Του Ζάχου Ξηροτύρη
Ένας θαυμάσιος συνδυασμός φτερών της δίνει ομορφιά και χάρη, είναι από τα ωραιότερα και πλέον συμπαθητικά πουλιά, είναι το Δημοτικότερο πουλί. Η ελληνική πετροπέρδικα είναι ένα ξεχωριστό είδος που δεν έχει την όμοιά της από όλα τα είδη πέρδικας στον κόσμο όλο.
Εκείνο το όμορφο και καταξάστερο μάτι της γυρίζει ζερβά δεξιά σαν να βιγλίζει Ανατολή και Δύση. Τα μάτια της και κείνο το φρύδι της με το γιορδάνι μας λέει ό Γρανίτσας αποτελούν «αριστουργήματα συνθέσεως φωτός και χρώματος».
Σπίθες πετούν τα μάτια της και βλέπουν ζερβά, δεξιά, πίσω και μπρος φοράει λέει ό λαός τα «τηρογιάλια» και τηράει ανήσυχα προς όλες τις πλευρές. Μα κείνο το περπάτημά της; ο ίδιος ο Γρανίτσας λέει «εάν ιδήτε πέρδικα να περπατεί θα ομολογήσετε ότι πλέον αρμονικό, ρυθμικό, ευφρόσυνο περπάτημα είναι αδύνατον να έχουν και αυτοί οι άγγελοι».
Ο άνθρωπος δε βρίσκει λόγια να εξυμνήσει τη χάρη της και την ομορφιά της. Είναι το Δημοτικότερο και άγαπητότερο πουλί μα και πολύ κοινωνικό δεν του αρέσει η μοναξιά και ζει κοπαδιαστά και όταν περπατάει δεν ξέρεις αν περπατάει ή πετάει, τόση είναι η σβελτάδα του.
Το Δημοτικό τραγούδι πολυτραγούδησε την πέρδικα με τις ομορφιές της, κι ακόμη και τη φωλιά της «Απάνω στην τριανταφυλλιά που φτιάνει η πέρδικα φωλιά, με σύρματα και φλουριά και με σαρανταπέντ' αυγά. Κι' αναταράχθ' η πέρδικα και πέσαν τα τριαντάφυλλα. Το μάθαν κι οι αρχόντισσες και παν να μαζέψουν, να φτιάσουν άνθινο νερό να λούσουν νύφη και γαμπρό».
Τούτο δεν είναι αλήθεια, τη φωλιά της τη φτιάνει στα ριζώματα στο χώμα, μα ο λαϊκός τραγουδιστής θέλει όλο και πιο πολύ να την παινέψει και την παινεύει ποιητική αδεία.
Αγαπάει τις πλαγιές, τις δροσιές και τα χορτάρια όπως μας λέει το τραγούδι «ήμουν ψηλά στα πλάγια στις δροσιές και στα χορτάρια» της αρέσουν πολύ και τα σταφύλια «έτρωγα το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι». Όπως ο κούκος έχει το κουκοστάφυλο για ειδική τροφή του έτσι και η πέρδικα έχει και την ξέχωρη τροφή της το περδικοτρίφυλλο, με κείνα τα μωβ σποράκια που πήρε και τ' όνομά της. Αλλά και τι δεν τρώει η πέρδικα, όλα τα σπόρια και τα δημητριακά τα σιτοκάλαμπα και τα ρημάζει. Και δεν τη νοιάζει μήπως βαρυστομαχιάσει, τρώει στουρναροχάλι καλαγαρίζει τη φωνή της και έπειτα τα στέλνει στο στομάχι της για να χωνέψει καλύτερα.
Δεν ξέρω αν συμφωνούν οι στομαχολόγοι γιατροί, μα κι αν δεν συμφωνούν ο λαός το πιστεύει και δεν πρόκειται ν' αλλάξει γνώμη, πάντως στο στομάχι της βρίσκουμε πάντα χαλίκια.
Ξυπνάει με τα χαράματα και σημαίνει το πρωινό εγερτήριο, σαλπιγκτής ο Κώτσος (σ.σ. αρσενική, ενήλικη πέρδικα) και έπειτα ακολουθεί συναυλία που φέρνει συγκίνηση στους κυνηγούς και στους ξοχίτες.
T' όνομα της το πήραν οι περδικόβρυσες και τα περδικοτσίμαρα. Δεν υπάρχει βουνό χωρίς περδικόβρυσες. Το πέταγμά της από τις πλαγιές και τα περδικοτσίμαρα μοιάζει με επίθεση ιππικού και τάγματος Τσολιάδων, είναι τόσο άξαφνο και θορυβώδες που τρόμαξε κι αυτός ο ατρόμητος Κατσαντώνης. Το πέταγμά τους μοιάζει με σχηματισμό σμήνους αεροπλάνων.
Δε είναι τόσο γλυκιά η μελωδία της Πέρδικας, μα είναι εξαιρετικά ρυθμικό, ο λαός όμως τη συμπάθησε τόσο πολύ που τη λέει αηδονολαλούσα. Μας το λέει και δω το Δημοτικό τραγούδι για τον αετό που τόσο την κυνηγάει: «Κάλλιο να φας αετέ τα νύχια σου τα κλαδοπόδαρά σου, παρά να φας την πέρδικα την αηδονολαλούσα, που στην Ανατολή λαλεί κι' ακούγεται στη Δύση».
Δεν διακρίνεται μόνο για την ομορφιά της, άλλά και για τη νοστιμιά της. Το Δημοτικό τραγούδι που τίποτε δεν παραλείπει να τραγουδήσει και δω η ερωτευμένη νέα την ψητή πέρδικα θέλει να προσφέρει στον αγαπημένο της «απόψε μαυρομάτα μου με σένα θέλα μείνω. Κι' αν απομείνεις ξένε μου τι θέλε να μου κάνεις, έχω ψαράκια στο νταβά και Πέρδικα ψημένη».
Είναι πολύ κοκέτα «ανάμεσα στα μάτια της έχει τα τηρογιάλια» για να κοιτάει την ομορφιά της και την κορμοστασιά της, αληθινή βασίλισσα του βουνού «για ιδές την πέρδικα πώς περπατεί λεβέντικα». Όλη τη μέρα πετάει και γυρίζει εδώ και κει παίρνει και ένα και δυο αμμόλουτρα μα είναι πάντα πεντακάθαρη.
Όλοι στην πέρδικα θέλουν να μοιάσει η καλή τους για τη μητρική της τρυφερότητα και στοργή, «τήρα μη μοιάσεις του λαγού όπου γεννάει κι' αρνιέται, μοιάσε της Πετροπέρδικας τής αηδονολαλούσας που κάνει δέκα οχτώ πουλιά κανένα δεν αρνιέται. Κι' αν πέσει άετος και πάρει έν' άπ' τα πουλιά της κάνει καιρούς να πιει νερό χρόνους να κελαηδήσει».
Απίστευτο είναι κείνο το σκόρπισμα που κάνουν τα μικρά της στο ειδικό κράξιμο της μάνας. Λές και τα κατάπιε η γης κι ας ήταν μπροστά στα μάτια σου, αναποδογυρίζουν και παίρνουν το χρώμα της γης και ούτε που διακρίνονται.
Στοργικό πουλί η πέρδικα θυσιάζεται για τα μικρά της, ανήσυχη ως που να τα μεγαλώσει μάς το λέει ο ποιητής Ζαλοκώστας «απάνω από το κοτρόνι επισκοπεί, παρακολουθεί και συμβουλεύει τα μικρά της και πότε τους γλυκομιλεί και πότε τα μαλώνει. Άκου της μάνας τη λαλιά κι' ανέβα στο λιθάρι γιατ' η καρδιά μου λαχταρά αγαπητό παιδί μου».
Είναι εξίσου και στοργική σύζυγος και το Δημοτικό τραγούδι όπως πάντα ταυτίζει και παρομοιάζει τα πουλιά με τους ανθρώπους· «Σαν περδικούλα χλίβεται σαν το παπί μαδιέται» εδώ παρουσιάζει το τραγούδι τη γυναίκα του Λουκά Καλιακούδα όταν το θάνατο του άντρα της στη μάχη της Γραβολίμνης.
Πιστός σύζυγος η πέρδικα και σύντροφος, δεν ξέρει τι θα πει συζυγική απιστία και σαν χάσει το ταίρι της αρνιέται να ταιριάσει. Δείχνει την αγάπη της Αλκυόνης προς τον Κύηκα, δεν αποχωρίζεται το σύντροφό της, άγνωστο γι' αυτή το διαζύγιο και ή ασυμφωνία χαρακτήρος. Μαθήματα ηθικής συμπεριφοράς και αγάπης που λείπουν από τον άνθρωπο μάς τα δίνουν τα πουλιά.
Έκείνο το λυγερό περπάτημά της κι η κορμοστασιά της, εκείνη η φτερωτή της πανοπλία «π' έχει τα νύχια κόκκινα και τα φτερά γραμμένα», το διαπεραστικό της μάτι και κείνο το στήθος της σαγήνεψαν τους ερωτευμένους κι αποκαλούν αγαπημένες τους Περδικόστηθες και Περδικομάτες.
Και διαλαλητής της ομορφιάς, της χαράς και της λύπης, της αγάπης γίνεται, μόνο σκλάβα δε γίνεται, ούτε ζει ούτε τραγουδάει αν δεν είναι ελεύθερη.
Δεν είναι κανένας λέει ό Γρανίτσας που να τραγούδησε την καλή του και να μην την πει περδικομάτα, όπως και όλοι οι εραστές ανακάλυψαν ότι όλες είναι περδικόστηθες οι αγαπημένες τους.
Κι' ακόμα όταν δεν ανταποκρίνεται στον έρωτα του και τότε πέρδικα την αποκαλεί και την παρακαλεί «Τρικαλινή μου Πέρδικα και Λαρισινή Τρυγόνα, σ' όλον τον κόσμο ήμερη σε μένα στέκεις άγρια».
Που έγινε γάμος, χαρά και πανηγύρι και δεν τραγουδήθηκε προνομιακά αυτός ο σύντροφος της ερημιάς. Και δεν είναι μόνο προσωποποίηση της ομορφιάς άλλά και της εξυπνάδας «όσο για την εξυπνάδα της φθάνει νά ιδεί κανείς πως πάλλουν τα μάτια της για να την εκτιμήσει» γράφει ό Λυκούδης.
Όλες αυτές οι χάρες, οι αρετές και ομορφιές την έκαμαν βασίλισσα των Βουνών.
Δεν τη βρίσκουμε μόνο στα τραγούδια της χαράς και της λύπης ή του γάμου και της ξενιτιάς. O άνθρωπος την αγάπησε, έζησε μαζί της και τη θέλει για συντροφιά της ερημιάς «κείνος που δεν τού ΄τυχε δεν το καταλαβαίνει, τ' είναι η φωνή ενός πουλιού στην ερημιά ακουσμένη» λέει ό ποιητής· και πιο πολύ ένιωσε την ανάγκη της ο Κλεφταρματωλός γι' αυτό ζητάει «να με κοιμίζουν πέρδικες να με ξυπνούν τ' άηδόνια».
Μεγάλη οικειότητα είχε ο λαός και κλεφταρματωλός με την πέρδικα, κι αυτήν ρωτάει ο λαός να την πληροφορήσει πώς πολεμούν οι κλέφτες και καπεταναίοι. «Νάμουν μιά πετροπέρδικα στα πλάγια του Πετρίλου, ν' άκουρμαστώ πως πολεμούν οι κλέφτες κι οι αρματολοί κι' ο Γιάννης Μπουκοβάλας».
Την πετροπέρδικα ρωτάει ο λαός γιατί είναι λυπημένη μετά τη μάχη στο Σαρακηνό της Μακρινίτσας, «για πες μου πετροπέρδικα γιατ' είσαι λυπημένη» και κείνη απαντάει «γιατί γυναίκες χήρεψαν μανάδες ορφανέψαν». Δεν είναι στις συνήθειες της πέρδικας σαν είναι λυπημένη να τραγουδάει, σωπαίνει κι αν τραγουδήσει «πικρά το λέει μια πέρδικα πικρά φαρμακωμένα. Πικρά τραγούδησε και για το θάνατο τού Κατσαντώνη». «Πικρά το λέει μια πέρδικα στ' Άντώνη το κεφάλι».
Δε συμπονούν μόνο τα πουλιά την κλεφτουριά και πιο πολύ ο παντοτινός της σύντροφος η πέρδικα, άλλά και κατασκοπεύουν τον εχθρό, όπως όταν βγήκε Τούρκικη παγανιά για τον Λεπενιώτη «… συχνολαλεί μια πέρδικα συχνολαλεί και λέει. Βγήκε Μουχτάρης παγανιά γι' αυτόν τον Λεπενιώτη κι' ο Λεπενιώτης άρρωστος στο χέρι λαβωμένος». Κλέφτες και πουλιά τραγούδησαν μαζί τον πόθο της λευτεριάς.
Πλάι-πλάι με τους πολεμιστές στέκουν οι πετροπέρδικες, χαίρονται μαζί τους και λυπούνται σα δε μπορούν να φέρουν τα μαντάτα από την κλεφτουριά του Μωρηά στη Ρούμελη και κλαίνε και μοιρολογούν σαν άνθρωποι όπως τους θέλει ο λαός μ' ανθρώπινη λαλιά «μια περδικούλα του Μωρηά να ταξιδέψει δε μπορεί πέρα για να περάσει, να πάει χαμπέρι των κλεφτών».
Δεν είχε όπλο η πέρδικα να συμπαρασταθεί στον πόλεμο, συμπαραστάθηκε όμως με τη λαλιά της και τη συντροφιά της. Μ' αυτή τη λαλιά τραγούδησε χαρούμενα άλλά και λυπητερά «κλαίω για την κλεφτουριά, για τους καπεταναίους, που τους χαλάει ο Αλή πασάς 'ς τα Γιάννενα, 'ς τη λίμνη».
Και άλλοτε πάλι φέρνει στο λαό μαντάτα «είδα μαυρίλα από τουρκιά με κόκκινα μπαϊράκια· είδα τους Τούρκους να χυμούν με λύσσα σαν γεράκια». Μ' αυτή την πέρδικα και με το γλυκόλαλο αηδόνι παρομοιάζει ο λαός ότι αγαπητό έχει στον επίγειο τούτον κόσμο. Και μεις οι Νεοέλληνες για ανταμοιβή την ξεκληρίσαμε από τα ελληνικά βουνά.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΝΕΑ, Ιανουάριος 1980 – Αρ. τεύχους 581
ΠΗΓΕΣ :
dasarxeio.com
Φvto : gpeppas