Welcome in Greece
ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ KΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
Welcome in Greece
 Welcome in Hellas 
 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

ΜΙΑ ΜΕΡΑ ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΗΣ ΜΠΕΚΑΤΣΑΣ σ' άσπρο μαύρο !

Θα ήθελα να προσπαθήσω να σας περιγράψω, αναφερόμενος ιδιαίτερα στους νεοφώτιστους και στους αδαείς, μια καλή μέρα κυνηγιού ανάμεσα από τόσες άλλες. "Ίσως και να κερδίσετε κάτι απ' την προσωπική μου εμπειρία σαν μπεκατσοκυνηγός.

Οι αληθινοί κυνηγοί, είτε μπεκατσοκυνηγοί εϊν' αυτοί, είτε όχι θα μπορούνε γρήγορα στο* πετσί του συγγραφέα, διαβάζοντας αυτές τις αράδες και ξαναζώντας τις περιγραφές και τις σκέψεις μας... Ήμασταν γύρω στα μέσα του Δεκέμβρη· την επομένη θα πήγαινα να κυνηγήσω μπεκάτσες...

Περιμένω ανυπόμονα το μετεωρολογικό δελτίο της βραδινής εκπομπής, το όποιο αναγγέλλει: «Προβλέπεται καλός καιρός για τίς 16 Δεκεμβρίου... στίς Δυτικές περιοχές, τοπική παγωνιά, άνε­μοι ασθενείς Βορειοανατολικοί, προς Δυτικοί, συννεφιά με ηλιο­φάνειες κατά διαστήματα: θερμοκρασία 5 ως 10°...»

Ακούω κατευχαριστημένος το ευνοϊκό αυτό δελτίο και δε θέλω ούτε στιγμή να σκεφτώ, πώς μπορεί να μην είναι ακριβές... Έξω στενοχώρια, ατομικές βόμβες και ϋψωση του τιμάριθμου... «Τέ­λεια.. Τέλεια... Αύριο θα περάσουμε μια όμορφη μέρα. Τ' ακού­σατε φίλοι μου»;... Οι φίλοι είναι ή Ούπέτ, ή πόιντερ, έξι χρονών, με το υποκοριστικό Πεπέτ κι ή Ξένια, ή σέττερ, δυόμισι χρονών, με το παρατσούκλι Μπισύν, απ' τους ανθρώπους του σπιτιού.

Δεν κατάλαβαν τίποτα βέβαια, άλλ' απ' τη στιγμή πού άρχισα να ετοιμάζω τα ρούχα μου, άρχισαν κι αυτές να κοιτάνε νευρικά την πόρτα και να γκρινιάζουν. Όταν είδαν όμως το τουφέκι, τότε πια άρχισαν να γαβγίζουν κι εγώ: «Σουτ!.. Φτάνει!... »Δε θα χρειαστώ ξυπνητήρι για το πρωί απ' ό,τι φαίνεται, σκέφτηκα. Κατά τις 5.30π.μ., ακούγονται τα γαυγίσματα. Σηκώνομαι απ' το κρεβάτι, μισανοίγω το παράθυρο και βλέπω τον καιρό: συννεφιά και δροσιά· καθόλου αέρας.

Κοιτάζω το βαρύμετρο κι αρχίζω να ετοιμάζομαι. "Αχ, πόσο όμορφα νιώθει κανείς σαν βάζει τα ρούχα του για το κυνήγι. Έτοιμοι! Κατεβαίνω και τι υποδοχή! Ουρλια­χτά χαράς, δαγκωματάκια, γλειψίματα και χάδια. Μπήγω τη φωνή για να τις ηρεμήσω και τις βάζω να κάνουν τίς ανάγκες τους. Όταν τελειώσουν, κάθονται ή κάθε μια στη θέση τους και περιμέ­νουν να φάω το πρωινό μου, κοιτάζοντας με πάντοτε ανυπόμονα. Όπου κι αν πάω μ' ακολουθούν, ξέρουν πώς τελικά θα βγω από τη μια και μοναδική πόρτα εξόδου. Περιμένουν πάντα με πολύ ανυ­πομονησία.

Κατεβαίνω, ανοίγω την πόρτα του γκαράζ παίρνω τ' αυτοκίνητο κι ή κάθε σκύλα πάει στη θέση της μέσα στο φορητό της σπιτάκι. Κάνω γρήγορα έναν έλεγχο, να δω αν τα πήρα όλα και... έτοιμοι για το δρυμό! Ανάβω ένα τσιγάρο, κοιτάζω το ρολόι μου: 6.30π.μ. Ξεκινώ. Δε βιάζομαι, αφού θέλω να φτάσω στο δάσος γύρω στις οχτώ.

Στο δρυμό, εξακριβώνω πώς έχει ομίχλη και σκέφτομαι: «θα πρέπει να βρω τις μπεκάτσες στις άκρες των μονοπατιών ή πίσω απ' το δρόμο, πονηρές γωνιές για περάσματα... εκτός κι αν τις πιάσω στα πράσα όλες μαζί μέσα στις κοιλάδες... Όχι, δεν πρέπει για την Ξένια, έχει πολλά κουνέλια εκεί. θα πάω αργότε­ρα, αν δε βρω πολλά πράγματα άλλου. Και πάλι, αν δεν υπάρχουν καινούργιες, υπάρχουν πάντοτε οι εγκαταστημένες και κάνω τις ίδιες πάλι σκέψεις απ' την αρχή...»

Όταν αρχίζω και πλησιάζω στο μέρος πού θα κυνηγήσω, ή χαρά μου φουντώνει. "’λλο ένα χιλιόμετρο, κι ή καρδιά μου σφίγγε­ται... Όπως και να 'χει το πράγμα κι όποιο κι αν είναι τ' αποτέλε­σμα, μου αρκεί πού βγήκα στο δάσος με τα σκυλιά μου. Όλες αυτές οι μυρωδιές, οι δροσοσταλίδες στα φύλλα, τ' ανεξιχνίαστα μονοπάτια... τι Ομορφιά! "Ονειρεύομαι τα κουδουνάκια πού ηχούν και ξαφνικά σταματούν, τη φέρμα, τη λουφαγμένη μπεκά­τσα, τι ηδονή...

Σαν συνέρθω απ' τ' όνειρο πού με παρέσυρε, συνειδητοποιώ πώς έφτασα κιόλας, οδηγώντας πάντοτε με μια λογική ταχύτητα: 95 χμ. την ώρα, γιατί οι δρόμοι είναι γλιστεροί κι επικίνδυνοι. Και να 'μαστε καταμεσής του δάσους! Οι μπεκάτσες βρίσκονται σίγουρα λουφαγμένες μέσα στα πυκνά με τέτοια ομίχλη... Παίρ­νω ένα δρομάκι πού ανεβαίνει σε σχήμα φιδιού. Περπατώ σιγά και κοιτάζω παντού, μήπως και δω τίποτα.

Είν' όμως δύσκολο να ξεχωρίσω τα γύρω, γιατί ή πάχνη τα 'χει ντύσει Ολόλευκα και τα πουλάκια πετάνε άνετα τριγύρω, Φτάνω τελικά, φάτσα σ' ένα μονοπάτι στην πλαγιά κάποιου νεοφυτεμένου δάσους· βλέπω κάπως καλύτερα. Μόλις σταματάω, τα σκυλιά μου χαίρονται και κουνάνε τις ουρές τους. Τα στέλνω αμέσως να κάνουν τις ανάγκες τους κι αρχίζω να ετοιμάζομαι. Βγάζω τη βαριά μου ζακέτα και φορώ ένα ελαφρύ μάλλινο που­λόβερ, παίρνω φυσίγγια και τουφέκι και περιμένω. Ρίχνω μια ματιά γύρω μου για ν' απολαύσω τη θέα: γάργαρα νερά, πυκνά, καστανιές, βάτοι, βαλανιδιές, ξερά φύλλα, υγρασία. Απ' την άλλη μεριά του δάσους, απλώνεται ένα παρόμοιο δάσος, αλλά πιο βρώμικο και πιο πυκνού μ' αδιάβατους βάτους. Το νερό τρέχει παντού". Το πυκνό αυτό, όπου καταλήγουν τέσσερα μονοπάτια, ενδείκνυται για το πέρασμα της μπεκάτσας.

Εκεί θα στείλω τη σκύλα μου, πού περιμένει πάντοτε ανυπόμονα. Ή Ούπέτ ξεχύνεται μέσα στην πυκνή ομίχλη και το κουδουνάκι της αρχίζει ν' απομακρύνεται κι ύστερα πάλι, να 'την μπροστά μου. Την ξανα­στέλνω, να ψάξει, ενώ εγώ, περπατώ αργά με τ' όπλο στο χέρι. Ξαφνικά το κουδουνάκι σταματάει να ηχεί: προχωρώ και σε καμιά εικοσαριά μέτρα, βλέπω τη σκύλα ακίνητη. Πλησιάζω σιγά, προσεκτικά. Ή σκύλα κάνει μερικά βήματα και κοκαλώνει... Την βλέπω να κουνάει ελαφρά την ουρά της και καταλαβαί­νω πώς ή μπεκάτσα είναι μπροστά της, αλλά περπατάει. Ή σκύλα χώνεται στο δάσος, ποντάρει και σε καμιά δεκαριά μέτρα από εμένα, ακινητοποιείται με το λαιμό τεντωμένο προς τα μπρος: εκεί είναι ή μπεκάτσα...

Κατεβαίνω από το μονοπάτι, μπαίνω στο δάσος, κάνω το γύρο των βάτων, αθόρυβα. Ξαναγυρίζω προς τη σκύλα, αλλά μόλις πού τη διακρίνω, γιατί βρίσκεται απ' την άλλη μεριά του πυκνού, πού εκτείνεται σε καμιά δεκαπενταριά μέτρα. Κάνω τους υπολογι­σμούς μου: αν το πουλί είναι πονηρεμένο θα σηκωθεί γρήγορα δεξιά ή αριστερά, πίσω από καμιά καστανιά, αν όχι, ίσος σηκω­θεί απ' την πλευρά μου... Ξέρω όμως, πώς μέσα στην τόση ομίχλη, θα κάνει σαματά με τα φτερουγίσματα της καθώς θα φεύγει.

Περιμένω. Ξαφνικά, φρού, φρού, φρού, θόρυβος κι ή μπεκάτσα σηκώνεται προς τα εμένα, με βλέπει, κάνει το «"’γιο Πνεύμα» και στα δέκα μέτρα περίπου την χτυπάω με το 8αρι μου: πέφτει στην άκρη του βάτου. Ή σκύλα μου την είδε κι έτρεξε να την φέρει. Σε λίγο, επιστρέφει όλο χαρά, με την μπεκάτσα στο στόμα. Της την παίρνω, χαϊδεύοντας την, μιλώντας της και βγάζοντας της τα φτερά απ' το στόμα. Ή μπεκάτσα, ζύγιζε 325 - 350 γραμμ. όπως το φανταζόμουν, όμορφη, κοκκινωπή και παχουλή... Την ρίχνω στο σακί στην πλάτη, φυσάω την κάνη μου όπως συνήθως και ξαναβάζω ένα 8αρι. Σφυρίζω στη σκύλα τρεις φορές και βγαίνω στο μονοπάτι, ενώ ή σκύλα έρχεται τρέχοντας κοντά μου.

Συνεχίζω τον δρόμο μου. Ή σκύλα μια χώνεται στα πυκνά δεξιά κι αριστερά, μια βγαίνει στο μονοπάτι. Που και που της σφυρίζω για να χτενίσει το μονοπάτι καμιά αναθυμίαση όμως... Κατευθύνομαι προς τ' αυτοκίνητο σιγά - σιγά... Ή Ομίχλη αρχί­ζει ν' αραιώνει κι ή ορατότητα μου αυξάνεται στα πενήντα μέτρα. Ξαναβρίσκομαι στο σημείο πού σκότωσα την μπεκάτσα. Το δάσος απ' αυτή την πλευρά έχει πολύ πυκνές παραφυάδες, βαλανι­διές και καστανιές και λιγότερη ομίχλη. Υπάρχουν ωστόσο, πάντοτε μερικοί βάτοι, φτέρες και σπαρτοί. Στέλνω την Ούπέτ να ψάξει.

"Αξαφνα, σταματάει το κουδουνάκι. Σταματάω, στήνω αυτί κι υστέρα μπαίνω στο δάσος και κατευθύνομαι προς το μέρος, όπου ακουγόταν το κουδουνάκι πριν σταματήσει. Έτοιμος να τουφεκί­σω κοιτάζω ολόγυρα, αλλά δυσκολεύομαι να βρω τη σκύλα, πού μου κρύβουν τα πυκνά. Ξαναγυρίζω προς τα πίσω και ξαφνικά την βλέπω, καμιά δεκαριά μέτρα πιο κει, να φερμάρει μπροστά σε κάτι φτέρες, απέναντι από τις παραφυάδες μιας βαλανιδιάς. Παίρ­νω την κατάλληλη θέση, βάζοντας τις παραφυάδες ανάμεσα μας. Σταματάω, αλλά ταυτόχρονα σηκώνεται κι ή μπεκάτσα και φτά­νει προς τη σκύλα, πίσω απ' τα κλαριά. Σημαδεύω γρήγορα και την τουφεκάω, ενώ αυτή πέφτει πίσω απ' τους σπαρτούς. Ή σκύλα τρέχει να την βρει, αλλά γυρίζει άπρακτη... Την έχασα, αστόχησα... Απογοητεύομαι κάπως, γιατί θα μπορούσα να την είχα σκοτώσει. Έστω! θα την ξαναβρώ, ας την αφήσω τώρα να ηρεμήσει...

Πάω να βρω τη σέττερ μου, της βάζω το κουδουνάκι της, της δίνω να μυρίσει τη σκοτωμένη μπεκάτσα πού έβγαλα για ν' αφήσω στ' αυτοκίνητο... Ξαναγυρίζω στο τετράγωνο, όπου σήκωσα τις δυο μπεκάτσες, γιατί μου φαίνεται πώς ή φωτεινότητα εκεί είναι πολύ καλή. Στέλνω την Ξένια να ψάξει αριστερά απ' το μονοπάτι όπου περπατώ. Στο μεταξύ, παρακολουθώ το κουδουνάκι πού ακούγεται απ' τα δεξιά μου και το όποιο εμπιστεύομαι πιο πολύ. Ή ομίχλη όλο κι αραιώνει, ή ορατότητα είναι καλύτερη. Σκέφτομαι, πώς ή σέττερ είν' ακόμα μικρή για μπεκάτσες, παρ' όλο πού την έχω εκπαιδεύσει αρκετά. Χρειάζεται ακόμα κανένα χρόνο στο κυνήγι για να γίνει άψογη και να ωριμάσει όπως την θέλω εγώ.

"Ακούω το κουδουνάκι της πού πλησιάζει. Ποντάρει κάτω απ' τους βάτους σαν αλεπού και την συγκρίνω με την άλλη μου σκύ­λα. "Η Οΰπέτ, έχει πολύ αντοχή κι είναι ανάλαφρη και πολύ συνετή· όσο για την όσφρηση, είναι τρομακτική σαν όλα τα καλά πόιν­τερ. Έξυπνη, προσεκτική και πολύ υπάκουη: μια καλή συντρό­φισσα πού ξέρει τ' αφεντικό της...

Ή Ξένια, πιο ελαφριά, όλο ευλυγισία, αλλά πιο ανεξάρτητη, υπάκουη, αλλά λίγο δειλή, έξυπνη, αλλά άπειρη, με καλή όσφρη­ση, πλησιάζει όμως πολύ το θήραμα και το διώχνει, θα φτιάξει κι αυτή, που θα πάει! Την φωνάζω και την βάζω να περπατάει πίσω μου, ενώ σφυρίζω στην Ούπέτ. Μπαίνω στο δάσος. Τα δυο μου σκυλιά αρχίζουν να ψάχνουν το καθένα μόνο του κι εγώ ακούω τα κουδουνάκια τους. Δυσκολεύο­μαι κάπως να περπατάω μέσα στα πυκνά και κάποια στιγμή στα­ματάω. Τότε, σταματάει ν' ακούγεται και το κουδουνάκι .της σέττερ. Τρέχω και την βλέπω να φερμάρει μπροστά σε κάτι σπαρτούς και χαμηλούς καταπράσινους ακόμα βάτους. Της σφυ­ρίζω για να μην προχωρήσει και πηγαίνω απ' την άλλη πλευρά των σπάρτων, όπου και βρίσκομαι μέσα σ' ένα ξέφωτο καμιά δεκαπενταριά μέτρα έκταση. Έρχεται κι ή Ούπέτ και με μια κίνηση την βάζω πίσω μου.

Περνάνε τρία - τέσσερα λεπτά. Σφυρίζω τρεις φορές στη σκύλα μου για να έρθει. Αυτή έρχεται αμέσως, αλλά τίποτα δεν κουνήθηκε. Ξαναγυρίζει στους σπαρ­τούς, απομακρύνεται, σταματάει... Πάω γρήγορα να την βρω, άλλ' ακούω φτερουγίσματα: ή μπεκάτσα έφυγε δίχως να την πάρω είδηση. Ή Ξένια δεν πρόσεξε και την έδιωξε. Την φώναξα και την μάλωσα, άλλ' αυτή ήταν τόσο χαρούμενη πού σήκωσε μπε­κάτσα, ώστε μου 'γλυφε το χέρι ανύποπτη. Ή ώρα είχε πάει περίπου δέκα... θα πάω να ψάξω απ' την άλλη μεριά του δρυμού, στη νότια πλαγιά, σκέφτηκα. Περνώ μαζί με την Ξένια απ' την κοιλάδα. Ακολουθώ ένα ρυάκι σκεπασμένο με βάτους. Στέλνω την Ούπέτ στην πλαγιά. Χαίρεται γιατί θα τρέχει πιο άνετα. Την παρακολουθώ πού χτενίζει το έδαφος, σαν καλό μπεκατσόσκυλο.

' Η Ξένια που και που φερμάρει κάτι κοτσύφια. Δεν της δίνω καμιά σημασία και την μαλώνω κάθε τόσο. Παρακολουθώ πάντοτε την πόιντερ και την βλέπω να με κοιτάζει ανήσυχη. Καταλαβαίνω πώς βρήκε κάποιο ντορό μπεκάτσας. Διασχίζω το ρυάκι κι όταν φτάνω στην πλαγιά, την βλέπω να φερμάρει μπροστά σε κάτι πυκνά από καστανιές περιτριγυρισμένες από χαμηλούς βάτους. Κάνω το γύρο και περνάω μπροστά για να πάρω θέση. Ή Ξένια έρχεται τρέχοντας και τιμάει τη φέρμα της άλλης, αλλά πολύ κοντά στην μπεκάτσα πού σηκώνεται αμέσως προς την πόιντερ. Σε κακή θέση εγώ, τουφεκάω ανάμεσα απ' τα κλαριά κι υστέρα δε βλέπω πια τίποτα. Σταματάω την Ξένια... Ακούω το κουδουνάκι της Ούπέτ στο δάσος... Οπότε σκέφτομαι πώς ίσως ή μπεκάτσα να πληγώθηκε, άλλ' ή σκύλα γυρίζει δίχως πουλί... Πηγαίνω αμέσως προς την κατεύθυνση πού είχε πάρει. Αυτή το καταλαβαίνει κι αρχίζει να ψάχνει, όταν ξαφνικά... Δεν ξέρω πώς, άλλ' ή μπεκά­τσα σηκώνεται καμιά πενηνταριά μέτρα παρακάτω, χτυπώντας γρήγορα τα φτερά. Την τουφεκάω με το 7αρι. Συνεχίζει, διασχίζει την κοιλάδα και πάει απ' την άλλη μεριά του δρόμου. Στέλνω τότε την Ξένια να την φερμάρει. Ξαναπερνώ το ρυάκι και 20μ. πριν φτάσω στο μέρος πού 'χε κατέβει και κρατώντας την Ούπέτ απ' το περιλαίμιο, φωνάζω: «Εμπρός Ξένια, σιγά». Κάνει λίγα βήματα και σταματάει. Στέλνω την Ούπέτ κι αυτή φερμάρει αμέσως πλάι στη φίλη της. Είμαι βέβαιος, πώς εκεί είναι ή μπεκάτσα, στα 7 - 8 μ. Περνώ μπροστά απ' τις σκύλες πού 'ναι ακίνητες και δυο μέτρα απ' τις καστανιές, σταματάω, έτοιμος να τουφεκίσω. Την βλέπω λουφαγμένη στις παραφυάδες να με κοιτάει με το μαύρο της διαπεραστικό μάτι· δε μοιάζει να 'ναι πληγωμένη. Κοιτάζω τις σκύλες πού φερμάρουν ακίνητες, ενώ θυμάμαι πώς έχω ακόμα τ' όπλο στην πλάτη. Βγάζω τη φωτογραφική μου μηχανή και τις φωτογραφίζω. Ευχαριστημένος τώρα, σκέφτομαι πώς πρέπει να την σηκώσω αυτή τη μπεκάτσα. Την ώρα πού ετοιμάζομαι, αυτή σηκώνεται και χώνεται μέσα στα πυκνά. Σηκώνω τ' όπλο και μ' ένα 8αρι την τουφεκάω. Οί σκύλες τρέχουν να τη φέρουν μαλώνοντας ποια θα την πιάσει... Τέλος, μου την φέρνει ή Ούπέτ, την δίνω στη σέττερ να την μυρίσει και διαπιστώνω πώς πρέπει να ζυγίζει γύρω στα 340 γραμμ. Την βάζω στην πλάτη καί σκέφτομαι πόσο μ' ευχαριστεί αυτό το κυνήγι.

Πλησιάζει 11. Πώς περνάει αλήθεια ή ώρα! "’λλη μια ώρα κυνή­γι πριν το φαγητό. Βλέπω κιόλας τους κυνηγούς να καταφτάνουν, ο καθένας με τα ζώα του και τα θηράματα τους...

Μπαίνω σε κάτι όμορφες γωνιές, πού τραβάνε τις μπεκάτσες. Προχωράω μέχρις ένα ξέφωτο στην άκρη μερικών βάτων, ενώ ή πόιντερ αρχίζει κιόλας να μυρίζει κάτι τι στις λάσπες του ρυακιού πού 'ταν εκεί κοντά. Πάω να την δω και την βλέπω να μυρίζει τα περιττώματα μιας μπεκάτσας. Συνεχίζει το ψάξιμο και ξαφνικά την βλέπω να βάζει τη μύτη στο χώμα πλάι σε κάτι πυκνά και να ποντάρει αργά. Πηγαίνω πίσω της σιγά - σιγά. Φτάνει κι ή Ξένια, περνάει μπροστά απ' την πόιντερ, πιάνει κάτι λίγες αναθυ­μιάσεις και ξαναφεύγει ψάχνοντας. Ή Ούπέτ, αντίθετα, σαν πιο έμπειρη, συνεχίζει να μυρίζει με τη μύτη στο χώμα, φτάνει σ' ένα μονοπάτι, το διασχίζει, ξανάρχεται πίσω και χώνεται πάλι στο δάσος. Σίγουρα ή μπεκάτσα έστριψε προς τα δεξιά για να ξανα­μπεί στους βάτους. Ήμουν σίγουρος, πώς ή μπεκάτσα βρισκόταν κάπου εκεί.

Ή σκύλα βρίσκεται ξαφνικά μ' ευνοϊκό άνεμο κι ακινητοποιείται κοιτάζοντας προς τα πυκνά. Επιστρέφω προς τα 'κει πηγαίνω καμιά 25 - 30μ. απέναντι απ' τη σκύλα και περιμέ­νω. Φτάνει κι ή Ξένια της κάνω νόημα να καθίσει πλάι μου. Περίμενα δίχως να βλέπω την Ούπέτ, κάνοντας χίλιες δυο σκέ­ψεις: από που άραγε θα σηκωθεί και πότε; στα επόμενα πέντε δευτερόλεπτα ή σε πέντε λεπτά;..

Κι άξαφνα, ακούω ένα φρού, φρού, φρού από δεξιά και βλέπω την μπεκάτσα να σηκώνεται πλάγια προς τα εμένα, για να πάει να χωθεί μέσα σε κάτι σπάρους. "Ένα 8άρι όμως, την σταμάτησε... Ή Ούπέτ έτρεξε να την αποτελειώσει και μου την έφερε... ενώ ή Ξένια προσπαθούσε να της την πάρει. Ή ίδια πάντοτε σκηνή, κάθε φορά πού σκοτώνω μπεκάτσα.

Κοιτάζω το ρολόι μου: 11.45 ή ώρα κι αρχίζω να κατευθύνομαι προς τ' αυτοκίνητο. "Όταν έφτασα εκεί, καθάρισα με το καστόρινο δέρμα τη σέττερ και προχώρησα κανένα χιλιόμετρο πιο κει οπού είχα χάσει την πονηρή εκείνη μπεκάτσα. Σταματάω τ' αυτο­κίνητο. Ή Ούπέτ κατάλαβε κιόλας κι είναι ανήσυχη. Κάνω το γύρο από 'να μονοπάτι, φτάνω σε κάτι λόχμες απέναντι κι ελπίζω πώς κάπου κει θα την βρω. Ή βλάστηση είν' όλο φτέρες και ψηλά χόρτα την εποχή αυτή. Ανάμεσα απ' τους κορμούς και πλάι στις φτέρες και τις παραφυάδες, περίμενα πώς θα φανεί. Καμιά δεκαριά μέτρα πιο 'κει απ' όπου πίστευα πώς είναι εγκαταστημένη ή μπεκάτσα σφυρίζω ένα «Εμπρός» στη σκύλα μου και την βάζω να ψάξει μέσα στις φτέρες. Αμέσως σχεδόν, την βλέπω να φερμάρει. Την βγάζω δυο φωτογραφίες στα γρήγορα. Την βλέπω τότε να ποντάρει προς το δάσος. Πάλι την έπαθα, σκέφτη­κα! Τρέχω για να κόψω το δρόμο της μπεκάτσας, πού 'ξερα πώς εϊν' εκεί, άλλ' ανώφελο! Είχε κιόλας φύγει προς το δάσος. Χαμο­γέλασα παρ' όλ' αυτά, γιατί είχα να κάνω μ' ένα γερό αντίπαλο. Πάω πίσω απ' τη σκύλα και την παρακινώ να ξαναψάξει. Προχω­ράει τότε αυτή, προς το μέρος απ' οπού σηκώθηκε το πουλί και ξανάρχεται πίσω.

Γύρισα τότε στ' αυτοκίνητο, στέγνωσα την Ούπέτ, έδωσα και στις δυο να φάνε από δυο σφιχτά αυγά και λίγο αλογίσιο κρέας και τις κοίμισα στο σπιτάκι τους, στα ζεστά. Για μια ώρα τουλά­χιστον, έπρεπε να ξεκουραστούν, για ν' ανακτήσουν δυνάμεις γι' αργότερα. Πήγα να φάω με τέσσερις φίλους και ν' ακούσω μερικές ιστορίες, απ' αυτές πού ο καθένας έχει να πει σε κάτι τέτοια γεύματα. Το γεύμα τελειώνει. Χαιρετώ και φεύγω λέγοντας: «θα βρεθούμε αργότερα, στο καφενείο...»

Ό καιρός είναι πάντα συννεφιασμένος, Ο άνεμος ασθενής βορειοδυτικός. Ξέρω μια μπεκάτσα πού κρύβεται σ' ένα υγρά μέρος πλάι σε κάτι βάτους, φτέρες κι ρείκια στίς όχθες κάποιου ρυακιού... θα πάρω μονάχα τη σέττερ μου. Σταματάω τ' αυτοκίνητο σ* ένα καταπράσινο δρομάκι κι έτοιμος να ξαναρχίσω, με τ' όπλο στον ώμο, κατευθύνομαι προς το μέρος πού πίστευα πώς κρυβόταν ή μπεκάτσα. Αμολάω τη σκύλα να ψάξει στα πυκνά, αυτή φερμάρει κάνα - δυο φορές κάτι κουκουβάγιες και συνεχίζει. Καμιά τριανταριά μέτρα πιο 'κει από κάτι βάτους σταματάει. Την βλέπω πού γυρίζει το κεφάλι δεξιά κι αριστερά ανήσυχη. Μένω ακίνητος, δε λέω λέξη και την αφήνω να δω τι θα κάνει. Ή σκύλα με κοιτάζει, έρχεται κοντά μου, όπως την έμαθα σαι ξαναφεύγει σιγά για να φερμάρει κοντά στους βάτους. Δυστυχώς όμως, φέρμαρε πολύ κοντά στην μπεκάτσα πού σηκώθηκε ανάλαφρη σαν μπεκατσίνι να φύγει. Την τουφεκάω γρήγορα κι αυτή πέφτει. Ζητάω απ' τη σκύλα μου να μου την φέρει κι αυτή μου την φέρνει δίχως να την έχει αποτελειώσει. Ήταν πληγωμένη και την πέταξα κάπου εκεί στους βάτους. Ή σκύλα μου, την μύριζε, αλλά δεν την φέρμαρε σταθερά, γιατί είναι φυσικό, όταν έχει ξαναπιάσει το 'ίδιο πουλί ν' αδιαφορεί κάπως. Πηδούσε πάνω μου και με κοίταζε' την ξανά­στειλα όμως και μου την έφερε, όπως και στην άσκηση. Γυρίσαμε τότε να πάρουμε την πόιντερ πού θα 'χε αρχίσει ν' ανησυχεί: ήταν κιόλας 3 ή ώρα· πόσο περνάει αλήθεια ο χρόνος, σχεδόν αλύπητα... Στο κυνήγι θα 'θελε κανείς να σταματήσει το χρόνο...

Παίρνω και τα δυο σκυλιά και χώνομαι σ' ένα δάσος με καστανιές 8-9 ετών, με πολύ πυκνά φυλλώματα. Περπατάω εύκολα με τ' όπλο στον ώμο και τα σκυλιά μπροστά μου τρέχουν. Το κουδουνάκι σταματάει ξαφνικά: τρέχω. Ή Ούπέτ φερμάρει. Μόλις φτάνω κοντά της, τρέχει γρήγορα, πράγμα αντίθετο προς τις συνήθειες της και ξαναφερμάρει μπροστά σε μια βαλανιδιά, πού 'ταν μέσα σ' ένα μεγάλο «ξέφωτο». Δεν κατα­λάβαινα τίποτα. "’ξαφνα, όμως συνειδητοποίησα τι είχε γίνει. Είχα ξεχάσει το μικρό πονηρούτσικο εκείνο σκίουρο, πού κάθε φορά έκανε τα δικά του... Μαλώνω την Ούπέτ, έτσι για να βάλω τα πράγματα στη θέση τους και συνεχίζουμε. Φτάνουμε σ' ένα μονοπάτι πού αρχίζω ν' ακολουθώ και στέλνω την πόιντερ δεξιά και τη σέττερ αριστερά.

Ξαφνικά ακούω το καμπανάκι πού σταματάει στα 40 - 50 μέτρα. Σπεύδω προς τα 'κει και βλέπω την πόιντερ μου, σε στάση άψογης φέρμας, ακίνη­τη μπροστά σε κάτι σωρούς φύλλα. Περνάω μπροστά της, στα 20μ. περίπου και την ώρα πού σταματούσα γυρίζοντας προς τη σκύλα πού προχώραγε, ακούω ένα φρού, φρού, φρού, πίσω μου. Γυρίζω, έκπληκτος, τουφεκάω μια και δυο φορές, αλλά τίποτα! Είχε εξαφανιστεί. Είχα ξεχάσει πώς ή μπεκάτσα περπατάει, παρ' όλη μου την πείρα και πώς μόλις ακούει το κουδουνάκι τρέχει ν' απομακρυνθεί απ' τον σκύλο και πηγαίνει να κρυφτεί σε κανένα πυκνό για να είναι πιο ασφαλής τότε φερμάρετε και πλησιάζετε πιο εύκολα.

Ή ώρα περνάει κι ανυπόμονος, θέλω να προσπαθήσω, να την ξανασηκώσω αμέσως. Βάζω την Ξένια πίσω και κατευθύνομαι προς το σημείο απ' οπού εξαφανίστηκε. Στα 200 - 300μ. πιο πέρα, μπροστά μου, ή πόιντερ φερμάρει ξαφνικά σ' ένα χαντάκι και καθώς προχωράω προς τα 'κει, ή μπεκάτσα σηκώνεται κάθετα προς την κορφή των καστανιών. Την χτυπάω μ' ένα 8αρι και την σκοτώνω. Ή Ούπέτ μου την φέρνει. Ζύγιζε γύρω στα 350 γραμμ. Νιώθω καλύτερα τώρα, ξαναβρήκα την αυτοπεποίθηση μου, το ηθικό και το γέλιο μου. Κοιτάζω το ρολόι μου: άλλη μια ώρα κυνήγι. Ανάβω ένα τσιγάρο και συνεχίζω χαρούμενος. Ή Ξένια αριστερά μου κι ή Ούπέτ δεξιά, χτενίζουν τις άκρες του δάσους. Σταματάει ή πρώτη, σηκώνεται μια μπεκάτσα, την ακούω δίχως να την βλέπω. Αφήνω ένα κομμάτι εφημερίδας στο μέρος εκείνο, για να ξαναγυρίσω αργότερα και συνεχίζω· δε σηκώνω τίποτα. Δέκα λεπτά αργότερα, ξαναγυρίζω στο σημείο οπού άφησα την εφημερίδα.

Βρίσκομαι μέσα σε κάτι πεντάχρονες λόχμες με βά­τους και σπαρτούς Ολόγυρα. Ή μπεκάτσα πρέπει να 'ναι κάπου κοντά δεν πρέπει να μ' έχει δει και πρέπει να την ξαναβρώ. Φτάνω σ" ένα δρομάκι και σκέφτομαι μήπως κατέβηκε κάπου εκεί στην άκρη. Περπατάω αργά και συγκρατώ την πόιντερ για να μην απομακρύνεται. Ξαφνικά, στα ΙΟ μ. , φερμάρει πολύ κοντά στην μπεκάτσα πού φεύγει παράλληλα με το δρομάκι, προς το δάσος, πίσω από κάτι οξιές. Πάω να την κυνηγήσω στο δάσος, αποκαλύ­πτομαι, βλέπει τις κινήσεις μου και κόβει πάνω απ' το δρομάκι... τουφεκάω ... αλλά τίποτα... αστόχησα! Δε θα 'ταν κι άσχημα να την είχα πάρει κι αυτήν, αλλά δυστυχώς βιάστηκα και δεν την άφησα να ηρεμήσει. "’ρχισε κιόλας να σουρουπώνει κι ο καιρός ήταν πάντα συννεφιασμένος. Πρέπει να την ξανασηκώσω, σίγου­ρα βρίσκεται κάπου κοντά στο μονοπάτι. Ξαναπηγαίνω προς τα 'κει περνώντας απ' τα ίδια μέρη και πέφτω πάνω στο μονοπάτι. Την ξαναβλέπω. Ή Ξένια την σηκώνει. Δεν έχω καιρό να τουφε­κίσω... την χάνω πάλι.

Σκοτείνίασε αλλ εγώ επέμενα. "’ρχισα να ψάχνω όλα τα μέρη πού θα μπορούσαν να την κρύψουν: τίποτα. Δεν έβλεπα πια καλά το χώμα, πράγμα πού 'ταν ενδεικτικό, ότι σπάνια θα ξανασήκωνα για τρίτη φορά την μπεκάτσα... "Ένα αγριοπερίστερο πέρασε μακριά, το τουφέκισα κι αστόχη­σα. Τελείωσε. Με μεγάλη λύπη, ξαναπαίρνω το δρόμο για τ' αυτοκί­νητο.

Κοιμίζω τα σκυλιά κι αλλάζω σακάκι. Βάζω ζεστά ρούχα και κάθομαι στο κάθισμα μου. "Ήμουν ευχαριστημένος απ' το κυνήγι μου... και τα σκυλιά μου το ίδιο.

Και να 'μαι πάλι μόνος με τα σκυλιά μου, με τις όμορφες αναμνή­σεις της μέρας εκείνης.

Ταΐζω τα σκυλιά, τα τρίβω με λίγη γλυκερίνη στα πόδια, καθαρί­ζω τ' όπλο μου κι εξουθενωμένος πια, κάθομαι μπροστά στην τηλεόραση με τα σκυλιά μου δίπλα. Είμαστε όλοι κουρασμένοι, αλλά και ικανοποιημένοι απ' τη μέρα μας. Ώρα για ύπνο! Τα βάζω στα σπιτάκια τους να κοιμηθούν και πηγαίνω κι εγώ να ξαπλώσω... σίγουρος πώς θα δω τα πιο όμορφα όνειρα, μέσα σε κανένα δάσος με λόχμες κι ανάλαφρες εδώ κι εκεί σκιές γύρω απ' τα ξερά φύλλα...

Διαμόρφωση
Γιώργος Πέππας

Βιβλιογραφία
Daniel Raffejeaud
Photos from Perros Y becadas ediuciones Ondiz
Rafael Vasquez

ΕΠΑΝΩ-UP