Η λέξη πέρδιξ (γενική: πέρδικος) συσχετίζεται από πολλούς γλωσσολόγους με τον
ήχο που κάνει το πουλί όταν φτερουγίζει.
Στην Ρούμελη λέγανε παλιά ότι το φτερούγισμα της πέρδικας είναι τόσο δυνατό ώστε
«έσκιαζε και τον Κατσαντώνη».
Μια δεύτερη γλωσσολογική προσέγγιση υποστηρίζει ότι η λέξη προέρχεται από το φτέρωμα του πουλιού και την μπλέκουν με παλαιογερμανικές λέξεις που εκφράζουν
την έννοια του «παρδαλού».
Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι την ετυμολογούν από το ρήμα πέρδομαι
(=αφήνω πορδή, κλάνω), προφανώς από τον ήχο του φτερουγίσματος του πουλιού.
Μέχρι πριν λίγα χρόνια, οι πέρδικες αφθονούσαν στα νησιά και αποτελούσαν πηγή κρέατος για
τους νησιώτες. Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι συνεχείς αναφορές που κάνει στις νησιώτικες πέρδικες ο Γάλλος περιηγητής Πιτόν ντε Τουρνεφόρ που ταξίδεψε στο Αιγαίο το 1700.
Σχεδόν από κάθε νησί των Κυκλάδων δίνει πληροφορίες για τις πέρδικες και αναφέρει ακόμα και τις τιμές τους.
Γράφει ότι στην Μύκονο «οι πέρδικες αφθονούν και είναι φθηνές».
Μεγάλη αναφορά κάνει για τις πέρδικες της Ανάφης και γράφει:
«Δεν νομίζω να υπάρχει στην
Ανάφη αρκετή ξυλεία για να ψήσει κάποιος όσες πέρδικες θα μπορούσε να φάει σε αυτό το
μέρος. Ο αριθμός τους είναι τεράστιος. Για να προφυλάξουν τα σπαρτά, μαζεύουν με πρόσταγμα
των τοπικών αρχόντων όλα τα αυγά που βρίσκουν κατά την εποχή των εορτών του Πάσχα, τα
οποία συνήθως υπολογίζονται σε 10.000 με 12.000 και πλέον. Τα βάζουν σε όλων των ειδών τις
σάλτσες και ιδίως στις ομελέτες.
Παρ’ όλα τα μέτρα που έχουν ληφθεί, ξεσηκώναμε πέρδικες σε κάθε μας βήμα. Η φυλή είναι αρχαία κι έχει προέλθει από την
Αστυπάλαια. Αν πιστέψουμε στα λεγόμενα του Ηγησάνδρου, ένα
κάτοικος του νησιού έφερε ένα ζευγάρι στην Ανάφη, όπου πολλαπλασιάστηκε τόσο, ώστε λίγο
έλειψε να φύγουν οι κάτοικοι.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι από εκείνη την εποχή θα τους ήλθε η ιδέα να σπάζουν τα αυγά».
Του αρέσουν οι νησιώτικες πέρδικες (Alectoris chukar) του Τουρνεφόρ και δεν παραλείπει να κάνει γαστριμαργικές παρατηρήσεις. Ένα δυνατό μελτέμι ανάγκασε
το πλοίο του να βρει αραξοβόλι σε ένα ερημόνησο κοντά στην Αμοργό, τη Νικουριά.
Γράφει ο Τουρνεφόρ σχετικά:
«Η Νικουριά είναι ένας μαρμάρινος όγκος, στον οποίο δεν βλέπει κανείς παρά μόνον κατσίκες και κόκκινες πέρδικες, καταπληκτικής ομορφιάς, που μας αποζημίωσαν για την κακοπέραση που είχαμε στη Δονούσα.
Οι Έλληνες της ακολουθίας μας έπιασαν πολλές.
Αυτές οι πέρδικες ήταν κάπως σκληρές και στεγνές, αλλά μας φάνηκαν εξίσου νόστιμες με εκείνες του Περιγκόρ».
Στην μεσαιωνική Χίο, οι πέρδικες ήταν οικόσιτες και τις χρησιμοποιούσαν όπως σήμερα τις κότες.
Ο Φλαμανδός περιηγητής Μπούσμπεκ, μεταφέροντας πληροφορίες ταξιδιωτών, γράφει το
1555 για τις πέρδικες της Χίου:
«Κάθε αυγή ο δημόσιος βοσκός τις κράζει με σφύριγμα. Τρέχουν τότε όλες κοπάδια-κοπάδια,
μαζεύονται στο δρόμο και τον ακολουθούν, όπως τα πρόβατα, στα χωράφια όπου όλη την
ημέρα βόσκουν. Και το βράδυ, πάλι μ’ ένα σφύριγμα ξαναγυρίζουν οι πέρδικες στο χωριό και
πάνε να κουρνιάσουν.
Και να πως αποκτούν αυτή τη συνήθεια: μόλις βγουν από τ’ αυγό, οι χωρικοί βάζουν τα πουλάκια στον κόρφο τους, τα ζεσταίνουν επί δυο μέρες και τα τρέφουν με σάλιο πλησιάζοντας το ράμφος στο στόμα τους. Έτσι ημερώνουν».
Ο Γάλλος περιηγητής Ζαν Σενό γράφει σχετικά το 1664:
«Στην Ελλάδα οι πέρδικες είναι εξημερωμένες όπως σε μας οι
όρνιθες.
Υπάρχουν δύο είδη: με κατακόκκινο ράμφος και με
μαύρο. Τις πέρδικες τις πιάνουν μικρές και τις τρέφουν όλο το χειμώνα. Όταν μεγαλώσουν τις
αφήνουν ελεύθερες στα βουνά να βοσκήσουν συντροφιά με τις άγριες. Το βράδυ έχουν σμίξει
άγριες και ήμερες. Οι δούλοι τις βλέπουν από μακριά και κράζουν στις ήμερες «έλα δω, έλα δω καρδούλα μου». Και τότε κάθε μια τρέχει στο σπίτι του αφεντικού της, ενώ οι άγριες πετούν στα βουνά τους».
Και ο Γάλλος Αντουάν Μπαρς γράφει το 1674 για τις εξημερωμένες πέρδικες της Χίου:
«Βάλαμε μαζί είκοσι πέρδικες που ανήκαν σε είκοσι διαφορετικά αφεντικά. Μόλις τις αφήσαμε ελεύθερες, καθένας κάλε-σε τη δική του. Και τότε καθεμιά φτερούγισε αλάθευτα στον
κύριό της».
Η εξημέρωση της πέρδικας φαίνεται ότι ήταν συνήθεια από την αρχαιότητα. Ο Αριστοτέλης
στο «Περί ζώων ιστορία» παρατηρεί ότι στην εποχή του οι πέρδικες ήταν κατοικίδια πουλιά.
Στο Βυζάντιο οι πέρδικες, που από τη φωνή τους τις έλεγαν «κακκάβες», αποτελούσαν δημοφιλές κυνήγι. Ήταν εκλεκτό έδεσμα στο τραπέζι των πλουσίων. Συνήθιζαν να τις στέλνουν και σαν δώρο ενώ τις έδιναν για φαγητό σε ασθενείς.
Στον «Πουλολόγο», ένα βυζαντινό ποίημα 668 στίχων, γραμμένο γύρω στα 1300 στη Ρόδο, με
ήρωες πουλιά, εμφανίζεται η πέρδικα να λέει:
Εμένα πάλ’ οι βασιλείς εις γεύμαν τους με τρώουν
κι οι άρχοντες, οι ευγενείς εις πρόγευμαν και δείπνον
Οι βυζαντινοί ως καλύτερο μήνα για το κυνήγι της πέρδικας θεωρούσαν τον Δεκέμβριο.
Μόλις τα σκυλιά σήκωναν τα πουλιά τα τόξευαν «στο φτερό» ή «στα πεταχτά», όπως λένε οι
κυνηγοί και σήμερα.
Οι πέρδικες αφθονούσαν σε όλα τα νησιά. Ο Γάλλος Κορνέ-λιος Μανί επισκέφθηκε το
1674 την Αίγινα και γράφει ότι οι Αιγινήτες κάθε άνοιξη, ύστερα από εντολή των «επιτρόπων»,
έκαναν παγάνες για να εξοντώσουν τα κοπάδια από πέρδικες που κατέστρεφαν την παραγωγή των χωραφιών τους. <π>
Και ο Άγγλος Τζον Σάντουϊτς, πενήντα χρόνια μετά (1738) γράφει:
«Οι πέρδικες μαστίζουν την Αίγινα. Πραγματικό σύννεφο, πέφτουν στα σπαρτά και τα αφανίζουν. Γι’ αυτό, κάθε άνοιξη οι κάτοικοι εξορμούν στα χωράφια και καταστρέφουν συστηματικά τα αυγά τους». Στην Αίγινα διατηρείται μέχρι σήμερα και το τοπωνύμιο Πέρδικα.
Εκτός από το χωριό της Αίγινας, με το όνομα Πέρδικα λέγονται χωριά στην Άρτα, τη Θεσπρωτία, τα Γιάννενα και τη Μαγνησία. Άλλα χωριά που η ονομασία τους σχετίζεται με την πέρδικα είναι: Περδικάκι στη περιοχή Βάλτου της Αιτωλοκαρνανίας. Περδίκι στην Ικαρία. Περδικόβρυση στην Αιτωλοκαρνανία, την Αργολίδα και η Μεσσηνία. Περδικονέρι στην Αρκαδία και τη Μεσσηνία. Περδικόραχη στα Τρίκαλα.
Οι άφθονες πέρδικες που υπήρχαν στην Αίγινα, τη Χίο, τα περισσότερα νησιά ακόμα και
στα ερημονήσια, σήμερα αποτελούν ανάμνηση. Ο βασικός λόγος είναι η εγκατάλειψη των
χωραφιών και των καλλιεργειών (και όχι μόνο λόγω της τουριστικής ανάπτυξης) που
είχε σαν αποτέλεσμα να μειωθεί η διαθέσιμη τροφή (σπόροι, σταφύλια κλπ) για τις πέρδικες
και, επομένως, να μειωθεί και ο πληθυσμός τους. Για την αδυναμία της πέρδικας στα σταφύλια ένα δημοτικό τραγούδι αναφέρει:
-Που ήσουν πέρδικα γραμμένη κι ήλθες το πρωί βρεμένη;
-Ήμουνα στα πλάγια στις δροσιές και τα χορτάρια.
-Τι 'τρωγες πέρα στα πλάγια στις δροσιές και τα χορτάρια;
-Έτρωγα το Μάη τριφύλλι και τον Αύγουστο σταφύλι.
Στην εγκατάλειψη των χωραφιών στα νησιά ή την αλλαγή καλλιεργειών στην στεριανή Ελλάδα προστέθηκε και άλλη βασική αιτία: το κυνήγι ως... σπορ. Παρατηρείται μάλιστα το
φαινόμενο νησιά που έχουν μεγάλο αστικό πληθυσμό (Σύρος, Πάρος, Ρόδος) να κάνουν εξαγωγή κυνηγών σε άλλα μικρότερα νησιά, με συνέπεια να αφανίζονται όσες πέρδικες
έχουν απομείνει. Έτσι, η αυτοδιοίκηση ορισμένων μικρών νησιών είτε αποφάσισε την
πλήρη απαγόρευση του κυνηγιού (Τήλος), είτε τον περιορισμό του σε μία μόνο καθημερινή
μέρα (Κύθνoς).
Για την πιο πρόσφατη εποχή, μεγάλο ενδιαφέρον έχει ένα χρονογράφημα με τίτλο
«Πέρδικες» που δημοσιεύθηκε στις 17 ανουαρίου του 1927 στην εφημερίδα «‘Έθνος».
Ανάμεσα στα άλλα, αναφέρονται και τα εξής:
«Απελύθησαν, λοιπόν, δέκα ζεύγη περδίκων εις τον γειτονικόν μας Υμηττόν, όπως ευδοκιμήση το κυνήγιόν των βραδύτερον εις το όρος τούτο. Προ ολίγων ακόμη χρόνων, προ τεσσάρων το πολύ, συνήντα τις πέρδικας εις τους βράχους των άνω μερών του Υμηττού. Τας εξωλόθρευσαν οι κυνηγοί, αλλά περισσότερον οι ποιμενόπαιδες, οι οποίοι αναζητούν τα ωά των εις τα αποκρημνοτέρας φωλεάς των.
Και παντού της Ελλάδος, όπου υπήρχον αφθονώταται πέρδικες, εμειώθησαν πάρα πολύ,
ενιαχού δε εξέλιπον εντελώς ένεκα της κακής ταύτης συνηθείας της συλλογής των ωών
των.
Εις πλείστας νήσους του Αιγαίου άλλοτε, ότε ήσαν οι έλληνες ολιγώτεροι, άρα όλα
ήσαν ευκολώτερα, ομαλώτερα, ανθρωπινώτερα (τι τα θέλετε, ουκ εν τω πολλώ τω ευ) δεν
εθήρευον τα ωά των περδίκων αλλά τας ιδίας.
Χρειάζεται δε αρκετή ικανότης διά το κυνήγιον τούτο, διότι δεν είναι η πέρδικα σιταρήθρα,
την οποίαν σπανίως κατορθώνουν οι κυριακάτικοι κυνηγοί να κτυπούν. Τα τελευταία έτη α-
πηγορεύθη το κυνήγιον των περδίκων εις πλείστα μέρη της Ελλάδος, δι’ αυτό βλέπει τις
τώρα πολλά από τα ωραία αυτά πτηνά.
Προ ολίγων ημερών τα συνήντησα εις ομαδικάς πτήσεις εις αρκετά χιονισμένα όρη της
Πελοποννήσου. Καθώς δε ανηρχόμην το Μαίναλον της Αρκαδίας τα έβλεπον ιπτάμενα
και εις την χιονοθύελλαν.
Ώστε μετά τινα έτη θα επανακτήση και ο Υμηττός μας περδίκας, εκτός αν εν τω μεταξύ δεν πιάσουν οι ποιμενόπαιδες με δίκτυα και τα απολυθέντα δέκα ζεύγη περδίκων, διότι
και αυτή η απασχόλησις είναι αρεστή εις τους ποιμένας.
Προ ημερών είδον πωλουμένας ζωντανάς μπεκάτσας εις την Μεγαλόπολιν. Μοναδικοί δε
θηρευταί πτηνών διά δικτύων είναι οι ποιμένες του όρους Όλυμπος της Ευβοίας τον χει-
μώνα»...
Νίκος Νικητίδης
Φωτογραφίες gpeppas