Πρώτος ο Αριστοτέλης προσπάθησε να περιγράψει το σύνολο των φυτών και των ζώων , της χλωρίδας δηλαδή και της πανίδας, που υπήρχαν κατά την εποχή του στον ελληνικό χώρο. Ειδικά για τη χλωρίδα έγραψε το σύγγραμμα "Περί φυτών", το οποίο όμως δεν διασώθηκε. Ο μαθητής του Αριστοτέλη, Θεόφραστος, καταπιάστηκε ειδικά με τη χλωρίδα στα έργα του "Περί φυτών ιστορίαι" και "Περί φυτών αιτίαι", όπου περιγράφει περίπου 550 είδη. Αργότερα, τον 1ο μ.Χ. αιώνα, ο γιατρός και φυσιοδίφης Διοσκουρίδης στο έργο του "Περί ύλης ιατρικής", κατέγραψε περίπου 600 είδη φυτών, που παρουσιάζουν κυρίως φαρμακευτικό ενδιαφέρον. Το βιβλίο αυτό εκδόθηκε το 512 μ.Χ. σε έγχρωμη εικονογραφημένη μορφή, με τον τίτλο "Codex vindobonensis".
Μετά τους μεγάλους αρχαίους έλληνες ερευνητές ακολούθησε μια μακρά σκοτεινή περίοδος χιλίων περίπου χρόνων, ως την ευρωπαϊκή Αναγέννηση, οπότε αρχίζει και πάλι να αναπτύσσεται το ενδιαφέρον για τη φύση, αυτή τη φορά στην Κεντρική και Δυτική Ευρώπη. Το ενδιαφέρον των ευρωπαίων επεκτείνεται και στον ελληνικό χώρο. Μεγάλοι επιστήμονες και ερευνητές αρχίζουν να καταφθάνουν στη σκλαβωμένη από τους Οθωμανούς Ελλάδα, για να μελετήσουν, εκτός από τις αρχαιότητες, και τη φύση της, δημοσιεύοντας αξιόλογες εργασίες. Από τότε ασχολήθηκαν με την ελληνική χλωρίδα πολλοί και μεγάλοι ερευνητές.
Ονομασία που αποδίδεται στο σύνολο των φυτικών ειδών που συναντώνται στις ψηλότερες ορεινές περιοχές. Το κατώτερο όριο του αλπικού περιβάλλοντος ποικίλλει ανάλογα με το γεωγραφικό πλάτος για τις Άλπεις αντιστοιχεί σε υψόμετρο 1.800-2.000 μ.
Τα φυτά που φύονται και αναπτύσσονται σήμερα στις πλαγιές, στα υψίπεδα και στις ράχες των βουνών αναφέρονται ειδικότερα στις Άλπεις, αλλά και στον Ιούρα, στα Πυρηναία, στον Καύκασο, στα Ιμαλάια, στα Βραχώδη όρη, στις νότιες Άνδεις και σε άλλα ψηλά όρη, εμφανίζουν δε κάτι χαρακτηριστικό και διαφορετικό από τη βλάστηση των χαμηλών περιοχών και των ακτών.
Πρέπει, ακόμη, να σημειωθεί η απουσία δενδρώδους βλάστησης από την α.χ., αφού τα έλατα και οι λάρικες, που ανήκουν στην ορεινή –και όχι στην αλπική– χλωρίδα, είναι τα μόνα δέντρα που φύονται σε μέγιστο υψόμετρο κατώτερο των 2.000 μ.Η ξυλώδης αλπική βλάστηση αποτελείται κυρίως από θαμνώδη δενδρύλλια ειδικά στις Άλπεις φύονται τα είδη Alnus viridis και Pinus mugo, ενώ μεγάλες εκτάσεις καλύπτονται από είδη του γένους Rhododendrum, όπως το Rhododendrum ferrugineum, το οποίο φύεται σε πυριτικά εδάφη, και το Rhododendrum formosanum, το οποίο φύεται σε ασβεστολιθικά εδάφη. Εξαιτίας ενός συνόλου παραγόντων του περιβάλλοντος, όπως η κάλυψη από το χιόνι και η δράση σφοδρών ανέμων, τα δενδρύλλια έχουν λυγισμένο κορμό και κλαδιά, γι' αυτό και η υψομετρική ζώνη, όπου αναπτύσσονται συστάδες Rhododendrum, αποκαλείται ζώνη λυγισμένων δενδρυλλίων. Σε μεγαλύτερα υψόμετρα από αυτή τη ζώνη συναντώνται στην αρχή συστάδες θάμνων ακόμα πιο χαμηλών που αντιστοιχούν στη θαμνώδη τούνδρα και σχηματίζονται από είδη του γένους Vacinium, όπως τα Vacinium myrtilloides, το οποίο εμφανίζεται και σε μικρότερο ύψος, Vacinium macrocarpon, Vacinium vitis-idaeae, Vacinium tenellum και διάφορα άλλα.
Μετά από αυτές τις συστάδες θάμνων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται ακόμη φτέρες, ανθισμένες πόες, βρύα, λειχήνες και μανιτάρια, εκτείνονται τα κυρίως αλπικά βοσκοτόπια, η αλπική στέπα με κυπερίδες και αγρωστώδη (είδη των γενών Carex, Nardus, Luzula κλπ.) και η ποώδης, συχνά ελώδης αλπική τούνδρα, όπου μαζί με τα αλπικά είδη του γένους Carex κυριαρχούν τα μικρά βούρλα, είδη του γένους Scirpus ανάμεσά τους αφθονούν και διάφορα είδη ορχιδέων και σαξιφράγων (γένος Saxifraga) ή παρεμβάλλονται τυρφώνες. Όταν εξεταστούν από κοντά, τα φυτά της α.χ. που φύονται στα ψηλά βοσκοτόπια και στις απόκρημνες παρειές των ψηλών κορυφών εμφανίζουν όψη νάνων, έχουν χαμηλό βλαστό ή είναι ξαπλωμένα στο χώμα συχνά έχουν πλατιά φύλλα, σε διάταξη ρόδακα, που σχεδόν ακουμπά στο έδαφος και από το κέντρο του ορθώνεται ένα στέλεχος άφυλλο ή με ελάχιστα φύλλα, τα οποία είναι πολύ μικρότερα από τα παράρριζα. Αυτό το χαρακτηριστικό γνώρισμα παρατηρείται ευδιάκριτα στο είδος Aster alpinus, την όμορφη ιορόδινη μαργαρίτα με τον χρυσοκίτρινο κεντρικό δίσκο, που αφθονεί στα αλπικά βοσκοτόπια, στο εντελβάις (Leontopodium alpinum), το οποίο συναντάται σχεδόν αποκλειστικά στις απόκρημνες παρειές, και στα είδη Gentiana straminea και Gentiana vernalis με τη σωληνοειδή γαλαζωπή στεφάνη και με κάλυκα χωμένο μέσα στον ρόδακα που σχηματίζουν τα παράρριζα φύλλα.
Τα αλπικά φυτά έχουν κατά κανόνα μεγάλα άνθη, συγκριτικά με τις διαστάσεις του φυτού, είτε πρόκειται για κεφάλιο, όπως στο είδος Aster alpinus, είτε πρόκειται για κυρίως στεφάνη, όπως στο αλπικό γαρίφαλο (Dianthus alpinus), που φέρει στεφάνη διαμέτρου 2 εκ. και πέντε κόκκινα πέταλα στην κορυφή μικρών βλαστών ύψους 2 ή 3 εκ. Άλλο στοιχείο ενδεικτικό πολλών αλπικών φυτών είναι το άσπρο χνούδι, το οποίο προστατεύει τον βλαστό και τα φύλλα τους το εντελβάις αποτελεί τυπικό δείγμα, επειδή το χνούδι καλύπτει ακόμα και τα κεφάλια του και ειδικότερα τα φύλλα που το περιβάλλουν σε αστεροειδή διάταξη. Ανάμεσα στα φυτά με χνουδωτά ή τριχωτά φύλλα περιλαμβάνονται ακόμη τα φυτά του είδους Antenaria rosea με τα ρόδινα άνθη, οι αρτεμισίες της ομάδας τζενεπί (Artemisia mutellina, Artemisia spicata και Artemisia glacialis) και, τέλος, το είδος Hieracium alpinum, ιδιαίτερα εντυπωσιακό φυτό, με εξαιρετικά παχιά και χνουδωτά φύλλα. Το χνούδι συντελεί στην προστασία των φυτών τόσο από την παγωνιά και το νερό όσο και από την ηλιακή ακτινοβολία, που είναι πολύ έντονη στα μεγάλα ύψη και καθόλου ευεργετική για τα φυτά.
Τα φύλλα άλλων αλπικών φυτών δεν είναι χνουδωτά, αλλά, αντιθέτως, είναι σκληρά, δύσκαμπτα, σκούρα και γυαλιστερά στο πάνω μέρος τους, όπως συμβαίνει στα είδη του γένους Rhododendron, στις δρυάδες (Dryas octopetala), με τα άσπρα χωριστοπέταλα άνθη, στη μικρή αλπική αζαλέα (Rhododendron hirsutum) και σε πολλά άλλα φυτά, κατά κανόνα θαμνώδη και ξυλώδη, αν και συχνά ύψους μόλις λίγων εκατοστών. Οι διαστάσεις των αλπικών φυτών είναι τόσο μικρές ώστε ο αμύητος μπορεί να ξεγελαστεί και να τα θεωρήσει λαθεμένα βρύα. Αυτό ισχύει για τα είδη Androsace alpina (της οικογένειας των πριμουλιδών) και Silene acaulis (της οικογένειας των καρυοφυλλιδών)? και τα δύο αυτά φυτά σχηματίζουν με τους πολυάριθμους μικρούς βλαστούς τους, που είναι γεμάτοι ανοιχτοπράσινα φύλλα, καμπυλωτά μαξιλαράκια που ακουμπούν στο χώμα. Πάνω στις πράσινες αυτές τούφες ξεπροβάλλουν μικροί ποδίσκοι με μικροσκοπικά άνθη η κόκκινη στεφάνη τους, κανονική και ίδια σε όλα, έχει διάμετρο 4-6 χιλιοστά. Στον ίδιο τύπο ανήκουν τα είδη Saxifraga paniculata και Saxifraga cernua, με τα μικρά άσπρα άνθη. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα ανθάκια σχηματίζουν ταξιανθία, όμοια με κανονικό άνθος, που κάποιες φορές ακουμπά στο χώμα τα φυτά αυτά ονομάζονται άκαυλα, δηλαδή στερούμενα βλαστού. Σε αυτή την κατηγορία ανήκουν, για παράδειγμα, το είδος Cirsium acaulon, μικρό γαϊδουράγκαθο που φυτρώνει στους πετρώδεις βοσκότοπους και έχει μόνο ένα ιορόδινο κεφάλιο και το –ακόμα πιο παράξενο– είδος Carlina acaulis, το γαϊδουράγκαθο νάνος, το οποίο συναντάται συνήθως στα αλπικά βοσκοτόπια το τελευταίο, στη μέση ενός μεγάλου ρόδακα από πλατιά έλλοβα φύλλα, εμφανίζει πεπλατυσμένο κεφάλιο, με διάμετρο 5-15 εκ., καθώς και όψη δέσμης γλωσσοειδών αχυρωδών ανθών, που περιβάλλουν έναν χοντρό κεντρικό δίσκο από μικρά σωληνοειδή άνθη, χαρακτηριστικά όλων των συνθέτων της συγκεκριμένης ομάδας. Τα κεφάλια των φυτών του γένους Carlina είναι πολύ υγροσκοπικά, γεγονός που τους παρέχει τη δυνατότητα να ανοίγουν και να κλείνουν ανάλογα με τις συνθήκες ξηρασίας ή υγρασίας που επικρατούν στην ατμόσφαιρα το γένος Carlina, κατά συνέπεια, ανήκει στην κατηγορία των φυτών που προμηνύουν τις καιρικές συνθήκες.
Ωστόσο, το μικρό στέλεχος και τα μεγάλα άνθη δεν είναι σταθερό γνώρισμα των αλπικών φυτών. Υπάρχουν πολλά ποώδη φυτά με ψηλό βλαστό και εντυπωσιακά άνθη, όπως η αρνική (Arnica alpina), με έντονα κίτρινα κεφάλια ακτινωτής διάταξης και άλλα φυτά, άφθονα στα λιβάδια που βρίσκονται στα όρια της αλπικής ζώνης, όπως το είδος Astrantia major, ορισμένα είδη του γένος Geranium κλπ. Η α.χ. εκπροσωπείται από όμορφα λουλούδια, τόσο στο σχήμα όσο και στο χρώμα τους. Αναφέρθηκε ήδη το είδος Aster alpinus και το γένος Arnica, ενώ μπορούν να προστεθούν το αλπικό χρυσάνθεμο (Chrysanthemum leucanthemum), το οποίο μοιάζει με άσπρη μαργαρίτα και το μπλουέ του βουνού (Centaurium nivalis), που μοιάζει με το κοινότατο μπλουέ του αγρού (Centaurium erythraea)? από τις βιόλες (γένος Viola) μπορούν να αναφερθούν το είδος Viola labradorica, με άρωμα μελιού και ιώδες, κίτρινο ή άσπρο χρώμα, από τις καμπανούλες τα είδη Campanula alpina, με χνουδωτά άνθη, και Campanula gracilipes, μικρό και λεπτεπίλεπτο φυτό, ενώ από τα υπόλοιπα φυτά το κυκλάμινο (Cyclamen europaeum), η σολδανέλα (Soldanella alpina) με κροσσωτή, ρόδινη ή ιώδη στεφάνη, που φύεται κοντά σε σωρούς χιονιών, και το είδος Primula auricula, με μικρά ρόδινα άνθη, το οποίο φύεται σε βαλτώδεις τόπους. Από την κατηγορία των αλπικών φυτών με αρωματικά άνθη ξεχωρίζει μια μικρή ορχιδέα, το είδος Genoplesium morrisii, με κωνική ταξιανθία και σκούρο κόκκινο χρώμα, ενίοτε μαυριδερό, το άρωμα της οποίας θυμίζει βανίλια. Σε ύψος χαμηλότερο από τα 2.000 μ. συναντά κανείς το είδος Lillium martagon, με σαρκώδη και κηρώδη στεφάνη, ρόδινη με κόκκινα στίγματα, αλλά και νάρκισσους κυρίως του είδους Narcissus poeticus οι τελευταίοι εμφανίζονται τόσο συχνά και σε τέτοια ποσότητα ώστε καθίστανται επιζήμιοι στη βοσκή, γεγονός που αναγκάζει τους κτηνοτρόφους να αποφεύγουν αυτές τις περιοχές.
Μεταξύ των αλπικών φυτών αφθονούν τα φαρμακευτικά, περιζήτητα από τους βοτανολόγους, όπως τα είδη Gentiana verna, Gentiana acaulis, Aconitum napellus, Polygala alpina και Polygala vulgaris, οι αρτεμισίες της ομάδας τζενεπί, το ελβετικό τσάι (Veronica officinalis) και είδη του γένους Arnica. Για τη μελέτη της α.χ. ιδρύθηκαν το 1835 οι επονομαζόμενοι αλπικοί κήποι, στα πλαίσια των οποίων δημιουργούνται συνθήκες περιβάλλοντος κατάλληλες για την ανάπτυξη φυτών των αλπικών περιοχών.
Στην Ελλάδα φυτρώνουν αρκετά είδη της α.χ., αντιπροσωπεύουν όμως ένα ελάχιστο ποσοστό της χλωρίδας της κάθε περιοχής τα περισσότερα από αυτά είναι ενδημικά, δηλαδή αυτοφυή μόνο σε ορισμένο τόπο ή περιοχή. Στην Κρήτη, για παράδειγμα, από τα 60 αλπικά φυτά που έχουν διαπιστωθεί, τα 40 είναι ενδημικά. Από τα περίπου 4.000 είδη φανερογάμων και πτεριδοφύτων που αποτελούν την ελληνική χλωρίδα, μόνο 447 είναι αποκλειστικά αλπικά και αντιπροσωπεύουν 47 οικογένειες από τις 130 της χώρας μας.
Στα αλπικά υψόμετρα των ελληνικών βουνών φύονται, μεταξύ άλλων, τα είδη Pinus mugo (Πιέρια, Όρβηλος), Convalaria majalis (Μάνη, με την κοινή ονομασία πέκα) και Vacinium myrtilloides (Βόρεια Ελλάδα)? από τα νομευτικά, συνηθέστερα στις αλπικές βοσκές σχεδόν όλων των βουνών της ηπειρωτικής Ελλάδας και μερικών νησιών, όπως η Κρήτη και η Εύβοια, είναι τα Gentiana pontica, Saxifraga hederacea και Saxifraga graeca, Alopecurus geniculatus, Senecion fluviatilis κ.ά. Από τα φαρμακευτικά, συνηθέστερα είναι τα Gentiana vernalis (κοινώς αγριοκαπνός, στην περιοχή Πρέσπας), Polygala vulgaris, Veronica officinalis (Βόρεια Ελλάδα έως Θεσσαλία), Artemisia mutellina (κοινώς πισιδιά) κλπ. Στην κατηγορία των καλλωπιστικών περιλαμβάνονται τα Aster alpinus, Lepidium meyenii (Σμόλικας), Allium galanthum (κοινώς σκουλαρίκια, ενδημικό στον Ταΰγετο), Aquilegia amaliae, σπάνιο είδος το οποίο συναντάται ιδιαίτερα στον Όλυμπο και στην Γκιώνα, Polygala vulgaris, το οποίο φύεται στο αλπικό υψόμετρο του Χελμού κοντά στα ύδατα της Στυγός και Armeria maritima (κοινώς χαλαβόχορτο, στη Λακωνία).
Το κενό πληροφοριών που αναμφισβήτητα υπάρχει για πολλά ελληνικά είδη, προσπαθεί να καλύψει το «Πρόγραμμα Δημιουργίας Τράπεζας Στοιχείων για το Ελληνικό Φυσικό Περιβάλλον» του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το οποίο ξεκίνησε το 1990 και τελείωσε το 1994. Συγκεντρώνοντας και αξιοποιώντας τις μέχρι τότε πληροφορίες έγινε δυνατή η καταγραφή των ειδών και υποειδών, που ανέρχονται σε 5.514 taxa, εκ των οποίων για περισσότερα από 1.000 είδη δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες.
Τα ενδημικά είδη ανέρχονταν σε 1.063 είδη και υποείδη, πολλά από τα οποία είναι σπάνια και υπάρχουν μόνο σε μια περιορισμένη περιοχή. Ο αριθμός των ενδημικών φυτών της ελληνικής χλωρίδας, είναι βέβαιο ότι θα αυξηθεί και άλλο, καθώς η επιστήμη ανακαλύπτει και περιγράφει συνεχώς νέα είδη.
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα ενδημικά είναι η ανεξέλεγκτη βόσκηση και η ανάπτυξη του ορεινού τουρισμού, παράγοντες που επηρεάζουν την σπάνια ορεινή χλωρίδα, με τη διάνοιξη δρόμων, το χτίσιμο ξενοδοχειακών μονάδων, τα χιονοδρομικά κέντρα κλπ.
Επιμέλεια : gpeppas
ΠΗΓΕΣ ¨