Από το βιβλίο «ΤΑΞΙΔΙΑ ΕΛΛΑΔΑ»
Του Κώστα Ουράνη
Είμαι ένας από τις χιλιάδες κυνηγούς και μπορώ να πω μαζί με τον Ουγκώ ότι «κ' ένας ακόμα να 'μενε, αυτός θα ήμουν εγώ».
Γιατί δεν αγαπώ απλώς το κυνήγι:
έχω το πάθος του. Και το πάθος αυτό είναι τόσο περισσότερο δυνατό κι αποκλειστικό, όσο είναι όψιμο, με κατάλαβε άξαφνα κι απροσδόκητα «nell mezzo del cammino » του βίου μου... Δε λένε ότι τα όψιμα πάθη είναι τα πιο σφοδρά, τα πιο κυριαρχικά;
Ίσαμε πριν από μερικά χρόνια το κυνήγι ήταν ότι μ' ενδιέφερε λιγότερο σήμερα είναι ότι μ' ενδιαφέρει περισσότερο. Μ' απορρόφησε ολόκληρο.
Όπως η Περσεφόνη ζούσε το μισό χρόνο στον Άδη και τον άλλο μισό πάνω στη γη, έτσι κ' εγώ αισθάνομαι ότι ζω όσο κρατάει η κυνηγετική περίοδος και τον άλλο καιρό περιμένω, σ' ένα είδος νάρκης, τον ξαναερχομό της
Δεν κάνω πια παρά σχέδια κυνηγετικά. Τα όνειρα μου είναι κυνηγετικά:
να πάω στην Αφρική να σκοτώσω χοντρό κυνήγι ή στο Δέλτα του Δουνάβεως, που είναι η ζούγκλα των υδρόβιων πουλιών... Δε μετακινούμαι μέσα στην Ελλάδα παρά μόνο για να κυνηγήσω κ' είμαι πάντα πρόθυμος να κυνηγήσω οπουδήποτε, μ' οποιονδήποτε και για οσοδήποτε καιρό. .
Στο σπίτι μου περιστοιχίζομαι από καταλόγους όπλων και κυνηγετικών εξαρτημάτων, ανήκω σε κυνηγετικούς συλλόγους συχνάζω κατά προτίμηση κυνηγούς κι όπως οι μεγάλοι βιομηχανικοί οίκοι έχουν παντού αντιπροσωπείες έτσι κ' εγώ έχω σε διάφορα μέρη της Ελλάδας τους ανθρώπους μου, που με κρατάν ενήμερο των τοπικών περασμάτων των αποδημητικών πουλιών ή που με συνοδεύουν στο κυνήγι του ενδημικού θηράματος και που είναι για μένα ότι ήταν οι κομματάρχες για τους πολιτικούς μας.
Η ιματιοθήκη μου περιλαβαίνει πλήρεις αμφιέσεις για κάθε είδους κυνήγι:
κάμπου, βουνών και βάλτων, και για κάθε καιρό:
ζέστη, δροσιά, παγωνιά, βροχή. Τα συρτάρια μου είναι γεμάτα φυσίγγια για όλων των ειδών τα θηράματα, επιστημονικά γομωσμένα, για να 'χουν άρτια απόδοση με οποιαδήποτε καιρική συνθήκη..
Όταν απέκτησα ένα σκυλί που συνδυάζει τα τελειότερα φυσικά χαρίσματα με την τελειότερη εκγύμναση, χάρηκα περισσότερο παρά από οποιαδήποτε ερωτική μου κατάκτηση, κ' ένιωσα περισσότερη υπερηφάνεια όταν σκότωσα ένα αγριογούρουνο, παρ' όση για το ωραιότερο μου ποίημα...
Κι όλ' αυτά δεν είναι τίποτα. Στο κυνήγι, και χάριν του κυνηγιού, εκβιάζω τον εαυτό μου ν' αλλάζει τις πιο βασικές του ιδιότητες:
εγώ που απεχθάνομαι το περπάτημα, κάνω αγόγγυστα αν και με τη γλώσσα κρεμασμένη έξω τις επίπονες και πολύωρες πεζοπορίες που απαιτεί:
εγώ που έχω το φόβο των μικροβίων, έχω πιει νερά κ' έχω φάει πράματα πλέον υπόπτου καθαριότητας εγώ που αγαπώ τις ανέσεις μου, κλείνω τα μάτια σ' όλες τις ταλαιπωρίες του κυνηγιού:
στην αφόρητη ζέστη που μεταβάλλει τα σωθικά σε αναμένο καμίνι, στοτουρτούρισμα της πρωινής παγωνιάς, στην ακαθαρσία του σώματος, στα ζωύφια κι άνθεξα κάποτε να μείνω δέκα ολόκληρες μέρες, χειμώνα καιρό, σ' ένα βουνό της Μακεδονίας, μέσα σε μια εγκαταλειμένη αχυροκαλύβα τσοπάνηδων, περιστοιχισμένος από βρωμερούς χωρικούς, μετους οποίους συνέτρωγα από τα ίδια πιάτα, ακούοντας τα ποντίκια να τραγανίζουν τα τρόφιμα μας δέκα πόντους μακριά από το κεφάλι μου, κοιμώμενος στο χώμα και ασφυκτιώντας από τον πυκνό καπνό της πελώριας φωτιάς που
διατηρούσαμε αναμμένη, τη νύχτα, στο κέντρο της καλύβας κ' εν τούτοις ήμουν ευτυχισμένος.
Για την ικανοποίηση του πάθους μου, έχω γυρίσει, λίγο πολύ, όλη την Ελλάδα, μ' όλα τα μεταφορικά μέσα από το αεροπλάνο ίσαμε το μουλάρι και κυνήγησα όλων των ειδών τα θηράματα:
έχω περιέλθει τους γυμνούς μακεδόνικους κάμπους για πεδινές πέρδικες, έχω σκαρφαλώσει στα πετρώδη (και τι πετρώδη!) βουνά των Κυκλάδων για πετροπέρδικες ,έχω κάνει καρτέρι γι' αγριογούρουνα, το χειμώνα, μέσα στα δασώδη υψώματα του Καμπιρλί αγνάντια στο χιονισμένο Μπέλες, έχω τσαλαβουτήσει για μπεκατσίνια στους βάλτους της Ράχης, έχω αντικρύσει κοπάδια λύκων στο Γαλλικό ποταμό, πήγα για πάπιες από τη
Στυμφαλία ίσαμε τον Αξιό, εξεστράτευσα για μπεκάτσες έως τη Χαλκιδική, κυνήγησα νύχτα αγριοπερίστερα, μπαίνοντας στις θαλάσσιες σπηλιές τους με βάρκα και με πυροφάνι, βρέθηκα στα περάσματα των τρυγονιών στην Τήνο και στα περάσματα των ορτυκιών στη Μυτιλήνη και πήγα για λαγούς στην Ήπειρο...
Είμαι, όπως βλέπετε, ένας από τους πιο μανιώδεις Νεμρώδ της Ελλάδας. Είμαι κι από τους καλύτερους;
Κατά κανόνα οι κυνηγοί δεν ομολογούν ποτέ σκοπευτική αδεξιότητα. Άλλοι εξογκώνουν συστηματικά τον αριθμό των θηραμάτων που σκότωσαν σ' ένα τους κυνήγι, όπως οι γυναίκες ελαττώνουν τον αριθμό των ετών τους.
Αλλοι όταν τους ρωτούν τι σκότωσαν , απαντούν περίπου όπως ο Μαυροβούνιος του ανεκδότου , ο οποίος στην ερώτηση ¨
Πόσους κατοίκους είχε το Μαυροβούνιο απάντησε
εκατόν εικοσιπέντε εκατομμύρια μαζί με την Ρωσία .
δε σας λένε δηλαδή σκότωσα τρία ορτύκια ,αλλά , προχτές στο Σούνιο σκοτωσαμε τρείς άνθρωποι ογδόντα ορτύκια .
Αλλοι , αν γυρίσουν με άδειο το σάκκο τους στην κυνηγετική τους παρέα , είναι
γιατί τα φυσίγγια τους δεν ήταν καλά η γιατί δεν μπόρεσαν να βρούν μέσα στο θάμνο δύο πέρδικες που χτύπησαν , η γιατί :
«γιατί βρέθηκαν να 'χουν στην ασφάλεια το όπλο τους όταν τους παρουσιάσθηκε ένας λαγός» και άλλα παρόμοια. Πολλοί, τέλος, παρουσιάζουν στη γυναίκα τους, σα δικό τους, κυνήγι αγορασμένο τη στιγμή της επιστροφής από τους χωρικούς.
Εγώ ομολογώ με ειλικρίνεια ότι είμαι ένας πολύ μέτριος κυνηγός. Όταν βλέπω ένα λαγό ή ένα πουλί να πέφτει από τα σκάγια μου, αισθάνομαι τόση χαρά, όση και... έκπληξη. Και δεν έχω ακόμα αποβάλει εντελώς τη συνήθεια να κοιτάζω γύρω μου, για να βεβαιωθώ ότι είμαι μόνος κι ότι το θήραμα που έπεσε, δεν έπεσε από κανενός άλλου κυνηγού την τουφεκιά. Μολονότι έχω πάει παντού όπου βρίσκεται το περισσότερο θήραμα, ποτέ μου δε σκότωσα, σε μια μέρα, περισσότερους από δυο λαγούς ή από τέσσερες πέρδικες ή από έξι τρυγόνια ή από δέκα ορτύκια κ' ένας θεός ξέρει πόσα φυσίγγια έχω κάψει!
Εξακολουθώ όμως να κυνηγώ με την ίδια φιλοσοφική διάθεση, που ο Καντίντ του Βολταίρου καλλιεργούσε τον κήπο του, γιατί η χαρά κ' η συγκίνηση του κυνηγιού δεν περιορίζονται σε ό,τι κανείς σκοτώνει.
Όσοι δεν κυνηγούν, δεν ξέρουν κι ούτε μπορούν να διαισθανθούν πώς χτυπάει η καρδιά του κυνηγού, όταν το σκυλί του στέκεται σε μια «φέρμα» ή όταν σηκώνει το όπλο του σ' ένα κοπάδι πέρδικες, που πετιούνται, άξαφνα, από μπρος του μ' ένα πολυάριθμο και δυνατό θόρυβο φτερών, με πόσο συγκεντρωμένο και αμείωτο ενδιαφέρον πεζοπορεί ώρες ολόκληρες σ' αναζήτηση του θηράματος όσο κι αν αυτό τού παίζει, πολλές φoρρές, το παιχνίδι που έπαιξαν οι Ρώσοι στο Μέγα Ναπολέοντα κατά την προέλαση του ίσαμε τη Μόσχα , πόσο κατέχεται από την ελπίδα ότι, αν απέτυχε σ' αυτό το πουλί, θα πετύχει στο επόμενο που θα του παρουσιασθεί, τι γλυκό είναι το ψωμότυρο που τρώει κοντά σε μια πηγή «λαλέουσα» ύστερ' από ένα εξαντλητικό περπάτημα και πόσο πληρέστερα και βαθύτερα από κάθε άλλον άνθρωπο νιώθει και χαίρεται τη φύση, αυτός που διασχίζει κάμπους, ανεβοκατεβαίνει βουνά, σταματάει σε πανοπτικά σημεία των οριζόντων, μυρίζει το ζεστό άρωμα των θυμαριών το καλοκαίρι και το νοτισμένο άρωμα των δασών το χειμώνα, αφουγκράζεται όλους τους ψιθύρους κι όλους τους θορύβους του μεγάλου υπαίθρου, αντικρύζει ονειρώδη ξημερώματα από κορφές νησιών που δεσπόζουν πάνω στην ατέρμονη θάλασσα και βραδυάζεται κάτω από βαθείς έναστρους ουρανούς μέσα σ' ερημιές όπου κλαυθμηρίζει η κουκουβάγια , κρίζουν οι γρύλοι και θροίζουν μυστηριωδώς τα φυλλώματα.
'Ολ' αυτά βάζουν τον κυνηγό σε μία κατάσταση θείας ευφορίας . Οι πλόκαμοι της καθημερινής ζωής , μιζέριες , εναντιώσεις , φροντίδες , ανησυχίες , ξεσφίγγουν ολότελα την ψυχή του και το πνεύμα του , τα νεύρα του γαληνεύουν όπως κάτω από την επίδραση του όπιου και αποδίνεται στον ευατόν του τέτοιος που ήταν ο άνθρωπος στη χαραυγή του κόσμου – μονοκόμματος – αφρόντιδος – μόνος και ελεύθερος !
ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ
Οκτώβριος 2005