Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Πέρδικα Νησιώτικη

Περδικο-ιστορία !!!

    ΥΒΡΙΔΙΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΑ ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ ALECTORIS

Ιστορία μιας σπάνιας αγάπης μεταξύ μιας αρσενικιάς κοκκινοπέρδικας και μιας θηλυκιάς τσούκαρ

Ήταν ένας χειμώνας πολύ μακρύς, με πολύ χιόνι και με λίγη τροφή στην ύπαιθρο. Αλλά τώρα πέρασαν. Ένας ζεστός άνεμος είχε κατέβει από τα ψηλά βουνά και ο κόσμος γύρω άρχισε επιτέλους να ξυπνάει.

Η αρσενικιά κοκκινοπέρδικα σκέφτηκε πως έπρεπε να κατεβεί καμιά ημέρα στον κάμπο με τα σπαρτά. Από αρκετές ημέρες πια η νέα θαλπωρή την ξυπνούσε πάντα νωρίτερα το πρωί και έμοιαζε σαν να την έσπρωχνε να κάνει γρήγορα, αλλά μια παράξενη οκνηρία την παρακινούσε να μην αφήσει ακόμη το άνετο χειμερινό καταφύγιό της. Η ερωτική περίοδος, στο κάτω-κάτω, μόλις είχε αρχίσει.

Ο ήλιος βγαίνοντας από την κορυφή του ψηλού βουνού, τη γέμισε ακόμη μια φορά με νέα θαλπωρή. Έτρεξε πάνω στον βράχο, σταμάτησε για ν΄ ακροαστεί, έπειτα ανατίναξε τα φτερά και χτύπησε τις φτερούγες της για να φύγει η σκόνη και το κρύο της νύχτας κι έκανε βαριεστημένα ένα πρωινό κελάδημα. Της απάντησε, κάτω χαμηλά, ο συνηθισμένος χλευαστικός φασιανός.

«Θα κατέβω καμιά ημέρα για να δώσω ένα μάθημα σ' εκείνο το χρωματιστό κοτόπουλο», σκέφτηκε νωχελικά.
Καμιά μέρα…

Από μήνες τώρα στο πρωινό κελάδημα της αρσενικιάς κοκκινοπέρδικας απαντούσε μονάχα εκείνος ο θορυβώδης βλάκας.

Ο χειμώνας ήταν πολύ σκληρός και γι αυτό το πράγμα: καμιά αρσενικιά από το πρώην κοπάδι της, από καιρό, δεν κελαηδούσε πια κι αυτή ήξερε πως ήταν η τελευταία αρσενικιά κοκκινοπέρδικα στην κοιλάδα της. Αλλά τώρα ήταν ο καιρός για το ερωτικό κελάδημα. Θα πήγαινε νωρίς στον τόπο της συνάντησης κι εκεί, όπως κάθε χρόνο θα 'βρισκε μια σύντροφο. Με τη σκέψη στα ερωτικά παιχνίδια, στις προσεχείς ανοιξιάτικες μάχες, φούσκωσε το στήθος της από φλόγα. Κελάηδησε ακόμη, Κελάηδησε με όλη τη φωνή, τρέχοντας πάνω στο βουνό, έπειτα, με ένα βραχύ πέταγμα, πήγε στον συνηθισμένο τόπο βοσκής. Είχε όμως απαυδήσει να τρωει πάντα σαλιγκαράκια και κεδρόκοκκους, είχε ανάγκη από νέα τροφή και νέες τοποθεσίες. «Αύριο, σκέφτηκε, αύριο θα πάω στον κάμπο των σπάρτων…» Και άρχισε να τσιμπολογάει. Άκουσε ύστερα από μερικές ώρες, άκουσε τον γνωστό θόρυβο του ανθρώπου, κάτω στο μονοπάτι κι αμέσως έγινε προσεκτική. Τους είδε να ξεφυτρώνουν, ήταν δύο και δεν φρόντιζαν να χαμηλώσουν τη φωνή τους την ώρα που ανέβαιναν. Δεν φαίνονταν επικίνδυνοι, όμως κουβαλούσαν κάτι που μπορούσε να ήταν μια παγίδα. Η αρσενικιά κοκκινοπέρδικα έτρεξε λίγο πιο ψηλά και κάθισε σ' ένα ακανθωτό θάμνο, πάνω σε μαύρες πέτρες. Τους είδε ν' ανεβαίνουν ακόμη, ασθμαίνοντας και γελώντας, έπειτα σταμάτησαν ακριβώς στον κάμπο με τα σπαρτά.

Τώρα ήταν κοντά και ήταν κάτι οικείο και ζωντανό που έβγαινε από εκείνο το πράγμα, που οι άνθρωποι το είχαν τοποθετήσει στη γη: ήταν κάτι το νέο, προτρεπτικό και ερεθιστικό μαζί, σαν ένα τραγούδι που είναι γνωστό από παλιά και που το τραγουδούν με «ξένες» φωνές. Ήταν ένα παράξενο μυστήριο. Ίσως ήταν όλα αυτά καμιά παγίδα, ίσως εκείνοι οι δυο ήθελαν να την προσελκύσουν με εκείνες τις παράξενες φωνές…

'Όχι. Δεν θα την σαγηνέψουν, ούτε θα την πείσουν. Εκείνοι, βέβαια, ήταν πάντα άνθρωποι: δεν πρέπει να τους έχεις εμπιστοσύνη ποτέ. Αλλά να, οι δυο εκείνοι αρχίζουν ν' ανοίγουν εκείνο το παράξενο πράγμα.

Η αρσενικά κοκκινοπέρδικα τεντώθηκε από την κατάπληξη: με μικρά κι αδέξια πηδήματα, σαν δυο συγκινητικές κίσσες, δυο παράξενες πέρδικες βγήκαν από εκείνο το κουτί. Πολύ κοντά στους ανθρώπους, χωρίς να φεύγουν, χωρίς να κρύβονται, τις είδε να τριγυρίζουν, καλοθρεμμένες, ευχαριστημένες, να πηδούν λιγάκι και ύστερα τις άκουσε να κελαηδούν. Αλλά δεν ήταν εκείνο κελάηδημα. Κρώξιμο, κόασμα, πίπισμα, που επαναλαμβανόταν διαρκώς, χωρίς σχέση ή αιτία, χωρίς στυλ, ούτε σ' ένα γνωστό ρυθμό. Τι ήταν, ποια ήταν εκείνα τα παράλογα, ηλίθια πλάσματα;

Σε χαμηλότατο σήμα, με πιο βραχνή από την κατάπληξη φωνή, έστειλε σ' εκείνες τις δύο το κάλεσμα για φρόνηση και ησυχία. Τα δύο πουλιά άκουσαν την αρσενική κοκκινοπέρδικα και έτρεξαν προς το μέρος της. Οι άνθρωποι δεν αντέδρασαν. Αντίθετα, τους είδε ν' απομακρύνονται ήσυχα, χωρίς πια να ενδιαφέρονται για τα δύο πουλιά που απελευθέρωσαν. Όρθια η κοκκινοπέρδικα, τους είδε να χάνονται κάτω στο μονοπάτι και άκουσε, είδε, τις δύο φιλοξενούμενες ν' ανεβαίνουν προς το μέρος της σαν τρελές χήνες.

Αναγνώρισε απ' το κελάηδημα τη φωνή μιας αρσενικιάς και προπάντων ένιωσε, όπως την πλησίασε, την αποκρουστική μυρωδιά της: μυρωδιά κλειστού χώρου, από πάχος, κάτι που έχει αγγίξει ο άνθρωπος. Όρθια πάνω σ' ένα μυτερό βράχο, βέβαιη για την δύναμή της και για την θέση της, είδε την ξένη αρσενικιά να φτάνει και την πρόσεξε: εκείνο το μαύρο γιορτάνι στο λαιμό, εκείνο το διπλό ρίγωμα στα πλάγια, εκείνο το φόντο κανελί και πιο δυνατή, πιο ζωντανή εκείνη η μυρωδιά ανθρώπου που ερχόταν πάνω της…

Δεν ήθελε, δεν μπορούσε να δει άλλο. Επειδή ήταν ένας αρσενικός, επειδή ήταν ένας ξένος, επειδή ήταν διαφορετικός, επειδή κελαηδούσε σαν ένας γελοίος, του επιτέθηκε με έτοιμο το ράμφος και τα νύχια κι αμέσως εκείνος ο παχύς ξένος γέμισε από τραύματα. Ούρλιαξε σαν μια κίσσα που της επιτέθηκε το γεράκι, ούρλιαξε επανειλημμένα, ηλίθια, χωρίς ν΄ αμυνθεί, ενώ τα νύχια και το ράμφος της κοκκινοπέρδικας, που ήταν σκληρά από τα βράχια, εισχωρούσαν στο κορμί της θανάσιμα. Όταν η αρσενικιά κοκκινοπέρδικα χαλάρωσε την επίθεση, κατάλαβε πως είχε τελειώσει ένα ανάξιο αντίπαλο και δεν θέλησε ούτε να βγάλει το κελάηδημα της νίκης. Η θηλυκιά είχε μείνει να κοιτά εκστατική. Όταν η αρσενικά την πλησίασε, άρχισε να τη γυροφέρνει άφοβα, κάνοντας τη φωνή της κλώσσας. Την κοίταξε καλά: τέλος πάντων, δεν ήταν για πέταμα. Είχε κι αυτή, είναι αλήθεια, εκείνη την ανυπόφορη μυρωδιά ανθρώπου κι έπειτα εκείνο τον παράξενο χρωματισμό των φτερών…, αλλά ήταν παχουλή, καλοθρεμμένη, νεαρή κι έπειτα τον κοίταζε με μια γλυκύτητα, που δεν την είχε δει ποτέ στα μάτια καμιάς θηλυκιάς της ράτσας της. Το ήξερε τώρα: δεν θα πήγαινε στον κάμπο με τα σπαρτά. Η ήλιος ήταν ζεστός και η ερωτική περίοδος μπορούσε να ήταν τώρα μια ήσυχη, εύκολη περίοδος.

Η ζεστασιά του μεσημεριού άναψαν στην αρσενικιά τις φλέβες, αφαιρώντας κάθε έσχατο δισταγμό της. Κελάηδησε το ανοιξιάτικο κελάηδημα και η θηλυκιά αμέσως της απάντησε έστω και μ' εκείνη την επαναλαμβανόμενη γλώσσα της. Και για πρώτη φορά μια αρσενικιά κοκκινοπέρδικα διασταυρώθηκε με μια θηλυκιά τσούκαρ.

Όλα έγιναν απλά και ευχάριστα τις ζεστές ημέρες του Απρίλη. Αλλά όταν τον Μάη η θηλυκιά αποσύρθηκε σ' ένα θάμνο κι άρχισε να γεννάει τ' αβγά, ξύπνησαν στον αρσενικό οι πρώτες αμφιβολίες. Έτρεφε την ελπίδα τουλάχιστον ένα από τα μικρά να του έμοιαζε στον χαρακτήρα και στο φτέρωμα, αλλά απογοητεύτηκε. Και τα δώδεκα περδικάκια ήταν δώδεκα μικρά αντίγραφα της μητέρας τους. Και προπάντων, κελαηδούσαν όπως αυτή, συνεχώς.

Αφιερώθηκε μέχρις απελπισίας να τους διδάξει το βραχύ κελάηδημα της κοκκινοπέρδικας, έβλεπε να μεγαλώνουν τα παιδιά του αδέξια, σαν τη μητέρα τους και – όπως αυτή - ήταν θορυβώδη. Και κατάλαβε αμέσως πως όταν έρθει η εποχή των κινδύνων, θα είχαν φτάσει, παρά τις συνεχείς συμβουλές του, απροετοίμαστα και θα προορίζονταν σ' ένα εύκολο τέλος της ζωής τους.

Η τσούκαρ δεν τον καταλάβαινε. Δεν καταλάβαινε την ανάγκη εκείνων των μικρών τοξοειδών και ταχύτατων πτήσεων, που ξεπερνούσαν τις κορυφές των λόφων στο ελάχιστο χρονικό διάστημα. Σκεφτόταν τον κίνδυνο σαν κάτι το αφηρημένο που θα μπορούσε να ξεφύγει πετώντας ψηλά για να ριχτεί με όλο το βάρος της προς την κοιλάδα. Και τα μικρά μάθαιναν μόνο απ' αυτήν. Ανώφελα προσπαθούσε ο αρσενικός να τους δώσει να καταλάβουν τι ήταν ο άνθρωπος, το τουφέκι, το σκυλί, οι αιώνιοι εχθροί της τρομερής εποχής: αυτά ήταν πολύ διαφορετικά. Έτσι τελείωσε το καλοκαίρι και η ημέρα του τρόμου έφτασε. Σμουλωμένος σε μια ρίζα, κάτω από ένα βράχο, όπου είχε καταφύγει ύστερα από το τρίτο αγωνιώδες ξεπέταγμα, η αρσενικιά κοκκινοπέρδικα παρακολούθησε σαστισμένη την πλήρη καταστροφή εκείνων των λαθεμένων παιδιών. Σε μια φοβερή ομοβροντία τουφεκιών, μερικά χτυπήθηκαν ενώ έτρεχαν βλακωδώς πάνω στα βράχια, ενώ άλλα χτυπήθηκαν στο φτερό όταν κατέβαιναν προς τη ρεματιά και όλα σκοτώθηκαν. Μόνο η τσούκαρ σώθηκε. Είχε καταφύγει όλο το απόγευμα σ' ένα χοντρό κλαδί βελανιδιάς. Ο τρόμος την άφησε άφωνη κι αυτό την έσωσε.

Την επόμενη μέρα, με την ανατολή του ήλιου, η θηλυκιά τσούκαρ κάλεσε την αρσενικιά κοκκινοπέρδικα κι αυτή την έφθασε χωρίς να κελαηδεί. Ένιωθε πια πως τίποτε δεν ένιωθε για την σύντροφο, εκτός από μια κοινή λύπη και από μια κοινή επιθυμία να σωθούν. Πέρασαν τρεις ατέλειωτοι μήνες, γεμάτοι αγωνίες και κινδύνους. Η παλιά πείρα της αρσενικιάς τους βοήθησε να σωθούν κι ένας πρώιμος χειμώνας, με τα πρώτα χιόνια στα βουνά τους έβγαλε οριστικά από τον εφιάλτη του ανθρώπου. Αλλά με το άφθονο χιόνι η τροφή άρχισε να γίνεται πάντα σπανιότερη και κατώτερη. Οι κεδρόκοκοι και τα λίγα σαλιγκάρια αρκούσαν στον αρσενικό, αλλά η ξένη τσούκαρ άρχισε ν' αδυνατίζει να ονειρεύεται την εύκολη τροφή που της έδινε ο άνθρωπος, εκεί στο εκτροφείο, που είχε γεννηθεί.

Ο τρομερός κι εχθρός άνθρωπος της περασμένης εποχής είχε ξεχαστεί και η θηλυκιά θυμόταν πως ο άνθρωπος σήμαινε τροφή και ησυχία. Προσπάθησε τότε να πείσει τον σύντροφό της να την ακολουθήσει στην κοιλάδα, περιγράφοντάς του την ήσυχη και ασφαλή νεανική της ζωή. Ο αρσενικός την άκουσε και κάθε ημέρα περισσότερο καταλάβαινε πόσο διαφορετική ήταν και πόσο έκανε λάθος να ζευγαρωθεί μαζί της.

Μια παγερή ημέρα, κουρασμένος από εκείνη την συνεχή γκρίνια, την ευχαρίστησε και κατέβηκε μαζί της έως τους χαμηλότερους λόφους. Η αγροικία στους πρόποδες βρισκόταν σε μικρή απόσταση. Αρκεί να κάνουμε το τελευταίο πέταγμα, επαναλάμβανε η τσούκαρ και θα είχε τελειώσει η πείνα. Μια μυστική σκέψη κυριαρχούσε τώρα στον αρσενικό. Είπε στη σύντροφό του να προχωρήσει κι αυτός θα κατέβαινε κατόπιν: ήθελε ακόμη μια φορά και μόνος ν' αποχαιρετήσει τα βουνά του. Η τσούκαρ πήδησε από το βράχο κελαηδώντας και με ένα μόνο πέταγμα, κατέβηκε κατευθείαν στην αυλή της αγροικίας. Ο αρσενικός περίμενε απαθής. Την άκουσε να κελαηδά, ύστερα άκουσε μια τουφεκιά. Δεν ένιωσε έκπληξη. Ακόμη μια φορά δεν έκανε λάθος κρίνοντας τον άνθρωπο.

Γρήγορα, χωρίς δισταγμό, πέταξε προς το βουνό έως την πιο ψηλή κορυφογραμμή. Εδώ σταμάτησε για πολύ λίγο για ν' ανακουφιστεί. Αμέσως μετά άρχισε να περπατάει προσανατολιζόμενος με τις ψηλές κορυφές. Ενάλλασσε μικρά πετάγματα με μεγάλους περιπάτους, πάντα βοηθούμενος από το αταβικό ένστικτο και από μια βαθιά βεβαιότητα: στον κάμπο με τα σπαρτά, την επόμενη άνοιξη, θα έφθανε αυτή τη φορά πρώτος.

(Aπό τοTεύχος του 1981 της Κ&Κ .)

Πέρδικα Νησιώτικη

© Giorgio Peppas

ΕΠΑΝΩ-UP