Η Ορεινή πέρδικα, με το κελάηδημά της μπορεί να φτιάξει τη μέρα κάθε ανθρώπου της υπαίθρου, κάθε τσοπάνη, κάθε κυνηγού. Η «φτιαξιά» της ευνοεί περισσότερο το βάδισμα παρά την πτήση. Τα φτερά της είναι κοντά σε σχέση με το σώμα της και το βάρος της, αλλά πολύ ισχυρά. Η μικρή πτητική επιφάνεια των φτερών της την αναγκάζει να τα χτυπά με μεγάλη ταχύτητα κατά την απογείωσή της...
Αυτό το δυνατό και με μεγάλη συχνότητα φτεροκόπημα παράγει και τον χαρακτηριστικό ήχο, που στοιχειώνει όλους τους περδικοκυνηγούς.
Ιδού λοιπόν και ο λόγος που οι πέρδικες «χύνονται» πάντα προς την κατηφόρα, αφού είναι πολύ πιο εύκολο γι αυτές να αναπτύξουν ταχύτητα και να απομακρυνθούν, εξαιτίας και του σχετικά μεγάλου σωματικού τους βάρους. Κατά τα άλλα τα πανίσχυρα πόδια της, της επιτρέπουν να κινείται ταχύτατα στα πιο επικλινή και κακοτράχαλα εδάφη, διανύοντας, όταν χρειάζεται, μεγάλες αποστάσεις.
Ζει και κινείται σε βραχώδεις πλαγιές βουνών, με υψόμετρο από 800 μέτρα και πάνω.
Την ώρα που τρώει, προσλαμβάνει και μικρά πετραδάκια που της χρησιμεύουν για το άλεσμα της τροφής. Εξασφαλίζει επίσης από αυτά το απαραίτητο ασβέστιο για τον σχηματισμό του κελύφους των αβγών της. Οι νεοσσοί αμέσως μετά την εκκόλαψή τους εγκαταλείπουν τη φωλιά και μπορούν σχεδόν αμέσως να ακολουθήσουν τους γονείς τους στην αναζήτηση της τροφής τους.
Τις πρώτες εβδομάδες της ζωής τους όμως, αυτή είναι κυρίως ζωικής προελεύσεως, λόγω των μεγάλων απαιτήσεών τους σε πρωτεϊνες. Την ανατροφή των νεοσσών αναλαμβάνουν και οι δύο γονείς μαζί. Η ορεινή πέρδικα τρέφεται κυρίως τις πρωινές και απογευματινές ώρες, οπότε αυτές είναι και οι ώρες της ημέρας που είναι πιο «κινητική».
Κατά τις μετακινήσεις αυτές οι δύο γονείς -και κυρίως ο αρσενικός- παραμένουν άγρυπνοι και ακούραστοι φρουροί του κοπαδιού. Συνήθως ζει κατά οικογένειες (κοπάδια) των 10-15 πουλιών, όταν όμως σε μία περιοχή υπάρχει πολλή τροφή ή νερό, μπορεί να παρατηρηθούν και ενώσεις δύο ή περισσοτέρων κοπαδιών.
Τον Φεβρουάριο τα πουλιά αρχίζουν να σχηματίζουν ζευγάρια και διασκορπίζονται... Τα κοπάδια που ενδεχομένως θα παρατηρηθούν αργότερα σε ομάδα (σπάνια περισσότερα από 3-4 πουλιά), συνήθως αποτελούνται από νεαρά άτομα του ίδιου φύλου που δεν κατάφεραν να ζευγαρώσουν και ζουν μαζί, κυρίως για λόγους ασφαλείας.
Κατά τον Μάρτιο-Απρίλιο, ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες, η θηλυκή γεννά 10-15 αβγά. Το κλώσημα των αβγών διαρκεί 20-21 μέρες και οι νεοσσοί εκκολάπτονται σχεδόν ταυτόχρονα.
Οι διαφορές....
Η Νησιώτικη Πέρδικα από την άλλη, έχει μερικές χαρακτηριστικές διαφορές, και όχι μόνο σωματικές... Χαρακτηριστική είναι η διαφορά που έχουν στη φωνή. Η φωνή της νησιώτικης είναι πιο αργή και βαριά, χαρακτηριστικά «κακαριστή».
Γεννά περισσότερα αβγά από την ορεινή, που μπορεί να φτάσουν και πάνω από 20. Σε αυτό βέβαια τη βοηθά το ότι ζει σε χαμηλότερο υψόμετρο, με αποτέλεσμα να έχει μεγαλύτερη ευχέρεια χρόνου και ευνοϊκότερες συνθήκες αναπαραγωγής, τουλάχιστον όσον αφορά τα καιρικά φαινόμενα.
Αυτή η διαφορά στο υψόμετρο, μπορεί να εξασφαλίσει στη νησιώτικη πέρδικα έως και... ένα μήνα περισσότερο διαθέσιμο για αναπαραγωγή!
Ετσι, έχει το περιθώριο να
αναπληρώσει μια γέννα η οποία για κάποιους λόγους καταστράφηκε, ή ακόμα και να κάνει και μια δεύτερη γέννα, αν οι καιρικές συνθήκες είναι απόλυτα ιδανικές. Το επιπλέον αυτό χρονικό διάστημα της δίνει τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει και μεγαλύτερες γέννες από την ορεινή...
Τα αβγά πρέπει να εκκολαφθούν ταυτόχρονα, για να το πετύχει όμως αυτό μια πέρδικα πρέπει να τα γεννήσει πρώτα όλα με έναν ρυθμό ένα αβγό κάθε μέρα, ώστε μετά να ξεκινήσει να τα επωάζει. Είναι λοιπόν εύκολο να φανταστεί κανείς ότι για μια γέννα με 10 αβγά χρειάζονται 10-11 μέρες για να τα γεννήσει και 21-22 μέρες για να τα επωάσει...
Εχουμε δηλαδή σύνολο 30-33 ημερών περίπου, συν 40 επιπλέον για να γίνουν ανεξάρτητα τα μικρά περδικάκια. Μπορεί κανείς εύκολα λοιπόν να καταλάβει πόσο περιορισμένα είναι τα περιθώρια για την ορεινή πέρδικα, που ξεκινά να γεννά τα αβγά της στα μέσα του Μαϊου, ενώ η νησιώτικη από τον Απρίλιο.
Η διαβίωση της τσούκαρ στα χαμηλότερα υψόμετρα των νησιών, είναι ένας από τους σοβαρότερους λόγους που ο αριθμός της είναι ακόμα σε πολύ καλή κατάσταση.
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου, των καλλιεργειών και της κτηνοτροφίας στα μεγαλύτερα υψόμετρα της ηπειρωτικής χώρας, εκτός από την άμεση μείωση της διαθέσιμης τροφής, έχει σαν δευτερεύουσα συνέπεια να λογκώνουν οι ανοιχτές εκτάσεις.
Ετσι, μετατρέπονται σε αφιλόξενους χώρους για την ορεινή πέρδικα, καθώς γεμίζουν από αλεπούδες, κουνάβια και άλλους άρπαγες.
Αυτές οι συνθήκες σπρώχνουν την «γκρέκα» σε ακόμα ψηλότερα μέρη στα αλπικά, όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι ακόμα πιο δύσκολες. Για τη νησιώτικη πέρδικα τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα... Στα νησιά διατηρούνται ακόμα καλλιέργειες, η εγκατάλειψη της υπαίθρου είναι μικρότερη, οπότε και η διαθέσιμη τροφή μεγαλύτερη.
ΓΕΝΙΚΑ - Αναπαραγωγή
Κατά τους μήνες Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι αγέλες των περδικιών χωρίζονται σε ζευγάρια. Τα περδίκια είναι συνήθως μονογαμικά πουλιά αν και είναι πιθανόν ένα αρσενικό να ζευγαρώσει με δύο θηλυκά κατά τη διάρκεια μιας αναπαραγωγικής περιόδου (Mackie and Buechner, 1963). Τα αρσενικά προσπαθούν να εντυπωσιάσουν τα θηλυκά διαλέγοντας ποιοτικά καλές περιοχές από πλευράς διαθέσιμου χώρου φωλεοποίησης, ποιοτικής τροφής και κάλυψης για αναπαραγωγή, τις οποίες υπερασπίζονται από άλλα αρσενικά με αποτέλεσμα τα ισχυρότερα αρσενικά να «κερδίζουν» τις καλύτερες περιοχές.
Στη συνέχεια τα αρσενικά προσπαθούν με συγκεκριμένα καλέσματα να «διαφημίσουν» την περιοχή τους με στόχο να προσελκύσουν τα θηλυκά. Η συγκεκριμένη συμπεριφορά παρατηρείται τρεις με τέσσερις εβδομάδες πριν τα θηλυκά να είναι έτοιμα να ζευγαρώσουν, αφού τα αρσενικά με τις περιοχές που επιλέγουν, διασφαλίζουν και καλύτερες πιθανότητες να επιλεγούν από τα καλύτερα θηλυκά. Αυτή η συμπεριφορά είναι ιδιαίτερα κρίσιμη και έχει άμεση σχέση με τη γονιμότητα του αρσενικού.
Όταν ένα θηλυκό εντυπωσιαστεί με την περιοχή ενός αρσενικού και το αποδεχτεί σαν ιδανικό για ζευγάρωμα, τότε το αρσενικό με συγκεκριμένες κινήσεις του κεφαλιού και των φτερούγων του (display - τέντωμα λαιμού με το κεφάλι προς τα εμπρός και ελαφριά προς τα κάτω, άνοιγμα φτερούγας μέχρι το άκρο να ακουμπήσει το έδαφος), προσπαθεί να εντυπωσιάσει ακόμη περισσότερο το θηλυκό επιδεικνύοντας ορισμένες από τις ικανότητες του. Η πιο πάνω «επίδειξη» θεωρείται πολύ σημαντικό μέρος της διαδικασίας για επιτυχημένη φωλαιοποίηση.
Η πιο πάνω διεργασία/συμπεριφορά είναι φυσιολογική και πιθανόν ενστικτώδης, και σίγουρα συμβάλει στο αποτέλεσμα της αναπαραγωγικής επιτυχίας. Για τον πιο πάνω λόγο, γίνονται προσπάθειες έτσι ώστε και στα περδίκια εκτροφής να εκδηλώνεται η πιο πάνω συμπεριφορά. Τοποθετώντας τα αρσενικά περδίκια εντός των κλωβών αναπαραγωγής, 2-3 εβδομάδες πριν τα θηλυκά, αυξάνονται οι
πιθανότητες εκδήλωσης της συγκεκριμένης συμπεριφοράς. Τα αρσενικά προσαρμόζονται στο χώρο και προετοιμάζονται για αναπαραγωγή πριν εισαχθούν τα θηλυκά. Με αυτό τον τρόπο η συμπεριφορά του ζευγαριού αμέσως πριν την φωλεοποίηση είναι πιο φυσιολογική με θετικότερα αποτελέσματα στην αναπαραγωγική επιτυχία του κάθε ζευγαριού εκτροφής.
Όταν τα ζευγάρια σχηματιστούν και αρχίσει η παραγωγή αυγών, το αρσενικό υπερασπίζεται, από άλλα αρσενικά, όλη την περιοχή και ιδιαίτερα την περιοχή που είναι κοντά στη φωλιά. Τα περδίκια φτιάχνουν τη φωλιά τους στο έδαφος, κάτω από θάμνους ή μέσα σε ποώδη βλάστηση με αποξεραμένα χόρτα και φτερά. Το θηλυκό γεννά συνήθως 8 – 20 αβγά (Johnsgard 1973) χρώματος άσπρο, με μικρές καφετιές κηλίδες, τα οποία επωάζει αποκλειστικά το θηλυκό για περίπου 24 μέρες (Johnsgard, Paul A. 1975) (φωλία με 23 αυγά εντοπίστηκε από μέλη της Υπηρεσίας Θήρας και Πανίδας στην περιοχή του αεροδρομίου Λάρνακας). Ο ρυθμός γεννοβολίας των περδικιών είναι ένα αβγό ανά ημέρα και η επώαση δεν ξεκινά εάν δεν συμπληρωθεί ο πλήρης αριθμός των αβγών.
Συνήθως, τα περδίκια που ξεκινούν πρώτα τη φωλαιοποίηση, είναι μεγαλύτερα του ενός έτους, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες οι οποίες λόγω του νεαρού της ηλικίας τους πιθανόν να καθυστερήσουν 1-2 μήνες. Η περίοδος έναρξης της περιόδου φωλεοποίησης εξαρτάται άμεσα από το κλίμα της κάθε περιοχής (π.χ υψόμετρο κλπ) αλλά και από τις καιρικές συνθήκες του συγκεκριμένου έτους.
Οι πέρδικες έχουν ιδιαίτερα δυνατό το ένστικτο της αναπαραγωγής και σε περιπτώσεις όπου η φωλιά τους καταστρέφεται θα φωλιάσουν ξανά (Mackie, Richard J.; Buechner, Helmut K. 1963). Αυτό δικαιολογεί την παρουσία πολύ νεαρών νεοσσών τον Αύγουστο. Σε τέτοιες περιπτώσεις, η αναπαραγωγική επιτυχία είναι συνήθως μικρότερη αφού τα αναγκαία για την ταχεία ανάπτυξη έντομα, είναι λιγότερα και η βλάστηση γενικά κατώτερης ποιότητας. Συνήθως το
μέγεθος της φωλιάς (αριθμός αυγών ή clutch size) είναι μικρότερο κατά τη 2η αναπαραγωγική προσπάθεια.
Ορισμένες χρονιές όπου οι καιρικές συνθήκες χαρακτηρίζονται από εκτεταμένες και μακρές περιόδους ξηρασίας, αρκετά θηλυκά πιθανόν να μην αναπαραχθούν καθόλου με αποτέλεσμα να ανασχηματίσουν αγέλες με μοναχικά αρσενικά και άλλα θηλυκά όπου η πρώτη τους φωλιά καταστράφηκε (Ratti and Giudice, 2001). Αντίθετα οι ραγδαίες βροχοπτώσεις κατά την περίοδο επώασης των αβγών μπορεί να καταστρέψουν ή να πλημυρίσουν τη φωλία κάτι που έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή των αβγών.
Οι πολύ υψηλές θρμοκαρασίες (<>40ο C) κατά τη διάρκεια της επώασης των αβγών πιθανόν να επηρεάσουν αρνητικά το ποσοστό εκκόλαψης ενώ οι υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με περιόδους ανομβρίας έχουν ως αποτέλεσμα να μη δημιουργηθεί η κατάλληλη βλάστηση που θα χρησιμοποιηθεί από τα περδίκια τόσο για τροφή όσο και για κάλυψη.
Ακόμα οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες (<5ο C>)(Woodard 1982) κατά την περίοδο γεννοβολίας, όπου τα περδίκια δεν επωάζουν τα αβγά, είναι δυνατό να νεκρώσουν τα έμβρυα.
Τέλος αρκετά συχνά, τα αρσενικά εγκαταλείπουν τα θηλυκά, όταν η επώαση βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ή όταν εκκολαφθούν οι νεοσσοί με αποτέλεσμα να δημιουργούν μικρές ομάδες από ανεξάρτητα αρσενικά (Ratti and Giudice, 2001).
Νεοσσοί
Όταν οι νεοσσοί εκκολαφθούν είναι ικανοί να ακολουθήσουν αμέσως τους γονείς τους στην αναζήτηση τροφής (precocial). Τις πρώτες βδομάδες της ζωής τους, το μεγαλύτερο ποσοστό της τροφής τους αποτελείται από έντομα τα οποία είναι πλούσια σε πρωτεΐνη και είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του σώματός τους, του σκελετού αλλά και των φτερών τους. Για αυτό το λόγο τείνουν να προτιμούν πυκνότερες περιοχές με ποώδη βλάστηση η οποία παρέχει και καλύτερη κάλυψη από τους άρπαγες αλλά και μεγαλύτερη ποικιλία και ποσότητα εντόμων.
Η ετήσια βροχόπτωση και ιδιαίτερα οι ήπιες εαρινές βροχοπτώσεις είναι ένας σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει άμεσα το ποσοστό βιωσιμότητας των νεοσσών αφού οι πιο πάνω συνθήκες είναι άμεσα συνδεδεμένες με την αύξηση της παραγωγής σπόρων και εντόμων τα οποία είναι η κύρια τροφή των νεοσσών και απαραίτητα για ταχεία ανάπτυξη τους (Christensen, 1970). Τα νεαρά πουλιά μπορούν να πετάξουν, σε μικρές αποστάσεις, από την ηλικία των δύο περίπου εβδομάδων, κυρίως για αποφυγή κινδύνων. Αποκτούν το ενήλικο τους χρώμα περίπου μετά την 16η εβδομάδα της ζωής τους (Smith, Ronald H. 1961).
Οι ραγδαίες βροχοπτώσεις πριν οι νεοσσοί αναπτύξουν πλήρως υδατοστεγές και θερμομονωτικό πτέρωμα, καθώς και οι χαμηλές θερμοκρασίες, είναι δυνατό να τους προκαλέσουν υποθερμία και θάνατο.
Παράγοντεςπου επηρεάζουν την ανάπτυξη του πληθυσμού των περδικιών
Νερό
Ο ρόλος και η σημασία της παρουσίας διαθέσιμου νερού στους βιότοπους, ως περιοριστικός παράγοντας στον πληθυσμό καθώς και στη βιολογία των περδικιών είναι γενικά δύσκολο να κατανοηθεί (Lee et all, 2003). Τα περδίκια, κατά τη λήψη της τροφής τους και αναλόγως της εποχής, μπορούν να ικανοποιούν τις ανάγκες τους σε νερό, εκμεταλλευόμενα την υψηλή περιεκτικότητα νερού στα διάφορα έντομα, φρούτα και βλαστούς που καταναλώνουν καθώς και κατά τη διάσπαση των λιπών και των υδατανθράκων κατά το μεταβολισμό στον οργανισμό τους.
Παρόλα αυτά, σε περιοχές όπου υπάρχει διαθέσιμο επιφανειακό νερό έχει παρατηρηθεί και είναι αποδεκτό ότι, ο αριθμός των περδικιών μπορεί να είναι αρκετά μεγαλύτερος από περιοχές χωρίς διαθέσιμο νερό.
Οι κρίσιμοι μήνες, σχετικά με την ανάγκη των περδικιών για διαθέσιμο νερό, σύμφωνα πάντα με τις καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην Κύπρο, είναι η περίοδος από τα μέσα Ιουνίου μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου, όπου η παρουσία φρέσκων ποωδών βλαστών και εντόμων είναι πολύ περιορισμένη. Η χρήση τόσο των φυσικών όσο και των τεχνητών πηγών νερού είναι ευεργετική και σε κάποιες περιπτώσεις απαραίτητη.
Η ύπαρξη διαθέσιμων πηγών νερού (επιφανειακού, τρεχούμενου, άρδευσης κλπ) σε ένα βιότοπο, μειώνει σημαντικά το στρες των περδικιών με πιθανό αποτέλεσμα την αύξηση της βιωσιμότητας τους. Λόγω των υψηλών θερμοκρασιών τα περδίκια τείνουν να μειώνουν σημαντικά τις ώρες που ψάχνουν για τροφή με στόχο να μειώσουν τις απώλειες τους σε νερό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα σε περιοχές όπου τα περδίκια αδυνατούν να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους σε νερό μέσω της τροφής τους ή και δεν υπάρχει διαθέσιμη πηγή νερού σε κοντινή απόσταση, τα περδίκια να μην είναι σε άριστη φυσική κατάσταση κάτι που είναι δυνατόν να επηρεάσει τη βιωσιμότητα τους, σε σύγκριση με τα περδίκια που βρίσκονται σε βιότοπους με διαθέσιμες πηγές νερού σε σχετικά κοντινές αποστάσεις.
Κατά την πιο πάνω περίοδο στις περιοχές όπου υπάρχουν διαθέσιμες πηγές νερού, τα περδίκια τείνουν να συγκεντρώνονται σε κοντινές αποστάσεις από τις πηγές νερού, τις οποίες επισκέπτονται συνήθως κατά τις πρώτες πρωινές
Άρπαγες
Οι κυριότεροι άρπαγες των περδικιών στην Κύπρο είναι η αλεπού, οι αδέσποτοι σκύλοι, οι γάτες, τα αρπακτικά πτηνά, τα φίδια, τα κορακοειδή και οι ποντίκες, ιδιαίτερα κατά την περίοδο φωλεοποίησης και αναπαραγωγής αλλά και κατά τα πρώτα στάδια της ζωής τους
Ανθρώπινες δραστηριότητες
Εκτός από τους πιο πάνω εχθρούς τα περδίκια απειλούνται από την υπερβολική χρήση φυτοφαρμάκων στις καλλιέργειες, τη μονοκαλλιέργεια στις πεδινές περιοχές σε συνδυασμό με την καταστροφή φυσικών φρακτών και σημαντικών θάμνων /δέντρων (όπως παλλούρων, μοσφιλιών,κ.α.) και γενικά τις νέες εντατικές μεθόδους γεωργίας, την οικιστική και τουριστική ανάπτυξη την επέκταση του αστικού, αγροτικού και δασικού οδικού δικτύου, την πυκνότητα των αντιπυρικών λωρίδων, την ελεύθερη και εύκολη πρόσβαση σε όλους τους βιοτόπους, καθώς και από την εγκατάλειψη της παραδοσιακής γεωργίας κ.α. Έρευνα που έγινε στην Κύπρο αποδεικνύει ότι οι εντάσεις των πιο πάνω δραστηριοτήτων έχουν αυξηθεί σημαντικά στην Κύπρο κατά τα τελευταία 30 χρόνια (Panayides, 2005).
Επίσης, ως περιοριστικοί παράγοντες για την αύξηση του πληθυσμού των περδικιών λειτουργούν και τα πιο κάτω:
- η εγκατάλειψη σε κάποιες περιοχές της ήπιας παραδοσιακής κτηνοτροφίας αιγοπροβάτων η οποία περιόριζε την ανάπτυξη των θάμνων και δημιουργούσε βοσκοτόπια για τα είδη της άγρια πανίδας. Η ήπια παραδοσιακή κτηνοτροφία μείωνε και τη πιθανότητα έκρηξης μεγάλων πυρκαγιών αφού αφαιρούσε μεγάλο μέρος της ετήσιας βλάστησης με αποτέλεσμα οι πυρκαγιές να ήσαν μικρότερες σε έκταση και ένταση.
- η μηχανοποίηση της γεωργίας και ειδικότερα κατά την περίοδο του θερισμού όπου κατά την οποία γίνεται καταστροφή φωλιών ή / και θανάτωση νεοσσών.
- η άσκηση των κυνηγετικών σκύλων ειδικά κατά την περίοδο αναπαραγωγής (Ιανουαρίου – Ιουλίου) η οποία επιφέρει όχληση, καταστροφή φωλιών, άμεση ή έμμεση θανάτωση νεοσσών και γενικά επηρεάζει αρνητικά τον αναπαραγωγικό κύκλο του είδους.
- η εύκολη πρόσβαση του ανθρώπου στους βιότοπους με τη χρήση των αγροτικών και δασικών δρόμων καθώς και του εκτεταμένου δικτύου αντιπυρικών λωρίδων,
- η οικιστική και τουριστική ανάπτυξη και τα διάφορα έργα υποδομής τα οποία συρρικνώνουν τους βιότοπους όχι μόνο των περδικιών αλλά και γενικότερα της άγρια ζωής. Ειδικά την τελευταία δεκαετία η έντονη οικιστική και άλλη δόμηση έχει μειώσει σε μεγάλο βαθμό τους διαθέσιμους βιότοπους.
- η πολιτική της μεμονωμένης κατοικίας η οποία επιφέρει σωρεία προβλημάτων όπως όχληση, μείωση του βιότοπου, αυξημένη πρόσβαση κλπ.
- οι πυρκαγιές ιδιαίτερα κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, οι οποίες όχι μόνο καταστρέφουν τις φωλιές και το περιεχόμενο τους, αλλά επίσης καίνε και αρκετούς νεοσσούς οι οποίοι δεν μπορούν να πετάξουν ικανοποιητικά (ιδιαίτερα σε ηλικία μικρότερη των έξι εβδομάδων). Οι πυρκαγιές συνήθως δεν απειλούν τις πέρδικες ως προς την καταστροφή των βιοτόπων τους, αφού παρατηρείται ανάκαμψη του πληθυσμού τα αμέσως επόμενα χρόνια. Εντούτοις, σε περιπτώσεις όπου οι πυρκαγιές επαναλαμβάνονται τα αμέσως επόμενα χρόνια οι βιότοποι είναι δυνατόν να υποβαθμιστούν σημαντικά και ο αριθμός των άγριων περδικιών, στις περιοχές αυτές να μειωθεί.
- οι μεγάλες σε έκταση πυρκαγιές οι οποίες εκδηλώνονται σε θερμές καλοκαιρινές περιόδους, έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην τοπική πανίδα. Η κάλυψη καταστρέφεται, με αποτέλεσμα τα περδίκια και τα άλλα θηράματα να αδυνατούν να προστατευτούν.
Επίσης αρχικά η βλάστηση παρουσιάζεται υποβαθμισμένη και συνάμα η διαθέσιμη τροφή για την άγρια ζωή είναι μειωμένη, και κατά συνέπεια να μειώνεται το μέγεθος του πληθυσμού.
Εκτός αναπαραγωγικής περιόδου όμως οι πυρκαγιές σε ορισμένες περιπτώσεις ενδεχομένως να είναι ευεργετικές για την πανίδα. Μικρές σε έκταση πυρκαγιές, οι οποίες εκδηλώνονται σε χαμηλότερες θερμοκρασίες, δημιουργούν ανοίγματα στους βιότοπους στα οποία ανακυκλώνονται τα συστατικά της βλάστησης.
Στις συγκεκριμένες περιοχές, τα φυτά τα οποία εμφανίζονται πρώτα μετά την εκδήλωση (πρόδρομα είδη φυτών) της πυρκαγιάς, αποτελούν για όλη την πανίδα τροφή ανώτερης ποιότητας. Ως αποτέλεσμα της ποιότητας τροφής, τα είδη πανίδας να παρουσιάζουν καλύτερη φυσική κατάσταση, η αναπαραγωγική τους επιτυχία βελτιώνεται σημαντικά και ως επακόλουθο των πιο πάνω, το μέγεθος του πληθυσμού τους αυξάνεται.
Καιρικές συνθήκες
Οι καιρικές συνθήκες είναι ο κύριος περιοριστικός παράγοντας που επηρεάζει τις ετήσιες πληθυσμιακές διακυμάνσεις του πληθυσμού των περδικιών. Η περίοδος ξηρασίας, η ποσότητα βροχόπτωσης, η ένταση της βροχόπτωσης καθώς και η χρονική περίοδος της βροχόπτωσης, το ύψος των υψηλών και των χαμηλών θερμοκρασιών μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τoν πληθυσμό των άγριων περδικιών και ιδιαίτερα της αναπαραγωγικής επιτυχίας.
Το γράφημα δεύτερο από δεξιά επεξηγεί σε μεγάλο βαθμό την επίδραση του καιρού στην αναπαραγωγική προσπάθεια των περδίκων
Επιμέλεια : gpeppas
ΠΗΓΕΣ ¨
-Διαχειριστικό Σχέδιο Πέρδικας (Alectoris chukar) στην Κύπρο -
Υπηρεσία Θήρας και Πανίδας
- Οι κλωσιές της πέρδικας -ΛΕΟΝΑΡΔΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΥ - ΔΑΣΟΠΟΝΟΣ