Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack ΠίσωΑνακοινώσεις


Μανία και χαρά του κυνηγίου !!!


Κάθε κυνηγετική περίοδο τα δασαρχεία μας εκδίδουν, όπως διάβασα κάπου, περί τις 250.000 κυνηγετικές άδειες.
Είμαι ένας από τις διακόσιες πενήντα αυτές χιλιάδες κυνηγούς και μπορώ να πω μαζί με τον Ουγκώ ότι «και ένας ακόμα να 'μενε, αυτός θα ήμουν εγώ».
Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι, έχω το πάθος του.
Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο είναι όψιμο, με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα "mel messo del cammin" του βίου μου...
Δεν λένε ότι τα όψιμα πάθη είναι τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;

του ΚΩΣΤΑ ΟΥΡΑΝΗ

Iσαμε πριν από μερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι μ' ενδιέφερε Λιγότερο, σήμερα ότι μ' ενδιαφέρει περισσότερο. Μ' απορρόφησε ολόκληρο!
Όπως η Περσεφόνη ζούσε το μισό χρόνο σσον Άδη και τον άλλο μισό πάνω στη γη, έισι κι εγώ αισθάνομαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό περιμένω, σ' ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχομό της. Δεν κάνω πια παρά σχέδια κυνηγετικά.

Τα όνειρα μου είναι κυνηγετικά, να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δούναβη, που είναι η ζούγκλα των υδρόβιων πουλιών...
Δεν μετακινούμαι μέσα στην Ελλάδα παρά μόνο για να κυνηγήσω κι είμαι πάντα πρόθυμος να κυνηγήσω οπουδήποτε, μ' οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό.

Στο σπίτι μου περιστοιχίζομαι από κατάλογους, δέχομαι κατά προτίμηση κυνηγούς κι όπως οι μεγάλοι βιομηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσωπείες, έτσι κι εγώ έχω σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τους ανθρώπους μου, που με κρατάνε ενήμερο των τοπικών περασμάτων των αποδημητικών πουλιών ή που με συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδημικού θηράματος και που είναι για μένα ότι μήταν οι κομματάρχες για τους πολιτικούς μας.

Η ιματιοθήκη μου περιλαμβάνει πλήρεις αμφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι: κάμπου, βουνού, βουνών και βάλτων και για κάθε καιρό, ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή.
Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράματα, επιστημονικά γομωμένα, για να έχουν άρτια απόδοση με οποιαδήποτε καιρική συνθήκη.

Κι όλα αυτά δεν είναι τίποτα.
Στο κυνήγι, και χάριν του κυνηγίου, εκβιάζω τον ευατό μου ν' αλλάζει τις πιο βασικές του ιδιότητες: εγώ που απεχθάνομαι το περπάτημα, κάνω αγόγγυστα αν και με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορίες που απαιτεί, εγώ που έχω το φόβο των μικροβίων, έχω πιει νερά κι έχω φάει πράγματα πλέον ύποπτης καθαριότητας, εγώ που αγαπώ τις ανέσεις μου, κλείνω τα μάτια σ' όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγίου: στην αφόρητη ζέστη που μεταβάλλει τα σωθικά σε αναμμένο καμίνι, στο τουρτούρισμα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρσία του σώματος, στα ζωύφια κι άντεξα κάποτε να μείνω δέκα ολόκληρες μέρες, χειμώνα καιρό, σ' ένα βουνό της Μακεδονίας, μέσα σε μία εγκαταλειμμένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισμένος από χωρικούς, με τους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούγοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιμα μας δέκα πόντους μακριά από το κεφάλι μου, κοιμόμουν στο χώμα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς, που διατηρούσαμε αναμμένη, τη νύχια, στο κέντρο της καλύβας, κι εν τούτοις ήμουν ευτυχισμένος.

Για την ικανοποίηση του πάθους μου, έχω γυρίσει, λίγο πολύ, όλη την Ελλάδα, μ' όλα τα μεταφορικά μέσα - από το αεροπλάνο ίσαμε το μουλάρι και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράματα: έχω περιέλθει τους γυμνούς μακεδόνικους κάμπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη!) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες, έχω κάνει καρτέρι γι' άγριογουρούνα, το χειμώνα, μέσα στα δασώδη υψώματα ίου Καμπιρλί αγνάντια στο χιονισμένο Μπέλες, έχω τσαλαβουτήσει για μπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρίσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταμό, πήγα για πάπιες από τη Στυμφαλία έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, μπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους με βάρκα και με πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσματα των τρυγονιών στην Τήνο και στα περάσματα των τρυγονιών στην Τήνο και στα περάσματα των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην 'Ηπειρο...

Είμαι, όπως βλέπετε, ένας από τους μανιώδεις Νεμμώδ της Ελλάδας. Είμαι κι από τους καλύτερους;

Κατά κανόνα οι κυνηγοί δεν ομολογούν ποιέ σκοπευτική αδεξιότητα. Άλλοι εξογκώνουν συστηματικά τον αριθμό των θηραμάτων που σκότωσαν σ1 ένα τους κυνήγι, όπως οι γυναίκες ελαττώνουν τον αριθμό των ετών ιούς. Άλλοι όταν τους ρωτούν τι σκότωσαν, απαντούν περίπου όπως ο Μαυροβούνιος του ανεκδότου, ο οποίος στην ερώτηση: «Πόσους κατοίκους έχει το Μαυροβούνιο», απάντησε: «Εκατόν εικοσιπέντε εκατομμύρια... μαζί με τη Ρωσία».
Δεν σας λένε δηλαδή: «Σκότωσα τρία ορτύκια», αλλά: «Προχθές στο Σούνιο, σκοτώσαμε, τρεις άνθρωποι, ογδόντα ορτύκια»...

Άλλοι, αν γυρίζουν με άδειο το σάκο τους στην κυνηγετική τους παρέα, είναι: «γιατί τα φυσίγγια τους δεν ήταν καλά» ή: «γιατί δεν μπόρεσαν να βρουν μέσα στα θάμνα δύο πέρδικες που σκότωσαν» ή «γιατί βρέθηκαν να 'χουν στην ασφάλεια το όπλο τους όταν τους παρουσιάστηκε ένας λαγός» και άλλα παρόμοια.
Πολλοί, τέλος, παρουσιάζουν στη γυναίκα τους, σα δικό τους, κυνήγι αγορασμένο τη στιγμή της επιστροφής από τους χωρικούς.

Εγώ ομολογώ με ειλικρίνεια ότι είμαι ένας πολύ μέτριος κυνηγός. Όταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια μου, αισθάνομαι τόση χαρά, όση και... έκπληξη.
Και δεν έχω ακόμα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω μου, για να βεβαιωθώ ότι είμαι μόνος κι ότι το θήραμα που έπεσε, δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά.
Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραμα, ποτέ μου δεν σκότωσα, σε μία ημέρα, περισσότερους από δύο λαγούς, ή από τέσσερις πέρδικες ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κι ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει!

Εξακολουθώ όμως να κυνηγώ με την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Καντίνι του Βολτέρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά κι η συγκίνηση του κυνηγίου δεν περιορίζονται σε ότι κανείς σκοτώνει.

Όσοι δεν κυνηγούν, δεν ξέρουν κι ούτε μπορούν να διαισθανθούν πως χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε μία «φέρμα» ή όταν σηκώνει το όπλο του σ' ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται, άξαφνα από μπρος του μ' ένα πολυάριθμο και δυνατό θόρυβο φτερών, με πόσο συγκεντρωμένο και αμείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ' αναζήτηση του θηράματος όσο κι αν αυτό που παίζει, πολλές φορές.

Το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στο Μέγα Ναπολέοντα κατά την προέλαση του ίσαμε τη Μόσχα πόσο κατέχεται από την ελπίδα, ότι αν απέτυχε σ' αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόμενο που θα του παρουσιαστεί, τι γλυκό είναι το ψωμοτύρι που τρώει κοντά σε μία πηγή «λαλούσα» ύστερα από ένα εξαντλητικό περπάτημα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο νοιώθει και χαίρεται τη φύση, αυτός που διασχίζει κάμπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταματάει σε πανοπτικά σημεία των οριζόντων, μυρίζει το ζεστό άρωμα των θυμαριών το καλοκαίρι και το νοτισμένο άρωμα των δασών το χειμώνα, αφουγκράζεται όλους τούς ψιθύρους κι όλους τους θορύβους του μεγάλου υπαίθρου, αντικρίζει ονειρώδη ξημερώματα από κορφές νησιών που δεσπόζουν πάνω στην ατέρμονη θάλασσα και βραδιάζεται κάτω από βαθειούς έναστρους ουρανούς μέσα σ' ερημιές όπου κλαυθμηρίζει η κουκουβάγια, κρίζουν οι γρύλοι και θροΐζουν μυστηριωδώς τα φυλλώματα.

Όλα αυτά βάζουν τον κυνηγό σε μία κατάσταση θείας ευφορίας. Οι πλόκαμοι της καθημερινής ζωής μιζέριες, εναντιωθείς, φροντίδες, ανησυχίες ξεσφίγγουν ολότελα την ψυχή του και το πνεύμα του, τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση του οπίου, και αποδίδεται στον εαυτό του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσμου: μονοκόμματος, αφρόντιστος, μόνος κι ελεύθερος!

Όιον απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσματα με την τελειότερη εκγύμναση, χάρηκα περισσότερο παρά από οποιαδήποτε ερωτική μου κατάκτηση κι ένοιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ' όση για το ωραιότερο μου ποίημα...

ΕΠΑΝΩ-UP

© Giorgio Peppas