Του Μηνά Ιορδάνογλου
Είναι γνωστό σε όσους παρακολουθούν τα στοιχεία στατιστικής και ιδιαίτερα το πρόγραμμα «ΑΡΤΕΜΙΣ» ότι οι μπεκατσοκυνηγοί είναι η μεγαλύτερη ομάδα κυνηγών μέσα στη μεγάλη μας οικογένεια.
Το δημοφιλέστερο είδος κυνηγίου στη χώρα μας και όχι μόνο είναι το μπεκατσοκυνήγι, που προσφέρει έντονες συγκινήσεις, ιδιαίτερα στους κυνοφιλικούς κύκλους.
Τολμώ να εκφράσω και την ταπεινή μου άποψη ότι σ’ αυτό το χώρο βρίσκεται και το καλύτερο επίπεδο από άποψη παιδείας κυνηγών. Μπεκατσοκυνηγοί, λαγοκυνηγοί και περδικάδες είναι ή θα έπρεπε να είναι οι εκφραστές του ποιοτικού κυνηγίου, που σε καμιά περίπτωση δεν θα πρέπει να σχετίζεται με την ποσότητα. Μοναδική η γεύση της μπεκάτσας διατροφικά, αλλά θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι ελάχιστοι την κυνηγούν για το κρέας της μόνο.
Η συνάντηση μαζί της είναι μια κυνηγετική ιεροτελεστία, η οποία δεν συγκρίνεται με τη συνάντηση του κυνηγού με κανένα άλλο θήραμα. Όμως για να συναντηθεί ο κυνηγός με το συμπαθέστατο νυκτόβιο πουλί με τη μεγάλη μύτη και τα βελούδινα μάτια είναι απαραίτητος ο τετράποδος πραγματικός κυνηγός. Χωρίς αυτόν δεν νοείται μπεκατσοκυνήγι και ο πραγματικός μπεκατσοκυνηγός είναι αυτός.
Εμείς σ’ αυτό το κυνήγι παίζουμε ρόλο δευτερεύοντα, πολύ βοηθητικό. Εμείς βοηθάμε το σκύλο να την πιάσει και όχι ο σκύλος εμάς. Η δική μας επιβράβευση περιορίζεται στο θέαμα αυτής της εκπληκτικής πορείας αναζήτησης, που κορυφώνεται μπροστά στην οσμή του ζεστού της κορμιού. Φτερούγισμα και πυροβολισμός είναι το φυσιολογικό και συνηθισμένο επιστέγασμα της κυνηγετικής διαδικασίας, που λίγο διαφέρει από τα υπόλοιπα κυνήγια. Σκόπευση, πυροβολισμός, απόρτ, κ.ά. είναι παραλλαγές στο ίδιο θέμα για όλα τα φτερωτά κυνήγια.
Η μοναδικότητα του κυνηγίου της μπεκάτσας εξαρτάται από το σκύλο και από το περιβάλλον του βιότοπου του συμπαθέστατου φτερωτού επισκέπτη του φθινοπώρου. Δυστυχώς όμως στον αντίποδα αυτού του ποιοτικού κυνηγίου, υπάρχει μια ποσοτική αντίληψη υπερβολής από ορισμένους, οι οποίοι δεν είναι σε θέση να διαχωρίσουν την ποιότητα από την ποσότητα. Αυτό βέβαια σχετίζεται με την κυνηγετική «καταγωγή» ορισμένων που μεταπήδησαν στο μπεκατσοκυνήγι από τις τσίχλες ή τις φάσσες, όπου η ποσότητα είναι θεμιτή επιδίωξη.
Παράλληλα ένας όχι ευκαταφρόνητος αριθμός μπεκατσοκυνηγών, αλλά και κυνηγών γενικότερα θεωρεί τις κυνηγετικές επιτυχίες ως τεκμήριο κοινωνικής καταξίωσης, αλλά τις χρησιμοποιεί και σαν μέσο επίδειξης ικανότητας.
Ο αριθμός των πουλιών που καρπώθηκαν ορισμένοι, είναι δείγμα ανδροπρεπούς συμπεριφοράς ή αθλητικής και διανοητικής ικανότητας. Βέβαια, οι άνθρωποι αυτοί, μην έχοντας άλλη διανοητική ή κοινωνική αξία, προσπαθούν να καταξιωθούν μέσα από το κυνήγι.
Στην αντίληψη αυτή βασίζεται κάθε υπερβολή και κάθε παρανομία που σχετίζεται με το κυνήγι. Διότι κακά τα ψέματα. Η νομοθεσία μας, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το κυνήγι της μπεκάτσας είναι επαρκής και δίνει τη δυνατότητα σε όλους να απολαύσουν αυτό το συναπαρπαστικό κυνήγι.
Αυτό λοιπόν που μένει σε μας είναι να συνειδητοποιήσουμε τι ζητάμε από το κυνήγι. Αν δηλαδή το ζητούμενο βρίσκεται στο βουνό ή στο καφενείο. Κυνηγώ μπεκάτσες για μένα και τον σκύλο μου, ή για να επιδειχθώ στους φίλους μου; Δυστυχώς είναι αρκετοί αυτοί που κυνηγούν μόνο για το δεύτερο. Βέβαια, υπάρχει κι ένα σοβαρό ποσοστό κυνηγών, που συνδυάζουν το τερπνό μετά του ωφελίμου. Εν προκειμένω, «ωφέλιμο» θεωρείται η επίδειξη και από ΄κει αρχίζουν τα όρια της υπερβολής και της παρανομίας.
Με μια νομοθεσία που μας επιτρέπει το κυνήγι της μπεκάτσας κάθε μέρα, όλη μέρα, όλους τους μήνες, μερικοί από μας δεν αρκούνται και κυνηγούν τη νύχτα.
Είναι γνωστό ότι η μπεκάτσα μετακινείται – άρα εκτίθεται - για να βρει τροφή το σούρουπο κι επιστρέφει στην κρυψώνα της λίγο πριν ξημερώσει. Εκεί λοιπόν στο λυκόφως την καρτερούν οι λυκάνθρωποι με τα δίκαννα. Ύπουλα, παράνομα και κυρίως αντιδεοντολογικά την πυροβολούν ανυποψίαστη στο σκοτάδι, χωρίς να της δίνουν την παραμικρή δυνατότητα ν’ αμυνθεί.
Το άψυχο κορμί της θα επιδειχθεί ως τρόπαιο σε λίγο στο καφενείο του χωριού κι ο εν λόγω «μπεκατσοκυνηγός» θα καμαρώνει για το γιαλαντζί τρόπαιο που κρατά. Η παρανομία διπλή.
Το κυνήγι γενικά απαγορεύεται από καταβολής δασικού κώδικα μισή ώρα μετά τη δύση του ήλιου και μέχρι μισή ώρα προ της ανατολής του. Ειδικά το καρτέρι της μπεκάτσας απαγορεύεται πρωί και βράδυ με ειδική διάταξη, ανεξάρτητα από την ώρα. Μια σοφή διάταξη η οποία ισχύει εδώ και δεκαπέντε περίπου χρόνια μετά από αίτημα των ιδίων των κυνηγών μέσα από τις οργανώσεις τους.
Πέρα όμως από το νομικό πλαίσιο, το οποίο διασφαλίζει το ορθολογιστικό κυνήγι της μπεκάτσας, θα πρέπει εμείς να επιμείνουμε σε αυτού του είδους την ανήθικη συμπεριφορά απέναντι στο θήραμα.
Είναι πραγματικά θέμα για διερεύνηση σε βάθος το γεγονός ότι ορισμένοι, κατά τα άλλα, μπεκατσοκυνηγοί συμπληρώνουν το κυνήγι τους με ένα ένοπλο καρτέρι πρωί και βράδυ. Δυο μπεκάτσες στην πουλιάστρα όλη μέρα και τέσσερις στο καρτέρι πρωί και βράδυ, το σύνολο έξι.
Όλο το χρόνο φάρμακα, γιατροί, τροφές, βάσανα, δέσμευση, οικογενειακή γκρίνια για τους σκύλους και όταν έρχεται η ώρα του κυνηγίου, παίρνουμε τη μπουκιά από το στόμα του σκύλου μας. Τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες το χρόνο φτυαρίζουμε σκατά για να βάλουμε το σκύλο στην μπαγκαζιέρα και να σκοτώσουμε τις μπεκάτσες του μπαμπέσικα.
Τελικά ίσως δεν είναι θέμα για να το αναλύσουμε εμείς. Μάλλον ψυχίατροι πρέπει να το αναλύσουν, μήπως βρουν λύση.
Βέβαια, το φαινόμενο – θα πρέπει να διευκρινήσουμε - δεν παρατηρείται μόνο στους ταγμένους μπεκατσοκυνηγούς, αλλά επεκτείνεται στους καρτεριτζήδες που πιάνουν πόστα λίγο πριν αρχίσουν να περνούν οι «μαύρες» τσίχλες ή ξεχνάνε να φύγουν όταν τελειώνει το πέρασμα το βράδυ.
Επιχείρημα του τσιχλάκια είναι ότι κάθε θήραμα είναι αδέσποτο και δικαιούται και ’κείνος μια μπεκάτσα. Καμία αντίρρηση. Μα και ο μπεκατσοκυνηγός δεν θα κατεβάσει το όπλο του όταν ο σκύλος φερμάρει τον λαγό (και ίσως θα έπρεπε).
Όμως ποτέ ο τελευταίος δεν θα βγει στο βουνό τη νύχτα να βρει το λαγό που δικαιούται. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Σύμφωνα με το νόμο και τις παραδόσεις μας, το θήραμα πριν φθάσει στα χέρια του κυνηγού δεν ανήκει σε κανένα.
Ιδιοκτήτης είναι αυτός που θα το κυνηγήσει και θα το πιάσει, ανεξάρτητα από τον τόπο στον οποίο κυνηγά. Άλλωστε η άδεια κυνηγίου δεν είναι διαφορετική για τον κυνηγό, τον μπεκατσοκυνηγό, τον τσιχλοκυνηγό, κ.ό.κ.
Όμως η νομοθεσία αλλά και η κυνηγετική μας κουλτούρα και δεοντολογία καθορίζει τους όρους του παιχνιδιού καθώς και το γήπεδο, στο οποίο θα παίξουμε.
Αν μπορούμε να προσαρμοστούμε στους όρους αυτού του παιχνιδιού και επιμένουμε να χαράζουμε τους δικούς μας όρους, υπάρχει μόνο μία λύση. Κόκκινη κάρτα…
ΠΗΓΗ : ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΥΝΗΓΕΣΙΑ ΚΥΝΟΦΙΛΙΑ