
H
μπεκάτσα είναι μεταξύ των πουλιών το προνομιούχο πουλί, όπως το μπαρμπούνι μεταξύ των ψαριών το προνομιούχο ψάρι. Βεβαίως, αν ήθελε να γράψει κανείς για το κυνήγι σε άλλους τόπους, στην τιμητική θέση θα τοποθετούσε το φασιανό. Αλλά τον αναγνώστη, αν μάλιστα είναι και κυνηγός, ενδιαφέρουν τα πραγματικά, τα υπαρκτά κυνήγια.
Ο φασιανός λοιπόν, στον τόπο μας σε άγρια μορφή συναντάται σπάνια από τους κυνηγούς.

Έχει μεταξύ των πουλιών, τη θέση που έχουν μεταξύ των τετράποδων θηραμάτων, τα ελάφια και τα πλατόνια. Όπως εκείνα λείπουν, έτσι και τα ωραία φτερά του φασιανού λάμπουν με την απουσία τους.
Η μπεκάτσα όμως είναι δώρο του Θεού και από τον Οκτώβριο έως τον Φεβρουάριο, συναντάται σε όλα τα μέρη της Ελλάδος και το κυνήγι της μπορούν να το απολαμβάνουν οι κυνηγοί, αρκεί να γνωρίζουν να την κυνηγούν και να τη σκοτώνουν.
Οι βιογράφοι της μπεκάτσας έχουν γράψει για τα προσόντα της και τις συνήθειες της, τα πλέον αντιφατικά πράγματα. Άλλοι π.χ. τη θέλουν σχεδόν στραβή και βεβαιώνουν, ότι τα μεγάλα, γουρλωτά, μαύρα μάτια της, μόλις που την προμηθεύουν λίγο φως, το ξημέρωμα, τη νύχτα και το σούρουπο, ενώ όλες τις άλλες ώρες της ημέρας βλέπει, όπως νομίζουν, σαν άνθρωπος που έχει αρκετά προχωρημένο καταρράκτη.
Οι Ισπανοί μάλιστα την ονομάζουν στραβόκοτα (gallina ciega). Άλλοι της αποδίδουν και την ημέρα και την νύχτα όραση τόσο δυνατή, που θα έκανε και το Λυγκέα να σκάσει από τη ζήλια του. Ότι το τελευταίο αυτό είναι η αλήθεια, δε θα βρεθεί κυνηγός που να μην είναι πρόθυμος να το βεβαιώσει με όρκο.
Γιατί οι κυνηγοί γνωρίζουν με τι δύναμη και με τι ορμή, μάλιστα κατά τα πρώτα περάσματα του φθινοπώρου, όπου έχει και τα δυσκολότερα χτυπήματα, σηκώνεται η μπεκάτσα, είτε στις δασωμένες πλαγιές, είτε μέσα στις ρεματιές, με ποια ευλυγισία και ευκαμψία στρέφει αριστερά ή δεξιά, ή ανεβάζει ψηλά το πέταγμα της και πως βρίσκει να περνά, σαν βέλος, στα θαμνωτά, πυκνά κλαριά, μέσα από το παραμικρότερο άνοιγμα που παρουσιάζουν. Βρήκε ποτέ κανένας κυνηγός μπεκάτσα να μπερδευτεί και να πιαστεί ή να χτυπήσει και να σκοτωθεί μέσα σ' αυτά τα δασωμένα μέρη ακόμα και αν είναι ανάμεσα παλιούρια και βάτα;
Πώς θα μπορούσε να τα κατορθώσει αυτά ένα πουλί που είναι μισόστραβο; Ούτε αποδεικνύει το αντίθετο, το ότι πέφτει και σκοτώνεται επάνω στα σύρματα του τηλέγραφου, γιατί αυτό συμβαίνει τη νύχτα όταν ταξιδεύει, όπου όλοι της αναγνωρίζουν ότι βλέπει θαυμάσια.
Αλλά αυτό γίνεται, διότι από τη στιγμή που δει το λεπτό σύρμα, δεν προλαβαίνει να τροποποιήσει την πορεία της με την αφάνταστη ταχύτητα που ταξιδεύει.
Και ένα άλλο ακόμη της αποδίδουν της μπεκάτσας. Ότι είναι πολύ χαζή. Οι ίδιοι φυσιοδίφες, που ανέφερα πιο πάνω, μαζί με τη στραβομάρα, της αποδίδουν και τον τίτλο του ηλίθιου πουλιού.
Οι κυνηγοί, λένε, βρίσκουν μεγάλη ευχαρίστηση σ' αυτό το διαβατάρικο πουλί και για το εξαιρετικό κρέας του και γιατί σκοτώνεται εύκολα!
Εξαιτίας της ηλιθιότητας του. Αλλά και ο Belon, ο αρχαιότερος Γάλλος φυσιοδίφης χαρακτηρίζει την άτυχη μπεκάτσα ένα "πάρα πολύ κουτό ζώο". Όπως βεβαιώνει μάλιστα ο Shaw, οι Αφρικανοί την ονομάζουν "Χαμάρ ελ Χατζέλ" που σημαίνει "ο γάιδαρος των περδίκων".
Σ' αυτούς όμως αντιτάσσονται οι συνήγοροι της ευφυίας της μπεκάτσας και με πολλή πειστικότητα απαιτούν από τη δικαιοσύνη των ανθρώπων τουλάχιστον των κυνηγών να αναγνωρίσουν ότι όσοι την ονομάζουν κουτό πουλί επιμένουν να τη συκοφαντούν.

"Εκ πρώτης όψεως", λέει ο διάσημος φυσιοδίφης Μπρεχμ, η μπεκάτσα φαίνεται σαν ένα πουλί κουτό. Μεγάλη πλάνη. Τα διανοητικά της προσόντα είναι πολύ ανεπτυγμένα. Είναι πολύ φρόνιμη και πολύ πονηρή. Γνωρίζει πολύ καλά, τι όπλο άμυνας είναι γι αυτήν το χρώμα των φτερών της, χρώμα χώματος και φλοιού δέντρου, και πως να το χρησιμοποιεί. Σύμφωνα λοιπόν με αυτό, διαλέγει τις θέσεις όπου θα είναι ασφαλής.
Μπεκάτσα μαζεμένη, ακίνητη μεταξύ ξερών φύλλων ή κολλητά στον φλοιό κορμού ή ρίζας δέντρου, είναι αόρατη και για το πιο γυμνασμένο μάτι.
Μένει σ' αυτή τη θέση ακινησίας, σαν πτώμα. Όταν καταδιώκεται αφήνει τον κυνηγό να πλησιάσει.
Σηκώνεται τότε ξαφνικά από το χώμα που κρύβεται, προς αντίθετη διεύθυνση, όποτε μπορεί. Χρησιμοποιεί στο πέταγμα της τα δέντρα και τους
θάμνους, πετώντας πίσω από αυτά. 'Όταν πάλι πλησιάζει να καθίσει, δίνει στην πορεία της μεγάλους κυματισμούς. Αφού καθίσει, απομακρύνεται όσο μπορεί, από εκεί όπου έπιασε, τρυπώνει βαθύτερα και παραπλανεί τον κυνηγό, ο οποίος την αναζητά εκεί όπου νομίζει ότι την είδε να κάθεται.
Η μπεκάτσα ονομαζόταν από τους αρχαίους σκολόπαξ και ασκαλώπας. Και τα δυο αυτά ονόματα σημαίνουν το ίδιο πουλί.
Ο Αριστοτέλης μεταχειρίζεται πότε το ένα και πότε το άλλο. Το επιστημονικό της όνομα είναι "Σκολόπαξ ο αγροδίαιτος" (Scolopax rusticola) και ανήκει στο γένος των μακρόραμφων.
Αλλά και το όνομα της το οφείλει εξ ολοκλήρου στη μύτη της, αφού σκάλωψ σημαίνει παλούκι. Και σήμερα σε μερικά μέρη την ονομάζουν ξυλόκοτα. Αλλά και γιαυτό το όνομα, πάλι ας έχει χάρη η μύτη της. Διότι τη μύτη της την χαρακτηρίζουν σαν ξύλο, όπως ονομάζουν ξύλα και τα κέρατα των ελαφιών και των ζαρκαδιών.
Πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτή η γνωστή μας μπεκάτσα, που παρουσιάζεται στη μέση και την μεσημβρινή Ευρώπη, από τον Οκτώβριο ως τον Φεβρουάριο, δεν είναι ενός είδους, αλλά δύο.
Τις μεγάλες μπεκάτσες τις θεωρούν ξεχωριστό είδος και τους δίνουν το όνομα "Μπεκάτσα η μεγαλύτερη" (Scolopax major). Δεν το πιστεύω, ούτε εγώ, ούτε οι καλύτεροι κυνηγοί του τόπου μας.
Είναι αλήθεια ότι στα πρώτα περάσματα του Οκτωβρίου και του Νοεμβρίου οι μπεκάτσες που μας έρχονται, είναι συνήθως πολύ μεγάλες και βαριές. Πολλές στο μάδημα έχουν τη ράχη άσπρη, από πάχος, σχεδόν σαν τα ταξιδιάρικα πουλιά του Αυγούστου.
Και μάλιστα στις Κυκλάδες και άλλα μέρη, τις λένε Σουλτάνες, γιατί απαιτούν, φαίνεται, από κάθε Σουλτάνα που έχει συνείδηση των υποχρεώσεων του αξιώματος της, να είναι μεγαλόσωμη και παχιά.
Αυτό όμως δε σημαίνει ότι αυτές οι Σουλτάνες είναι άλλο είδος από τις πλέον μικρόσωμες και αδύνατες μπεκάτσες, που πέφτουν αργότερα και μάλιστα με τη βαρυχειμωνιά, αφού οΰτε στο σχήμα, ούτε στα χρώματα παρουσιάζουν καμία διαφορά. Αλλά οι πρώτες είναι σε όλα τα περάσματα οι πρωτογεννημένες και εκτός απ' αυτό δεν τις βρήκε βαρυχειμωνιά.

Έρχονται καλοαναθρεμμένες και από κει όπου φωλιάζουν στα βόρεια και από τους σταθμούς όπου περνούν, ενώ εκείνες που περνούν αργοπορημένα, είναι οι τελευταίες γέννες, τα πιτσούνια ή γιαβριά και εκτός τούτου ταλαιπωρημένες και πεινασμένες από τη βαρυχειμωνιά.
Το που θα τη βρίσκει ο κυνηγός την μπεκάτσα, πως θα την κυνηγά και πως θα την τουφεκίζει, αυτό μας το μαθαίνουν οι συνήθειες της. Και αυτές τις συνήθειες, σχεδόν όλες, τις της επιβάλλει, σαν τύραννος, η μύτη της.
Η μύτη της απαιτεί γη μαλακή, υγρή, σκωληκοτρόφα, όπου να χώνεται όλη και να ψάχνει, με τη λεπτή μεμβράνη που την περιβάλλει και να καμακίζει και να αναρροφά τα σκουλήκια. Αυτή η ανάγκη κανονίζει τα ταξίδια της , αλλά και τις θέσεις όπου πρέπει να την αναζητά κανείς, κατά τις περιστάσεις.
Ούτε για το κρύο, ούτε για τη ζέστη πολυσκοτίζεται τόσο. Όποιος λοιπόν, με την ιδέα ότι η μπεκάτσα είναι πουλί του χειμώνα, την αναζητεί ή στα χιονισμένα ή σε μέρη που το κρύο έχει πετρώσει το υγρό χώμα, δεν ξέρει τη δουλειά του. Να την αναζητά και να την ψάχνει τότε, όπου η γη είναι υγρή, αχιόνιστη, απάνεμη, όχι παγωμένη και εν γένει υγρή.
Κάτω από τους φράχτες, στα ποτιστικά αυλάκια, στις καλαμιές των κήπων και μέσα στα λάχανα εάν του το επιτρέπουν, στους φράχτες από πυκνούς θάμνους και όταν το χιόνι είναι παντού, τότε στα βούρλα και στα αγκαθάκια του γιαλού.
Ως προς το χτύπημα, είναι και το πλέον δύσκολο πουλί και το πλέον εύκολο.
Πρώιμα, στις αρχές του φθινοπώρου, βρίσκεται στα δασωμένα μέρη, είτε πλαγιές είναι, είτε ρεματιές. Οι κυνηγοί των Αθηνών νομίζουν ότι προτιμά τα δάση των πεύκων, επειδή σ' αυτά τις βρίσκουν στο Τατόι, στο Μπογιάτι, στη Μαλακάσα. Αλλά η μπεκάτσα ως προς αυτό, δεν έχει καμία προτίμηση.
Την έχω κυνηγήσει σ' αυτή την εποχή και σε δάση από πυκνές βελανιδιές και σε δάση από οξιές. Τότε είναι τα δυσκολότερα χτυπήματα.
Είναι αυτό που στη γλώσσα του κυνηγιού λέγεται "να ρίχνει στη γραμμή της". Μήπως γνωρίζει , αν θα την ξανασηκώσει μέσα σ' αυτά τα πυκνά δάση; αν θα την ξαναδεί;
Ευκολότερα είναι τα χτυπήματα, όταν σηκώνει κανείς τη μπεκάτσα από πλαγιές ή κάμπους μόνο θαμνόφυτους, ας είναι και πυκνοί όπως κουμαριές, σχοίνα, παλιούρια κ.λ.π. Μπορεί και τότε να πετιέται γρήγορα και με ελιγμούς, αλλά πάντα ξέσκεπα και δίνει έτσι χρόνο στη σκόπευση.
Και τέλος, τα πλέον εύκολα χτυπήματα είναι της βαρυχειμωνιάς, όταν τη σηκώνει κανείς από μέσα από τα λάχανα των περιβολιών, από τους φράχτες, από τα σχοίνα, από την αραιή βλάστηση κοντά στις ακρογιαλιές.

Η μπεκάτσα βόσκει τη νύχτα. Όπου λοιπόν περιβόλια, ή άλλα μέρη υγρά γειτονεύουν με λόφους, δυο φορές την ημέρα η μπεκάτσα έχει οργανωμένο το εξής δρομολόγιο: Το σούρουπο από τις πλαγιές που είναι κρυμμένη την ημέρα, θα χυθεί στον κάμπο, όπου θα βοσκήσει τη νύχτα, το Δε ξημέρωμα χορτάτη θα ανέβει πάλη στις πλαγιές.
Εξαιτίας αυτών των δρομολογίων, εκτός του κυνηγιού της μπεκάτσας την ημέρα με το ψάξιμο των σκυλιών, είναι και το κυνήγι του καρτεριού, σε όσα μέρη το επιτρέπουν οι θέσεις, ξημερώματα και σουρούπωμα.
Τις κυνήγησα και εγώ σ' αυτό το καρτέρι, στο Σούλι του Μαραθώνα, όταν ανήκε στον συνταγματάρχη Αλέξανδρο Σούτσο.
Στεκόμασταν έξω από την έπαυλη προς αριστερά, όπου λίγο πιο κει είναι λόφοι. Το ξημέρωμα ανέβαιναν από τη βοσκή, φουσκωμένες, αρχοπεταχτές, σαν κουκουβάγιες, για να πάνε στις πλαγιές.
Ευκολότατο χτύπημα. Το βράδυ ξεχύνονταν σαν ρουκέτες, σαν διάττοντες, από τις πλαγιές, στον κήπο και στον κάμπο. Το δυσκολότερο χτύπημα, που μπορεί να γίνει σύμφωνα με μένα. Ισως έχω αυτή τη γνώμη, διότι δεν διστάζω να το ομολογήσω - δεν σκότωσα τότε, ούτε μία στο βραδινό καρτέρι. (Εκείνη την εποχή επιτρεπόταν το καρτέρι της).
Αυτό το κυνήγι του καρτεριού, μαθαίνω ότι γίνεται συστηματικά σε μερικά μέρη της Ακαρνανίας. Ακουσα ότι σε κάποια χωριά, όπου το επιτρέπουν οι θέσεις, γίνεται και από μπαλκόνια και από ταράτσες.
Αλλά το αληθινό, το τερπνό, το ενθουσιαστικό κυνήγι της μπεκάτσας είναι, όταν σηκώνεται από μπροστά σας με οργή και με φόβο, με εκείνο το δυνατό πλατάγιασμα, σαν να είναι η πολεμική της κραυγή και καμιά φορά με μια μονοσύλλαβη βρισιά, σαν να σας φτύνει με κάτι από το λαιμό της που την πνίγει και που τον ήχο της δεν μπορώ βέβαια να παραστήσω με γράμματα.
Πολλοί φυσιοδίφες βεβαιώνουν ότι η μπεκάτσα εξημερώνεται εύκολα, ότι μπορεί να ζει χειμώνα καλοκαίρι αυτόν τον τόπο, σε κλουβί, φτάνει μόνο να μην της λείπει το σκουλήκι.
Εν γένει θέλουν να την παριστάνουν σαν ανθρωπόφιλη και αναφέρουν πολλά συγκινητικά παραδείγματα, όπου η μπεκάτσα γυρίζει μέσα στο σπίτι και παίζει με τα παιδάκια και με τα γατιά ακόμη. Το περίεργο είναι, ότι και ο ίδιος ο Αριστοτέλης βεβαιώνει την ανθρωποφιλία της μπεκάτσας.
Οι κυνηγοί δεν είναι σε θέση να βεβαιώσουν αυτά τα ανθρωπόφιλα αισθήματα της μπεκάτσας, αφού η προς αυτήν στάση τους είναι η πλέον ακατάλληλη για να καλλιεργηθούν και να αναπτυχθούν αγαθές σχέσεις μεταξύ τους.
Εμμ. Στυλ. Λυκούδης
ΕΠΑΝΩ