Welcome in Greece
ΚΥΝΗΓΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ KΑΙ ΟΧΙ ΜΟΝΟ
Welcome in Greece
 Welcome in Hellas 
 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Πρός τιμήν του Ελευθέριος Μουζάκη 75 χρόνια κυνήγι !

ΣΜΥΡΝΗ – ΖΑΚΥΝΘΟΣ

Από το το βιβλίο του 75 χρόνια κυνήγι
Εκδόσεις Βεργίνα


 Ελευθέριος Μουζάκης 75 χρόνια κυνήγι ! Ο Ελευθέριος Μουζάκης γεννήθηκε στη Σμΰρνη την 25η Μαρτίου 1915.

Από έξι ετών έμαθε σκοποβολή με ένα μικρό φλομπεράκι.
Έφθασε πρόσφυγας στη Ζάκυνθο στο χωριό του πατέρα του «Γερακαριό».
Το Σεπτέμβριο του 1922 έριξε τις πρώτες ντουφεκιές με ένα παλιό «μπροστογεμί» σε λιανόπουλα.
Αυτό ήταν: Ερωτεύτηκε το κυνήγι!
Εργαζόταν σκληρά, μα ποτέ δεν παραμέλησε το κυνήγι.
Κυνήγησε παντού, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Από το 1922 μέχρι το 1997 που κυνηγά ακόμη, πέρασαν 75 ολόκληρα χρόνια!



Ελ. Δ. Μουζάκης

... Και όταν ξαποσταίνω σε κάποιο βράχο ή σε χαμόκλαδα,
κλείνω τα μάτια και περνούν σαν όνειρο τα κυνήγια της ζωής μου και πάντοτε καταλήγω:
Το κυνήγι είναι ωραίο παντού, αλλά πουθενά καλύτερο από τα κυνήγια στην Πατρίδα μας την ΕΛΛΑΔΑ.

Αθήνα, Ιανουάριος 1998

Παιδί ακόμη, έξι ετών, στη Σμύρνη, ο πατέρας μου μανιώδης κυνηγός, με μάθαινε σκοποβολή με ένα μικρό φλομπεράκι και θυμάμαι τον ενθουσιασμό μου όταν πέτυχα ένα χαρτόνι 70x100 εκατοστά με την πρώτη τουφεκιά, με τη βοήθεια του πατέρα μου που κράταγε το βάρος του όπλου. Σιγά-σιγά ξεθάρρεψα και χτύπαγα και μικρότερους στόχους σε χαρτόνι.

Έως το 1922, πριν γίνουμε πρόσφυγες, πηγαίναμε στις εξοχές και στην Καραντίνα όπου ο κουμπάρος μας είχε ένα μεγάλο μπαξέ. Εκεί χτύπαγα τριαντάφυλλα, τάχατες πως ήταν πουλιά!...

Όταν μετά την καταστροφή φτάσαμε στο χωριό μας, το Άνω Γερακαριό, δεν είχαμε την ευχέρεια για σκαγιομπάρουτα. Είχε ένα μονόκαννο, δυο μέτρα ο θείος μου και αγοράζαμε μπαρούτη δυο Κ (ΚΚ) ή τρία F (FFF) ή και χύμα Δημητσάνας που ήταν φτηνότερη και ένα κουάρτο της λίτρας σκάγια, με όλη μας τη φτώχεια. Ο πατέρας με διευκόλυνε να χτυπάω μιγοΰδικα, κρατώντας μου το βάρος του όπλου.

Γόμωση με τη χούφτα, μπαρούτη, το μπουτοΰνι (τάπα) από εφημερίδα, σκάγια, πάλι μπουτοΰνι, χτύπημα με τη βέργα και κατόπιν ένα χρυσό καψούλι στο καμινέτο για να δίνει φωτιά στη μπαρούτη. Το πρώτο ντουφέκι το 'ριξα σε ένα πουλί μιγοΰδικο, ένα κουφάϊδονο, ένα σκουφοΰδικο και δυο άλλα, σύνολο πέντε. Ο πατέρας μου αισθάνθηκε ευτυχής για τον κυνηγό, με ντουφέκι πλέον γιο του, ενώ εγώ με τα χέρια μου γεμάτα αίμα, πήγα στο σπίτι της θείας μου της Κατερίνας όπου μέναμε και στην τρομαγμένη ερώτηση της: «Γιατί τα χέρια σου έχουν αίματα», της έδειξα τα κυνήγια μου!

Γέλασε και με φίλησε, λέγοντας μου ότι θα γίνω καλύτερος κυνηγός από τον πατέρα μου. Αλλά η φτώχεια δε μου 'δινε τη δυνατότητα να ρίχνω ντουφεκιές και ήμουν πολΰ στενοχωρημένος. Γι' αυτό, πολλές φορές, όταν δεν είχα σκάγια, πήγαινα στις μαρόκες του Γιάννου, στο Ριζόκαστρο, όπου ήταν ένα από τα καλύτερα πόστα για τρυγόνια, τσίχλες, φάσες κ.λπ. και μάζευα ένα-ένα σκάγι από αυτά που πέφτανε, όταν βιαστικά γέμιζαν με τη χούφτα οι κυνηγοί τα ντουφέκια τους. Καμιά φορά έβαζα και ψιλά πετραδάκια, πιστεύοντας ότι κι αυτά μπορεί να κάνουν δουλειά.

Όταν πηγαίναμε σχολείο στο χωριό, στην Εκκλησία του Αγίου Νικολάου από κάτω, σχολνάγαμε το απόγευμα, 4 η ώρα. Η απόσταση για το σπίτι ήταν τρία τέταρτα με μία ώρα (στο Παληοχώρι που μέναμε) και έτρεχα του σκοτωμού στα κατηφορικά καλντερίμια κουβαλώντας και τραβώντας τον αδελφό μου Ανδρέα, που ήταν 5 χρονών και δεν μπορούσε να με ακολουθήσει στο τρέξιμο μου γιατί πολΰ συχνά έπεφτε κάτω.

«Τρέχα μη σκοτεινιάσει, για να ρίξω καμμιά τουφεκιά σε πουλάκια!» του έλεγα και επειδή φτάναμε συνήθως μισοσκόταδα (χειμώνας ήταν) έψαχνα τις ελιές για να βρω κανένα πουλάκι. Δεν είναι λίγες οι φορές, που έριχνα σε τοΰφες νομίζοντας πως είναι πουλί.

Όταν το 1923 φύγαμε από τη Ζάκυνθο για Πειραιά, όπου εγκατασταθήκαμε οριστικά πήραμε και το μονόκαννο μαζί μας. Δυστυχώς όμως δεν μπορούσα, να κυνηγήσω γιατί τόσο μικρός που ήμουν δεν ήταν σωστό να κρατώ όπλο. Μείναμε στις παράγκες στην Ανάσταση του Πειραιά, όπου οι γείτονες φίλοι μου πήγαιναν με ξόβεργες να κυνηγήσουν ωδικά πουλιά στο Αιγάλεω.

Έγινα 13 χρονών. Πούλαγα διάφορα εμπορεύματα, έβγαζα λεφτά και είχα τη δυνατότητα να αγοράζω σκαγιομπάρουτα, από το μαγαζί του Μπούσουλα στον Πειραιά, που πούλαγε φυσίγγια και στη Σμΰρνη ακόμη.

Όταν τις Κυριακές οι φίλοι πήγαιναν για καρδερίνες, φλώρια, σπίνους, φανέτα κ.λπ. εγώ έδενα στο πόδι μου ένα σπάγκο και τον κρέμαγα από το παράθυρο. Όταν μου τραβούσαν το σπάγκο, σηκωνόμουνα με ησυχία, μη με πάρει χαμπάρι ο πατέρας μου, και με διπλωμένο σε εφημερίδες το ντουφέκι, πήγαινα μαζί τους. Ξόβεργες αυτοί, ντουφέκι εγώ!

Πολλές φορές τα απογεύματα που γυρνάγαμε, πήγαινα στο βουνό στον Αϊ Γιώργη, που σήμερα είναι μια απέραντη συνοικία που λέγεται Ταμπούρια. Εκεί πήγαιναν τα ζευγαράκια ραντεβού και άθελα μου τα τρόμαζα με την ντουφέκια που έριχνα εκεί κοντά τους, σε κάποια σουσουράδα!!...

Πέρασαν πολλά και μίζερα χρόνια χωρίς ποτέ να εγκαταλείψω το κυνήγι. Αγόρασα καλά όπλα και άρχισα να κυνηγώ παντού. Δεν ξέχασα την αγαπημένη μου τότε Ζάκυνθο, που ξεκίνησα το κυνήγι με το μονόκαννο του... 1850. Έτσι έμοιαζε!...

Στο 1957 ήλθα με Φόλκς Βάγκεν και κυνήγησα στο Βασιλικό. Τότε υπήρχε ένα καΐκι, του Ζαμπάζα, που έκανε τη συγκοινωνία Κυλλήνη-Ζάκυνθος. Μετρήσαμε τις διαστάσεις του αυτοκινήτου και χώραγε ίσα-ίσα. Το αυτοκίνητο μπήκε στο καΐκι, πατώντας σε δυο μαδέρια. Το ίδιο έγινε και στη Ζάκυνθο. Ξεκίνησα με 3.000 φυσίγγια και τρία όπλα.

Ο ανιψιός μου Δίον. Γουσέτης μου βρήκε πόστο στο Βασιλικό. Με πήγε, μου 'δωσαν ένα κάθισμα, μια βίκα με νερό, μου έδωσαν τα όρια του κτήματος (ελαιώνας), που νοίκιασε και ήμουνα ευτυχής που θα κυνηγούσα στο Βασιλικό, που φημιζόταν για τα πολλά και μεγάλα περάσματα τρυγονιών.

Φύσαγε ένας δυνατός νοτιάς, ήταν 23 του Απρίλη, του Αγίου Γεωργίου, που πάντα παρουσιάζονταν τα μεγάλα περάσματα. Έκανα 7 πουλιά και έφυγα στις 2 μ.μ.

Την άλλη μέρα βρήκα να έχουν νοικιάσει μπροστά μου άλλα δυο πόστα. Έφυγα και πήγα σε ανεύρεση άλλου πόστου. Άρχισε μια βροχή, καταιγίδα επί μιάμιση ώρα και έτσι έμεινα στο αυτοκίνητο μου.

Τα τρυγόνια άρχισαν στις 1:30 μ.μ. να μπαίνουν στο Βασιλικό, ταξιδεύοντας μουσκεμένα πάνω από τη θάλασσα και μόλις πλησίαζαν την ξηρά ψηλώνανε και τράβαγαν, ατελείωτα κοπάδια, πάνω από τα πόστα της Ντορέτας (κορυφογραμμή). Εμείς χαμηλά δεν κάναμε τίποτα!

Ένας συμμαθητής μου από το 1922, που λεγόταν Μουζάκης του Μαρίνου, από το χωριό Γερακαριό, μου 'χε πει ότι:
«Όταν θα δεις τρυγόνια να μπαίνουν αργά με κακοκαιρία να θυμάσαι ότι αυτά μένουν, δε φεύγουν. Να έλθεις στο χωριό μας το επόμενο πρωί να σου δώσω το πόστο μου στα Καστέλια». Πήγα το απόγευμα για επιβεβαίωση, ότι θα έχω σίγουρα πόστο, αν θα πήγαινα. Το πρωί, νωρίς, πήγα στο χωριό από την πόλη που έμενα και μου δείχνει το πόστο μου στο ΰψωμα ενός λόφου πριν από την κορυφή (Καστέλια).

Αμέσως εγώ παίρνω σανίδια από ένα γκρεμισμένο σπίτι από το σεισμό του 1953, παίρνω τρία δέματα από βέργες, τα βάζω επάνω σε μια ελιά που ήταν στον όχτο και έτσι είχα ένα πρωτότυπο, αλλά ιδανικό πόστο. Έβλεπα τα πάντα από εκεί.

Άρχισα τις ντουφεκιές. Τα φυσίγγια ].Κ. 6 του Μπούσουλα ήταν δυνατά, έτσι υστέρα από μια ώρα ξεκολλάει λόγω υπερθέρμανσης η πάπια του . Άχρηστο!

Παίρνω το Βernadelli Roma Νο. 6 αλλά σε λίγο μου πέφτει από το δέντρο, ευτυχώς δε χτύπησε τους θαυμαστές μου που ήσαν κάτω από το δέντρο και χειροκροτούσαν συνεχώς. Χτυπά ο προφυλακτήρας της σκανδάλης στο δέντρο, στραβώνει, δε δουλεύουν οι σκανδάλες! Άχρηστο κι αυτό!!!.

Παίρνω την καραμπίνα Κ.6ππ秣οη 1100. Σε λίγο μου σπάει ο επικρου-στήρας! Πάει κι αυτό! Και τώρα τι γίνεται; Και τα πουλιά να περνάνε δυο-δυο, τρία-τρία, πέντε-πέντε συνεχώς.

Ο βοηθός μου είχε έναν αδελφό, που είχε ένα καινούργιο ισπανικό δίκαννο. Μου το έφερε από το σπίτι του και έριξα μερικές ντουφεκιές, οπότε σπάει κι αυτό στη χειρολαβή. Αναγκαστικά σταμάτησα αλλά και τα πουλιά κόψανε. Έκανα 66 τρυγόνια αχρηστεύοντας τέσσερα όπλα! Το ξανακούσατε αυτό; Τι γρουσουζιά ήταν αυτή; Ποιο στραβό μάτι με μάτιασε; σκεφτόμουνα. Πήγα στη χώρα και στην πιάτσα των ταξί, που ήταν τότε 3-4 σε όλο το νησί. Μου είπαν:

«Σήμερα, κΰριε Μουζάκη, έκανες 66 τρυγόνια!»
Μα είχαν ασύρματο; Πως διαδόθηκε στη χώρα 13 χλμ. από το χωριό χωρίς τηλέφωνα τότε και χωρίς άλλα μέσα επικοινωνίας; Είναι κι αυτό από τα παράξενα της Ζακύνθου.

Την Πρωτομαγιά του 1958 ήμουν πάλι στα Καστέλια και έκανα πόστο σε ένα πολΰ ψηλό πουρνάρι, βάζοντας σκάλα για να ανέβω. Ήταν μάλλον ακατάλληλο γιατί ξεχώριζε από μακριά και επιπλέον κοΰναγε, λόγω ύψους, σε κάθε μου κίνηση.

Ευτυχώς πουλιά δε φάνηκαν και ασχολήθηκα γράφοντας ένα ποίημα για την Πρωτομαγιά, επάνω σε κουτιά φυσιγγίων. Φεύγοντας πέρασα από το μπακάλικο του φίλου μου Μουζάκη του Μαρίνου και το καθαρόγραψα πάνω σε στρατσόχαρτο που τύλιγε ρέγκες. Δημοσιεύθηκε σε εκδιδόμενη τότε Ζακυνθινή εφημερίδα.

Εκείνο που δεν ξεχνώ ποτέ ήταν τα καλοκαιρινά συκοποΰλια. Όταν ήμουν παιδάκι καθόμουν κάτω από μία συκιά, των «Γυφταίων», που ήταν δέντρο κολοσσός με τα έξι μεγάλα αδελφωμένα κλαδιά της και σκέπαζε μια επιφάνεια πάνω από 100 τετρ. μέτρα! Εκεί, κάτω από αυτήν, βάσταγα καρτέρι στα συκοποΰλια και κάθε μέρα έκανα με το κολοκοτρωνέικο μονόκαννό μου 10-15 πουλάκια τετράπαχα, δηλαδή ένα τσουκάλι φαΐ με το χυλωμένο ρΰζι και ντοματοΰλα, που τα 'φτιαχνε η θεία μου η Κατερίνα.

Επίσης θυμάμαι νοσταλγικά, όταν σήμερα βλέπω ένα σπίνο - χαμοκελάιδι το λέγανε στη Ζάκυνθο - ότι όταν έβρεχε, καθόμουνα σπίτι και μέσα από το παράθυρο βάσταγα καρτέρι, πότε θα κάτσουνοι σπίνοι στην κορυφή της μυγδαλιάς, που ήταν κι αυτή τεράστια και στην κορυφή τελείωνε με τρία κλαριά σαν τρίαινα. Εκεί ερχόντουσαν οι σπίνοι. Δεν έριχνα ποτέ σε έναν αλλά περίμενα να έρθει δεύτερος και τρίτος, ώστε να πέσουν τουλάχιστον δυο πουλάκια. Τι χαρά που ενιώθα όταν το πετύχαινα αυτό!

Εκεί κοντά στης θείας μου ήταν ένας πετρώδης λόφος κοφτός, απότομος και στην κορυφή του είχε ένα πουρνάρι πυκνό, σε σχήμα βασιλικού. Έβλεπα ότι έπιανε πουλιά και κάθονταν πάνω για αρκετή ώρα. Εκεί καθόντουσαν αγριοπερίστερα και γεράκια. Αλλά η αδύναμη ντουφέκια μου ήταν αδύνατο να κόψει ένα πουλί, διότι ο κάθετος βράχος είχε ΰψος 20 μέτρα και χώρια το ύψος του δέντρου.

Σκέφτηκα να βάλω στο κέντρο της κορυφής του, ένα μεγάλο ξεράδι με διχάλα ανοιχτή, για να βλέπω από μακριά τα καθισμένα. Με δυσκολία ανέβηκα πάνω. Στο ανέβασμα κυπαρισσιών ήμουνα πολΰ γρήγορος. Έχω σπάσει τα σαγόνια μου από πτώση δυο φορές. Έβαλα το κλαρί, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω να στέκεται σωστά διχαλωτό. Βγάζω το λουρί μου και το δένω. Αλλά το αποτέλεσμα ήταν ότι από κάτω από το δέντρο δεν έβλεπα την κορυφή και έτσι πήγε χαμένη η προσπάθεια και το λουρί μου. Για να βγω σε ισόπεδο μέρος και να έχω ορατότητα έπρεπε να κάνω μεγάλη διαδρομή και βέβαια τα πουλιά δε θα με περίμεναν!

Ένα άλλο, άχαρο όμως, κυνήγι ήταν στο Κερί, πάνω στην κορυφή του βουνού.
Ο Σπΰρος Μπονίκος, που είχε το πρώτο ξενοδοχείο της Ζακύνθου,το «ΦΟΙΝΙΞ», μετά τους σεισμούς του 1953, μου είχε ενοικιάσει ένα πόστο. Ήρθε κι αυτός μαζί μου λίγο πιο πέρα. Φύσαγε δυνατά και ο αέρας κοΰναγε τα μπουκάλια από γεωργικά φάρμακα, που είχε κρεμάσει με σπάγκο σε 10 σειρές ο κάτοχος του μπροστά από μένα κυνηγητικού κτήματος που δεν βρήκε ενοικιαστή.

Τα μπουκάλια τα πολύχρωμα, μικρά και μεγάλα, κουνιόντουσαν συνεχώς κι έτσι τα λίγα πουλιά πέρναγαν από το πρανές (την πλαγιά), που ήταν αριστερά μου. Κατέβηκα όπως ήταν φυσικό στο πρανές 15-20 μέτρα αριστερά από το πόστο μου. Βάρεσα μερικά πουλιά και σε 20 λεπτά περίπου έρχεται μια παρέα πέντε κυνηγοί με τα ντουφέκια τους.

Να φύγεις από δω!
Γιατί;
Μας κόβεις τα πουλιά!
Φωνάζω τον Μπονίκο και τους λέει:
Μα το πόστο του κυρίου Μουζάκη περιλαμβάνει και το πρανές.
Δε μας ενδιαφέρει εμάς! Ή φεύγει ή θα τον σκοτώσουμε!
Βρε παιδιά, τον κύριο Μουζάκη θα σκοτώσετε;
Δε μας ενδιαφέρει ποιος είναι! Μας κόβει τα πουλιά!...
Μα το πόστο σας είναι 1.200-1.500 μέτρα από εδώ πίσω, από τον κύριο
Μουζάκη και χωρίς ενδιάμεσα ντουφέκια.
Δεν τα ακούμε αυτά! Εμείς είμαστε οκτώ φτωχοί άνθρωποι και πληρώσαμε 12.000 δρχ. Δώσαμε χίλιες πεντακόσιες δραχμές ο καθένας. Το κατά λαβες; Θα κυνηγήσουμε, λοιπόν, χωρίς να μας κόβει τα πουλιά αυτός!

Τα 'χασε ο Μπονίκος και του είπα ότι φεύγω από το Κερί και ο πατέρας μου που έκπληκτος τα άκουγε όλα αυτά συμπληρώνει:
- Και από τη Ζάκυνθο, Λευτέρη μου! Μην ξανακυνηγήσεις εδώ!...
Έφυγε και ο Μπονίκος στεναχωρημένος για την κατάντια των... χωρικών αυτών. Συζητάγαμε το θέμα για πολλή ώρα.
Ποια η διαφορά μεταξύ των ανθρώπων του χωρίου μας και των θερμόαιμων, άξεστων κυνηγών ενός άλλους χωρίου, που υποθέτω, βρισκόταν κάτω από το Κερί. Τους θεωρήσαμε όχι σωστούς και όχι Ζακυνθινούς, γιατί αυτοί λερώνουν με το φέρσιμο τους την έμφυτη φιλοξενία των Ζακυνθινών, που εμείς την ξέραμε από το 1922. Στο 1959(;) δε θυμάμαι ακριβώς, έφτασε η προτελευταία μέρα για το άνοιγμα των Απριλιάτικων τρυγονιών, για την 15 Απρίλη και η απόφαση από τον τότε Υπουργό Γεωργίας Φραγκίστα ήταν απορριπτική.

Διάφοροι φίλοι και πρόεδροι συλλόγων μου ζήτησαν την επέμβαση μου για να δοθεί η άδεια, γιατί ο Φραγκίστας ήταν ανένδοτος. Ισχυριζόταν ότι οι κυνηγοί ζητούν το κυνήγι για να έχουν την ευκαιρία να πηγαίνουν με τις φιλενάδες τους και ότι οι ιδιοκτήτες 2-3 μαγαζιών που πωλούν φυσίγγια, είναι αυτοί που επιμένουν να δοθεί η άδεια.

Ο ισχυρισμός του Υπουργού ήταν μάλλον γελοίος! Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να βγει κανείς με μια φιλενάδα του, αν θέλει;
Πήρα στο τηλέφωνο τον κ. Κόντα, που ήταν του ιδιαίτερου γραφείου Καραμανλή. Του είπα ότι οι ισχυρισμοί του Υπουργού είναι, κατ' επιείκειαν, αφελείς και ότι πρέπει οπωσδήποτε να πει στον Πρόεδρο να επιβάλει στον Υπουργό του να επιτρέψει το κυνήγι.

Μα και εσείς, κΰριε Μουζάκη, επιμένετε; Εμείς ξέρομε ότι οι δΰο-τρεις
καταστηματάρχες των ειδών κυνηγίου τα προκαλούν όλα αυτά για να πωλήσουν φυσίγγια.
Λάθος, κύριε Κόντα, του απαντώ. Πέστε στον κ. Πρόεδρο, ότι αυτό είναι επιθυμία διακαής των 125.000 Ελλήνων κυνηγών, τόσοι ήταν τότε, που είναι όλοι καλοί πολίτες και περιμένουν αυτή την εποχή να διασκεδάσουν λιγάκι. Έχουν κι αυτοί δικαιώματα στη ζωή, όχι μόνον καθήκοντα. Είναι οι καλύτεροι Έλληνες!
Περιμένετε πέντε λεπτά. Δέκα λεπτά πέρασαν με το ακουστικό στο χέρι, οπότε, αφού συνεννοήθηκε με τον Καραμανλή, μου λέει:
Εντάξει, κύριε Μουζάκη.
Του είπα «ευχαριστώ και παρακαλώ διαβιβάστε αμέσως την εντολή προς το Υπουργείο Γεωργίας, διότι αυτή πρέπει να κοινοποιηθεί εγκαίρως σε όλα τα Δασαρχεία».
- Εντάξει, μου λέει.

Φεΰγω από το γραφείο μου και πάω στο Υπουργείο Γεωργίας να δω τη συνέπεια του κ. Κόντα. Πράγματι είχε δοθεί αμέσως η εντολή. Ανεβαίνοντας εγώ τις σκάλες (οδός Φιλελλήλων, εκεί ήταν τότε το Υπουργείο) κατέβαινε ο Μιχαλάκης Μυριδάκης, βουλευτής Ζακύνθου, ο οποίος όλος χαρούμενος και γελαστός μου λέει:
Λευτεράκη, το πέτυχα! Θα επιτραπεί το κυνήγι!

Μπράβο!, του λέω, Μιχαλάκη μου! Τώρα γράψε και στην εφημερίδα τα σχετικά: Κατόπιν ενεργειών μου κ.λπ. επετράπη το κυνήγι των τρυγονιών κ.λπ. κ.λπ.!!...

ΕΠΑΝΩ