Στο φόρτε του το κυνήγι της τζίκλας - Αντικατέστησε από τις πρώτες εξορμήσεις το κυνήγι λαγού - πέρδικας Η καλύτερη τζικλοχρονιά των τελευταίων 5-6 χρόνων θεωρείται η φετινή. Και τούτο γιατί, οι βροχοπτώσεις του Οκτώβρη σε συνδυασμό με τις χαμηλές θερμοκρασίες και τις συνεχείς βροχοπτώσεις του Δεκέμβρη, έχουν «κρατήσει» τον μεγαλύτερο αριθμό τζικλών, που άρχισαν να μας έρχονται από το τελευταίο δεκαήμερο του Οκτώβρη.
Η τζίκλα, πουλί κατ' εξοχήν του χειμώνα, μας έρχεται, ως γνωστό, από την Κεντρική Ευρώπη και επιστρέφει στους βιοτόπους της από τα μέσα του Μάρτη. Η αποδημία της συμπληρώνεται βασικά μέχρι τα μέσα του Απρίλη. Κάποια ξεμοναχιασμένα πουλιά μπορεί να τα συναντούμε σε ποταμούς και πρασινοχώραφα και τούτο γιατί, είτε για λόγους καλύτερης προετοιμασίας για το μακρινό ταξίδι της επιστροφής είτε γιατί τα ξεκομμένα αυτά πουλιά είναι πληγωμένα και αδυνατούν ν' αναχωρήσουν. Περιττόν να αναφέρουμε, ότι οι «ξεκομμένες» τζίκλες αλλά κι αυτές που προετοιμάζονται για την αποδημία (το Μάρτη) κάθε άλλο παρά εύγευστες είναι, εφόσον χάνουν το λίπος τους. Οι Κύπριοι κυνηγοί άρχισαν ν' ασχολούνται φέτος με το κυνήγι των τζικλών από την πρώτη κι όλας εξόρμηση. Τόσο την πρώτη Κυριακή (11 Νοεμβρίου) όσο και αυτές που ακολούθησαν, η πλειοψηφία των κυνηγών προτίμησαν την τζίκλα παρά τον λαγό και την πέρδικα. Κατά τις τελευταίες εξορμήσεις αρκετοί κυνηγοί επέστρεψαν με ικανοποιητικούς αριθμούς τζικλών. Στο μεταξύ, συνεχίζονται με σχετικά καλά αποτελέσματα και τα απογευματινά περάσματα στα κλασικά πόστα των ορεινών χωριών.
Οπως πληροφορούμαστε, τα μεγαλύτερα νούμερα στο κυνήγι των τζικλών γίνονται στον Ακάμα αλλά και σ' άλλες περιοχές, γνωστές για τα ελιοχώρια τους. Στον Ακάμα κατά τις πρώτες εξορμήσεις, πολλοί κυνηγοί κτύπησαν δεκάδες τζίκλες ο καθένας, ενώ σταδιακά άρχισαν να μετακινούνται. Βέβαια, οι τζίκλες που καταλήγουν στη ζώνη δεν φτάνουν σε αριθμούς τις παλιές-καλές εποχές. Κυμαίνονται, ωστόσο από 10 μέχρι 30 που, εν πάση περιπτώσει, υπό τις δοσμένες συνθήκες, και ανάλογα με την περιοχή που επιλέγεται, η σοδειά δεν θεωρείται φτωχή. Το δυστύχημα με τους περισσότερους κυνηγούς, αυτούς δηλαδή που επιμένουν στο κυνήγι του λαγού και της πέρδικας, είναι ότι, μέχρι ν' αποφασίσουν να το... ρίξουν στις τζίκλες, ο θαυμάσιος αυτός στόχος θα πάψει να υπάρχει. Ηδη, οι αριθμοί των τζικλών που υπάρχουν στα μεσορίνεια και στα διάφορα κλασικά ελιοχώρια έχουν μειωθεί αισθητά. Ενα απλό παράδειγμα είναι το ότι, στον Ακάμα για παράδειγμα και στην περιοχή της Οράς-Μελίνης, όπου κατά τις πρώτες δυο - τρεις εξορμήσεις ο κάθε κυνηγός κτυπούσε από 30 μέχρι 50 τζίκλες, τις τελευταίες εξορμήσεις οι αριθμοί μειώθηκαν στις 5 μέχρι 10 ίσως και λιγότερες. Ανάλογη μείωση παρατηρήθηκε και στα απογευματινά περάσματα.
Το κυνήγι των τζικλών θα συνεχιστεί και μετά την εκπνοή του επίσημου κυνηγίου, δηλαδή μετά τις 7 Ιανουαρίου, Κυριακή και Τετάρτη, μέχρι το τέλος του Μάρτη. Στο μεταξύ, να αναφέρουμε ότι η παρουσία των κοντζιηνότζικλων αναμένεται να γίνει αισθητή τις προσεχείς μέρες ενώ, σταδιακά, αναμένεται να κάνουν την εμφάνισή και οι «τρυγονότζικλες». Μια και αναφερόμαστε στα είδη αυτά, να πούμε ότι με την χιονόπτωση στην περιοχή Τροόδους- Κυπερούντας εμφανίζονται κατά σμήνη οι «τρυγονότζικλες». Την ίδια περίοδο αρχίζει και η αποδημία πολλών τζικλών από νοτιότερες περιοχές (Αφρική) με ενδιάμεσο σταθμό την Κύπρο προς την Κεντρική Ευρώπη. Μπεκάτσα: Το ξεχωριστό θήραμα Με την σπανιότητα που χαρακτηρίζει ήδη το ενδημικό θήραμα (λαγό και πέρδικα) πολλοί κυνηγοί και, ιδιαίτερα αυτοί που διαθέτουν σκυλιά φέρμας (Σέττερ, Πόιντερ ή Επανιέλ Μπρετόν) άρχισαν ήδη να ποντάρουν στη βελουδομάτα μπεκάτσα. Στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Κύπρο, υπάρχουν πολλοί μανιώδεις μπεκατσοκυνηγοί, οι οποίοι χρησιμοποιούν κυρίως σκυλιά Σέττερ και Επανιέλ αλλά και Πόιντερ. Σαν καλύτερα μπεκατσόσκυλλα θεωρούνται τα Σέττερ (όλα τα είδη) και σε δεύτερη μοίρα τα Επανιέλ.
Η κάθοδος της μπεκάτσας στην Κύπρο αρχίζει, ως γνωστό, από τις αρχές Νοεμβρίου και τελειώνει στο τέλος του Δεκέμβρη. Οι μπεκάτσες, όπως το ξανάπαμε, φτάνουν από την Κεντρική Ευρώπη και τις ψηλότερες περιοχές (Σιβηρία) και ξεχειμωνιάζουν στην Κύπρο. Με την πρώτη αλλαγή του καιρού επιστρέφουν στα γνωστά τους μέρη. Ερχονται συνήθως κατά μικρές ομάδες (των πέντε μέχρι δέκα) και φτάνουν από το κοντινότερο σημείο (τις νότιες ακτές της Τουρκίας) μ' ένα μόνο πέταγμα, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα ορτύκια. Οι τόποι που μαγνητίζουν τις μπεκάτσες κατά την αποδημία τους είναι συνήθως τα βόρεια παράλια και ιδιαίτερα τα σημεία, όπου υπάρχει έντονος φωτισμός. Υπάρχουν απειράριθμες μαρτυρίες από ανθρώπους που διαμένουν σε τέτοιες περιοχές, ότι συχνά ακούνε και βλέπουν τη νυχτιάτικη κάθοδό τους. Πολλά πουλιά κτυπάνε με τη σημασία της λέξης στα φωτισμένα σημεία και βρίσκουν ακαριαίο θάνατο. Στην Κύπρο οι πιο κλασικές περιοχές για την μπεκάτσα είναι η οροσειρά του Πενταδακτύλου (τα φωτισμένα δασοτόπια της Κλεπίνης) αλλά και η δασική περιοχή του Κορμακίτη, που συνορεύει με το γνωστό φάρο. Ο γράφων δεν θα ξεχάσει ένα περιστατικό στην περιοχή αυτή, όπου σ' ένα τετράγωνο δέκα στρεμμάτων κτύπησε 15 μπεκάτσες. Το περιστατικό συνέβη εντελώς τυχαία και μάλιστα χωρίς την χρήση σκύλου. Ενώ βρισκόμουν στην περιοχή του φάρου, πρόσεξα ένα εθνοφρουρό να βγαίνει από τα κάγκελα του στρατοπέδου και να κατευθύνεται προς το μέρος μου. Με πλησίασε και μου είπε: - Κύριε, εππέσαν πολλές μπεκάτσες εψές... Τες ακούσαμε που κτυπούσαν στα πεύκα. Δώσμου το όπλο σου να κάνω μιαν παγανιά. Κατ' αρχήν, δεν τον πίστεψα αλλά αυτός επέμενε. Τελικά υπέκυψα και του πρότεινα να κάνουμε μαζί ένα περίπατο και, αν κτυπήσω δύο μπεκάτσες, τότε να του δώσω το όπλο. Ετσι κι έγινε. Σε διάστημα δέκα λεπτών κτύπησα δύο μπεκάτσες και, υποχρεωτικά, του έδωσα το όπλο. Κτύπησε κι αυτός άλλες δύο και στη συνέχεια συνέχισα την παγανιά για να κτυπήσω άλλες έντεκα! Να αναφέρουμε, ότι η μπεκάτσα είναι επίσης πολύ καχύποπτη και ξέρει πως να προστατεύεται. Στη φέρμα του σκύλου δεν μένει πολλές φορές στάσιμη. Προσπαθεί να κοταρίζει, να περπατά δηλαδή σιγά-σιγά μέχρι να ξεφύγει. Τότε μόνο ξεπετάγεται όταν το σκυλί εφορμήσει κατά πάνω της. Οι πρώιμες μπεκάτσες- ανάλογα με τις διαπιστωμένες εμφανίσεις τους- δείχνουν να προτιμούν τα μεγάλα υψόμετρα τα οποία δεν αποφασίζουν να εγκαταλείψουν αν δεν εξαναγκαστούν. Ιδιαίτερα σε περίοδο ανομβρίας δύο πράγματα μπορούν να συμβούν: Μακρόχρονη παραμονή των μπεκατσών σε ορεινή δασώδη περιοχή με σχετική υγρασία ή μαζική μετατόπιση νοτιότερα και κυρίως σε περιοχές όπου μπορούν να βρουν την αγαπημένη τους τροφή, τα σκουλήκια. Εκείνο όμως που ενδεχόμενα θα εξαναγκάσει τις μπεκάτσες σε αλλαγή τόπου διαμονής, ακόμη και πισωγυρίσματα, είναι η εκτεταμένη βαρυχειμωνιά και οι παγετοί. Με φυσιολογικά καιρικά φαινόμενα τα πεύκα, οι ποταμοσιές, οι πυκνοί καλαμιώνες και τα υγρά πρασινοχώραφα είναι οι πιο κλασικοί τόποι διακίνησης της μπεκάτσας. Η μπεκάτσα είναι επίσης ιδιαίτερα ευαίσθητη στον άνεμο. Για παράδειγμα ο νοτιάς τις οδηγεί σε απροσπέλαστες ρεματιές, ενώ το ξεροβόρι τις οδηγεί στα πυκνά των πλαγιών. Στις μαζικές μετακινήσεις τους αποφεύγουν τους δυνατούς ανέμους και όταν συμβαίνει αυτό, να φυσούν δηλαδή δυνατοί αέρηδες, τα πουλιά δείχνουν ιδιαίτερα ανήσυχα και πολύ δύσκολα πλησιάζονται από το κυνηγόσκυλο. Καλύτερα περάσματα σημειώνονται συνήθως σε περιοχές όπου επικρατούν χαμηλές θερμοκρασίες και σε νύχτες με γεμισμένο φεγγάρι.
Οι μπεκάτσες είναι ίσως ο εκλεκτότερος μεζές για τους καλοφαγάδες και τα έντερά τους, όταν καθαριστούν (με σφίξιμο) αποτελούν θαυμάσια λιχουδιά. Οχι σπάνια (όπως λέγεται) στο στομάχι της μπεκάτσας, ιδιαίτερα αυτών που μας έρχονται από τη Σιβηρία, ανακαλύπτονται μικρά μαργαριτάρια. Κυνηγιούνται με σκάγια Νο 7 και 8 και ένα σκάι είναι αρκετό να τις προσγειώσει. Συνήθως μετά το ξέβγαλμά τους πετάνε για μια μικρή απόσταση (4-5 σκαλών) και ξανακάθονται. Το κυνήγι τους είναι σχετικά δύσκολο, γιατί οι μπεκάτσες μετά το ξεπέταγμά τους ακολουθούν ελικοειδή πορεία (ζικ-ζακ) για να πάρουν στη συνέχεια ευθεία πορεία. Γι' αυτό, από πλευράς κυνηγού χρειάζεται ιδιαίτερη ψυχραιμία και κύρια μέχρι που το πουλί πάρει την ευθεία πορεία Φάσσες: Ομαδικά περάσματα Μετά το λαγό και την πέρδικα, ο κατ' εξοχήν στόχος των κυνηγών είναι οπωσδήποτε η φάσσα. Παρόλον ότι η φάσσα κυνηγιέται με ειδική άδεια κατά την περίοδο του Αυγούστου, εντούτοις, πάρα πολλοί κυνηγοί προτιμούν να συνδυάζουν τη φάσσα με το ενδημικό θήραμα. Ετσι, δεν είναι καθόλου παράδοξο με την έναρξη της επίσημης περιόδου πολλοί κυνηγοί να μεταβαίνουν στα κλασικά περάσματα της φάσσας (κυρίως στην Πάφο) και δίπλα στο λαγό και την πέρδικα να κτυπούν και τη φάσσα.
Το κυνήγι της φάσσας κατά τη διάρκεια του επίσημου κυνηγίου (κυρίως στις πρώτες εξορμήσεις) είναι πιο άνετο και δεν παρατηρείται ο γνωστός συνωστισμός. Ετσι, εκεί που άλλοι κυνηγοί ασχολούνται αποκλειστικά με το λαγό και την πέρδικα, οι φασσοκυνηγοί μπορούν ανενόχλητοι να κτυπήσουν φάσσες, που συνήθως αυτή την εποχή κυκλοφορούν κατά πλάκες (ομαδικά), βγαίνοντας από το δάσος για το πρωινό λίμπισμα. Πολλοί κυνηγοί γνωρίζοντας αυτά τα δεδομένα μπορούν άνετα να κάνουν νούμερα (15 μέχρι 30 φάσσες) αν και εφόσον τις πετύχουν στην καλή τους. Αυτό συνέβη και φέτος, όπου γνωστοί μας κυνηγοί εξέδραμαν κατά την πρώτη εξόρμηση στα φασσοτόπια της Πάφου και δίπλα στο λαγό και την πέρδικα κατόρθωσαν να κτυπήσουν 15 μέχρι 25 φάσσες. Είπαμε και πιο μπροστά ότι οι φάσσες κυκλοφορούν αυτή την εποχή κατά ομάδες των 30 ή 40 και κάποτε χωρίς υπερβολή των 300 μέχρι 500. Η συμπεριφορά αυτή των φασσών κατά την περίοδο του χειμώνα είναι γνωστή στους περισσότερους κυνηγούς γι' αυτό και οι επιτυχίες είναι κάπως περιορισμένες. Σε αντίθεση με τα περάσματα κατά την περίοδο μετά την φωλεοποίηση (του Αυγούστου) οι κυνηγοί δεν έχουν στα χειμωνιάτικα περάσματα καλές ευκαιρίες να κτυπήσουν τις φάσσες κατά μονάδες. Μια - δυο ντουφεκιές στο μπουλούκι των 50 - 60 φασσών και τίποτε περισσότερο. Καλύτερες οπωσδήποτε ευκαιρίες έχουν οι φασσοκυνηγοί, που περιμένουν τις φάσσες στα λιμπίσματα. Κι εδώ, όμως, τα πράγματα φαίνονται εξαιρετικά δύσκολα, εφόσον με την πρώτη ντουφεκιά οι φάσσες απομακρύνονται για να μην εμφανιστούν ούτε μετά από μια...βδομάδα! Τα καλύτερα στέκια της φάσσας βρίσκονται ως γνωστό σε περιοχές που συνορεύουν με φράγματα και λιμπίσματα. Ο υπογράφων βρέθηκε πολλές φορές αντιμέτωπος με θαυμάσια περάσματα κατά την περίοδο του Νοεμβρίου (στη Συκόπετρα), όπου είχε την ευκαιρία να καταγράψει και το...ρεκόρ του (63 φάσσες). Βέβαια, οι ευκαιρίες αυτές ανάγονται σε άλλες εποχές (της δεκαετίας του 70-80), κάτι που ασφαλώς σήμερα, μοιάζουν με... παραμύθι και αποτελούν άπιαστα όνειρα. Οι συνήθειες των φασσών Η φάσσα είναι εξαιρετικά καχύποπτο πουλί και για να την πετύχει ο κυνηγός πρέπει να γνωρίζει πολλά πράγματα γύρω από την κάλυψη. Ενα παραμικρό κούνημα της κάννης του όπλου είναι αρκετό να σπρώξει τη φάσσα προς άλλες κατευθύνσεις και οπωσδήποτε εκτός βολής. Οι εμφανίσεις της στους διάφορους κυνηγότοπους εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις επικρατούσες καιρικές συνθήκες. Η φάσσα ζει σχεδόν σ' όλη την Ευρώπη και Δυτική Ασία και στη Βόρεια Αφρική. Συναντιέται σχεδόν σε όλη την ηπειρωτική Ελλάδα, όπου κυνηγιέται με φανατισμό, όπως ακριβώς και στην Κύπρο. Είναι είδος δασόβιο κατά το πλείστον και προτιμά πευκόφυτες περιοχές. Εκτός της περιόδου αναπαραγωγής σχηματίζει, όπως προαναφέραμε, μεγάλα κοπάδια και εμφανίζεται κοντά σε γεωργικές καλλιέργειες. Είναι είδος παμφάγο. Η τροφή της φάσσας είναι κυρίως φυτική (90-95%) και λιγότερο ζωική (5-10%). Είναι κυρίως είδος σποροφάγο και κυρίως τρέφεται με σπόρους και καρπούς, όπως αγριοφασόλες και βατόμουρα, φακές, σιταροπούλα, σκουλήκια και έντομα. Λόγω της σποροφαγίας της, όταν σχηματίζει μεγάλα κοπάδια είναι δυνατόν να προκαλέσει μεγάλες καταστροφές. Να αναφέρουμε, με την ευκαιρία, ότι στην Αγγλία θεωρείται επιβλαβές πτηνό και κυνηγιέται ολόχρονα. Σε αντίθεση με μας (και την Ε.Ε.) όπου προστατεύεται με ειδική νομοθεσία.
Η φάσσα μπορεί εύκολα να εξημερωθεί στο κλουβί. Είναι μονογαμική (όπως τα περιστέρια) και γεννά μέχρι δύο φορές το χρόνο, ανάλογα με τις συνθήκες. Η περίοδος αναπαραγωγής της φάσσας διαρκεί από τον Απρίλιο μέχρι τις αρχές Αυγούστου. Γεννά 2-3 αυγά τα οποία επωάζει για 16 μέχρι 17 μέρες. Τα μικρά εκκολάπτονται γυμνά και τυφλά μέχρι να γίνουν 8-10 ημερών. Η ανάθρεψη γίνεται και από τους δύο γονείς και τρέφονται στην περίοδο αυτή με μια παχύρρευστη ουσία που παράγεται στον πρόλοβο των γονιών. Εγκαταλείπουν τη φωλιά τους έπειτα από 3-4 εβδομάδες. Αν τα πάρουμε από τη φωλιά σε ηλικία 2-3 εβδομάδων, εξημερώνονται εύκολα. Ο υποφαινόμενος στη δεκαετία του 60-70 διατηρούσε σε κλουβί πέραν των 20 φασσών, οι οποίες, αφού βρήκαν ένα πρωινό την πόρτα ανοιχτή εξαφανίστηκαν, για να ξαναεπιστρέψουν ύστερα από δυο - τρεις μέρες, σχεδόν όλες. ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΛΑΓΟΥ: Αναζήτηση μετά τη βροχόπτωση Ο λαγός εξακολουθεί να παραμένει για τους Κύπριους κυνηγούς ο πρώτος στόχος, γι' αυτό και πολλοί προτιμούν να χάσουν το κυνήγι των τζικλών παρά να σταματήσουν το ψάξιμο για λαγό. Αυτό συμβαίνει τόσο στην Ελλάδα, όσο αλλά και σε πολλές χώρες της Ευρώπης όπου ο λαγός (δίπλα στον αγριόχοιρο) παραμένουν τα πιο προσφιλή θηράματα. Στην Κύπρο, σύμφωνα με τους μετριότερους υπολογισμούς κτυπιούνται γύρω στις 20 με 30 χιλιάδες λαγοί. Η αναζήτηση του λαγού είναι όντως κοπιώδης και απαιτεί «γερό νεύρο» και απεριόριστη υπομονή.
Πρώτα και κύρια πρέπει να τονιστεί ότι, το ψάξιμο του λαγού έχει οπωσδήποτε θετικά αποτελέσματα αν ο λαγοκυνηγός συνοδεύεται από λαγόσκυλα. Παρόλον τούτο, δεν είναι καθόλου απίθανο ένας πρωτάρης κυνηγός, χωρίς σκύλο και ανάλογη πείρα, να επιστρέψει με δύο και τρεις λαγούς, ενώ αντίθετα ένας έμπειρος λαγοκυνηγός που συνοδεύεται από τρία-τέσσερα λαγόσκυλα να επιστρέψει...παπαγάλος. - «Θα... κρεμάσω όπλο και σκυλιά...», άκουσα μόλις την περασμένη εξόρμηση ένα μέλος της κυνηγετικής μου συντροφιάς, που φαινόταν ιδιαίτερα απελπισμένος στο κυνήγι του λαγού.. «Είτε τα σκυλιά μας δεν αξίζουν, είτε δεν κάνουμε σωστές επιλογές στις περιοχές», πρόσθεσε... ότι «το κυνήγι του λαγού είναι κατ' αρχήν θέμα σκέτης τύχης...». Και, όντως, όσοι κυνηγοί δεν διαθέτουν έμπειρα λαγόσκυλα, τα οποία, από την στιγμή που παίρνουν τον ντορό του λαγού, παθιάζουν κυριολεχτικά μέχρι να τον ξετρυπώσουν, όλα τα άλλα σκυλιά, όσο έμπειρα και να είναι, πρέπει τουλάχιστον να φανούν τυχερά να πλησιάσουν τον λαγό κατά 3-4 μέτρα, έχοντας μάλιστα και βοηθητικό άνεμο για την όσφρηση. Διαφορετικά, ούτε το πιο έμπειρο σκυλί, είτε αυτό είναι Πόιντερ, είτε Επανιέλ μπορεί να κόψει τον λαγό στο γιατάκι. Από την άλλη, τί να σου κάνει το σκυλί, όσο έμπειρο και να είναι, αφού από την δεύτερη κι όλας εξόρμηση δεν υπάρχει ούτε ένας λαγός σε απόσταση χιλιομέτρου; Το ντορό της βροχόπτωσης Ιδιαίτερα χαρούμενοι φαίνονται οι λαγοκυνηγοί, όταν το βράδυ πριν την εξόρμηση πέσουν ελαφρές βροχές. Εκεί και όπου κινείται ο λαγός αφήνει έντονη μυρωδιά, την οποία εύκολα μπορεί να εντοπίσει το σκυλί. Ο λαγός φοβάται τις βροχές, όπως ο διάβολος το λιβάνι. Σπάνια κάνει γιατάκι στο ρυάκι, αμέσως μετά τις βροχές. Μπορεί ωστόσο, να βρούμε τον λαγό σε ποταμοσιά με πυκνή βλάστηση είτε κάτω από ξερόκλαδα, όταν και εφόσον, πριν από το κούρνιασμά του, δεν σημειώθηκαν βροχές. Αλλά και σ' αυτή την περίπτωση, ο πανέξυπνος «φκιακάς» εφόσον αντιληφθεί ότι θα τον παρασύρει το ρέμα, σηκώνεται και ξανακάνει γιατάκι στην πλαγιά του βουνού, είτε κάτω από ένα μαζί, είτε μπαίνοντας στη χοινιά. Σε περιόδους παγετού και έντονης ψύχρας ο λαγός προτιμά το «κατάλιακο» προφανώς για να στεγνώσει, είτε για να αποφύγει το έντονο κρύο. Ετσι, οι λαγοκυνηγοί γνωρίζουν εκ πείρας, ότι μετά τη βραδινή βροχή αναζητούν τον λαγό της πεδιάδας σε μικρά βουναλάγια, σε πετρερά και γενικά σε περιοχές όπου νιώθει ασφαλής από νερό και κρύο. Μετά την εντόπισή του από το σκύλο, ο κυνηγός πρέπει να διαθέτει απεριόριστη υπομονή και επιμονή στο ψάξιμο.
Δεν θα ξεχάσω για παράδειγμα μια περίπτωση, όπου έξι σκυλιά της παρέας αφού εντόπισαν τον λαγό, αγωνίζονταν να τον ξεβγάλουν σε μια περιοχή που δεν ξεπερνούσε σε έκταση το ένα...προστάθι. Αγωνίζονταν για...μισή ώρα χωρίς αποτέλεσμα. Στο τέλος δεν άντεξα και είπα στον «μάστρε Χαλλούμα». - Αν υπάρχει εδώ λαγός, εγώ να γίνω λαγός... - Υπάρχει, επέμενε ο Χαλλούμας... Και, πράγματι, μετά από μισή ώρα ψάξιμο (σπιθαμή προς σπιθαμή) ξεσηκώσαμε τον λαγό, που κρυβόταν κάτω από μια τετράγωνη πέτρα, εντελώς αθέατος, με μόνο «σημάδι» μια μικρή τρυπίτσα στην άκρη της. Το τι έγινε δεν περιγράφεται... Παρολίγο να παιχτούμε. Μας πρόλαβε όλους ο Χαλλούμας που...κάρφωσε στον αέρα τον λαγό, αλλά και τον περιβόητο Ρίχτερ (τώρα μακαρίτης) με δυο σκάγια στο σβέρκο. Λέγοντας τα πιο πάνω, επαναλαμβάνω ότι, εκεί και όπου τα σκυλιά παίρνουν μιαν οσμή, είτε αυτή είναι της πέρδικας είτε του λαγού (κάποιοι μπορούν να τις ξεχωρίζουν), οφείλουν να επιμένουν. Η βιασύνη να απομακρυνθούν δεν φέρνει συνήθως τα επιθυμητά αποτελέσματα. Όμως, θα τα ξαναπούμε.... Πόιντερ: Γεννημένος κυνηγός Ο σκύλος «Πόιντερ» (δείκτης) είναι οπωσδήποτε ένας τρυφερός και μεγαλόκαρδος σύντροφος για οποιονδήποτε μπορεί να σεβαστεί και να φροντίσει τον μεγάλο αυτό υποδειγματικό αθλητή, τον αποτελεσματικό κυνηγό και τον ανεκτίμητο φίλο.
Τα σκυλιά «πόιντερ» είναι ίσως τα πιο γνωστά στους Κυπρίους κυνηγούς και πολλοί είναι αυτοί που έχουν πολλές εμπειρίες για την εξαίρετη απόδοσή τους στο κυνήγι και γενικά στη συμπεριφορά τους. Ωστόσο, υπάρχουν και οι κυνηγοί που δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι με τα «πόιντερ» (ιδιαίτερα τα αρσενικά), τα οποία, σε αντίθεση με άλλες ράτσες σκυλιών, παρουσιάζονται ατίθασα και πριν καλά-καλά αρχίσουν να αποδίδουν στο κυνήγι (στην ηλικία των 2-3 χρόνων) αρχίζουν να παρουσιάζουν διάφορα προβλήματα, είτε ψυχολογικής φύσης, με κύριο χαρακτηριστικό την ανυπακοή. Δεν είναι καθόλου απίθανο, ένα πόιντερ των 2 χρόνων να εξαφανιστεί ένα βράδυ από το κλουβί του και να το επισκέπτεται μόνο κατά τα βράδια. Παρόλα, όμως, τα «κακά» του, το «πόιντερ» σαν κυνηγόσκυλο θεωρείται από τα σπάνια. Είναι σκύλος με ξεκάθαρη, λυγερή κοψιά, μυώδης και γενικά με κατασκευή γεμάτη νεύρο και δύναμη, με λίγα λόγια ένας σκύλος φτιαγμένος για ταχύτητα και για ολοήμερη αντοχή. Ο χαρακτήρας του πόιντερ προσαρμόζεται στη ζωή με άλλα σκυλιά και εκτός σπιτιού, αφού από τη φύση του θεωρείται χαρούμενο και παιγνιδιάρικο σκυλί. Είναι πάντοτε ζωηρό και αισιόδοξο, απολαμβάνει την παρέα των άλλων σκυλιών και δεν χρειάζεται τη συνεχή φροντίδα του ιδιοκτήτη του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να ευδοκιμήσει σαν παραπεταμένος «φτωχός συγγενής» στον κήπο ή την ταράτσα.
Το πόιντερ φανερώνει τα κυνηγετικά του ένστικτα όταν ακόμη είναι κουταβάκι και γρήγορα μπορεί κάποιος να διαπιστώσει την μελλοντική του απόδοση. Η παραστατική του τάση να «ποζάρει» εκφραστικά σε δραματικές και εντυπωσιακές στάσεις εξελίσσεται επίσης από νωρίς. Η κορμοστασιά του, το αριστοκρατικό περίγραμμα και το περήφανο παράστημά του συμπληρώνουν την εικόνα ενός σκύλου απαράμιλλα ελκυστικού, με την αισθητική αξία και συγκίνηση που προκαλεί ένα κλασικό άγαλμα σμιλεμένο από την έμπνευση κορυφαίου αρχαίου Ελληνα καλλιτέχνη. Ενας διάσημος κριτής σκύλων, ο Grassi, γράφει για τα «πόιντερ»: «Πρέπει να έχεις καρδιά όταν κρίνεις. Αισθάνεσαι συγκινημένος κάθε φορά που τελειώνει ένας αγώνας και αν ένα πόιντερ σε κάνει να καρδιοκτυπήσεις, μην έχεις καμιάν αμφιβολία: Είναι CΑCΙΤ». Αλλος κριτής, ο Ρastone λέει: Πρόκειται για ένα σκύλο αριστοκρατικό, ευγενή, τολμηρό, ορμητικό και με δυνατό καλπασμό. Ταχύτατος και ανθεκτικός, τέλεια μηχανή, σίγουρος για τα μέσα που διαθέτει, κυρίαρχος του ανέμου και του χώρου όπου κινείται. Δεν γνωρίζει τη λεπτομέρεια, κυνηγά με αλαζονεία, ποντάρει σταυρωτά σαν τα κτυπήματα του σπαθιού, φερμάρει απότομα. Οδηγεί σχιστά, διακεκομμένα. Σαν να παίζει ο γάτος με το ποντίκι...». Τέλος, ένας τρίτος κριτής, ο Colombo, παραδέχεται : «Υψιστη σύλληψη, πνευματική αρχιτεκτονική μορφή της ιδιοφυίας...».
Λγόμορφa
Τα μέλη της οικογένειας των λαγόμορφων διακρίνονται από το μεγάλο μέγεθος των αυτιών, τα μακριά πισινά πόδια και την κοντή ουρά. Τα μπροστινά πόδια φέρουν πέντε δάχτυλα, ενώ τα πίσω τέσσερα.
Οι κοπτήρες, τα δυο μπροστινά δόντια αυξάνουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους και καλύπτονται με αδαμαντίνη στην μπροστινή τους επιφάνεια. Για το λόγο αυτό η πίσω φθείρεται περισσότερο με αποτέλεσμα να αποκτούν λογή οξύληκτη προς τα μέσα επιφάνεια. Στα διάφορα μέρη του δέρματος έχουν οσμοτοποιούς αδένες, οι εκκρίσεις των οποίων χρησιμεύουν για τη σήμανση των ορίων της περιοχής που μετακινούνται (επικράτεια) καθώς και για την προσέλκυση των δυο φύλων την περίοδο της αναπαραγωγής. Είναι είδη φυτοφάγα, γι' αυτό και το έντερό τους είναι μακρύ.
Περιγραφή
Τα είδη της οικογένειας και κυρίως τα κουνέλια παρουσιάζουν το φαινόμενο της κοπρανοφαγίας με το οποίο εξασφαλίζουν τη μεγιστοποίηση της χρησιμοποίησης των θρεπτικών συστατικών της τροφής τους. Τα λαγόμορφα παράγουν δυο ειδών κόπρανα. Τα κανονικά και τα σκληρά είναι πλούσια σε βιταμίνες και πρωτεΐνες της ομάδας Β. Τα κόπρανα αυτά ξανακαταπίνονται από το ίδιο ζώο μετά την αποβολή τους.
Τα νεαρά καταπίνουν από ένστικτο μέρος των κοπράνων της μητέρας τους και στη συνέχεια όταν απολακτισθούν χρησιμοποιούν τα δικά τους. Αν τα νεογνά στερηθούν τα παραπάνω κόπρανα παθαίνουν σπασμούς και πεθαίνουν. Ενήλικα άτομα αν τα στερηθούν εμφανίζουν φαινόμενα αβιταμίνωσης όπως τριχόπτωση.
Ο λαγός (lepus euroaeus) είναι ένα από τα πιο περιζήτητα θηράματα από τους κυνηγούς μας και αποτελεί κατά κανόνα τον πρώτο στόχο για πολλούς.
Το μήκος του σώματός του είναι 55-60 c.m. και ύψος 22-30 c.m. και βάρος 3-6 κιλά. Το θηλυκό κατά κανόνα είναι βαρύτερο από το αρσενικό. Εχει σώμα μακρόστενο, κεφάλι ωοειδές και μεγάλα αυτιά τοποθετημένα λοξά στα πλάγια του κεφαλιού.
Τα αφτυά είναι όρθια, ευκίνητα και μακρύτερα από το μήκος του κεφαλιού. Τα πισινά πόδια είναι μεγαλύτερα σε σύγκριση με τα μπροστινά. Το σώμα καλύπτεται με τρίχωμα με δυο ειδών τρίχες, τις κοντές και μαλακές και τις σκληρές και μακρύτερες και αραιότερες. Γενικά, ο χρωματισμός του είναι γκριζοκάστανος με ανάμικτες μαύρες τρίχες στο πάνω μέρος της πλάτης και στα πλευρά. Τα αυτιά περιβάλλονται στο άκρο τους με μια στενή μαύρη λωρίδα.
Το κάτω μέρος του σώματος είναι λευκωπό. Το πάνω μέρος της ουράς είναι μαύρο και το κάτω λευκό. Το τρίχωμα αλλάζει δυο φορές το χρόνο, μια κατά το τέλος του καλοκαιριού ή στις αρχές του φθινοπώρου, οπότε αναπτύσσεται το πυκνό καστανωπό χειμερινό τρίχωμα με γκρίζα μπαλώματα, και μια στις αρχές της Ανοιξης και συνεχίζεται μέχρι τα μέσα Ιουνίου-Ιουλίου, οπότε αναπτύσσεται το κοντό αραιό, γκριζοκάστανο καλοκαιρινό τρίχωμα. Τα πέλματα των ποδιών έχουν μακρύ τρίχωμα.
Ο λαγός ζει σ' όλη την Ευρώπη (εκτός της Ν. Ιρλανδίας και της Β. Σκανδιναβίας) καθώς και στη Μ. Ασία, Αραβία και Αμερική. Εχει εισαχθεί στη Βόρεια Ιρλανδία, Νότια Σουηδία, Β. και Ν. Αμερική, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία. Λόγω της μεγάλης γεωγραφικής του εξάπλωσης διακρίνονται, κατά τόπους, διάφορες φυλές, οι οποίες παρουσιάζουν ορισμένες μορφολογικές διαφορές ως προς τη σωματική τους διάπλαση. Ετσι, ο λαγός της Κεντρικής Ευρώπης είναι μέσου μεγέθους και έχει μεγάλα αυτιά και μακρύ τρίχωμα, ενώ εκείνος της Βόρειας Ευρώπης είναι μεγαλύτερος, τα αυτιά του είναι μικρότερα και το τρίχωμά του πιο πυκνό και πιο μακρύ. Ο λαγός της Νότιας Ευρώπης είναι μικρότερος και το τρίχωμά του πιο μακρύ.
Ζει σε περιοχές με γεωγραφικές καλλιέργειες, σε αραιά δάση με πεύκα και φυλλοβόλα δέντρα, σε θαμνότοπους, καθώς και σε γυμνά βουνά με αραιή θαμνώδη βλάστηση. Αποφεύγει τις ψυχρές και υγρές περιοχές, τα κλειστά δάση καθώς επίσης και το υψόμετρο πάνω από 1.500 πόδια.
Τροφή
Ο λαγός είναι είδος φυτοφάγο και η τροφή του αποτελείται κυρίως από γρασίδι, δημητριακά, βλαστάρια και οφθαλμούς, σπόρους, βελανίδια και κάστανα. Σε περίπτωση έλλειψης τροφής, πράγμα που συμβαίνει στη διάρκεια χιονοπτώσεων, τρώει φλοιούς θάμνων και νεαρών δέντρων. Οι ημερήσιες ανάγκες του σε νερό είναι 150-20 c.m.3 και ικανοποιείται από την περιεχόμενη υγρασία της τροφής του. Νερό πίνει σε περιόδους ξηρασίας και κατά το θηλασμό των νεογνών.
Συνήθειες
Δεν είναι είδος κοινωνικό και εκτός της περιόδου της αναπαραγωγής ζει μοναχός. Είναι πιστός στην περιοχή της επικράτειάς του και αν για κάποιο λόγο διωχθεί από αυτή σύντομα επιστρέφει. Η ακτίνα δράσης των ημερήσιων μετακινήσεων με σκοπό την ικανοποίηση των απαραίτητων βιολογικών απαιτήσεων του είναι συνήθως γύρω στα 500 μέτρα. Σε δυσμενείς καιρικές συνθήκες
του χειμώνα ή σε περιπτώσεις μόνιμων ενοχλήσεων (περίοδος κυνηγίου) αναγκάζεται να εγκαταλείπει τη μόνιμη περιοχή επικράτειας, διανύοντας απόσταση μέχρι και 70 χιλιόμετρα. Κολυμπά καλά αλλά μόνο αν χρειαστεί λόγω κινδύνου.
Κινείται κυρίως το χάραμα, τις πρώτες πρωινές ώρες και το σούρουπο, ενώ όταν είναι πανσέληνος σε όλη τη διάρκεια της νύχτας. Την ημέρα παραμένει κρυμμένος στο γιατάκι του.
Συχνά κατά τη διάρκεια της ημέρας, όταν δεν ενοχλείται, λιάζεται ή κάνει αμμόλουτρα. Στις μετακινήσεις του χρησιμοποιεί συνήθως τα ίδια μονοπάτια τα οποία επισημαίνει με εκκρίματα των διαφόρων οσμοτοποιών αδένων και κυρίως αυτών που βρίσκονται στα μάγουλα του προσώπου του. Το έκκριμα των αδένων αυτών παράγεται τρίβοντας τα μπροστινά πόδια πάνω στα μάγουλα. Ετσι, τα πέλματα των ποδιών που δεν έχουν αδένες αποκτούν μια έντονη οσμή με τη βοήθεια της οποίας σημαδεύονται τα μονοπάτια κατά την κίνησή του και στη συνέχεια αυτά αναγνωρίζονται με τη βοήθεια της οξύτατης όσφρησής του. Ο κόσμος έχει παρεξηγήσει τη συνήθεια αυτή του λαγού να τρίβει τα μπροστινά πόδια του στα μάγουλα του για να πάρει οσμή νομίζοντας ότι πλένεται.
Είναι πολύ καλός δρομέας. Η ανομοιομορφία στην ανάπτυξη των ποδιών του ευνοεί το τρέξιμο σε ανηφορικές ή επίπεδες τοποθεσίες, ενώ το το δυσχεραίνει σημαντικά στις κατηφόρες. Μπορεί να αναπτύξει ταχύτητα για μικρές αποστάσεις μέχρι και 80 χλμ.
Προφυλάξεις
Κάνει το γιατάκι του στο χώμα, συνήθως κάτω από θάμνους, σε θέσεις με ελαφρύ κοινότητα αλλά ποτέ σε υπόγειες στοές. Συνήθως κατασκευάζει δυο ή περισσότερα γιατάκια, τα οποία χρησιμοποιεί ανάλογα με τους επικρατούντες ανέμους, έτσι ώστε ο άνεμος να είναι αντίθετος προς την κατεύθυνση της κίνησής του. Ποτέ δεν πηγαίνει κατ' ευθείαν στο γιατάκι, αλλά πριν από την είσοδό του σ' αυτό, εκτελεί ορισμένες παραπλανητικές κινήσεις διανύοντας μιαν απόσταση μακριά απ‹αυτό.
Στη συνέχεια γυρίζει προς τα πίσω εκτελώντας ορισμένα άλματα δεξιά και αριστερά και με ένα μεγάλο άλμα μήκους μπαίνει στο γιατάκι. Η δημιουργία των παραπλανητικών αυτών ιχνών γύρω από το γιατάκι του καθώς και τα δρομολόγια κίνησής του γίνονται ακόμη και από τα νεαρά άτομα, γεγονός που δείχνει ότι η συμπεριφορά αυτή είναι έμφυτη. Σπάνια εγκαταλείπει το γιατάκι του, εκτός των περιπτώσεων που ο κίνδυνος βρίσκεται πολύ κοντά του.
Αν ο κίνδυνος βρίσκεται σε απόσταση πάνω από ένα - δυο πόδια παραμένει τελείως ακίνητος. Η ακινησία του αυτή έχει ερμηνευθεί πολλές φορές σαν κατάσταση ύπνου και αυτό οδήγησε στην εσφαλμένη αντίληψη ότι κοιμάται με ανοιχτά μάτια. Σε περίπτωση κινδύνου παράγει οξείς ήχους χτυπώντας τα πισινά πόδια του στο έδαφος ή τρίβοντας τα δόντια του.
Παρόμοιοι ήχοι δημιουργούνται στη διάρκεια των καβγάδων, κατά την περίοδο της αναπαραγωγής, τη συνουσία και πριν από το θηλασμό των μικρών του. Ο λαγός είναι είδος πολυγαμικό. Η περίοδος της αναπαραγωγής διαρκεί από το Φεβρουάριο μέχρι το τέλος Αυγούστου. Η έναρξη της περιόδου αυτής εξαρτάται από τις κλιματικές συνθήκες.
Ο μεγαλύτερος αριθμός παρατηρείται στο μέσο της αναπαραγωγικής περιόδου και σε άτομα μέσης ηλικίας. Τα μικρά γεννιούνται με τα μάτια ανοιχτά, έχουν τρίχωμα και είναι ικανά να περπατήσουν λίγες ώρες μετά τη γέννησή τους.
Η περίοδος της εγκυμοσύνης διαρκεί 40 μέρες, τα μικρά όμως γεννιούνται κάθε 30 μέρες. Αυτό οφείλεται στο ότι η μητέρα του λαγού είναι δικέρατη ή δεσχεδής με αποτέλεσμα να μπορεί να κρατά δυο γέννες ταυτόχρονα, μια δηλαδή σε κάθε κέρας. Ετσι, 5-10 μέρες πριν από τη γέννηση έρχεται σε οργασμό και ζευγαρώνει ξανά. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η μήτρα να έχει στο ένα κέρας γονιμοποιημένα ωάρια και στο άλλο κέρας έμβρυα έτοιμα να γεννηθούν.
Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό σαν επίκνηση και δεν παρατηρείται σε κανένα άλλο θηλαστικό. Ο θηλασμός διαρκεί 4-5 εβδομάδες. Σε ηλικία 30 ημερών δηλαδή λίγες μέρες πριν από τη γέννηση των επομένων νεογνών, τα μικρά ανεξαρτητοποιούνται.
Σεξουαλικά ωριμάζουν μετά 7-8 μήνες, πράγμα που σημαίνει ότι άτομα που γεννήθηκαν στην αρχή της αναπαραγωγικής περιόδου (Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου) είναι ικανά να αναπαραχθούν στο τέλος της περιόδου αυτής (Αύγουστο). Ο λαγός ζει 7-8 χρόνια.
Αν και η διαφορά μεταξύ του αρσενικού και του θηλυκού λαγού εξωτερικά είναι μικρή, μπορούν να διακριθούν τα εξής γνωρίσματα:
Ο αρσενικός λαγός έχει κεφάλι στρογγυλότερο και χοντρύτερο, τα πόδια είναι μεγαλύτερα, τα αφτιά πιο κοντά, πλατύτερα και όρθια και η ουρά είναι πιο κοντή. Το θηλυκό έχει κεφάλι πιο μακρύ, με μουσάκια, αυτιά μικρότερα και κρεμαστά, νύχια λιγότερο ισχυρά και ουρά πιο μακριά.
Αισθήσεις
Από τις αισθήσεις του οι πιο ανεπτυγμένες είναι η ακοή και η όσφρηση. Οι τρίχες στο
μέτωπο και στο ρύγχος αυξάνουν το πεδίο δράσης της αφής, ιδιαίτερα τη νύχτα. Η όσφρησή του είναι περιορισμένη. Η πλάγια τοποθέτηση των ματιών του επιτρέπει μια ευρείας γωνίας πλάγια όραση αλλά του περιορίζει σημαντικά την μπροστινή. Λόγω του περιορισμένου οπτικού πεδίου δεν αντιλαμβάνεται την παρουσία του ανθρώπου ακόμη και σε μικρή απόσταση μπροστά του όταν είναι ακίνητος.
Ο αριθμός των εχθρών του είναι μεγάλος. Σ' αυτούς περιλαμβάνονται όλα τα σαρκοφάγα (αλεπού, αγριόγατος, κουνάβι, λύκος, νυφίτσα) και τα αρπακτικά πουλιά (γεράκια, αετοί, κουκουβάγιες κλπ).
Πληθυσμιακές εκρήξεις
Ο λαγός των βόρειων περιοχών της Ευρώπης εμφανίζει κάθε 9-10 χρόνια χαρακτηριστικές πληθυσμιακές εκρήξεις που ακολουθούνται από απότομες μειώσεις του πληθυσμού του. Τα αίτια των εκρήξεων αυτών, αν και δεν είναι απόλυτα γνωστά, πιστεύεται ότι οφείλονται στην τροφή, σε ορμονικές διαταραχές ή στις ηλιακές κηλίδες. Εκτός από τις κανονικές πληθυσμιακές αυτές εκρήξεις στα εύκρατα κλίματα εμφανίζονται συχνά ακανόνιστες αυξομειώσεις οι βασικοί παράγοντες των οποίων είναι η ποιότητα και η ποσότητα της τροφής. Η τροφή επιδρά ευμενώς ή δυσμενώς στην αναπαραγωγή ανάλογα με την περιεκτικότητα της σε ορμόνες. Σε περιόδους ξηρασίας η παραγωγή των ορμονών πέφτει και μειώνεται η αναπαραγωγή του λαγού. Επίσης, σε μεγάλη πυκνότητα του πληθυσμού δημιουργούνται ανταγωνισμός και κατάσταση «στρες» στα ζώα, εξασθένησή τους και προσβολή από ασθένειες των ζώων.
Δώστε σημασία στην προσκόπευση. Οι περισσότερες ντουφεκιές μας κάθονται αρκετά πίσω από τον στόχο
Εχει παρατηρηθεί ότι τις περισσότερες φορές ο κυνηγός χάνει τα διάφορα θηράματά του γιατί η ντουφεκιά του πάει, είτε χαμηλότερα είτε πολύ πιο πίσω από το στόχο. Τα ποσοστά με αυτά τα δεδομένα είναι ίσως 4 στις 5 ντουφεκιές, ενώ το ποσοστό να κτυπήσει η ντουφεκιά μας μπροστά από το πουλί είναι μια στις πέντε.
Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, ο κάθε κυνηγός που οι επιτυχίες του δεν είναι αυτές που αναμένει, το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει είναι να αλλάξει τρόπο σκόπευσης, να σημαδεύει δηλαδή και να τραβά τη σκανδάλη ένα μέχρι τρία μέτρα πιο μπροστά και οπωσδήποτε ψηλότερα από το στόχο.
Η θέση του σώματός μας, τη στιγμή που τραβάμε τη σκανδάλη έχει μεγάλη σημασία για την οποιαδήποτε επιτυχία μας. Βέβαια στο κανονικό κυνήγι (πέρδικας-λαγού) τα δεδομένα είναι εντελώς διαφορετικά, όπως και η στιγμιαία αντίδρασή μας. Στο κυνήγι όμως του καρτεριού, η στάση του σώματός μας παίζει σπουδαιότατο ρόλο. Η ξαφνική (νευρική) επώμιση συντελεί πολλές φορές στην αποτυχία της βολής μας. Μάλιστα, αν συμβεί να υπάρξουν δυο-τρεις συνεχόμενες αποτυχημένες βολές, επέρχεται εκνευρισμός, πιο συχνά ενισχύεται από την αδυναμία να αντιληφθούμε το λάθος της βολής. Το κατρακύλισμα είναι καταστροφικό για το κυνηγετικό ή σκοπευτικό εγωισμό κάποιου, όταν εμφανίζεται ως ο «ντουφεκάς» της παρέας χωρίς διάθεση εκμάθησης και επιμόρφωσης.
Για να αποφεύγουμε, λοιπόν, αυτές τις δυσάρεστες εξελίξεις που στο κυνήγι είναι ανώδυνες αφού κανείς δεν μας μας βλέπει, είναι να φροντίσουμε να συγκεντρωθούμε στα βασικά στοιχεία σκόπευσης, που όλοι πρέπει να εφαρμόζουμε αφήνοντας κατά μέρος εγωισμούς.
Στις λοξές βολές απομακρύνονται η συνηθέστερη μέθοδος που χρησιμοποιείται είναι η «swing through» και πιο σπάνια η «pull away».
Η απόσταση που συνήθως ντουφεκάμε ένα πουλί που ξεπετάγεται λοξά απομακρυνόμενο, με υπολογιζόμενο το αρχικό ξάφνιασμα που μπορεί να επιφέρει στον κυνηγό, δεν ξεπερνάει σε καμιά περίπτωση τα 20 μ. στην πρώτη ντουφεκιά και τα 30 στη δεύτερη. Συνήθως και στο σκοπευτήριο του Sporting σε αυτές τις αποστάσεις γίνονται οι βολές στους δίσκους με παρόμοια τροχιά. Βέβαια, στο Φιτάσκ οι αποστάσεις είναι μακρύτερες σε τέτοιες βολές, με περιπτώσεις που φτάνουν τα 40 μ.
Μπορούμε σε τέτοιας κατεύθυνσης βολές να εξασκηθούμε και σ' ένα σκοπευτήριο με σταν για Σκητ, από τους βατήρες 2 και 3 για βολές από αριστερά προς δεξιά, ενώ από τους βατήρες 5 και 6 για βολές από δεξιά προς αριστερά. Εκεί θα διαπιστώσουμε και το μέγεθος της προσκόπευσης που χρειάζεται και η οποία μεταβάλλεται αν κάθε φορά μετακινηθούμε 2-3 μ. πίσω από τον κανονικό βατήρα. Αμέσως, η δυσκολία της βολής αυξάνεται και χρειαζόμαστε συνήθως μεγαλύτερη σύσφιξη από αυτή που χρησιμοποιείται στο Σκητ.
Η επώμιση
Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στη σωστή επώμιση, η οποία είναι απαραίτητη για ένα θετικό αποτέλεσμα. Δεν πρέπει να είναι απότομη και με εκτίναξη του όπλου προς τα πάνω, γιατί το κοντάκι δεν θα κάτσει σωστά στον ώμο, ούτε στο ζυγωματικό κι έτσι το κυρίαρχο μάτι δεν θα είναι σε ευθεία με τη ρίγα μας. Χρειάζεται μια ήρεμη κίνηση,
σχεδόν νωχελική, που θα εξασφαλίσει μια άψογη επώμιση και που όμως θα συνοδεύεται με το ακαριαίο πάτημα της σκανδάλης, το οποίο και θα μας εξασφαλίσει τη γρήγορη βολή.
Είναι πολύ βασικό να κατανοήσει ο κυνηγός ή ο σκοπευτής ότι η γρήγορη βολή είναι αποτέλεσμα του άμεσου πατήματος της σκανδάλης και όχι της γρήγορης επώμισης με τα τινάγματα και με τον πανικό που τη συνοδεύει. Επίσης, χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή στην κίνηση των χεριών που κατευθύνουν το όπλο προς το στόχο μας. Στους λοξούς απομακρυσμένους στόχους και με ανοδική πορεία, είναι πρωταρχικό να κινηθεί το αριστερό χέρι πρώτο (για όσους επωμίζουν από δεξιά) για να βάλει τις κάνες έγκαιρα στην τροχιά του στόχου και όχι το δεξί. Αν συγκεντρωθούμε στην κίνηση του χεριού που κρατάει την «πάπια» (το μπροστινό ξύλο), θα δούμε αμέσως τη διαφορά.
Μην κτυπάτε τα σαχίνια
Ειδικά αυτή την περίοδο πετάνε δίπλα στις τζίκλες τα σαχίνια (διπλοσάχινα) με εκείνο το χαρακτηριστικό πέταγμά του (το τρεμουλιαστό στάσιμο στον αέρα) ή τις ξαφνικές εφόδους στο έδαφος και στα δέντρα.
Εκεί που παρατηρούμε ένα σαχίνι το πιθανότερο είναι να δούμε και το ταίρι του.
Δυστυχώς, πολλοί κυνηγοί παρόλη την διαφώτιση που γίνεται τα τελευταία χρόνια για την προστασία του απαγορευμένου αυτού ενδημικού μας πουλιού, δυστυχώς παρατηρούνται φαινόμενα ανυπακοής από κάποιους ασυνείδητους που με ελαφρά καρδιά υψώνουν την κάννη και τραβάνε τη σκανδάλη πάνω στα διπλοσάχινα.
Η πράξη αυτή από κάποιους «συναδέλφους» είναι πέρα για πέρα εγκληματική και δεν πρέπει να ανήκουν στο ισνάφι του κυνηγετικού κόσμου. Οπως δεν πρέπει να ανήκουν και κάποιοι «κρεατοφαγάδες», που δεν μπαίνουν στον κάπο να βοηθήσουν ένα συνάδελφό τους, να τον καθοδηγήσουν λόγου χάρη να βρει ένα χαμένο περδίκι ή ακόμη και μια τζίκλα. Συμβαίνουν, δυστυχώς, κι αυτά...
Το διπλοσάχινο είναι κατ' εξοχήν δασόβιο είδος και προτιμά τα δάση των κωνοφόρων. Στον τόπο μας φωλιάζει κυρίως πάνω σε πεύκα, κατασκευάζοντας 2-3 και σπανιότερα 5 μεγάλες φωλιές σε σχετικά μικρή απόσταση την μια από την άλλη και τις οποίες χρησιμοποιεί διαδοχικά από χρόνο σε χρόνο. Κτίζει με επιμέλεια και προσοχή τη φωλιά του, πάντοτε σε πυκνές συστάδες στα ψηλότερα και γηραιότερα δέντρα στα σημεία σύμφυσης των κλάδων με τον κορμό. Ο λόγος που προτιμά τις πυκνές συστάδες με ψηλά, ευθυτενή και χωρίς κλάδους πεύκα για κατοικία του, είναι κυρίως για κάλυψη της φωλιάς και ασφάλεια των νεοσσών του.
Γεννά τον Απρίλιο-Μάιο 3-4 γαλαζόασπρα αυγά τα οποία κλωσσά το θηλυκό για 35-38 μέρες. Τα μικρά περιβάλλονται με ιδιαίτερη αγάπη και στοργή από τους γονείς, μέχρι να εγκαταλείψουν τη φωλιά τους μετά από 40-43 μέρες.
Το μεγαλύτερο μέρος της τροφής του το αποτελούν οι ποντίκες. Ακόμη συμπληρώνει το διαιτολόγιο του με κίσσες, φάσσες, περιστέρια, τρυγόνια αλλά και με άλλα μικρότερα πουλιά, καθώς και με ερπετά.
Ποτέ του δεν καταδιώκει περισσότερη λεία απ' αυτήν που χρειάζεται για την καθημερινή του ανάγκη. Με τον τρόπο αυτό δρα επιλεκτικά στους ζωικούς πληθυσμούς απομακρύνοντας τα ασθενικά, γέρικα και γενετικά ανώμαλα άτομα, αποκλείοντας έτσι τη μετάδοση ασθενειών, βελτιώνοντας τη γενετική ευρωστία των πληθυσμών της λείας του και διατηρώντας γενικά ένα υγιές περιβάλλον.
Γνωρίζοντας, λοιπόν, τη χρησιμότητα της ύπαρξης και διατήρησης του σπάνιου αυτού πουλιού έχουμε στοιχειώδες καθήκον (σαν κυνηγοί) να το προστατεύσουμε με κάθε τρόπο. Οσοι από μας το κτυπούν απλά για να ικανοποιήσουν το ένστικτό του «ντουφεκά» διαπράττουν έγκλημα. Στο χέρι μας είναι να πάψουμε να είμαστε εγκληματίες ντουφεκάδες.
Επιμέλεια: Γ. Σπανός
|