Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack ΠίσωAlectoris graeca



- Για το κυνήγι της πέρδικας ...



Του ΄Αγγελου Ποιμενίδη

Το ότι το κυνήγι της πέρδικας ήταν για τους παλιούς και είναι σήμερα και για τους νέους το πιο δύσκολο και ωραίο, το πιο έντεχνο και γοητευτικό, το πιο ελκυστικό δεν είναι καινούρια τοποθέτηση. Η αναγνώριση είναι παλιά όσο και το κυνήγι.

Και σήμερα ο άνθρωπος, θηρευτής κάθε απολαύσεως που παρέχεται από τη φύση, τεχνητής ή εφευρημένης με αγωνιώδεις αναζητήσεις, επιδίδεται στο κυνήγι της πέρδικας, επειδή του αναγνωρίζει απολαύσματα δυνατού και συγκλονιστικού τόνου, που ολοκληρώνουν το πάθος-κυνήγι.

Ο ορτυκοκυνηγός, ο τρυγονάς, ο κυνηγός του λαγού με το λαγωνικό, ο τσιχλοκυνηγός, έστω και ο θιασώτης της μπεκάτσας και ο κυνηγός των υδροβίων, δεν μπορεί να θεωρηθεί λειτουργός, που με την ασχολία και τη δράση του θίγει όλα τα σημεία, σε λεπτομέρεια και πληρότητα του συνόλου τους, το λειτούργημα-κυνήγι. Και αυτό όχι διότι το κυνήγι της πέρδικας γίνεται στα βουνά και στα κατσάβραχα, που όλοι δεν έχουν ποδάρια και πνευμόνια ν’ ανεβοκατέβουν, ούτε γιατί το τίρο ανάμεσα στο βρόντο που κάνει η πέρδικα όταν τινάζεται, είναι δύσκολο ή διότι σπανίζει το πουλί και είναι δυσκολοεύρετο.

Είναι και αυτά βέβαια μα εξίσου σοβαρά είναι η πονηριά της πέρδικας, η διπλή ιδιότητα να πετά σαν θέλει και να τρέχει όταν κρίνει ότι πρέπει να τρέξει με ασύλληπτη σβελτάδα και τέχνη διαφυγής, η απαιτούμενη εμπειρίου του κυνηγού να γνωρίζει τα καταφύγιά της σε δυο-τρεις αποδράσεις της και προπαντός η ειδίκευση του σκύλου, που οφείλει να διαθέτει ο κυνηγός, πράγμα που προϋποθέτει πολλά και δυσπρόσιτα για τον ερασιτέχνη και προχειροκάμωτο κυνηγό και τον σκύλο του.

Δίχως σκύλο γερό και καλογυμνασμένο, κυνηγός για να επιδοθεί στο κυνήγι της πέρδικας δεν γίνεται. Τον λαγό και το ορτύκι και τη μπεκάτσα σε ομαλά εδάφη, και με τα πόδια κυνηγάς και ξεπετάς. Της πέρδικας όμως τα ενδιαιτήματα, που ‘ναι οι ψηλοκρεμαστές και σύθαμνες πλαγιές, δεν περπατιούνται και δεν ψάχνονται με τα πόδια και τα σφυρίγματα. Ούτε και «το καλάμι» του ντελικάτου ορτυκιού μπορείς να χρησιμοποιήσεις.

Στα βουνά όταν ανεβαίνεις, το αίμα σου σβινβινίζει το κεφάλι, η ανάσα σου δεν σου επαρκεί, τα πόδια σου χάνουν την ευστάθειά τους, και στα χέρια σου το ντουφέκι στέκει σαν βαρύ κούτσουρο.
Εκτός από αυτά, το κυνήγι της πέρδικας προϋποθέτει οργάνωση, σχέδιο, πρόγραμμα, μελέτη και χρόνο. Είσαι υποχρεωμένος να αφοσιωθείς μια μέρα για να κυνηγήσεις πέρδικες στο δείνα μέρος που υπάρχουν ένα-δυο κοπαδάκια, από τα εκρηκτικά αυτά πουλιά. Ενας απλός περίπατος στο περδικοτόπι, όπως γίνεται για τα ορτύκια στον καιρό και στον τόπο των περασμάτων τους, είναι μια αφελής προσδοκία μετατροπής σου σε άρχοντα από κληρονομιά αγνώστου σου συγγενούς στην Αμερική. Στην πέρδικα, τυχοδιωκτισμός δεν χωρεί, θα λαχανιάσεις και θα ξεθεωθείς για να την βρεις.

Αυτά βέβαια πιάνουν για το σήμερα. Υπήρξε εποχή που οι πέρδικες βοσκούσαν στα αλώνια του χωριού, κακάριζαν πίσω από τους φράχτες του νεκροταφείου, βοσκούσαν το απόγευμα στο αμπέλι του κυρ-Αξέχαστου. Τότε ο παππούς έπαιρνε το βροντάρι του και σε δέκα λεπτά το βροντούσε, τινάζονταν τα σκάγια στο χώμα μαζί με τα πούπουλα των περδικιών και σήκωνε από το έδαφος τρία πουλιά για την κατσαρόλα.

Σήμερα όμως αραίωσαν και εξαφανίστηκαν αυτά τα μπερεκέτια και οι αγελάδες, όχι μονάχα κατάντησαν «ισχνές» αλλά και τα κόκκαλά τους κοντεύουν να διαλυθούν. Κάτι απ’ αυτά γίνονται στην αρχή πριν ν’ αρχίσει το κυνήγι ή στις αρχές του και στους τόπους του, τους απόμακρους, όπου διατηρούνται λίγες πέρδικες. Από τον Οκτώβρη όμως, η πέρδικα παίρνει τα ψηλώματα, δυναμώνον και τα φετινάρια και γίνονται «βασιλείς των ορέων». Τότε οι πέρδικες κυνηγιούνται με την διαδικασία που είπα παραπάνω. Τότε και οι λατρευτές τους ανασκουμπώνονται για να τις κατακτήσουν με σκληρό και αδυσώπητο αγώνα που … «ου του παντός».

Αυτές είναι οι σημερινές συνθήκες του κυνηγίου της πέρδικας που μερικοί, οι νέοι προπαντός κυνηγοί, δεν τις γνωρίζουν. Γνωρίζουν μοναχά ότι θήραμα είναι η πέρδικα, πετάει σαν το περιστέρι, χτυπιέται σαν το τρυγόνι, βρίσκεται στα βουνά και μπορεί να δώσει ραντεβού μαζί τους, το Ι.Χ. κουρσάκι τους.
Δεν έχει πολλά χρόνια, ούτε πεντέξι, που τα ρπάγματα άλλαξαν «άρδην και ανεπιστρεπτί». Το γιατί, δεν υπάρχει εδώ χώρος σήμερα για να ειπωθεί, γιατί είναι θέμα του μεγάλου ζητήματος, που περιλαμβάνεται στην κακοδαιμονία που παρακολουθεί γενικά την τύχη των ενδημικών μας από την απουσία μέτρων προστασίας τους. Το θέμα είναι πως σήμερα πρέπει να κυνηγηθεί η πέρδικα με τις νέες συνθήκες που επικράτησαν και συνεχίζω:

Η πέρδικα θα κυνηγηθεί παραδοσιακά, δηλαδή με τον τρόπο, τις συνήθειες, την τέχνη και όλες τις προϋποθέσεις που εφάρμοζαν στο κυνήγι της οι παλαιοί κυνηγοί. Ούτε τα βουνά χαμήλωσα για να τα δαμάσουν και να τα εξουδετερώσουν οι κούρσες, ούτε οι προβολείς τους πιάνουν τόπο όπως για το λαγό στους χωραφόδρομους ή και μέσα στα χωράφια, ούτε οι σκύλοι τελειοποιήθηκαν παραπάνω από τους παλιούς με δίχως πιστοποιητικά, ούτε τα σκάγια έγιναν περισσότερο ευθύβολα και θανατηφόρα. Απεναντίας τα πουλιά διαβόλεψαν και τα βουνά αψήλωσαν για τα πόδια μας, αφού τα εξασθένησε η ρόδα και η μηχανή.
Θα κυνηγηθεί η πέρδικα με τον ίδιο επίμονο και ξεθεωτικό τρόπο των παλιών κυνηγών.

Το ντελικάτο κυνήγι «μια βόλτα» στο βουναλάκι, ώσπου σκαρφαλώνει το Ι.Χ. και δυό πετριές στο φρύσι του για να τιναχτούν τα περδίκια, δεν υπάρχει και έγινε χωράφι ή απέλια και άδειασε από κυνήγια. Ετσι οι ετοιματζήδες επίβάτες του Ι.Χ. ή θα φύγουν απογοητευμένοι ή θα αποτεθούν στον αγροφύλακα και στον τσομπάνο για να πάρουν την εγκαρδίωση ότι τα περδίκια βρίσκονται «α εκεί σ’ απάνω» οπότε είναι υποχρεωμένοι να πεταλώσουν τα πόδια τους, να τεζαρίσουν τα πνευμόνια τους και να τραβήξουν στα κατσάβραχα.

Και εκεί όμως δεν φτάνει ο εξοπλισμός των ποδιών και του στήθους. Απαιτείται σκύλος δεινός, στρατηγικός ακροβολισμός, γνώσειςτων λεπτομερειών- πλαγιές, χαράδρες, θαμνώσεις- του βουνού και των συνηθειών του κοπαδιού που ακολουθεί στο φευγιό του. Αυτά όμως μόνο οι παλιοί κυνηγοί τα γνώριζαν από τις συχνές επαναλήψεις και τα περιστατικά που γέμιζαν την πείρα τους από συχνά κυνηγήματα στον ίδιο εκείνο τόπο. Με μια φευγαλέα επίσκεψη ή και δεύτερη τον άλλο χρόνο και όχι επαναληπτική και καθημερινή και για κάθε εποχή ξεχωριστή, δεν μαθαίνονται.

Τυποποιημένο είναι το κυνήγι της πέρδικας για κάθε τόπο που την διατηρεί. Για να συνηθίσεις όμως τον τύπο του άλφα τόπου και τον τύπο του βήτα, πρέπει να ασκηθείς χρόνια πολλά, για ν’ αποκτήσεις μια σχετική ευχέρεια, ένα αυτοματισμό στη δράση σου. Το βιολί και το μαντολίνο δεν παίζονται από τον ίδιο με την ίδια ευχέρεια. Κάθε μηχανισμός έχει τον μηχανισμό του.

Αυτό το επρόσεξα σε πολλές περιπτώσεις και φέτος το επαλήθευσα. Πέντε ντόπιοι κυνηγοί και πέντε ξένοι, όλοι τους καλοί, με τα ίδια μέσα και διάθεση εκυνήγησαν τις πέρδικες στην ίδια περιοχή και τα ίδια κοπάδια της. Οι δεύτεροι υστέρησαν σε αποτελέσματα κατά 80% από τους πρώτους, που δεν είχαν καλύτερους σκύλους και οι ίδιοι ικανότητες ανώτερες από τους ξένους. Υστερούσαν απλώς σε ότι οι ντόπιοι εγνώριζαν το έδαφος και τα τερτίπια της πέρδικας.

Επειτα, οι νέοι κυνηγοί σήμερα, εσυνήθισαν στο «εύκολο κέρδος». Ετσι τους εμόρφωσαν η σύγχρονη ζωή. Οι παλιοί έχυναν πολύ ιδρώτα για να πετύχουν κάτι. Το χωράφι το όργωναν με τα ζευγάρια, κουβαλούσαν με το γαϊδουράκι τα ξύλα και έψηναν το φαί στην πυροστιά. Δεν είχαν τρακτέρ, ηλεκτρική κουζίνα και κονσέρβες. Το ν’ ανεβοκατεβαίνουν το βουνό από την κορφή στο ρέμα και από το ρέμα στην κορφή, δεν το είχαν σε μεγάλο κόπο. Σήμερα οι άνθρωποι το συλλογιούνται αυτό. Και όμως η πέρδικα αυτό θέλει: Ανέβα, κατέβα, ανέβα, κατέβα. (Ανάντα, κατάντα, παράντα δε δόχμια, καθώς είπεν ο Ομηρος).

Αν αποφύγεις τον κόπο αυτόν και βασγεστίσεις ή φουσκώσεις ή πνιχτείς στον ιδρώτα, πέρδικα δεν βλέπεις. Τέτοιο γλυκόπικρο πράγμα είναι το ζουλάπι αυτό. Και αν δεν ήταν τέτοιο, θα είχεν εξοφλήσει προ πολλού, όπως εξόφλησεν ο φασιανός μάνι-μάνι από τον Πλαταμώνα, το Κολοντέι, την Κουλούρα, τα Πορόια, το Κοτζά Ορμάν, τον Πολύνιτο κ.λ.π., που λίγα χρόνια πριν δεν υπήρχε. Ετσι χάθηκε και το αθώο ζαρκάδι από την αφέλειά του. Η πέρδικα είναι πονηρή και σκοτώνεται όταν μισοσκοτωθείς κι εσύ.

Και άλλην άγνοια διαπιστώνω μεταξύ των νέων σήμερα στο κυνήγι της πέρδικας. Ο εγωισμός, η φιλαυτία ή η αλαζονεία ή τελοσπάντων το ταίριασμα των ασχολιών τους με τα έργα του επαγγέλματός τους και τον διαθέσιμο χρόνο τους για το κυνήγι, δεν τους επιτρέπουν την κατάρτιση μεγάλης παρέας για το κυνήγι της πέρδικας. Πεντέξι νέοι δύσκολο είναι να απαρτίσουν ενιαία συντροφιά για να κυνηγήσουν την πέρδικα. Πηγαίνουν δύο ή τρεις το πολύ, ψάχνουν μια πλαγιά που είχαν την πληροφορία από τον τσοπάνο ότι εκρατούσε πέρδικες και αφού την ψάξουν επιπόλαια και δεν συναντήσουν πουλί, απογοητεύονται και εγκαταλείπουν την πλαγιά, ενώ παρακείθε, στην άλλη βρίσκονταν οι πέρδικες.

Δεν γνωρίζουν ότι οι πέρδικες σήμερα για να κυνηγηθούν θέλουν επιμέλεια, υπομονή και γεροντικό πείσμα, σχολαστικό και ανόητο πολλές φορές ψάξιμο στον ίδιο τόπο, στο κατσάβραχο, που προ μισής ώρας ανέβηκες και ερεύνησες.
Η πέρδικα σήμερα, τολμώ να πω, ότι με το σκληρό, ανελέητο, απηνές κυνήγημα, ανέβσε την εμπειρία της και ύψωσε την φροντίδα διαφυγής της προκρίνοντας, μεταξύ του φτερού και ποδαριού της, το δεύτερο. Περπατάει μπροστά από τον σκύλο σου και την ακολουθεί αυτός 200 μέτρα και αυτή δεν εννοεί να πετάξει και θα σε ξεθεώσει ακολουθώντας της ως το σφιχτό καταφύγι της ή στην απότομη πλαγιά και απ’ εκεί θα πετάξει, για να μη σου δώσει το στόχο της.

Και ακόμα: Ακούει από μακρυά τις φωνές και το ταβατούρι των κυνηγών και πετάει το κοπάδι προς άλλη κατεύθυνση και οι σκύλοι βρίσκουν το ντορό τους και επιμένουν δίχως να βγάλουν πουλιά, ώσπου απογοητεύονται και φεύγουν προς μια πιθανή για να τις βρουν, ενώ αυτές βρίσκονται αλλού.
Ποιος στρατηγός-κυνηγός, μπορεί να κατανικήσει τέτοια στρατηγήματα και τσαλίμια; Ποιος έχει το κουράγιο ν’ ανεβεί τρεις φορές το βουνό με την μικρή πιθανότητα να βρει το πουλί που πέταξε προς την κατεύθυνση του βουνού με τις πέντε ρεματιές και τις δέκα πυκνούρες;

Συμπτωματικά, αλλοτε μπορούσες να κυνηγήσεις τις πέρδικες γιατί σε μια αλυσίδα βουνών υπήρχαν πεντέξι κοπάδια από πέρδικες και με μια γυροβολιά θα πετύχαινες ένα κοπάδι, που κυνηγώντας το θα ‘πεφτες και σ’ άλλο. Σήμερα αυτό είναι ζήτημα αν γίνεται στην αρχή του κυνηγιού, οπότε τα κοπάδια μπορεί να ‘ναι δυο, τρία, αδεκάτιστα και αφόβιστα. Μετρημένα είναι σήμερα τα πουλιά και η ανακάλυψή τους προϋποθέτει ψάξιμο και έρευνα και ξεθέωμα.

Πρόνοια της φύσεως είναι αυτό για την πέρδικα, γι’ αυτό και δεν εξολοθρεύεται από τα απόμακρα και απρόστια ενδιαιτήματά της. «Γκραίκα» την ονομάζει εξάλλου, η ζωολογία δηλ. Ελληνίδα και η «Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει», γιατί άμα ιδεί τα ζόρια, παίρνει τα βουνά και γίνεται αρματωλός και κλέφτης.
Φυσικά, μόνο στα δυσκολοπλησίαστα βουνά απέμειναν με κάποιαν ανεξαρτησία οι πέρδικες. Από τα ευκολοπερπάτητα βουναλάκια και πλαγιές, εξαφανίσθηκαν οι σβελτονιές, σαν τα απονήρευτα και αφύλαχτα νιάτα.

Ευτύχημα είναι ότι οι πέρδικες είναι ζηλιάρες και συνοικισμούς με πολλές φάρες δεν κάνουν. Ζούνε πατριαρχικά και κάθε πατριά δεν ανέχεται ή δεν αντέχει στην πολυαριθμία. Κομματιάζεται και απλώνεται και παρακείθε για να δημιουργηθούν νέα βασίλεια, που καταπίπτουν αν η έδρα τους είναι χώρος ευκολοκυνήγητος. Αυτούς τους τόπους κυνηγούν σήμερα οι κυνηγοί και παρηγοριούνται.
Οι απρόσιτοι είναι τα φυσικά καταφύγια στα οποία καταφεύγουν και διατηρούνται τα πιο δυναμικά άτομα που είναι γεροί αναπαραγωγείς και σκληροτράχηλοι σύμμαχοί μας. Αν το Ι.Χ. μας ή το ελικόπτερο κατορθώσουν να μας ανεβάσουν στα απρόσιτα καταφύγια της πέρδικας, τότε θα καταρρεύσει το φρούριο και μαζί του θα γκρεμιστούμε και εμείς.

Τέτοια όμως πράγμα προς το παρόν δεν γίνεται. Θα γίνεται και το άλλο: θα λέμε ότι διαπράξαμε άθλο και αυτός πρέπει να μας αρκεί. Για πολλά παράσημα το στήθος μας δεν αντέχει, εφόσον η καρδιά μας δεν επόνεσε και δεν είπε να κάμει κάποια εκεχειρία με την χιλιοτραγουδημένη Ελληνίδα και να την προστατέψει για να σωθεί η τιμή της και η τιμή μας..

ΠΗΓΗ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΝΕΑ
Φωτογραφίες gpeppas



ΕΠΑΝΩ-UP

© Giorgio Peppas