Welcome in Greece Welcome in Greece

 


ΑρχικήInitial ΠίσωNews

O αδάμαστος Γκιαούρ Αντάς ...


Αγγελος Ποιμενίδης (από τα «Κυνηγετικά Νέα»

Αν η ατέλειά μου, συνάδελφε, στη ζωή της, που κοντεύει κιόλας στο ξέφτι της, δεν έχει να παρουσιάση πολλά πράγματα, έχει ένα σημείο να παινευτεί, έστω κι’ αυτό με κάποια συγκατάβαση... Εβγαλα στο προσκήνιο, από τις σελίδες του περιοδικού μας κοντεύουν τα δέκα χρόνια τον απροσαγόρευτο και άγνωστο στις λεπτομέρειες του θηραματικού του πλούτου, Γκιαούρ Αντά.

Απέραντος λιμνότοπος και βαλτότοπος, πνίχτης θαλασσινός και ποτάμιος, άξενος, πονηρός, φειδότοπος, κουνοπότοπος, ψαρότοπος. Ζούγκλα μοναδική της πατρίδας μας, προνομιακός όμως τόπος και καθέδρα των υδροβίων παντός γένους χειμώνα καλοκαίρι.

Τον έψαλα με το παραπάνω, καταστρατηγώντας την υπομονή σου, κεντρίζοντας τους ευσεβείς και απραγματοποίητους πόθους σου. Τον μπούκωσα με προρίμια και επίλογους και τον φούσκωσα όσο άλλο δε χωρεί. Βαθύτερη σκέψη μου δεν ήταν να γίνω ο Ομηρός του, ούτε και σένα να καταστήσω Οδυσσέα του, (γιατί τέτοιος γίνεσαι, θέλεις δεν θέλεις, αν τολμήσεις τη δοκιμή) παρά να σου βάλω την ανησυχία και να σκεφθείς ότι πρέπει κάτι να γίνει, να κινηθείς και να κινήσεις άλλους, για να μη μένει ανεκμετάλλευτο το θήραμά του.

Φυσικά, ενδημικό θήραμα υπολογίσιμο, δεν υπάρχει γενικώς. Σημειώνεται κάπου κάτι, μόνο για να μας κρατεί τους δόλιους στα όπλα και για να μας κάμνει «πόλεμο των νεύρων». Μόνο ο Γκιαούρ - Αντάς είναι παράδεισος υδροβίων για να ικανοποιήσει εκατοντάδες κυνηγών. Αλλά τι τα θες; Είναι απλησίαστος σε όλη του την απεραντωσύνη. Θα κυνηγήσεις τα κράσπεδά του, είτε παραλιακά από το γιαλό της θάλασσας, είτε από τα πλημμυρισμένα έξω από τον δυτικό βραχίονα του Εβρου και τις λίμνες του Αλή - Γκιόλ Ντράνα - χωράφια και βαλτότοπους.

Το υδρόβιο πουλί όμως δεν είναι πέρδικα και λαγός. Ούτε φαλαρίδα και παπί του Δίστου και της Στυμφαλίας, που θα αναταράξει μια πλεούμενη φελούκα και θα τα φέρει στα τουφέκια. Το υδρόβιο του Αντά είναι μεν όγκος και συρφετός, όμως καλά ωργανωμένος και υπέροχα ταμπουρωμένος πίσω από γραμμές Μαζινώ και λυβικές ερημοτοπιές.

Τρεις τουφεκιές μπορούν να ξεσηκώσουν μυριάδες πουλιών, που μαύριζαν με τα φτερά τους τη λίμνη, και να τ’ απομακρύνουν σε ασφαλέστατα καταφύγια, τρία, πέντε και δέκα χιλιόμετρα μακρυά από τα ανυπόμονα βροντάρια. Και εκεί που θα παν, βοσκή έχουν και δεν το κουνούν και σε χλευάζουν εξοργιστικά. Ετσι όμως σου λυώνουν εκείνα την ψυχή σου στο καρτέρι σου, ενώ το κρύο σου πετρώνει το κορμί.

Αυτός είναι ο λόγος που οι ειδικοί για τα υδρόβια κυνηγοί, του Γκιαούρ Αντά και με μόνιμες καλύβες και στέκια, που τα συγυρνούν μήνες εκεί βουτημένοι στη λάσπη και στην κάπνα, δεν καταφέρνουν τίποτε με τα τερτίπια των γκιουμέδων - καρτεριών - και κραχτών. Ο,τι κάμνουν, το καταφέρνουν με την υπομονή και εγκαρτέρησι. Αυτή πάλι, δεν είναι νηστεία και μετάνοια, που θα προκαλέσει τον οίκτο και τον έλεον των πουλιών, αλλά φακιρική υπομονή ώσπου να ευδοκήσουν τα καιρικά ν’ αλλάξουν για να ανησυχήσουν τα πουλιά και να μετακινηθούν.

Στην αναμπουμπούλα αυτή γίνονται τα νούμερα. Κατόπι πάλι ακολουθεί η ίδια προσμονή και εγκαρτέρηση. Αυτό όμως δεν είναι δουλειά, όπως πολλές φορές το είπα κι’ εδώ το συνόψισα. Το ενδημικό θήραμα χάθηκε. Στέρεψαν όλα τα κεφαλάρια κι’ οι βρυσούλες. Ο Γκιαούραντας που είναι πολύυδρη λίμνη, θα μείνει ανεκμετάλλευτη; Μια χούφτα νερό για να βρέχουμε τα διψασμένα χείλη, δεν υπάρχει τρόπος να παίρνουμε; Μήπως είναι στοιχειωμένος τόπος;

Ως τώρα είναι αλήθεια, ότι έτσι θεωρούνταν ο Αντάς. Γι’ αυτό και η επωνυμία του «Γκιαούρ». Επνιξε χιλιάδες ζώα και ανθρώπους. Πάγωσαν και πούντιασαν και έπαθαν ρευματισμούς άνθρωποι και άνθρωποι. Μα αυτά δεν είναι λόγια για να λέγονται σήμερα που ο άνθρωπος κατέκτησε τους αιθέρες και διείσδυσε στα τάρταρα των ωκεανών.

Σήμερα, με τα μέσα που υπάρχουν, ο Γκιαούραντας, για τους κυνηγούς που αποθεώνουν την τσίχλα και ξεθεώνουν τις σιταρήθρες μπορεί να γίνει ο παράδεισος του ωνειρεμένου αγαθού, που μπορείς να καρπώνεσαι όταν θέλεις με όλη την αφθονία που ποθείς.

Είπα και γιαυτό άλλοτες, πως μπορεί να γίνει, μα ποιος να μ’ ακούσει. Οι πετριές που ρίχνω κάθε φορά για να γίνει ένα καλό, χτυπούν τα τρύπια καζάνια της ουτοπίας και δεν κερδίζω παρά τα κρυφόγελα της ειρωνείας των ανθρώπων που βλέπουν τη ζωή ρεαλιστικά ή μοιρολατρικά. «Φωνή βοώντος» βγάζω και με καίει ο καημός.

Γεμάτος θηράματα αλλά...

Δύο χρόνια συναπτά τώρα, δυό κυνηγετικές περίοδοι (1953-1954- 1955), που είχαμε, την πρώτη με κρύα, παγωνιές, αερικά και θεομηνίες και τη δεύτερη, την περσινή με μαλακό χειμώνα, αλλά με βροχές και πλημμύρες, ο Γκιαούραντας δεν απέδωσε σχεδόν τίποτε. Κατέβηκαν τα πουλιά, βόσκησαν, προκαλεσαν, ερέθισαν τα ντουφέκια μας, λάλησαν, τραγούδησαν, έκραξαν και αφού μας κορόιδεψαν, έφυγαν.

Τρόπος να τα βάλουμε στο χέρι δεν βρέθηκε. Και δεν βρέθηκε, γιατί με τον χερόμυλο γίνεται μονάχα πληγούρι και όχι αλεύρι. Δίχως δίχτυα και καμάκια, και βάρκες, ούτε από το ιχθυοτροφείο δεν μπορείς να πιάσεις ψάρια. Πώς θες να τα καταφέρης στο πέλαγος;

Με ένα δίκαννο στον ώμο, χοντρό ρούχο στην πλάτη, ποδήματα λαστιχένια ως το γόνατο κι’ ένα γάντι, δεν πιάνονται πουλιά στον Αντά. Αυτό δε μπορέσαμε να το καταλάβωμε, μα μας ξεσηκώνει η τυφλή ελπίδα ή καλύτερα το καταλαβαίνουμε ότι μπορεί να μας πέση το λαχείο, έστω και μ’ ένα λαχνό. Ετσι, εκατοντάδες κυνηγοί του εδώ γύρω, αλλά και ξένοι (ήλθον, είδον και απήλθον) αφού χαιρέτησαν «του Εβρου τας όχθας» και άκουσαν την «ιλαράν» φωνή και κρωξίματα των απείρων υδροβίων του.

Ο Γκιαούραντας, φίλτατοι, είναι το μεγαλύτερο θηραματικό κεφάλαιο της πατρίδας μας και μένει νεκρό και παγωμένο. Ποιος μπορεί να το κινητοποιήσει; Ποιος μπορεί να το θέσει σε κυκλοφορία; Η πολιτεία; Αυτή έχει άλλα καρπερώτερα και ωφελιμώτερα πλούτια και δυσκολεύεται να τ’ αξιοποιήσει. Για να προσέξει τους κυνηγούς και να ικανοποιήσει το άχτι τους, θα περάσουν πολλά χρόνια. Ο φτωχός, μόνος του σειάζει το καλύβι του. Και ο κυνηγετικός κόσμος που κλαίει και ολοφύρεται στην απραξία, μόνος πρέπει να κινηθεί και να δημιουργήσει.

Στην περίπτωσί μας τα μεμονωμένα άτομα έστω και ομάδες κυνηγών και ένας μοναχά Σύνδεσμος Κυνηγών δεν μπορούν να κάμουν τίποτε.

Εχτισε στον Γκιαουραντά, ο πολυπράγμων και πολύπλαγκτος ντόκτορ Μ....., καλύβα με κουζίνες και τραπεζαρίες. Δεν την επείραξαν πλημμύρες, δεν την συνεπήραν οι ανέμοι. Ενα μήνα την εφύλαξε σαν αναχωρητής κάμνοντας καρτέρια, μα τ’ αποτελέσματα ήσαν ασήμαντα.

Εκλεκτοί κυνηγοί των Αθηνών εγκατέστησαν επιμελημένη καλύβα σε αρκετό βάθος μέσα στον Αντά και είχαν μια δυό επιτυχίες, όχι εξ αιτίας του κτίσματός των αυτού, παρά γιατί επέτυχαν να βρεθούν στα καρτέρια τους σε μια αλλαγή καιρού, πράγμα που θα κατόρθωνε ο καθένας μας αν βρισκόταν εκεί και σε όποιο μέρος άλλο του Γκιαούραντα σε τέτοια καιρική περίσταση.

Τα ίδια έχω να πω και γι’ άλλους που έχουν στημένες καλύβες στα καλύτερα πόστα που «δουλεύουν» τα πουλιά με την αναταραχή του καιρού. Αλλοι που πηγαινοέρχονται τα Σαββατοκύριακα με μηχανάκια, για να πετύχουν κανέναν τρύγο, δίχως την ταλαιπωρία της καλύβας, την ίδια αποτυχία σημειώνουν.

Το... τυχαίο και παραδοσιακό κυνήγι

Μα είναι δουλειές αυτές; Τόσο ακατόρθωτο πράγμα είναι να κατακτηθή, να δαμασθή ο Γκιαουραντάς; Οι ψαράδες γραπώνουν τα γλοιώδη ψάρια από τους βυθούς με κλωστές και νήματα κι’ εμείς με υπερηχητικά σκάγια, ένα παπί δεν καταφέρνουμε να κρεμάσουμε από το λουρί μας και η αιτία είναι ότι σπεύδουμε στην κατάκτηση του Αντά με ατομικά μέσα και ατομική πρωτοβουλία, χωρίς να μας περνά από το νου ότι μονάχος δίχως ναύτες και καράβια, ο Κολόμβος ούτε στην Κούλουρη μπορούσε να πάει με ορμητήριο το Φάληρο.

Ο,τι έχανε η Πατρίδα ως τώρα από την μη ύπαρξη των υδροηλεκτρικών έργων που τώρα μόλις, γίνονται πολλαπλότερα αγαθά, σε σχετική αναλογία χάνει ο κυνηγετικός κόσμος της Ελλάδος, από την μη αξιοποίηση του Γκιαούρ Αντά από απόψεως εκμεταλλεύσεως του θηραματικού του πλούτου.

Οι καλύβες που υπάρχουν και θα γίνουν με κουζίνες, δεν μας σώζουν. Το καταφύγιο ή ο ξενώνας που έγραψα άλλοτες ότι πρέπει να γίνει, αποδείχθηκε ότι δεν πρόκειται να ωφελήσει. Η εκτροφή των μιουρέδων - κράχτες από άγριες πάπιες και χήνες που χρησιμοποιούν στον Αντά πάλι δεν ωφελεί. Η σκέψη που με ανεκοίνωσε ένας ναυτικός, ότι έχει στο νου του να θέσει σε κυκλοφορία καΐκι με μηχανή και καμπίνες για νυχτερινή διαμονή στον Γκιαούρ Αντά, πάλι δεν θα αποδώσει.

Η εγκατασπορά καλυβιών και πόστων – καρτεριών - στις απεραντωσύνες του για να αναταράζονται τα πουλιά και να μη βρίσκουν πουθενά μακάριο καταφύγιο, πάλι δεν γίνεται. Κίνδυνοι πνιγμών, απομονώσεων μόνιμα υφίστανται και ο επισιτισμός των καρτετζήδων, είναι προβλήματα αναντιμετώπιστα. Η εφεύρεση αμφιβίων μέσων, πλεούμενων στα βάλτα και σερνάμενων ανάμεσα στις καλαμιές και τα κούτσουρα των κομμένων δέντρων, είναι ουτοπία και έγνοια δική μας, ίσως.

Η ναύλωση αεροπλάνου που να πετά χαμηλά ολούθε και να παραζαλίζει τα πουλιά και να βάλει να «δουλεύουν» στα πόστα, είναι κάτι που ανήκει στην περιοχή της θεωρίας. Ποιος θα το ναυλώσει, ποιον καιρό και για ποιον και ποιος θα συμφωνήσει για μια τέτοια δαιδαλώδη υπόθεση. Να χρησιμοποιηθούν ελικόπτερα και αλεξίπτωτα; Ιδιο σαν το προηγούμενο εγχείρημα.

Τότε ποιο γίνεται; Αυτό που εφαρμόζεται ως τώρα. Το πατροπαράδοτο, το μοιραίο, το συμπτωματικό κυνήγι και η επιτυχία του κρεμασμένη από την τύχη, αδιάφορο αν ο άνθρωπος επέτυχε να χωρίσει την Αμερική στα δύο και να φωτογραφίζεται το Παρίσι από τη Νέα Υόρκη. Μα έτσι, μόνον οι άρρωστοι και οι απελπισμένοι σκέφτονται. Η στατική λειτουργία του νου δεν υπάρχει σε όλους. Οι άνθρωποι που τη ζωή την θεώρησαν σαν προσπάθεια και αγωνία και πόνο, δεν βρίσκουν τέρμα στην δημιουργία, ούτε σταματούν σε δήθεν εντελή και άρτια πρότυπα. Διψούν παντοτεινά και παλεύουν, ωδηγημένοι από το χτες στο καλύτερο αύριον, για να βρουν κάποια τελείωση που μεθαύριο πάλι θα την ξεπεράσουν. Αυτό είναι το δράμα της ζωής και αυτό την φωτίζει.

Με την θεώρηση αυτή που αναφέρεται σε έργα πνευματικών αναζητήσεων, μπορούμε και μεις σαν κυνηγοί, να συλλογιστούμε πρακτικά και να βρούμε λύσεις για να δαμάσουμε τα στοιχεία του Γκιαούρ Αντά και να ικανοποιήσουμε τους πόθους και καϋμούς μας. Αν οι παραπάνω μέθοδοι κυνηγεσίας στον Αντά, δεν είναι εφαρμόσιμες, αυτό δεν θα πει ότι δεν μπορούν να βρεθούν άλλες πειο πρόσφορες. Θα μελετήσουμε το τι κάμνουν έξω στις περιπτώσεις αυτές και θα το προσαρμόσουμε όπως ταιριάζει σε μας. Θα ζητήσουμε γνώμες και σχέδια από τους ειδήμονες και επαΐοντες και θα τα συγκρίνουμε και ό,τι μας κάμνει θα εφαρμόσουμε.

Αυτά όμως πώς; Ποιος θ’ αναλάβει να μπλεχθεί μέσα σε τέτοιον κυκεώνα και ποιος οργανισμός θα τα κινητοποιήσει; Το Κράτος δεν έχει καιρό να καταπιαστεί με τέτοιες ανοικοδομήσεις όταν έχει να αντιμετωπίσει πειο ζωτικά και εθνικά θέματα. Εμείς οι κυνηγοί δεν έχουμε ένα Ταμείο και μια Ομοσπονδία, όχι να αναλάβουν αλλά για να σκεφθούν την πραγματοποίηση τέτοιων έργων.

Γι’ αυτό μοιραία θα μείνουμε στο καθεστώς που υπάρχει και θα τρωγόμαστε με τα ρούχα μας και θα φθίνουμε στο μαράζι που μας κατέχει, ώσπου να εξοφλήσουμε για πάντα. Και καλά θάναι, για να ησυχάσουν οι τσίχλες και οι γαλιάντρες.

Με το μέτρο αυτό θα πληρωθή η αβελτηρία μας και η εγωκεντρική μας υπόσταση, γιατί ούτε τον ευαγγελικό λόγο προσέξαμε:

«Οστις γαρ έχει, δοθήσεται αυτώ και περισσευθήσεται όστις δε ουκ έχει και ο έχει, αρθήσεται απ’ αυτού». Στην κόλαση λοιπόν οι αβελτήριοι και αβδηρίτες.

Φωτο : Internet- gpeppas


© Giorgio Peppas

Top










E-mailme - Giorgio Peppas
Webmaster