Welcome in Greece Welcome in Greece

 

Welcome in Greece




ΑρχικήInitial ΠίσωBack

Το Κυνήγι στην Λογοτεχνία ...

.


Oπως όλοι γνωρίζουμε, το κυνήγι είναι τόσο παλιό όσο και ο άνθρωπος. Στο μακρινό παρελθόν, επιδιδόταν σε αυτό για λόγους επιβίωσης. Σήμερα στρέφεται σ' αυτό για πολλούς και διάφορους λόγους, είναι η οικογενειακή παράδοση, η επιθυμία για αναζήτηση, ο ερχομός στη φΰση, η αξιοποίηση του ελευθέρου χρόνου και η απόκτηση καλής φυσικής κατάστασης.

Το πόσο στενά συνυφασμένο με τη ζωή μας είναι το κυνήγι, φαίνεται και από τις παρακάτω φράσεις, (κυριολεκτικές και μεταφορικές), - η δουλειά είναι καλή αλλά για να προχωρήσει, θέλει πολύ κυνήγι, - πήρε τους κακοποιούς στο κυνήγι, - αυτός ο ποδοσφαιριστής είναι ο καλύτερος κυνηγός στην Ελλάδα, δηλαδή ο καλύτερος επιθετικός, - ο κυνήγι των υλικών αγαθών, -κυνηγά τη δουλειά του, είναι, δηλαδή, αφοσιθ)μένος σε αυτήν.

Ο Έρνεστ Χέμινγουεη, ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς (τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας), είχε το πάθος για το κυνήγι και το ψάρεμα. Όπως διαπιστώνει κανείς, άνθρωποι του πνεύματος, όπως κολοσσοί της λογοτεχνίας, όχι μόνο ήταν κυνηγοί αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις έβαζαν το κυνήγι στα έργα τους.

Ο Ιβάν Τουργκιένιεφ ανήκει στην κατηγορία μεγάλων δημιουργών της κλασσικής Ρωσικής λογοτεχνίας και δίκαια θεωρείται από τους κορυφαίους λογοτέχνες, παγκοσμίως. Η συλλογή διηγημάτων «Οι αφηγήσεις ενός κυνηγού», που άρχισε το 1847 και ολοκληρώθηκε το 1852, τον καθιέρωσε σαν πρωτοπόρο πεζογράφο. Η συλλογή αποτέλεσε ορόσημο και απεικονίζει με αδρές πινελιές το απαράμιλλο ταλέντο του συγγραφέα. Στη συλλογή αυτή ο Τουργκένιεφ, αν και εμφανίζεται ως «κυνηγός», που περιπλανιέται σε γραφικά, μαγευτικά τοπία, αναζητώντας πλούσια θηράματα, στην πραγματικότητα είναι ένας κατήγορος της εφιαλτικής κοινωνικής πραγματικότητας, όπου οι δουλοπάροικοι έχουν χειρότερη μεταχείριση ακόμα και από τα ζώα!

Παρόλο που για έναν πραγματικό κυνηγό η αγριόπαπια δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όμως από έλλειψη κάποιου καλύτερου θηράματος (ήταν αρχές Σεπτεμβρίου και οι μπεκάτσες δεν είχαν έρθει ακόμα), ο ήρωας του έργου πηγαίνει σε ένα χωριό κοντά οε λίμνη, η οποία στις όχθες και σε διάφορα σημεία στη μέση της, σκεπάζεται από πυκνή βλάστηση. Στα μέρη της λίμνης έστησαν τις φωλιές τους και πολλαπλασιάστηκαν με ταχύτατο ρυθμό όλα τα είδη της αγριόπαπιας που μπορεί να φανταστεί κανείς. Εδώ συναντάς αγριόπαπιες μεγαλόσωμες, σταχτιές, παιχνιδιάρες και με μεγάλο λαιμό.

Μερικοί σχη ματισμοι απο αγριοπαπιες, πι ιουν αδιάκοπα ή κολυμπούν στα νερά του παρακείμενου ποταμού. Μόλις πέφτει μια τουφεκιά, οι αγριοπαπιες ξεπετάγονται στα ύψη του ουρανού σαν σύννεφα. Με δυο φίλους του κυνηγούς, ο ήρωας του έργου πήρε το δρόμο που ακολουθεί την όχθη. Οι αγριοπαπιες όμως είναι φοβιτσιάρικα πουλιά και δεν κάθονται κοντά στην όχθη. Έπειτα, αν καμιά χαζόπαπια κουρασμένη, πετούσε κοντά στην όχθη, ήταν εύκολος στόχος ¦ για τα όπλα τους, αλλά όταν έπεφτε σκοτωμένη, τα σκυλιά τους ήταν δύσκολο να κολυμπήσουν και να τη φέρουν, γιατί εκτός από τα βαλτόνερα που τα δυσκόλευαν, κινδύνευαν να κατακρεουργήσουν και τις πολύτιμες μουσούδες τους, περνώντας ανάμεσα από τις κοφτερές σαν λεπίδες καλαμιές.

Ξαφνικά οι αγριοπαπιες άρχισαν να σηκώνονται σαν σύννεφα, τσιρίζοντας τρομαγμένες από την απροσδόκητη εμφάνιση των κυνηγών στο βασίλειο τους. Ήταν ένας εύκολος στόχος για τα σκάγια τους. Μετά από κάθε ομοβροντΐα ήταν υπέροχο να βλέπεις τόσο καλο-θρεμμένες αγριοπαπιες, να κάνουν τούμπες στον αέρα και μετά να πέφτουν βαριά με παφλασμό στα νερά της λίμνης. Βέβαια οι κυνηγοί δεν μπόρεσαν να μαζέψουν όλες τις αγριόπαπιες που χτύπησαν. Οι ελαφρά τραυματισμένες βυθίζονταν αμέσως στο νερό και άλλες έπεφταν σκοτωμένες στις καλαμιές που ήταν πολύ πυκνές, σχεδόν αδιαπέραστες.

Συχνή αναφορά στο κυνήγι κάνει και Ιωάννης Κονδυλάκης στο μυθιστόρημα «Όταν ήμουν δάσκαλος». Ο ήρωας του έργου, φοιτητής της φιλοσοφικής, είχε το πάθος για το κυνήγι. Όταν του γίνεται μια δελεαστική πρόταση να διοριστεί δάσκαλος σε ένα καινούργιο σχολείο στην Κρήτη, αυτός στην αρχή αρνείται, λέγοντας χαρακτηριστικά: Εγώ μόνο μια κλίση έχω, στο κυνήγι. Όταν όμως ο συνομιλητής του, του απάντησε ότι εκεί που θα πάει, έχει όσο κυνήγι ήθελε, πέρδικες, λαγούς, τσίχλες και άλλα, τότε χωρίς άλλο, δέχτηκε το διορισμό ευχαρίστως.

Το πάθος του για το κυνήγι, έφτανε υπερβολή. Ενώ δίδασκε, οι δυο του σκύλοι κάθονταν αριστερά και δεξιά στην έδρα, καθώς το δίκαννο ήταν κρεμασμένο δίπλα στον πίνακα. Και όταν τον έπιαναν οι κυνηγετικοί παροξυσμοί, όταν για παράδειγμα άκουγε ψιθύρισμα τσίχλας, ή λάλημα μελισσουργών, τότε άρπαζε το δίκαννο και έτρεχε έξω, αφήνοντας τους μαθητές να αλληλοδιδάσκονται, ή να αλληλοδέρνονται. Έτρεχε μαινόμενος σε κάμπους και βουνά και πυροβολούσε σε κάθε πτερωτό, μεγάλο ή μικρό, φαγώσιμο ή μη. Γνωρίστηκε όμως ο δάσκαλος με μια κοπέλα, την Φωτεινή, η οποία, όταν ο δάσκαλος έκανε μάθημα, ανέβαινε σε μια μουριά απέναντι από το σχολείο και του έκανε νόημα. Όμως το περιστατικό αυτό αντελήφθησαν μια μέρα οι μαθητές και φώναξαν: Κύριε μια τρυγόνα έξω από το παράθυρο. Ο δάσκαλος προσποιήθηκε ότι δεν κατάλαβε, πήρε όμως ένα γερό μάθημα από τα παιδιά.

Ένα μυθιστόρημα με παγκόσμια επιτυχία, αφού μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, είναι η «Αιολική Γη» του Ηλία Βενέζη. Στο έργο αυτό έχουμε την εικόνα από τη ζωή πριν τη Μικρασιατική καταστροφή του 1922. Το έργο είναι γοητευτικό και ευχάριστο. Σε κάποιο σημείο του, ο κυνηγός με τη φίλη του Άρτεμη, ξεκινούν για τη σπηλιά των αγριογούρουνων και σταματώντας πάνω από ένα βάραθρο χαμηλώνει ένα αναμμένο δαδί λέγοντας: εδώ είναι ο χώρος όπου έρχονται τα αγριογούρουνα όταν γεράσουν και καταλάβουν πως θα πεθάνουν. Στην ερώτηση, δε, της κοπέλας του, γιατί δεν στήνουν εκεί καρτέρι οι κυνηγοί για να τα σκοτώσουν, αυτός απάντησε: κανένας κυνηγός δε σκοτώνει ζωντανό σαν ξέρει ότι πάει να κρυφτεί για να πεθάνει.

Σε ένα άλλο σημείο του μυθιστορήματος, ο Βενέζης λέει: Ο τσαλαπετεινός, είναι ένα παράξενο και ωραίο πουλί, με θαυμάσιο λειρί, που στο κεφάλι του και στο στήθος του έχει χρώματα καστανά και κίτρινα και οι φτερούγες του είναι μαύρες με κορδέλες άσπρες. Πετά χαμηλά στις έρημες πέτρες, τρέχει τρελά δεξιά και αριστερά, πιάνει τα ζουζούνια και τα τινάζει ψηλά, ανοίγοντας ύστερα το ράμφος του να τα πάρει μέσα. Είναι πολύ όμορφο πουλί μα ποτέ δεν τραγουδά. Ό,τι έχει να πει στη ζωή, ό,τι έχει να κάνει στη ζωή του τα έδωσε με το χρώμα. ΓΓ (χυτό ο Θεός του πήρε τη φωνή, γιατί θα ήταν άδικο για τα άλλα πουλιά του δάσους να τα έχει αυτό όλα, τη φωνή και τα χρώματα.

Όλες οι σκέψεις που προηγήθηκαν συγκλίνουν στο γενικό συμπέρασμα ότι το κυνήγι χαρακτηρίζεται από τη διαχρονικότητα του, τόσο για τη χώρα μας όσο και για τους άλλους λαούς. Αυτό αποδεικνύεται όπως είδαμε και από το γεγονός ότι ασχολήθηκε μ' αυτό η Ελληνική και η ξένη λογοτεχνία. Δε θα μπορούσε, βέβαια, να γίνει διαφορετικά, αφού το κυνήγι είναι βαθιά ριζωμένο στις ψυχές των ανθρώπων και για πολλούς είναι τρόπος ζωής. Γι' αυτό κάθε προσπάθεια ή σκέψη για κατάργηση ή περιορισμό του από πολλούς εκλαμβάνεται σαν προσπάθεια ξεριζώματος της ψυχής τους.

ΠΗΓΗ : ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΝΕΑ




.

Top

© Giorgio Peppas



Welcome in Greece