του Τάσου Δημόπουλου
Γεια σου, Τάσο.
Γεια σου κι εσένα, κυρ-Αντρέα.
Η φιγούρα του γέρου κυνηγού, με το επανιελάκι του να περιδιαβαίνει τα γραφικά δρομάκια και την παραλία του Ναυπλίου, ήταν σε όλους γνώριμη.
Για που είσαι αύριο, κυρ
Αντρέα;
Τρίπολη για μπεκάτσα.
Με ποιον θα πας;
Μόνος μου, δεν βρήκα παρέα.
Λάθος, έχει χιόνια, πολύ το
κρύο. Πάρε κάποιον μαζί σου.
Το δεύτερο εγκεφαλικό που
είχε περάσει ήταν πολύ σοβαρό. Παλιό κόκκαλο, γερό, αλλά τα κύτταρα ταλαιπωρημένα, αδυνατισμένα.
Ήταν ίσως απ' τους τυχερούς που τους καλεί η φύση όχι για μπεκατσοκάρτερο αλλά στα μπεκατσοτόπια, όχι με έναν ακριβοπληρωμένο κράχτη αλλά μ' ένα όμορφο καλοταϊσμένο επανιελάκι, να βρει το ί ένα έστω ορτύκι. Απ' αυτούς που έχουν την τύχη να παίζουν κρυφτούλι με τις μακρομύτες στο δάσος και όχι να προσπαθούν να κάνουν «νούμερα».
Και το έλεγε συνέχεια, κυρίως μετά το δεύτερο εγκεφαλικό, πως ευτυχία για κείνον θα ήταν να τον βρει το τέλος στο βουνό, στον κυνηγότοπο και όχι στο
κρεβάτι.
Εκείνο το πρωινό το πέτυχε...
Η ψυχή του φτερούγισε όπως η βελουδομάτα με τη φέρμα του επανιέλ του.
Θα πετάει στα αγαπημένα του μέρη και θα χαίρεται ίσως καλύτερα από εμάς, που δεν χαιρόμαστε τη βόλτα του κυνηγού αν δεν πάρουμε πουλιά.
Καλά κυνήγια εκεί που πας, κυρ-Αντρέα.
Για έναν κυνηγό που έφυγε από έναν κυνηγό που θα τον θυμάται.