ΒΟΥΝΙΣΙΑ ΠΕΡΔΙΚΑ ή ΠΕΤΡΟΠΕΡΔΙΚΑ (ALECTORIS GRAECA GRAECA)
Γενικά στοιχεία Είναι ένα από τα πιο αγαπημένα και ίσως το πιο τραγουδισμένο από τα ενδημικά είδη της άγριας πανίδας της χώρας μας. Η μυθολογία τη θέλει όμορφη νύφη, της οποίας τα θέλγητρα ενόχλησαν τη μητέρα των θεών Ήρα και τη γκρέμισε από την Ακρόπολη. Η Παλλάδα Αθηνά όμως τη λυπήθηκε και τη μεταμόρφωσε σε πουλί. Από τότε τα ελληνικά βουνά αντιλαλούν από το κελάηδημα της.
Στην Ελλάδα απαντά στη Μακεδονία, Ήπειρο, Θεσσαλία, Στερεά Ελλάδα, Πελοπόννησο, Εύβοια, Ιόνια νησιά, Κύθηρα. Στην Κέρκυρα και Ζάκυνθο υπήρχε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ από την Αττική και Σαλαμίνα εξαφανίστηκε τις δεκαετίες του 1960-1970. Ο πληθυσμός της στην Ελλάδα εκτιμάται σε 7 - 13.000 ζευγάρια (Papaevangelou et al. 2001). Ζει κυρίως σε μεγάλα υψόμετρα, σε απότομες βουνοπλαγιές, θαμνώδεις και βραχώδεις εκτάσεις, αλλά και σε αραιά δάση. Δεν αποκλείεται όμως να τη συναντήσουμε και πολύ χαμηλότερα, ακόμα και κοντά στη θάλασσα.
Ανήκει στην τάξη των ορνιθόμορφων (Galli-formes), η οποία περιλαμβάνει πουλιά μετρίου μεγέθους που πρωτοεμφανίστηκαν πριν από 50-60 εκατ. έτη. Εντάσσεται στην οικογένεια των Φασιανίδων (Phasianidae) που αποτελείται από 178 είδη σε όλο τον κόσμο και στην υποοικογένεια των περδικίνων (Perdicinae) στην οποία ανήκουν 132 περίπου είδη.
Το υποείδος που συναντάται στην Ελλάδα και την υπόλοιπη νοτιοανατολική Ευρώπη είναι το Α. g. graeca, στις Άλπεις συναντάται το υποείδος saxatilis και στη Σικελία το υποείδος whitakeri. Ξεχωρίζει από τα άλλα είδη και υποείδη από την εμφάνιση της και τη φωνή της (τσίκιρι-τσικ, τσίκιρι-τσικ). Είναι είδος μονογαμικό, αν και παρατηρήθηκαν περιπτώσεις όπου η αρσενική, ανάλογα με το κοπάδι, μπορεί να ζευγαρώσει με περισσότερες θηλυκές. Τρέφεται με σπόρους αγρωστωδών και λιγότερο με καρπούς, έντομα και φύλλωμα ποωδών φυτών, ενώ η κύρια τροφή των νεοσσών είναι τα έντομα. Μαζί με την τροφή της καταπίνει και πετραδάκια, γιατί τη βοηθούν στην πέψη. Ως χώρους για τη διατροφή της προτιμά τις γεωργικές καλλιέργειες, λιβάδια, εγκαταλειμμένα μαντριά και αλώνια που βρίσκονται κοντά σε βλάστηση που της προσφέρει κάλυψη. Αναζητά την τροφή της νωρίς το πρωί και αργά το απόγευμα. Ενδιάμεσα ψάχνει για νερό, ιδιαίτερα τους θερινούς μήνες κι αν αυτό δεν είναι εφικτό το λαμβάνει τρώγοντας διάφορους βολβούς και χυμώδη βλαστάρια φυτών. Έχει σπουδαία αντίληψη σχετικά με τον ευρύτερο χώρο όπου διαβιώνει, γνωρίζοντας πολύ καλά κάθε σκιερό μέρος, σχισμές και βαθουλώματα βράχων όπου διατηρούνται μικρές ποσότητες νερού. Καταφύγιο της είναι οι απότομες βουνοπλαγιές όπου το κοπάδι συγκεντρώνεται το βράδυ για κούρνιασμα, σε ορισμένο μέρος, το οποίο επιμελείται το αρχηγικό αρσενικό.
Ενώ όλη την προηγούμενη περίοδο οι πετροπέρδικες ζουν σε κοπάδια, την περίοδο αναπαραγωγής, που αρχίζει το Φεβρουάριο, σχηματίζουν ζευγάρια και φτιάχνουν τη φωλιά τους ανάμεσα σε θάμνους και πέτρες, ενώ φωλιές έχουν βρεθεί και πάνω σε δέντρα. Η ωοτοκία διαρκεί από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Γεννούν 10-15 περίπου αυγά τα οποία επωάζουν για 24-26 περίπου ημέρες. Μετά την εκκόλαψη οι νεοσσοί βαδίζουν αμέσως και διατρέφονται με τη φροντίδα των γονιών τους. Οι πρώτες μέρες της ζωής τους είναι οι πλέον καθοριστικές, γιατί τότε διατρέχουν τους μεγαλύτερους κινδύνους και το θηλυκό τους προστατεύει με αυτοθυσία.
Κύριοι φυσικοί εχθροί είναι το κουνάβι, η αλεπού και τα αρπακτικά πτηνά. Σε έρευνα που έγινε στην Ιταλία αποδείχθηκε ότι οι περισσότερες απώλειες, σε απελευθερωμένες ορεινές πέρδικες εκτροφείου οφείλονταν στην αλεπού, η οποία εκπαιδεύεται στο πώς να επιτίθεται στις πέρδικες. Οι απώλειες από αρπακτικά πτηνά παρουσίαζαν αύξηση την περίοδο του Φθινοπώρου. Οι πέρδικες που απελευθερώθηκαν το Φθινόπωρο είχαν μεγαλύτερο ποσοστό επιβίωσης από αυτές που απελευθερώθηκαν την Άνοιξη.
Ο πληθυσμός των περδίκων μπορεί επίσης να υποστεί μεγάλες απώλειες και από αβιοτικούς παράγοντες, όπως οι αιφνίδιες αλλαγές του καιρού, ιδιαίτερα κατά την εποχή της αναπαραγωγής και της ανατροφής των νεοσσών.
Κύριες απειλές για τους πληθυσμούς της ορεινής πέρδικας
Ο σημαντικότερος ίσως παράγοντας που επηρεάζει αρνητικά τη διατήρηση του πληθυσμού είναι η υποβάθμιση των ενδιαιτημάτων. Στον ελλαδικό χώρο παρατηρήθηκε μεταπολεμικά μια τάση φυγής των κατοίκων από την ύπαιθρο προς τα αστικά κέντρα. Αποτέλεσμα αυτής της μετακίνησης ήταν: α) Η εγκατάλειψη των γεωργικών καλλιεργειών στις ορεινές και ημιορεινές περιοχές, που συνεπάγεται τη μείωση των πηγών τροφής για τις πέρδικες καθώς και άλλων ειδών που διαβιούν σε τέτοιες περιοχές, όπως του λαγού, β) Η μείωση της ορεινής κτηνοτροφίας, που επέφερε τη δημιουργία συμπαγών μαζών αειφύλλων πλατύφυλλων μη κατάλληλων για τη διαβίωση της πέρδικας, επίσης και του λαγού.
Αν και ο αριθμός των κατοίκων συνεχώς μειώνονταν στις ορεινές περιοχές, μεγάλος αριθμός δασικών δρόμων κατασκευάστηκε κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Σήμερα, σε πολλά ελληνικά βουνά υπάρχει ένα πυκνό οδικό δίκτυο που μπορεί να υποστηριχθεί ότι έχει επιπτώσεις, μεταξύ άλλων, και για την ορεινή πέρδικα. Συγκεκριμένα, επέτρεψαν την ευκολότερη πρόσβαση των λαθροθηρών και των κυνηγών, κάτι που μπορεί να προκαλεί προβλήματα στον πληθυσμό της πέρδικας σε αρκετές περιοχές.
Ένας ακόμα παράγοντας που επηρέασε αρνητικά τη διατήρηση των πληθυσμών της πετροπέρδικας είναι ο υβριδισμός της με τη νησιώτικη πέρδικα (τσούκαρ). Μέχρι πριν από λίγα έτη πραγματοποιούνταν απελευθερώσεις εκτρεφόμενης πέρδικας τσούκαρ και σε περιοχές που είναι χώροι εξάπλωσης της ορεινής. Αποτέλεσμα αυτού ήταν να παρατηρηθεί το φαινόμενο του υβριδισμού. Προέκυψαν δηλαδή από τη διασταύρωση τους πουλιά (υβρίδια) με διαφορετικό γενετικό υλικό από αυτό της ορεινής, η οποία έχει προσαρμοστεί στις συνθήκες του φυσικού περιβάλλοντος για μακρά χρονική περίοδο.
Μέτρα για την αύξηση των πληθυσμών της ορεινής πέρδικας
Από τα σπουδαιότερα μέτρα που θα μπορούσαν να ληφθούν για να επιτευχθεί η αύξηση των πληθυσμών της ορεινής πέρδικας, δεδομένης βέβαια της διατήρησης της απαγόρευσης των απελευθερώσεων της τσούκαρ σε περιοχές εξάπλωσης της ορεινής, είναι η βελτίωση των ενδιαιτημάτων της (βιοτόπων). Επεμβάσεις δηλαδή οι οποίες θα προσφέρουν στα πουλιά τα στοιχεία που χρειάζονται για την επιβίωση τους (τροφή, νερό και κάλυψη) και θα επαναφέρουν, στο μέτρο του δυνατού, το ενδιαίτημα στην κατάσταση που βρισκόταν παλαιότερα. Η εγκατάσταση διάσπαρτων καλλιεργειών του ενός (1) στρέμματος περίπου με μίγματα σπόρων ειδών, όπως το σιτάρι, κριθάρι και τριφύλλι, θα εξασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό την παροχή θρεπτικής τροφής. Η δημιουργία επίσης απλών κατασκευών που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως ποτίστρες, εκμεταλλευόμενοι τις πηγές καθώς και τα κατακρημνίσματα, θα βοηθούσε σημαντικά στην εξεύρεση νερού τη θερινή περίοδο.
Ένα ακόμα μέτρο για την αύξηση των πληθυσμών του είδους είναι ο περιορισμός των επιπτώσεων από τους άρπαγες. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί έμμεσα με κατάλληλες επεμβάσεις στο ενδιαίτημα και άμεσα με τη θανάτωση καθορισμένου αριθμού αρπάγων. Ο ειδικός σχεδιασμός που θα πραγματοποιείται για κάθε περιοχή θα περιλαμβάνει τη χρήση αποτελεσματικών τεχνικών και τη παρακολούθηση των πληθυσμών των κύριων ειδών του τροφικού πλέγματος του οικοσυστήματος.
Μέτρα σε τοπικό επίπεδο πρέπει να λαμβάνονται επίσης για την αντιμετώπιση της λαθροθήρας και τη ρύθμιση της θήρας. Στην περίπτωση αυτή, ο διαχειριστής εκτός από το θήραμα πρέπει να λαμβάνει υπόψη του και τον άνθρωπο, τότε μόνο θα επιτευχθεί το καλύτερο αποτέλεσμα. Ένα παράδειγμα μη ορθής απόφασης αποτελεί η εφαρμογή μέτρου, σύμφωνα με το οποίο επιτρέπεται η εκγύμναση των κυνηγετικών σκύλων μόνο σε καθορισμένους χώρους (ζώνες εκγύμνασης). Μειονέκτημα είναι ότι οι κυνηγοί συγκεντρώνονται σε περιορισμένους χώρους με αποτέλεσμα:
- οι πέρδικες να υφίστανται εντονότερη πίεση στις ζώνες εκγύμνασης και
- οι κυνηγοί να συνωστίζονται με επιπτώσεις για την εκπαίδευση των σκύλων και για τη δική τους ικανοποίηση.
Η ορθή λύση πρέπει να βασίζεται στη γνώση της βιολογίας της πέρδικας και των παραμέτρων που επηρεάζουν την εκγύμναση των σκύλων και βέβαια την ικανοποίηση των κυνηγών. Μια τέτοια λύση θα μπορούσε να αναφέρει ότι κατά το τρίμηνο που λαμβάνει χώρα το κύριο μέρος της αναπαραγωγής (επώαση και ανατροφή), η εκγύμναση των σκύλων μπορεί να πραγματοποιείται μόνο σε καθορισμένες περιοχές στις οποίες δεν υπάρχει πέρδικα, απλώς δηλαδή για το τρέξιμο των σκύλων. Μετά το τρίμηνο, όπου θα έχουν ολοκληρωθεί τα κρίσιμα στάδια της ανατροφής, για το σύνολο σχεδόν των περδικακίων, η εκπαίδευση μπορεί να πραγματοποιείται παντού, εκτός των καταφυγίων άγριας ζωής.
Ένα ξεχωριστό κεφάλαιο αποτελούν τα προγράμματα επαναεισαγωγής και ενδυνάμωσης των πληθυσμών της πέρδικας. Αποτελεσματικότερη μέθοδος είναι η σύλληψη και μεταφορά αγρίων ατόμων από γειτονική περιοχή. Μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί η φυσική εκτροφή, δηλαδή η ανατροφή των νεοσσών από τη φυσική τους μητέρα σε ευρύχωρους κλωβούς με βλάστηση και ησυχία. Το σύστημα αυτό της εκτροφής, σύμφωνα με έρευνες σε άλλα είδη πέρδικας, επιτρέπει στους νεοσσούς να μάθουν να αντιμετωπίζουν τους άρπαγες και να ανατρέφουν τα μικρά τους, κάτι που πραγματοποιείται σε πολύ μικρότερο βαθμό όταν χρησιμοποιούνται εκκολαπτικές μηχανές και θερμομητέρες.
Συμπερασματικά, ο επιστημονικός σχεδιασμός δράσεων και ενεργειών που εύκολα μπορούν να υλοποιηθούν, μπορεί να προσφέρει στην ορεινή πέρδικα και στους κυνηγούς της χώρας μας ότι πολυτιμότερο, ως έννοα όντα, την αειφορία.
Χαράλαμπος Σταμκόπουλος Δασοπόνος , Θηραματολόγος
ΣΤ ΚΟΜΑΘ περιοδικό Πάνθηρας
Φωτογραφίες Γιώργος Πέππας - Internet