Η ανάπτυξη των νεοσσών
Ζει σε θαμνώδεις εκτάσεις, βραχώδεις πλαγιές ψηλών βουνών και κράσπεδα δασών, συνήθως σε υψόμετρο πάνω από 800 μ.
Αποφεύγει πυκνά δάση και προ τιμά κράσπεδα δάσους με ανοιχτές περιοχές, ποολίβαδα και αραιούς χαμηλούς θαμνότοπους.
Η περιοχή ενδημίας ενός ζευγαριού κυμαίνεται από 0,1 έως 1 km2.
Η περίοδος της αναπαραγωγής αρχίζει τον Ιανουάριο - Φεβρουάριο με το σχηματισμό των ζευγών. Φωλιάζει στο έδαφος, μέσα σε πυκνή ποώδη βλάστηση ή σε κοιλότητες του εδάφους ή στη βάση βράχων.
Η φωλιά κατασκευάζεται από το θηλυκό την οποία επιστρώνει με ξερά φύλλ α, χόρτα και λίγα πούπουλα. Τον Απρίλιο - Ιούνιο ωοτοκεί 8 - 14 αυγά, διαστάσεων 41x30 χιλιοστά, βάρους 20 gr. και χρώματος λευκού. Ο ρυθμός ωοτοκίας είναι 1 αυγό ανά 2 ημέρες.
Η επώαση γίνεται από το θηλυκό και διαρκεί συνολικά 24 – 26 ημέρες. Οι νεοσσοί μετά την εκκόλαψη είναι άμεσα βαδιστικοί και ανεξαρτητοποιούνται σε ηλικία περίπου 60 ημερών .
Είναι μονογαμικό είδος, αν και έχουν παρατηρηθεί περιπτώσεις όπου το αρσενικό, ανάλογα με το κοπάδι, μπορεί να ζευγαρώσει με περισσότερες θηλυκές. Τον Ιανουάριο και Φεβρουάριο οι ομάδες διαλύονται και σχηματίζονται τα ζεύγη.
Πρώτα δημιουργούνται τα ζεύγη που είναι μεγαλύτερα σε ηλικία και το καθένα έχει συγκεκριμένη περιοχή χωροκράτειας , την οποία και υπερασπίζεται από τα υπόλοιπα άτομα του είδους.
Όταν ένα θηλυκό εντυπωσιαστεί με την περιοχή ενός αρσενικού και το αποδεχτεί σαν ιδανικό για ζευγάρωμα, τότε το αρσενικό με συγκεκριμένες κινήσεις του κεφαλιού και των φτερούγων του (display-τέντωμα λαιμού με το κεφάλι προς τα εμπρός και ελαφριά προς τα κάτω, άνοιγμα φτερούγας μέχρι το άκρο να ακουμπήσει το έδαφος), προσπαθεί να εντυπωσιάσει ακόμη περισσότερο το θηλυκό επιδεικνύοντας ορισμένες από τις ικανότητες του.
Η «επίδειξη» θεωρείται πολύ σημαντικό μέρος της διαδικασίας για επιτυχημένη φωλαιοποίηση. Η πιο πάνω διεργασία/συμπεριφορά είναι φυσιολογική και πιθανόν ενστικτώδης, και σίγουρα συμβάλει στο αποτέλεσμα της αναπαραγωγικής επιτυχίας.
Συνήθως, τα θηλυκά που ξεκινούν πρώτα τη φωλαιοποίηση,είναι μεγαλύτερα του ενός έτους, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες οι οποίες λόγωτου νεαρού της ηλικίας τους πιθανόν να καθυστερήσουν 1-2 μήνες.
Η περίοδος έναρξης της περιόδου φωλεοποίησης εξαρτάται άμεσα από το κλίμα της κάθε περιοχής (π.χ υψόμετρο κλπ) αλλά και από τις καιρικές συνθήκες του συγκεκριμένου έτους.
Ta ζευγάρια και φτιάχνουν τη φωλιά τους ανάμεσα σε θάμνους και πέτρες, ενώ φωλιές έχουν βρεθεί και πάνω σε δέντρα. Η ωοτοκία διαρκεί από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο
Το θηλυκό φωλιάζει στο έδαφος ή σε κοιλότητες του εδάφους στρώνοντας ξερά χόρτα και πούπουλα. Το θηλυκό και το αρσενικό βρίσκονται συνέχεια μαζί και αν παρενοχληθούν πετούν μαζί και στη συνέχεια αναζητούν το ένα το άλλο κακαρίζοντας χαρακτηριστικά.
Η ωοτοκία ξεκινά aνάλογα των καιρικών συνθηκών που επικρατούν , περίπου αρχές Μαρτίου στις περιοχές με χαμηλό υψόμετρο και δέκα ήμερες έως ένα μήνα αργότερα στις υψηλότερες , ανάλογα με την αύξηση του υψομέτρου .
Κατά τη διάρκεια της επώασης παρατηρείται στο θηλυκό η κηλίδα επώασης, μια γυμνή από φτερά περιοχή στο στήθος η οποία βοηθά στην καλύτερη μετάδοση της θερμότητας από το σώμα του θηλυκού στα επωαζόμενα αυγά.
Τέλος αρκετά συχνά, τα αρσενικά εγκαταλείπουν τα θηλυκά, όταν η επώαση βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο ή όταν εκκολαφθούν οι νεοσσοίμε αποτέλεσμα να δημιουργούν μικρές ομάδες από ανεξάρτητα αρσενικά (RattiandGiudice, 2001)
Οι νεοσσοί βαδίζουν σχεδόν αμέσως και κατά τις πρώτες ημέρες της ζωής τους τρέφονται με τροφή ζωικής προέλευσης.
Οι πρώτες μέρες της ζωής τους είναι οι πλέον καθοριστικές, γιατί τότε διατρέχουν τους μεγαλύτερους κινδύνους και το θηλυκό τους προστατεύει με αυτοθυσία.
Κύριοι φυσικοί εχθροί είναι το κουνάβι, η αλεπού και τα αρπακτικά πτηνά.
Οι γονείς συνοδεύουν πάντα τα μικρ ά τους και τα ειδοποιούν με χαρακτηριστική φωνή σε περίπτωση κινδύνου. Τότε αυτά καλύπτονται στη βλάστηση και ο θηλυκός κυρίως γονιός προσπαθεί να απομακρύνει τον εισβολέα.
Οι νεοσσοί είναι ικανοί να πετάξουν στην ηλικία των τεσσάρων εβδομάδων και είναι αναπαραγωγικά ώριμοι τον επόμενο χρόνο (Παπαγεωργίου , 1990) .
Ο πληθυσμός των περδίκων μπορεί επίσης να υποστεί μεγάλες απώλειες και αιφνίδιες αλλαγές του καιρού, ιδιαίτερα κατά την εποχή της αναπαραγωγής και της ανατροφής των νεοσσών.
Η ορεινή Πέρδικα υλοποιεί μικρές μετακινήσεις κατά τη διασπορά των νεοσσών, αλλά είναι ενδημικό είδος στην Ελλάδα. Συχνά παρατηρούνται εποχιακές μετακινήσεις.
Την άνοιξη και το καλοκαίρι προτιμούν τις εκτάσεις με μεγαλύτερο υψόμετρο, ενώ το χειμώνα , όταν παρατηρείται παρατεταμένη χιονοκάλυψη στις αλπικές εκτάσεις, μετακινούνται σε μικρότερα υψόμετρα και μπορούν να βρεθούν ακόμα και στις παρυφές των οικισμών .
Ο πληθυσμός του είδους θεωρείται στην Ευρώπη μειούμενος , ενώ υπολογίζεται σε λιγότερα από 78.000 ζευγάρια. Σύμφωνα με το '' Κόκκινο Βιβλίο των Απειλούμενων Ζώων της Ελλάδας '' ( Λεγάκης , 2009) ο αναπαραγωγικός πληθυσμός του είδους κυμαίνεται μεταξύ 7.000 - 13.000 ζευγαριών, ενώ πρόσφατα δημοσιευμένη μελέτη εκτιμά τον αριθμό τους στα 121.000 ζευγάρια στην Ελλάδα.
Πηγες.
ΔΚΟΣΕ
Καθημερινή
Κυνήγι στην Ελλάδα και όχι μόνο
Διαμόρφωση gpeppas