότας, η οποία τα κλώθει όπως και τα εδικά της. Τα κοτοπερδικόπουλα όμως φεύγουν εις την ερημίαν άμα μεγαλώσουν, διά τούτο δε και φροντίζουν ενωρίς να τα κλείσουν στα κλουβιά. Αλλά και εκεί, όταν είναι, μόλις ακούσουν περδικολάλημα κτυπούν τα σύρματα μέχρις αιματώματος. Οι κυνηγοί μεταχειρίζονται τα κοτοπερδικόπουλα ακριβώς δι’ αυτόν τον σκοπόν. Αφού μεγαλώσουν ολίγον τα παίρνουν με τα κλουβιά των και τα τοποθετούν εις μέρη περδικοσύχναστα. Εκεί βάζουν επάνω στα κλουβιά ένα πανί κόκκινο, το οποίον, άγνωστον διά ποίον λόγον, ερεθίζει την Πέρδικα εις λάλημα αδιάκοπον. Κατ’ αυτόν τον τρόπον «μαυλίζονται» οι άλλες πέρδικες και πλησιάζουν τα κλουβιά, όπου οι κυνηγοί τας αναμένουν, κρυμμένοι πίσω από βράχους ή κλαδιά.
Το πέταγμα της Πέρδικας είναι τόσον βροντερόν, ώστε «έσκιαξε και τον Κατσαντώνην», όπως λέγουν οι Σαρακατσάνοι. Περιττόν να σημειώσω, ότι ο Κατσαντώνης γεμίζει όλα τα βουνά μας με το όνομά του: «Πήδημα Κατσαντώνη», «Σπηλιά Κατσαντώνη», «Βρύση Κατσαντώνη» κ.λ,π. Είναι ένα είδος Διγενή Ακρίτα διά τα Άγραφα. Ετρόμαξε λοιπόν και τον Κατσαντώνην το πέταγμα της Πέρδικας, εις το άκουσμα του οποίου νομίζετε ότι επελαύνει ιππικόν.
Τι τρώγει η Πέρδικα;
Σχεδόν όλα τα χορταρικά. Αλλά απαραίτητος τροφή της είναι το χαλίκι, το οποίον κατά μεν την πραγματικήν λαϊκήν ζωολογίαν το τρώγει διά να διευκολύνη την χώνευσίν της, κατά δε την ποιητικήν παράδοσιν διά να λαγαρίζη η φωνή της.
Άμα το πρωί ακούω την φωνήν της, την καταλάγαρην και γλήγορην ως αστραποβόλημα, δέχομαι την παράδοσιν ότι τροχίζει τον λαιμόν της με στουρνάρια και ασπρολίθαρα. Αλλ’ ελησμόνησα να σημειώσω ότι η Πέρδικα έχει αδυναμίαν και προς τα σταφύλια. Ένα από τα άπειρα τραγούδια της λέγει:
- Πού ήσουν πέρδικα γραμμένη
κι ήλθες το πρωί βρεμένη;
- Ήμουνα πέρα στα πλάγια
στις δροσιές και στα χορτάρια
- Τ’ έτρωγες πέρα στα πλάγια
στις δροσιές και στα χορτάρια;
- Έτρωγα το Μάη τριφύλλι
και τον Αύγουστο σταφύλι.
Τα περισσότερα τραγούδια του γάμου και των αρραβώνων δανείζονται εικόνες, ευμορφιές και δροσιές από την Πέρδικα. Είναι το ποιητικώτερον σύμβολον της Ευμορφιάς, της Εορτής, της Χαράς, της Δροσιάς, της Γυναίκας. Ο αετός εις κάποιους στίχους παρακαλεί τα νύχια του:
Νύχια μου και νυχάκια μου,
και νυχοποδαράκια μου,
την πέρδικα που πιάσατε
να μην τηνε χαλάσετε.
Η Πενταγιώτισσα πάλιν παρουσιάζεται εις ένα από τα τραγούδια της ως πέρδικα, που την ήρπασε στα νύχια του ένας από τους εραστάς της, από τους πολλούς, που έσφάζοντο στην ποδιά της όπως τα κριάρια:
Ανέβηκα και κοίταξα
της Αϊ-Θυμιάς τον κάμπο
Είδα (ν) αετό που κράταγε
μια πέρδικα στα νύχια.
Κι αετός αποκοιμήθηκε
κι η πέρδικα του φεύγει.
Πέτρα σε πέτρα περπατεί
λιθάρι σε λιθάρι.
Μόνον άμα «σταυρώση» τον δρόμον του στρατοκόπου, τουτέστιν άμα περάση εμπρός του σταυρωτά προς την διεύθυνσίν του, είναι κακός οιωνός. Τότε «κόβει τον καλό δρόμο».
Περδικοκυνηγός
ο (ουσιαστικό) [ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ :πέρδικα - κυνηγός] αυτός που κυνηγάει πέρδικες.
Η ελληνική γη είναι γεμάτη από χώρους όπου ένα πλούσιο φυσικό η ημιφυσικό δεν έχει σημασία περιβάλλον είναι γεμάτο με τα έργα , τις ιδέες και τα βαθιά σημάδια του ανθρώπινου πολιτισμού και της ιστορίας , μια και ο άνθρωπος στην Ελλάδα κατοικεί και δημιουργεί εδώ και δεκάδες χιλιάδες χρόνια .
Και όλα αυτά προσδίδουν σε διάφορα μέρη της πατρίδας μας την αίσθηση του μόχθου του ανθρώπου αλλά και της άγριας ζωής να γίνει ένα με το σύμπαν . Και είναι αυτή μια αίσθηση πολύτιμη , συχνά όμως αδιόρατη στο αμάθητο πνεύμα .
Μεγάλος και ο μόχθος του περδικοκυνηγού , του πραγματικού όμως και όχι του αλόγιστου επιδειξία άρπαγα , του κυνηγού που το πρώτο που λαχταρά η καρδιά του είναι να τις συναντήσει, να τις δει και αν είναι άξιος ο ίδιος και τα σκυλιά του να κρατήσει στο χέρι του μία δύο από αυτές και να χαϊδέψει το πλουμιστό αντιπροσωπευτικό του είδους πτέρωμα τους .
Ίσως η θέληση, η υπομονή, η καρτερικότητα, η προσμονή από μια "συνάντηση"… όλα αυτά και μια ανεξήγητη «εσωτερική παρόρμηση» οδηγούν γοργά τα βήματα στα βράχια και στα γκρέμια, η αδημονία για την ποθούμενη συνάντηση με τη «βασίλισσα» που αγέρωχη στέκει πάνω στα διάσελα, κάνουν τον κυνηγό ανθεκτικό, έτοιμο να αντιμετωπίσει τις φυσικές προκλήσεις και τις κακουχίες, τις αντιξοότητες, για να βρεθεί «κοντά» της, με την ελπίδα να έχει μια επιτυχημένη κυνηγετική έξοδο...
Πραγματικά τυχερός όποιος είχε ή έχει τη τύχη να γευτεί αυτά τα «γλυκόπικρα συναισθήματα», που χαρίζει το συγκεκριμένο κυνήγι, αυτός που το πρωινό, αχάραγα, θα σταθεί εκστατικός στα «ριζά» του βουνού ακούγοντας τα μελωδικά «κακαρίσματα», αυτός που θα κάνει βίωμα και πράξη χειροπιαστή πρώτα απ΄ όλα την συνεργασία με τους ακούραστους συντρόφους του τα σκυλιά, σε μέρη άγρια δύσκολα και απρόσιτα, εκείνος που θ’ ακούσει τους «βαριούς χτύπους» της καρδιάς του να τον «συντροφεύουν», μη μπορώντας πολλές φορές να ξεχωρίσει, αν είναι από το δρασκέλισμα στις «ορθοπλαγιές» και την αναπόφευκτη κούραση ή από την συγκίνηση που τον πλημμυρίζει όταν προσπαθεί να «αλώσει» το περδικοτόπι…
Ο περδικοκυνηγός, επειδή νιώθει την ιδιαίτερη αξία της πέρδικας και την αξία του ιδρώτα με τον οποίο «κατακτιέται», στέκει πάνω από τα «νούμερα», δεν υποκύπτει στον πειρασμό της υπερβολής...
Αυτό είναι κάτι που δυστυχώς έρχεται με τα χρόνια, γιατί δεν είναι πάντα έτσι.
Τα παλιότερα χρόνια του θηραματικού πλούτου, μια υπερβολή δεν ήταν μεγάλη αμαρτία. Σήμερα, όμως, μια «υπερβολή» στην πέρδικα? είναι έγκλημα!
Ο περδικοκυνηγός κυνηγούσε στο βουνό από κάτω προς τα πάνω, «μαζεύοντας» τον τόπο σύμφωνα με την εμπειρία του και την τεχνική του. Το «ανέβασμα» του βουνού ήταν μια ιδιαίτερη γνώση, που αποκτιόταν από τους παλιότερους και την εμπειρία.
Η απλή περιπατητική δραστηριότητα απέχει πάρα πολύ από την κυνηγετική αναζήτηση σε έναν ορεινό όγκο? Πρέπει να αναγνωρίζεις τον τόπο που βολεύει την πέρδικα, όχι τον τόπο που βολεύει εσένα για να περπατήσεις...
Ο περδικοκυνηγός αναγνώριζε τους καιρούς, τις αντάρες και τις καταιγίδες, πριν ακόμα ξεσπάσουν!
Μάντευε τους κινδύνους, υπολόγιζε τα απότομα και επικίνδυνα περάσματα, τα βράχια που μπορεί να ξεκολλήσουν, τα «στεφάνια» που μπορούσαν να σε κυλήσουν στο κενό...
Γνώριζε πώς να αποφύγει τα φρύδια των γκρεμών που γκρεμίζονται και σκοτώνονται οι σκύλοι, από το πάθος τους να τρέξουν πίσω από το κοπάδι.
Σήμερα, «περδικοκυνηγός» λέγεται αυτός που παρκάρει στην κορφή ενός άλλοτε ρωμαλέου και δυσπρόσιτου βουνού, ξεφορτώνει ένα καμιόνι σκύλους, κλείνει τον τόπο με πολυπληθή παρέα, κινείται ομαδόν σε κατάληψη των υψωμάτων και κατηφορίζει από πάνω προς τα κάτω, ξεκούραστα και άνετα....
Διαμαρτύρεται γιατί δεν έχει πια τόσες πέρδικες, αλλά είναι έτοιμος να «ξεκληρίσει» όλο το κοπάδι αν το βρει εύκαιρο. Νομίζει πως υπάρχει κάποιος θεός που? σπέρνει τα βουνά πέρδικες, ανεξάρτητα του πόσες σκοτώνονται!
Σήμερα, ως «περδικοκυνηγός» τολμά να παρουσιάζεται και εκείνος που προσπαθεί να καταξιωθεί ανάμεσα σε παρόμοιους... οπλοφόρους, οι οποίοι από τα βουνά συγκράτησαν μόνο το «νούμερο» ή «φτιάχτηκαν» διαβάζοντας κατορθώματα? άλλων σε περιοδικά!
Δυστυχώς αυτό το σύμβολο της ελληνικής υπαίθρου κατάντησε για πολλούς αντικείμενο ανελέητου διωγμού. Ελάχιστοι είναι πλέον εκείνοι που εξακολουθούν να προσδίδουν στην πέρδικα την οικολογική και πολιτιστική αξία που δικαιούται. Οι πολλοί θέλουν μόνο να τη σκοτώσουν. Δεν τους ενδιαφέρει αν θα εξακολουθήσει να υπάρχει. Αν θα ξανακουστεί στα βουνά να κελαηδά.
Κάποτε ο λαός μας την τραγουδούσε, την αγαπούσε και χαιρόταν το κυνήγι της, έστω κι αν σαν της Θανάσαινας το γιο, έτρωγε κρεμμύδι.
Σήμερα όλοι την κυνηγούν, πολλοί θέλουν να την εξοντώσουν και κάποιοι τη μισούν και βγάζουν πάνω της όλα τους τ' απωθημένα.
Το κυνήγι της πέρδικας, δυστυχώς κατάντησε να γίνει υπόθεση, δύο - το πολύ τριών Σαββατοκύριακων, οπότε τα λιγοστά κοπάδια έχουν διασκορπιστεί, ένας σημαντικός αριθμός πουλιών έχει μπει στους καταψύκτες και οι περδικοκυνηγοί θα μπουν και πάλι σε νηστεία έντεκα μηνών για να μπορέσουν να ξαναδούν και να ξανακούσουν τη λαλιά της πέρδικας.
Ανάμεσα στις δύο περιγραφές υπάρχουν όλες οι διαβαθμίσεις. Κάποιοι μπορεί να φέρνουν περισσότερο προς τη μια, κάποιοι προς την άλλη και πολλοί... κάπου ανάμεσα. Το κυνήγι του βουνού έπαψε να είναι μια «ασκητική» και μοναχική δραστηριότητα. Τείνει με την ευκολία των μέσων πρόσβασης και των δρόμων που συνεχίζουν να «σφάζουν» τα βουνά μας- να μετατραπεί σε κυνήγι για τον εντελώς «τυχαίο».
Επιβεβαιώνεται και από το ερευνητικό πρόγραμμα «Αρτεμις» η τάση που υπάρχει σε αυτό το είδος, για ανώτατο και κατώτερο πληθυσμιακό επίπεδο μέσα σε έναν δεκαετή κύκλο. Σύμφωνα με το αποτελέσματα που παρουσιάστηκαν, τη διετία '95-'96 θηρεύτηκαν οι περισσότερες πέρδικες, ενώ ακολούθησε πτωτική τάση μέχρι τη διετία 2003-2004, οπότε η κάρπωση ανεβαίνει και πάλι σε μεγάλα επίπεδα. Βέβαια, η κάρπωση είναι αποτέλεσμα της κυνηγετικής ευκαιρίας, οπότε το συμπέρασμα βγαίνει εύκολα. Οταν υπάρχουν θηράματα, υπάρχει και ανάλογη κάρπωση. Και στα πολλά και στα λίγα!
Επίσης, πρέπει να σημειώσουμε ότι από την περίοδο 2007-2008 μετατοπίστηκε η κυνηγετική περίοδος του κυνηγίου της ορεινής πέρδικας και από 15 Σεπτεμβρίου που ήταν η έναρξη μεταφέρθηκε στην 1η Οκτωβρίου. Αντίστοιχα η λήξη από 30 Νοεμβρίου πήγε στις 15 Δεκεμβρίου. Αυτή η μετατόπιση μείωσε την πίεση στην πέρδικα, αφού πολλοί κυνηγοί στρέφονται στο κυνήγι της μπεκάτσας, ενώ παράλληλα οι καιρικές συνθήκες του χειμώνα αποθαρρύνουν αρκετούς από το να ανέβουν στα βουνά.
Την επόμενη χρονιά επί «υφυπουργίας» Κιλτίδη μειώθηκε και το όριο κάρπωσης, από τέσσερα σε δύο πουλιά.
Στην έρευνα του «Αρτεμις» ως περδικοκυνηγοί υπολογίζονται όσοι θήρευσαν τουλάχιστον μία πέρδικα σε μια κυνηγετική περίοδο.
Τι φταίει όμως και το στολίδι αυτό της ελληνικής υπαίθρου υποτιμήθηκε τόσο πολύ;
Προσωπικά πιστεύω ότι το κακό ξεκινά από την παιδεία μας. Όταν λέω βέβαια παιδεία, δεν εννοώ αυτό που ορισμένοι βάφτισαν «κυνηγετική παιδεία». Η παιδεία είναι μία και μοναδική και σχετίζεται με την καλλιέργεια του πνεύματος του ανθρώπου. Ξεκινά από τα πρώτα βήματά μας στη ζωή και δεν τελειώνει ποτέ. Τα σχολειά μας είναι εκείνα που θα βάλουν τις σωστές βάσεις για τη γενικότερη παιδεία μας και από κει θα μάθουμε όσα θα μας συνοδεύσουν στη ζωή, ή τα περισσότερα, αν όχι όλα.
Κάποτε λοιπόν, όταν η δική μου γενιά αλλά και οι προηγούμενες πηγαίναμε στο σχολειό, μαθαίναμε από τα πρώτα χρόνια της μαθητείας μας να γνωρίζουμε την ύπαιθρο, τα δέντρα, τα οικόσιτα, τα άγρια, τα πουλιά και κάθε τι απλό που θα βλέπαμε μπροστά μας, περπατώντας στην εξοχή.
Η πέρδικα ήταν τα χρόνια εκείνα κάτι ξεχωριστό. Ένα πουλί με ξεχωριστά χαρακτηριστικά και ξεχωριστές ικανότητες. Ταχύτητα, εξυπνάδα, ομορφιά, γλυκιά λαλιά και πολλά ακόμη προσόντα. Η συμπεριφορά της απέναντι στον άνθρωπο φιλική και συχνά έδινε την εντύπωση ότι διάβαζε τις προθέσεις του ανθρώπου απέναντί της.
Οι άνθρωποι την αγαπούσαν, την τραγουδούσαν, την φρόντιζαν, αλλά και την κυνηγούσαν. Την κυνηγούσαν όμως με σύνεση, με υπευθυνότητα και ξεχωριστή προσοχή.
Δεν χρειαζόντουσαν υπουργικές αποφάσεις, τοπικές ρυθμίσεις, απαγορεύσεις και θηροφύλακες. Ήξεραν καλύτερα από τον καθένα πως θα διαχειριζόντουσαν αυτό το θείο δώρο. Άλλωστε οι κυνηγοί εκείνα τα χρόνια δεν ήταν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι της κοινωνίας.
Κυνηγός ήταν ο πατέρας, ο θείος, ο παπάς, ο δάσκαλος. Ήταν τα πρόσωπα που σεβόμασταν κι εκτιμούσαμε. Ήταν εκείνοι που όταν τους συναντούσαμε, βγάζαμε το καπέλο και τους φιλούσαμε το χέρι. Ήταν τα ινδάλματά μας. Ινδάλματα που δεν έβριζαν τον χωρικό που αγωνιζόταν για την επιβίωση, δεν μάλωναν μεταξύ τους για τη διεκδίκηση του θηράματος. Ήταν άνθρωποι απλοί που πήγαιναν στο κυνήγι από αγάπη και όχι για να εκτονώσουν τα απωθημένα τους.
Όταν γύριζαν στο χωριό, εμείς τα πιτσιρίκια τρέχαμε να τους υποδεχτούμε παραλληλίζοντάς τους με τους «ήρωες» των αναγνωστικών μας και εκλιπαρούσαμε να μας επιτρέψουν να χαϊδέψουμε τα πλουμιστά πουπουλάκια της λεβεντοπέρδικας και να θαυμάσουμε το κόκκινο ράμφος και τα λαμπερά της γιορντάνια.
Όμως, τα χρόνια πέρασαν, οι πατεράδες έπαψαν πια να είναι κυνηγοί, τ’ αναγνωστικά δεν γράφουν λαογραφήματα, η πέρδικα δεν ξεχωρίζει από τον κόρακα και η παρουσία της στη φύση δείχνει να μην διαφέρει από τα μουσειακά εκθέματα. Γενικότερα, η φύση παρουσιάζεται στα σημερινά παιδιά σαν ένα ζωντανό μουσείο και τα περισσότερα πιστεύουν ότι ύπαιθρος και ζωολογικός κήπος είναι ταυτόσημες έννοιες. Φυσικά ο κυνηγός δεν έχει καμία θέση σ’ αυτό το ζωολογικό κήπο, δεδομένου ότι η διαχείριση περνά στα χέρια κάποιων άλλων που δικαιούνται μόνο να νοικιάζουν, να πουλάνε και ν΄ αποδίδουν δικαιώματα οικονομικά στο κράτος.
Ποιοι είναι όμως σήμερα οι κυνηγοί και ιδιαίτερα οι περδικοκυνηγοί;
Χωρίς καμία πρόθεση να τους υποτιμήσω, θα έλεγα ότι σ’ ένα μεγάλο βαθμό είναι άνθρωποι που δεν είχαν την ευκαιρία να τη γνωρίσουν και να την αγαπήσουν.
Αυτός πιστεύω είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν δείχνουν τον σεβασμό που αξίζει στην πέρδικα.
Όσα κι αν γράψω εγώ ή κάποιος άλλος, ρομαντικός ασπρομάλλης, φοβάμαι ότι δύσκολα θα μπορέσουμε να ευαισθητοποιήσουμε αυτούς που δεν ικανοποιούνται με την ποιότητα, αλλά με την ποσότητα του κυνηγίου. Γι αυτούς, δεν υπάρχουν οι συναισθηματισμοί φραγμοί που υπάρχουν σε μας, διότι απλά δεν γαλουχήθηκαν με τις ίδιες αξίες.
Δύσκολα αρκετοί από τους σημερινούς περδικοκυνηγούς θα μπορέσουν ν’ απολαύσουν ένα εξαιρετικό κυνήγι πέρδικας, αν δεν γεμίσουν το σακίδιο με πουλιά.
Η κυνηγετική μας κουλτούρα άλλαξε κι αυτός είναι ένας δρόμος χωρίς επιστροφή.
Το περδικοκυνήγι σήμερα σε πολλές περιπτώσεις δεν θέλει πόδια. Θέλει λεφτά για 4χ4 και βενζίνες , για ν΄ αγοράσεις καλό σκύλο κι εκπαιδευμένο, μπίπερ ,gps και όλα τα υπόλοιπα τεχνολογικά καλούδια των ημερών μας < p>
Νέα ήθη, από τα οποία δυστυχώς δεν μπορούμε να ξεφύγουμε και θα ήταν ουτοπία αν πίστευα ότι είναι δυνατό να γυρίσουμε τα πράγματα πίσω.
Τι μπορεί όμως να γίνει για να συνεχίσουνε τα παιδιά μας να απολαμβάνουν την παρουσία της πέρδικας στα βουνά της πατρίδας μας;
Θεωρώ ότι είναι υποχρέωση όλων όσοι μπορούμε να αρθρώνουμε δημόσιο λόγο να ενημερώσουμε σωστά και ολοκληρωμένα τους κυνηγούς για το εξαιρετικό αυτό κληροδότημα που παραλάβαμε για να το διαχειριστούμε με ξεχωριστή φροντίδα.
Πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουν ότι η πέρδικα δεν είναι ένα είδος που έρχεται στη χώρα μας και φεύγει όποτε το ευνοούν οι συνθήκες.
Τα μεταναστευτικά πουλιά έχουν σαν μέσο άμυνα το ισχυρότερο όπλο που λέγεται αποδημία. Σήμερα μπορεί να είναι γεμάτος ο τόπος και αύριο να βρίσκονται σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, μακριά από σκύλους και όπλα.
Η πέρδικα δεν έχει τέτοια άμυνα. Εκεί που γεννήθηκε, εκεί θα πεθάνει και για το λόγο αυτό είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στην υπερβολική πίεση.
Πόσοι από μας στη πορεία, δεν διαπιστώσαμε εξ "ιδίας εμπειρίας", ότι η κυνηγετική δεξιότητα, η φυσική αντοχή και ρώμη, η κυνηγετική οξυδέρκεια, το κυνηγετικό πάθος, η βούληση, το μεράκι τους, να υπερνικήσουν κάθε εμπόδιο και να βρεθούν σε μια τίμια «αναμέτρηση» απέναντι στη βασίλισσα των ελληνικών βουνών, στα μέρη που κατοικεί και «διαφεντεύει», ήταν οι αποκλειστικοί "οδηγοί" τους ...
Τότε καταλάβαμε τον ψυχισμό τους, όταν «γευτήκαμε» τις πρώτες αποτυχίες, όταν ξαφνιασμένοι, σχεδόν αλαφιασμένοι, από το βούισμα και το απότομο και θορυβώδες σήκωμα του κοπαδιού, μείναμε άφωνοι και χωρίς αντίδραση στα αυτονόητα, απλοί παρατηρητές και θαυμαστές, όταν μας «συνεπήρε» η πρώτη επιτυχία και μείναμε ποιος ξέρει πόση ώρα, να κοιτάζουμε αποσβολωμένοι και σαστισμένοι, τον "κώτσο" που έπεσε μη πιστεύοντας αυτό που ζούσαμε και βλέπαμε...όταν κατεβήκαμε με το «πολύτιμο» αυτό θήραμα από το βουνό, χωρίς να νοιώθουμε την ελάχιστη κούραση, με τα πόδια μας να «πετάνε», ανάλαφροι και τη καρδιά μας να «πάλλεται» και να την «διαπερνούν» ανεπανάληπτες σκηνές κυνηγετικής ευωχίας… «κυνηγετικά πράγματα» που ζεις και είναι ίσως αδύνατο να περιγράψεις και να αποτυπώσεις…
Όπως και νάχει και παρά τα ουσιαστικά και αντικειμενικά προβλήματα που έφεραν τη «νέα τάξη πραγμάτων» στο κυνήγι της πέρδικας και στα ενδιαιτήματά της, παραμένει δικαίως το πιο αγαπημένο και τραγουδισμένο πουλί, από τα ενδημικά είδη, της άγριας πανίδας της χώρας μας, ένας ζωντανός θρύλος…
Την πέρδικα ο κυνηγός τη νικά όταν τη βρίσκει και όχι όταν τη σκοτώνει.
Αν κατορθώσουμε λοιπόν να πείσουμε τον εαυτό μας ότι η πεμπτουσία του κυνηγιού της πέρδικας είναι η συνάντηση και βάλουμε την κάρπωση σε δεύτερη μοίρα, τότε θα μπορούμε να υπερηφανευόμαστε ότι είμαστε πραγματικοί περδικοκυνηγοί.
Ασφαλώς, η κάρπωση είναι μια ξεχωριστή χαρά. Το να χαϊδέψεις το κορμί μας πέρδικας είναι μία ανάμνηση που θα σε συνοδεύει πάντα, όμως οι εκατόμβες, που ορισμένες φορές βλέπουμε, πολύ φοβάμαι ότι θα βάλουν στην πέρδικα ημερομηνία λήξης.
YΣ:
Προσωπικά για μένα πια είναι είδος προς « προστασία » και το κυνήγι της επί το πλείστον έχει μετατραπεί σε φωτογραφικό , με μικρές εξαιρέσεις θήρευσης , όταν βέβαια αυτές οι ίδιες οι πέρδικες το επιτρέπουν, μόνο και μόνο για τους τετράποδους συν-κυνηγούς μου και για να γευθώ με καλή παρέα που μπορεί να εκτιμήσει ένα τέτοιο πιάτο ,
που ξεχειλίζει της μοναδικότητας αυτού του είδους και που περιέχει όλη την ομορφιά , αγριάδα και τα αρώματα των ατίθασων ελληνικών βουνών.
...
ΠΗΓΕΣ :
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΓΡΑΝΙΤΣΑΣ
ΤΑ ΑΓΡΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΗΜΕΡΑ
ΤΟΥ ΒΟΥΝΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ
ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ ΚΥΝΟΦΙΛΙΑ
ΕΘΝΟΣ ΚΥΝΗΓΙ
ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΙΧΙ ΜΟΝΟ