Δημήτριος Παππάς, συνταξιούχος δάσκαλος
Το καλοκαίρι του 1958 ήμαν στο χωριό μου, είχα απολυθεί από το στρατό και καρτέραγα το διορισμό μου (να πάω για δάσκαλος). Μέχρι να έρθει αυτός, ήμαν ένας κανονικός αγρότης και θυμήθηκα όλες τις δουλειές μας, αφού και ο πατέρας έλειπε, μάστορας στο Δερβένι και στ’ Ροδοδάφνη Αιγίου. Εκεί στ’ Λούτσα -στ’ Κουραμπά- είχε «μεράδι» απ’ τα πατρικά του, ο πατέρας, λόγγα, ως απάν’ στ’ ράχη στο Μάραθο.
Στα χρόνια της κατοχής τα έκαψαν για ρόγγια και έπειτα ξελάκωσαν τα ίσια και έβγαλαν χωράφια-βγαλτώματα, πεζούλια πολλά. Είχαμε καρυδιές,αχλαδιές,κερασιές,βυσινιές, συκιές, ως τα τώρα το 1985-90. Στη ραχούλα κατά τη Μελσσότρυπα έβαλε λίγο αμπελάκι, 150ρίζες και τρώγαμε κάνια ρώγα, εκεί που φυλάγαμε τα μανάρια.
Ώσπου να παντρευτούν οι κοπέλες, δηλ. οι αδερφές μου, ήταν αδύνατο να μη πάμε με τα λίγα πραματάκια μας στα «μακροχώραφα» (έτσι λέγαμε την περιοχή γιατί είχαμε ένα μακρύ χωράφι, μια λάκα 120 μέτρα). Αυτό γινόταν όλο το χρόνο – κάθε χρόνο, κάθε μέρα σχεδόν- απ’ το 1941-42, π’ θυμάμαι εγώ.
Το λοιπόν, ήταν Ιούνιος μήνας και πήγαμε με τα μανάρια (γιαγιά, αδερφές), όπως κάθε μέρα, αυτές να πάρουν το κλαρί ξύλα- από ένα καλό βάσταμα- κι εγώ να τους κάνω παρέα, να κόψω και δυό φούρκες για τα κλήματα κέδρινες.
Κατά το κολατσιό μπήκα στο αμπελάκι και το περιεργάζομαν, μόνος μου, άλλα με τα μάτια και άλλα με τα χέρια. Ετούτο έχει καλές βέργες, εκείνο καλές κρεμάδες, το άλλο ατροφικό ή κακοκλαδεμένο… Να μην τα πολυλογάου, πέρασα πέρα απ’ τ’ μέση και έφτασα στην κερασούλα τ’ ζαγορίσια, που άρχισαν να παρδαλαίνουν, να τα δοκιμάσου.
Μόλις ξεκάμσα στον όχτο, στον πάτου απ’ τ’ αχπάν του κουματσιέλ’ (του πεζούλι τ’ αμπέλι) ακούω έναν τσαλακατμό και ένα θόρυβο από φτερούγισμα απότομο. Ξαφνιάστηκα, ήταν απρόοπτο το γεγονός, ήμαν αφουσιωμένος στα αμπελουργικά. Σε χρόνο μηδέν κλάσμα δευτερολέπτου, πέταξε από μπροστά μ’ μια πέρδικα και πήγε 20-30 μέτρα απέναντι, μέσα στο λογγάκι και χάθηκε με πολύ άτσαλο φτερούγισμα, ενώ βλέπω, ταυτόχρονα, δεύτερη πέρδικα μπροστά στα πόδια μου να περπατάει. Ήταν κλωσσαριά με περδικόπλα, περπάταγε, αλλά πήγαινε σαν μεθυσμένη, σαν σκουτουργιασμένη, μάλλον σαν τραυματισμένη έμοιαζε.
Όλο έφευγε και ξεμάκρινε από μένα αλλά ούτε περπατούσε ούτε φλικάριζε, κούλτου κ’βάρ’ πήγαινε προς την άκρη, κατά το λόγγο. Εκ των υστέρων, αργότερα, έμαθα στις συζητήσεις που έκανα επί του θέματος ότι η …κυρά έκανε προσπάθεια να με παραπλανήσει, να με ξεγελάσει, να με τραβήξει προς το μέρος της για να δοθεί χρόνος στα περδικόπλα να τρυπώσουν. Πράγμα βέβαια που το πέτυχε, το κατάφερε όπως αποδείχτηκε. Πέρα αυτήν κι από κοντά εγώ να την πλησιάσω, να την πιάσω βγήκαμε στην άκρη, οπότε με ένα πέταγμα πήγε κοντά στο μέρος που είχε πετάξει και η πρώτη γρηγορότερα
Το πέταγμά της, όμως, συνοδέουνταν από ένα πολύ περίεργο λάλημα : τσακ- τσακ- τσάαακ… ακούστηκε, σαν κραυγή, σαν προσταγή, σαν μάλωμα αυστηρό… δυό-τρεις φορές, μέχρι να προσγειωθεί. Μηνύματα, μάλλον παραγγέλματα θα τα έλεγα προς τα… στρατιωτάκια της, όλα αυτά τα τσακ…τσακ…τσακ.
Φαντάζομαι πόσες μέρες να τους έκανε «μαθήματα» συναγερμού και ασκήσεις «επί χάρτου» για να είναι τόσο πειθαρχημένα. Ούτε στη σχολή Πυρ/κού στο Μ. Πεύκο με τα χίλια-δυό καψόνια, τα δεκανίκια της Μοίρας μας δεν τα κατάφεραν να μας εμπεδώσουν τόση ακρίβεια στην εκτέλεση των παραγγελμάτων τους!
Αυτά τα λέω διότι μόλις πέταξε αυτή, στράφηκα προς τα πίσω να ασχοληθώ με τα πουλάκια που ήταν μαζί της και βρέθηκα προ εκπλήξεως. Βλέπω δίπλα κα παραπέρα, εκεί μπροστά μου, να τα είναι ακίνητα, όπου βρέθηκε το καθένα και όπως βρέθηκε στη δεδομένη στιγμή. Άλλο στα χορταράκια, άλλο στη ρίζα στο κλίμα, άλλο ανάμεσα σε λιθαράκια-μπλάνες και τέτοια και κάποια που πρόλαβαν χώθηκαν στις κουτσουμπέλες, στα όχτια.
Το πότε πρόλαβαν και ακινητοποιήθηκαν με το λάλημα ένας θεός το ξέρει. Αυτό δείχνει την εκπαίδευση και τα μαθήματα συναγερμού που έκαμαν. Η περδικομάνα, όσο με έβλεπε να ψάχνω και να έρχομαι γύρα εκεί στη ραχούλα, τόσο τσίριζε-έκραζε-μάλωνε στη δική της γλώσσα βέβαια. Τσάαακ… τσακ… τσακ… άκουγες για μια στιγμή και αμέσως «σιγή ασύρματου» καμία κίνηση.
Ύστερα από 2-5 λεπτά και αφού συνήρθα κάπως από αυτό που αντίκρισα, ολομόναχος στη μέση στ’ αμπέλι, ώρα μεσημέρι, άρχισα να ψάχνω στον τόπο γύρω μου για να βρω κανένα περδικόπουλο, να το πιάσω. Έλα όμως που δεν έβλεπα κανένα.
Άλλα ήταν ανάσκελα, άλλα λουφασμένα με το κεφαλάκι τους χωμένο κάπου στο χώμα. Άλλα ήταν ξαπλωμένα με το ένα ποδαράκι τεντωμένο και το κεφαλάκι του κάτω απ’ τη φτερουγίτσα του. Μπορούσες κάποιο να το πατήσεις εκεί μπροστά σου και να μην το βλέπεις. Δεν κουνιόνταν, λες κι ήταν ψόφιο-νεκρό. Δεν ξέρω αν … ανάσαιναν καθόλου (εκείνη την ώρα του συναγερμού …με το τσάαακ… που ακούγονταν) ή κρατούσαν και την αναπνοή τους. Το απαγορευτικό πρόσταγμα το άκουγες κάθε φορά που εγώ μετακινούμαν κάπως. Τσάακ, τσάακ, τσάακ …
Ήταν πολύ συγκλονιστικές αυτές οι στιγμές. Έπιασα 3-4, πουπουλένια μπιμπελώ θα τα έλεγα και όχι πουλάκια. Ήταν σαν κλωσσόπουλα 2-3 ημερών. Νομίζω αυτά θα ήταν 10-12 ημερών και τα φτερά τους ήταν σαν βελούδο – από βαμβάκι, τόσο απαλά, σε διάφορα χρώματα. Σταχτοκίτρινα ήταν, κάπως, τα πιο πολλά. Η τσιμπιδούλα τους προς το κίτρινο, τα ποδαράκια τους… σπιρτόξυλα, τσακνάκια με κάτι νυχάκια τόσο δα, ίσια που διακρίνονταν. Τα ματάκια τους μικροσκοπικά, ανήσυχα, πετούσαν σπίθες και νόμιζες ότι σε ικέτευαν, σαν να χαμογελούσαν μαζί σου.
Δεν ήξεραν τι τα περιμένει. Ακόμη δεν πρόλαβαν να βγουν στον κόσμο, να γνωρίσουν την ζούγκλα. Άλλα σχέδια θα είχαν στο μυαλό τους! Πόσα να προλάβαινε και η μάνα τους να τους μάθει σε μια δυό βδομάδες; Πρώτα θα έπρεπε να τους μάθει το πώς θα προφυλάγονταν από τους πολλούς εχθρούς, αλεπούδες-γεράκια-σκύλους κ.λπ. Ύστερα θα είχαν καιρό για τη ζωή.
Όσο έψαχνα-ψαχάλευα κάτω στον τόπο με τα χέρια, αναποδογυρίζοντας χορτάρια και τσιόκαλα, όλο και κάποιο θα ξετρύπωνα. Δεν μπορεί κανείς να φανταστεί το πόσο εύστροφα κινούνταν και μου ξέφευγαν μέσα από τα χέρια μου. Το τσάακ-τσάακ πάλι. Αυτά που έπιανα τα έχωνα μέσα στον κόρφο μου, μέσα στο κοντομάνικο πουκάμισό μου και όλο αγωνίζομαν να πιάσω και κάποιο ακόμα. Συνολικά έπιασα 5. Δεν είχα τι να κάμω, πώς να τα κρατήσω για να πιάσω πιο πολλά.
Υπολόγισα ότι θα ήταν γύρω στα 15. Με τον κόρφο γεμάτο πήγα λίγο προς την κερασιά και δεν φαινόμουν από τη μεριά τους, να ξεκουραστώ κάπως, να ηρεμήσω. Τώρα το λάλημα της μάνας άλλαξε τόνο. Δεν μάλωνε, τιτίβιζε για λίγο και σιωπούσε. Στο χώρο απόλυτη ηρεμία, ούτε φύλλο δεν κουνιούνταν. Όλα ήταν σε αναμονή, μόλις όμως ξαναβγήκα στη ραχούλα, πάλι το «σύνθημα» του συναγερμού… πάλι το… τσάαακ….
Είπαμε αυτό δεν ήταν κελάηδημα, δεν ήταν γλυκόλαλη πέρδικα που το έλεγε (όπως τα λένε τα δημοτικά μας τραγούδια) αυτό ήταν … κλάμα, αναστεναγμός, σπαραγμός της μάνας που ένιωθε τα παιδιά της να πέφτουν στα χέρια φονιάδων. Έβλεπε, καταλάβαινε, ήξερε ότι άλλο μέσον, άλλο όπλο δεν έχει να αντισταθεί και προσπαθούσε με το ένστικτό της, με τη φωνή της να τα προστατέψει.
Η φωνή αυτή δεν ήταν παράπονο και μοιρολόι, ήταν οργή-κραυγή πόνου ενάντια στο πεπρωμένο, στο άδικο σύστημα του κόσμου της ζούγκλας που θέλει να επιβιώνει ο ισχυρός εις βάρος του αδύναμου.
Το μόνο όπλο που ο πλάστης της χάρισε, η ανάγκη της επιβίωσης, της έμαθε να είναι η πονηριά, η εξυπνάδα, η προφύλαξη, η φυγή. Το θορυβώδες πέταγμά της διαρκώς την προδίδει, όπως και το γλυκόλαλο κελάηδημα της. Την προστατεύει το γρήγορο πέταγμά της, η ποικιλόχρωμη φορεσιά της (που δεν φαίνεται εύκολα), αλλά και η πρόνοιά της να βάνει «σκοπιά» εκεί που βοσκάει κοπαδιαστά. Μία φυλάει οι άλλες βόσκουν. Εδώ τίποτε απ’ αυτά δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τώρα. Μόνο τη φωνή της.
Κάποια ώρα πέρασε απ’ το μυαλό μου η ιδέα να κρυφτώ στο λόγγο, αλλά να ελέγχω το χώρο. Πήγα από μεριά και κρύφτηκα. Έκατσα μέσα στα ρείκια και τις κουμαριές, για ώρα, ώσπου να κατακάτσει ο κουρνιαχτός, να ηρεμήσουν τα πράγματα, να φανεί ότι έφυγα. Σε λίγο δόθηκε από το παρατηρητήριο, απ’ όπου παρακολουθούνταν τα πάντα, άλλο σύνθημα.Ένα τιτίβισμα πιο αργόσυρτο, λίγο πιο σιγανό, απαλό, ένα …ζααακ … γικκκ… διακεκομμένο ανά 1-2 λεπτά. Στο γήπεδο καμία κίνηση, σιωπή και «αναμονή»…
Εγώ λουφασμένος, ακίνητος, και πήρε και η ζέστα, πάει 11 η ώρα. Δεν άργησε όμως να δοθεί «λήξη» του συναγερμού με άλλη σφυρίχτρα, άλλη λαλιά. Τώρα ήταν κάπως ήμερη, απαλή, γλυκιά φωνούλα και όχι αγριεμένη όπως τότε το… τσααακ… τσακ. Ένα τιπ… τιπ… ζικ… ζικ… άκουγες πέρα στις κουμαριές, που όσο πήγαινε ακούγονταν πιο συχνά τιπ τιπ τσιπ τσιπ ζικ ζικ ζακ. Τώρα ήταν να βλέπατε, γιατί ό,τι και να σας περιγράψει ο άλλος είναι πολύ λίγο, δεν αποδίδει την «εικόνα».
Ένα ένα εκείν’ οι τρισκαταραίοι, τα νιάνιαρα τ’ κέρατά, που ακόμα δε βγήκαν απ’ το τσιόφλο τους άρχισαν να … ξεμπουρδουκλώνονται, να αναποδογυρνάνε και να ξεπροβάλλουν, εκεί μπροστά στα μάτια μου, να περπατάνε πατσιαλά και τρικλίζοντας και να κατευθύνονται προς το μέρος που άκουγαν τη μάνα. Τιβ, τιβ, τιβ, τιπ, τιπ, τζικ, τσικκκ, εξακολουθούσε εκείνη από εκεί απέναντι να δίνει μηνύματα και αυτά όλο κα ξετρύπωναν ένα-ένα. Μέτραγα και χαμογέλαγα 1-3-7-9. Κοίταξα και ξανακοίταξα και έκανα το σταυρό μου, μονολογώντας.
Κοίτα λέω η μάνα φύση, δημιουργός και πλάστης, τι ευλογία-τι ευχή έδωσε στα πλάσματά της!. Αυτά μιας εβδομάδας, 10 ημερών ψυχούλες και να ξέρουν 2-3 «γλώσσες». Να γνωρίζουν το μη, το όχι, το κακό, τον κίνδυνο με ένα… τιτιριτί… τιτιριτιό, αλλά και την ασφάλεια, την ανησυχία, το «καλό», το ευχάριστο, με ένα ζικ, ζικ που λέει:
Ελάτε στην αγκαλιά μου ξεπεταρούδια μου, τη γλυτώσαμε και σήμερα, πάει… κατά διαόλου αυτός ο αγριάνθρωπος.
Τικ τικ τσικ τσικ, απαντούσαν και εκείνα, καθώς πεδικλώνονταν μέσα στα σουρόφλα και ανασκλώνταν, άλλο παρέδω κι άλλο παρέκεια, στην προσπάθειά τους να φτάσουν μια ώρα γληγορότερα κοντά της και να χωθούν κάτω απ’ τα φτερούγια της, στη ξεστή αγκαλιά της. Περπατώντας σιγά-σιγά πλησίαζε και εκείνη και ανταμώθηκαν εκεί στην άκρη στο χωράφι, απόξου από το αμπέλι, που το είχαμε σπαρμένο καλαμπόκι.
Εκεί μέτρησα από όσο μπορούσα να βλέπω- καμιά 12ριά! Βγήκαν στο ξέφωτο όσα άντεξαν, ύστερα απ’ την πρώτη δοκιμασία, το πρώτο «βάπτισμα του πυρός», που ήταν με πραγματικά πυρά και όχι άσφαιρα. Είμαι βέβαιος ότι η μανούλα τα μέτρησε με το μάτι, ένα ένα, καθώς έδωναν το «παρόν» και τους έδινε και τα συγχαρητήριά της , που πέρασαν με καλό «βαθμό» στον πόλεμο με τον «εχθρό».
«Τη γλύτωσες» !!! μπράβο σου, έτσι σε θέλω… θα έλεγε στον καθένα!
Δυστυχώς -έλεγα αργότερα, που τα σκέπτομαν όλα αυτά- αυτός ο «εχθρός», ο άνθρωπος-εχθρός έτυχε να είμαι εγώ. Εγώ έγινα η αιτία να μπούνε νωρίς-νωρίς στο παιχνίδι της ζωής, στον πόλεμο για να ζήσουν. Θα ακολουθούσε «το παιχνίδι» με την αλεπού, το γεράκι, το σκύλο κ.λ.π-κ.λ.π.
Καθώς γίνονταν αυτά, τα… εορταστικά ανταμώματα και τα ανακοινωθέντα με τις σχετικές συστάσεις κ.λ.π. δοκίμασα κι εγώ να ξεβγώ λιγάκι στο ξέφωτο, να πάρω μια «φωτογραφία» απ’ την τελετή! Διότι εκεί γίνονταν… χαμός καθώς ετοιμάζονταν να χωθούν πέρα στα καλαμπόκια και να χαθούν.
Με το που παρουσιάστηκε η αφεντιά μου, εκεί στα 15 μέτρα ακούστηκε ξανά το… τσαακ… τσακ… τσακ… και μάλιστα πιο έντονο , και τα περδικόπουλα ως δια μαγείας εξαφανίστηκαν από προσώπου γης. Σκορπίστηκαν σε χρόνο μηδέν. Εξαφανίστηκαν αυτά, έφυγα κι εγώ, τελείωσε η… παράσταση. Πήρα τους «αιχμαλώτους» στον κόρφο μου και δρόμο για το σπίτι μας.
Η αδελφή μου φώναζε να φύγουμε, πέρασε η ώρα, τα μανάρια τα έπιασε η ζέστα. Με τις ψυχούλες στον κόρφο μου να με … γαργαλάνε καθώς γουργούλαγαν, γύριζα στο σπίτι μου, ώρα μεσημέρι. Τα βάλαμε σε ένα κλουβάκι, αλλά δυστυχώς ήταν πολύ μικρά, δεν έτρωγαν, δεν ξέραμε και τι και πώς να τα ταΐσουμε και δε γλύτωσε κανένα. «Αι πιδάκι μ’ τα φόνεψες αυτά», μου είπε η βάβου μου καθώς έβλεπε να το τραβάω μεγάλο σεκλέτι για τα πουλάκια, που ένα-ένα ψόφαγαν στα χέρια μου.
«Δεν ζουν αυτά, δεν κάνουν στο κλουβί, θέλουν τ’ μανούλα τσ’, θέλουν πέρα στου λόγγου… Ακου για να ξέρ’ς. Εγώ, τότε που ήμαν σαν εσένα, τότε που πάμαν στα πράματα, βρήκα μια φωλιά, μια περδικοφουλιά με αυγά. Ία πήρα στην ποδιά μου και τα βάλαμαν στην κλώσσου και βγήκαν και καμιά δεκαριά περδικόπ’λα. Τα ταϊζαμαν μαζί με τις κότες μας, δηλ. με τα κλωσσοπούλια και μεγάλωναν κανονικά, έγιναν σαν κοσφόπουλα, πήραν χρωματάκια τα φτερούγια τους. Μια μέρα ακούστηκαν από πέρα, από τη Σταριά, στα χωράφια του Κατσάνου πέρδικες να λαλούν τσάκ… τσακ… τσικ… τσιπ… τσιπ… Εκεί που βόσκαγαν του απουγευματάκι, την ώρα που κάθονταν ου ήλιους.
Κι ακούς ικεί τα βλουημένα , τα κερατέγκια, μόλις άκουσαν τα’ φωνούλα απ’ το σόι τους, άκουσαν τη γλώσσα τη μανούλα τους, ένα φρρ… φρρ… πέταξαν και πήγαν να ανταμώσουν με τσ’ πέρδικες.
Τα χάσαμαν μπρουστά στα μάτια μας, όσο να πεις … τρία. Σα νάταν συνοημένα. Δεν μας είπαν ούτε ένα «ευχαριστώ» που τόσες μέρες τα ταϊζαμαν και τα ποτίζαμαν. Τα’ ακούς ; Τ’ ακούω να λες. Έτσ’ τάχει αυτά ου μιγαλοδύναμους», είπε χαμογελώντας η γιαγιά Γιαννούλα -Θεσ’ σχωρέστ- τότε το καλοκαίρι του 1958.
Το λοιπόν… έμεινα με τα όνειρα και τα σχέδιά μου, για το πώς θα τα μεγαλώσω και με το τι θα γίνονταν τα περδικόπ’λα μου, άμα εγώ θα διορίζομαν και θα έφευγα, θα πήγαινα για άλλα… «περδικόπουλα».
Τώρα; Τι γίνεται τώρα ύστερα, από πενήντα περίπου χρόνια, από τότε; Τα μεν μακροχώραφα έγιναν χέρσα και λόγγος περίπου με βάτια και μετζούνες και το αμπέλι μας… παλιάμπελο! Οι πέρδικες εξαφανίστηκαν από τα τόπια μας, ούτε για δείγμα δεν υπάρχει, δεν ακούς περδικολαλιά, δεν βρίσκεις περδικοκοτσιλιά μέρες να γυρνάς σε όλη την περιοχή και όχι μονάχα στα μακροχώραφα και στη Λούτσα. Άλλες τις φαρμάκωσαν τα γεωργικά φάρμακα, που ασυλλόγιστα-ανεύθυνα χρησιμοποίησαν οι χωριανοί και άλλες τις… φόνεψαν των κυνηγών τα… πολυβόλα.
Φυσικά την ίδια τύχη είχαν και πολλά άλλα πουλιά του τόπου μας, όπως τα σκοφαγάδια, η κωλοσούσα, τα κουκάλογα, ο μπούφος, οι τσαλαπετεινοί, οι γλιγλήνες κ.λ.π. κ.λ.π. Βλέπετε στα ουράνια τώρα πετάνε άλλα «χρήσιμα», σύγχρονα «πουλιά», με σιδερένια «φτερά» όπως έλεγε… προφήτευε ο Πατρο-Κοσμάς , που αντί για αυγά στα σπλάχνα τους, έχουν κουβαλάνε κάτι… «αυγάρες» 300 και 500 κιλά, «δώρα» για του «απείθαρχους λαούς», όπως για τους Σέρβους π.χ. τους γείτονές μας.
Και τώρα ακόμα, κάποτε-κάποτε, έρχονται στο νου μου αναμνήσεις του γεγονότος εκείνου και με… γαργαλάνε, όπως τα νυχοπόδαρα τότε που τα είχα στον κόρφο μου.
Τα χρόνια πέρασαν αλλά τα περδικολαλήματα, τα… ζακ… ζακ, ζικ… ζικ, τσακ… τσακ, όλο και γυροφέρνουν, όλο και με… ζιακατάν σαν κάτι να τους χρωστάω, πότε στον ύπνο μου και πότε στον ξύπνο μου.
Λέτε να είμαι ένοχος;
Να είμαι τάχα … φονιάς! για τις αθώες ζωούλες που αφαίρεσα χωρίς να το καλοσκεφτώ. Έτσι για γούστο, επάνω στον ενθουσιασμό και στις χαρές μου.
Να έχω τάχα αμαρτία; Να ισχύει εδώ το «αμαρτία εξομολογημένη… ουκ εστί», που λένε και τα βιβλία;
Ποιος μπορεί να μου απαντήσει να ησυχάσω και να μη βλέπω στον ύπνο μου τα περδικολαλήματα στο Αμπελάκι μας;
Αναδημοσίευση από Δασαρχείο
ΠΗΓH: «Τζουμερκιώτικα Χρονικά»
Φωτογραφίες : www.gpeppas.gr