Ήταν ένα γερό κι όμορφο, αλλά αγέλαστο παλικάρι, ο Λιάκος, που ζούσε σ’ ένα χωριό στο σύνορο Ελλάδας με Αλβανία, κει που συνορεύουν η ερημιά του βουνού με τη μοναξιά τ’ ανθρώπου, κι όπου οι πέτρες, αν ξέρεις να τις ρωτήσεις, θα σου μιλήσουν για μάχες και νεκρούς, και για τη φτώχεια και την ξενιτιά.
Νωρίς ένα πρωί ο Λιάκος ανηφόρισε στο Κουτσόκρανο από μονοπάτια που τα ’ξεραν μόνον οι κυνηγοί και οι τσομπάνηδες. Του άρεσε να περνάει ώρες ολόκληρες μονάχος στο βουνό. Λίγο χαμηλότερα από την κορυφή ο Μαύρος, ο σκύλος του Λιάκου, τεντώθηκε ξαφνικά –σωστό ελατήριο? και χίμησε σηκώνοντας πέρδικες από χάμω. Σήκωσε ο Λιάκος το όπλο κι έριξε. Μια πέρδικα έπεσε κάτω λαβωμένη, και με τη λιγοστή ζωή που ’χε ακόμη μέσα του το πουλί είπε:
«Λυπήσου με, χάρισέ μου τη ζωή κι εγώ θα σε κάνω ευτυχισμένο».
«Πώς θα με κάνεις ευτυχισμένο εσύ, μια πέρδικα;» ρώτησε ο Λιάκος.
«Θα σου χαρίσω ό,τι θα ’ναι για σένα το πιο πολύτιμο και το πιο όμορφο, και θα το αγαπάς πιο πολύ από καθετί άλλο».
«Εντάξει, πέρδιπέρδικακα», είπε ο Λιάκος, «θα σε λυπηθώ μόνο τούτη τη φορά».
Το παλικάρι γύρισε με τον Μαύρο στο χωριό του, αλλά τώρα οι μέρες ήσαν αλλιώτικες γιατί ο Λιάκος περίμενε ό,τι του είχε τάξει η πέρδικα. Αν με κορόιδεψε, συλλογιόταν, θα την πετύχω ξανά στο βουνό και τότε δε θα τη λυπηθώ.
Ένα βράδυ ο Λιάκος σκάλιζε με το μαχαίρι του μια πέρδικα σε μια γκλίτσα και η πόρτα χτύπησε. Άνοιξε κι αντίκρισε μια κοπέλα που ωραιότερή της δεν είχε δει ποτέ.
«Δε θα με προσκαλέσεις να μπω;» του είπε εκείνη.
Την προσκάλεσε και, για να μην τα πολυλογώ, ένα μήνα μετά έγιναν στο χωριό οι γάμοι του Λιάκου και της Πέρδικας. Όλοι έλεγαν πως πιο όμορφη κοπέλα, και πιο ταιριαχτό αντρόγυνο, δεν είχαν ματαδεί. Κι ο Λιάκος δεν ήταν πια το αγέλαστο παλικάρι που όλοι ήξεραν. Για όλους είχε έναν γκαρδιακό λόγο κι ένα χωρατό.
«Μόνον», του είπε η Πέρδικα «πρέπει να μην παραβείς δυο χάρες που θα σου ζητήσω. Πρέπει, όποτε λείπω, να μη με γυρέψεις. Θα γυρίσω μονάχη. Και πρέπει να μην ξανακυνηγήσεις ποτέ πέρδικα».
Ο Λιάκος στεναχωρήθηκε γιατί αγαπούσε τόσο την Πέρδικα, που δεν έκανε δίχως αυτήν ούτε στιγμή, και γιατί, απ’ όλα τα πράματα, πιο πολύ αγαπούσε το κυνήγι. Αλλά συμφώνησε.
Κάθε μέρα η Πέρδικα έλειπε για λίγες ώρες, κι όταν γυρνούσε ο Λιάκος τη ρωτούσε: «Πού ήσουν;» κι εκείνη αποκρινόταν: «Με τις φιλενάδες μου» και δεν έλεγε τίποτε άλλο. Όσο κι αν τη ρωτούσε και την ξαναρωτούσε, και την πίεζε να του πει ποιες ήσαν οι φιλενάδες της, εκείνη άλλην απόκριση δεν του ’δινε.
Μια μέρα που ’λειπε η Πέρδικα, ο Λιάκος ήταν ανήσυχος, δεν τον χωρούσαν τα ρούχα του, το σπίτι. Πήρε τ’ όπλο του, σφύριξε στον Μαύρο να ’ρθει και πήρε το μονοπάτι για το Κουτσόκρανο. Δεν πάω να κυνηγήσω, συλλογίστηκε. Τ’ όπλο το παίρνω μην τύχει τίποτε. Τον Μαύρο τον παίρνω για συντροφιά.
Λίγο πριν από την κορυφή, έξαφνα ο Μαύρος τεντώθηκε ελατήριο, και χίμησε. Ένα κοπάδι πέρδικες σηκώθηκε από χάμω, πέταξαν όπως φεύγουν σκόρπιοι στον αέρα οι σπόροι από το χέρι του γεωργού.
Εκείνη τη στιγμή ο Λιάκος λησμόνησε την υπόσχεσή του, σήκωσε το όπλο, έριξε και πέτυχε μια πέρδικα στο φτερό και το λαιμό. Το πουλί έπεσε καταγής σπαρταρώντας και μια μεταμόρφωση συνέβη μπροστά στα μάτια του κυνηγού. Το κεφάλι και το κορμί του πουλιού μάκρυναν κι άλλαξαν, οι φτερούγες έγιναν χέρια, και μπρος στο Λιάκο τώρα ήταν πεσμένη στη γη, γυμνή και λαβωμένη, η Πέρδικα, με σφαλιστά μάτια, ψυχομαχώντας.
Τρελάθηκε αυτός από τον πόνο και την αγωνία, δεν ήξερε τι να κάνει. Πήρε την ετοιμοθάνατη στην αγκαλιά του· στην κορυφή ήταν το ξωκλήσι του Αϊ-Λια, την πήγε ως εκεί, την ξάπλωσε μες στην εκκλησιά και προσευχήθηκε να την έκανε καλά ο άγιος, και δε θα ξανάπιανε στη ζωή του όπλο.
Όλη νύχτα η κοπέλα πότε δρασκέλιζε το κατώφλι του Άδη και πότε κάτι την τραβούσε πίσω. Ο Λιάκος δεν έκανε ρούπι απ’ το πλευρό της· της κρατούσε το χέρι και προσευχόταν. Ώσπου, τέλος, παρακάλεσε:
«Να ζήσει αυτή παντοτινά κι ας τη χάσω εγώ για πάντα».
Τότε οι λαβωματιές χάθηκαν και το κορμί της Πέρδικας πήρε μεμιάς να μικραίνει και να αλλάζει, τα χέρια της να φτερώνουν, κι έγινε πουλί που πέταξε από το ξωκλήσι έξω, πάνω που αρχινούσε να ροδίζει η ανατολή.
Ο Λιάκος γύρισε στο ερημόσπιτό του με βαριά καρδιά, και από τότε κρατούσε άλλοτε την γκλίτσα του τσομπάνη κι άλλοτε το τσαπί του γεωργού, αλλά όπλο δεν ξανάπιασε. Μόνον ανέβαινε στο Κουτσόκρανο και, όποτε έβλεπε πέρδικα, του φαινόταν πως ήταν κείνη, και η καρδιά του τότε φτερούγιζε μαζί με το πουλί.
Έμεινε μόνος μέχρι τα βαθιά γεράματα, και έτσι μόνος πέθανε.
Αφού όμως τον κήδεψαν, δεν πέρασε ούτε μία μέρα που να μην έρθει μια πέρδικα και να κάτσει στο χορταριασμένο μνήμα. Το πουλί τιτίβιζε λυπητερά για λίγο, και μετά πετούσε ψηλά.
([Πρώτη δημοσίευση στο ηλεκτρονικό Φρέαρ.]
.)