Welcome in Greece Welcome in Greece

 

ΑρχικήInitial ΠίσωBack


H δική σας άποψη εδώ
H δική σας άποψη εδώ

ΚΥΝΗΓΟΙ ΙΕΡVΜΕΝΟΙ ΣΤΑ ΧΩΡΙΑ ΤΗΣ ΟΡΕΙΝΗΣ ΤΡΙΦΥΛΙΑΣ ... !


Παπάδες κυνηγοι : Παπά Σωκράτης Τσιώτσιος από το χωριό Κεφαλόβρυση Ορεινής Τριφυλίας. Παλιός ταξιτζης στην Αθήνα. Αποφάσισε να ασχοληθεί με την θρησκεία και χειροτονήθηκε ιερωμένος. Καλός , απλός και ταπεινός παπάς, λειτουργούσε στην εκκλησία του Ριζοχωρίου (Λάπη) στον Ιερό Ναό Αγίας Τριάδος μέχρι το 1993. Δεινός κυνηγός με σκυλιά πουλόσκυλα και κυρίως λαγόσκυλα. «Παπά, θα ‘ρθεις για κυνήγι αύριο;». «Ναι ευλογημένε μου, θα ξεπετάξω γρήγορα τη θεία λειτουργία και θα ‘ρθω!». Ωραία πράγματα, ανθρώπινα. Και σαν καλός και έμπειρος κυνηγός που ήταν, είχε και τα σκύλιά του. Συνήθιζε να λέει εάν ζεις κινηγός στο χωριό και χωρίς σκυλιά, είναι σα να λέμε, σπίτι χωρίς παρεθύρι και πόρτα. Τον τρέλαινε στην κυριολεξία η μυρωδιά του μπαρουτιού. Μου έλεγε ο Δημήτρης Αραμπατζής από το χωριο Λάπη, την ημέρα της Αναστάσεως, του έλεγε, “ευλογημένε μου να έχεις υπ΄όψην ότι έχω αφήσει την πορτα του Ιερού ανοικτή, πέστο και στους άλλους. Ρίξτε και κανενα βαρελότο μεσα στην εκκλησιά να μυρίσει και λίγο μπαρούτι”. Τόσο του άρεσε η μυρωδιά του καμμένου μπαρουτιού. Μετά το 1995 τον μεταθέσανε στην Φαρακλάδα, εκεί ιερουργεί μέχρι και σήμερα. Πιστεύω ότι συνεχίζει να ριχνει και καμιά ντουφεκιά ακόμη και σήμερα.

Ένας άλλος καλός και συμπαθής κυνηγός ήταν ο Παπά Γιώργης Λυμπερόπουλος. Η καταγωγή του ήταν από το Καλογερέσσι. Συζητώντας με την γυναίκα του την κυρά Χριστίνα την παπαδιά Καλογεραιϊσα και αυτή. Μου έλεγε ότι: Ο παπάς ξεκίνησε να λειτουργεί από το Καλογερέσι, στο χωριό καθήσαμε περίπου πέντε χρόνια, Λατζουνάτου, Σελά, σε όλα κει σάπάνου τα χωριά. Μετά εδώ ήρθαμε από το 1982 μέχρι 1983 και πήρε Σαρακινάδα και Βρυμπόπι για ένα χρόνο και μετά πηρε το Χρυσοχώρι και καθήσαμε περίπου 25 χρόνια.

Είχε και πολύ κυνήγι εκείνα τα χρόνια τα παλιά, δεν υπήρχαν οι ψεκασμοί και τα φυτοφαρμακα που δεν αφήνουν τίποτα ζωντανό. Θυμάμαι με είχαν πάει να γεννήσω στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, τότε δεν κάνανε ούτε καισσαρική ούτε τίποτα. Μου λέει ο γιατρός ή θα κάτσεις μέσα είκοσι ημέρες και μετά θα σου κάνω τεχνικούς πόνους για να γεννήσεις.

Ένας συμπέθερος λέει στον Παπά, “άντε τρέξε στο ξιροκάσσι να κτυπήσεις κανένα λαγό για πεσκέσι”. Που να βρεθούν λεφτά εκείνη την εποχή να πληρώσεις τον γιατρό… Ξεκίνησε ο παπάς το βραδυ με το τραίνο από την Καλαμάτα και μετα με φορτηγό έφτασε στο ξιροκάσι και έπειτα με τα ποδια στο χωριό. Το πρωϊ αφού ζώστικε τα φυσικλίκια του ξεκίνησε πέρνωντας και τα λαγόσκυλα μαζί του. Πάντα μεγάλωνε 4 – 5 πουλοσκυλα και λαγοσκυλα επαιδευμένα, το καλύτερο ήταν ο Ταρζάν.

Κάτω από μια συκιά στο μέρος (Βάτα) που βάσταγε ακόμα σύκα συνάντησε τον πρωτο λαγό, μια μπαταριά και πάρτον κάτω, πιο κάτω συνάντησε για καλή του τυχη και τον άλλο να ξεπροβάλει μέσα από μια πατουλιά . Το απόγευμα έφερε πεσκέσι τον έναν λαγό για τον ενα γιατρό και τον άλλον στον βοηθό του. Με το που πήρανε το πεσκέσι τους την άλλη μέρα το πρωί κιόλας μου κάνανε τεχνικούς πόνους και έφερα στον κόσμο το πρώτο μου παιδί την Κωνσταντίνα από τα παιδιά μου. Να φαντασθείς Σπύρο μου μου έλεγε η παπαδιά, από το τραπέζι τα πουλιά ή ο λαγός δεν έλειπε τις περισσότερες μέρες της εβδομάδας.Ο παπάς αγαπούσε τόσο πολύ το κυνήγι και καθώς εμείς ενώ πηγαίναμε για σπορά, αυτός τράβαγε από δικά του μονοπάτια… και πως το έκανε, ποτέ δεν γύριζε με άδεια χέρια. Μου αφηγιώταν ο παπά Γιώργης η συχωρεμένη μάνα μου, μου έλεγε επειδή τότε δεν υπήρχαν ψυγεία να μην φέρνω κυνήγια κάθε μέρα αλλά δυο ή τρεις φορές την εβδομάδα.

Σαν γύρναγα το σούρουπο μετά το φαγητό καθόμουν δίπλα στο παραγώνι καθάριζα την καραμπίνα μου και με επιμέλεια κατασκεύαζα ταφυσίγγια μου, (που λεφτά να αγοράσουμε έτοιμα). Είχα μια μηχανή ειδική για το γέμισμα των φυσιγγών, ανάλογα με το κυνήγι γινόταν το γέμισμα και η επιλλογή των σκαγιών. Παλαιότερα κυνηγούσα με καραμπίνα μπροσθογεμή. Πρώτα ρίχναμε στην κάνη μισό κάλικα σφαίρας ΜΑΥΡΗ ΑΚΑΠΝΗ μπαρούτι, μετά μαλί από πρόβατο και με την ειδική ΒΕΡΓΑ το στουπώναμε όσο πιο πολύ μπορούσαμε, μετά ΕΝΑ ΚΑΛΙΚΑ ΣΚΑΓΙΑ, από πάνω βάζαμε πάλι μαλί από πρόβατο και καλό στούπωμα, τέλος στην τρύπα που το λέγανε ΜΠΙΒΟ φοράγαμε το ΚΑΨΟΥΛΙ, εκεί σαν έπεφτε ο κόκκορας δημιουργόταν σπίθα.

Αν το μπαρούτι ήταν στεγνό, όλα πηγαιναν καλά, αν ήταν υγρό…ο λαγός έκανε φτερά και μετά από λίγο ακολουθούσε η εκπυρσοκρότηση. Είναι αυτό που λέει ο λαός “ΜΠΑΜ ΑΚΟΥΣΘΕΙ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ ΚΙ Ο ΛΑΓΟΣ ΕΥΡΕΘΕΙ ΠΕΡΑ” (την έκανε με μικρά πηδηματάκια”). Τα σκάγια Νο 7 ήταν για τρυγώνια, το Νο8 για τσίχλες και περδικες, το Νο 3-4 για λαγούς. Τότε ξέραμε όλες τις “λούφες” των λαγών, των αλεπούδων, άμα σκότωνες αλεπού επειδή τις είχαν επικυρύξει εκοβες την ουρά και την πήγαινες στο δασαρχείο ως αποδεικτικό στοιχείο για να πληρωθείς την αποζημίωση. Αλλά τις περισσότερες φορές την γδέρναμε και πουλάγαμε το πλούσιο σε τρίχες χειμωνιάτικο δέρμα της με περισσότερα χρηματα στον δερματέμπορα.

Επίσης τους μήνες του χειμώνα κυνήγαγα και κουνάβια που το τρίχωμά τους ήταν πλούσιο και περιζήτητο στα σαλόνια εκείνης της εποχής. Βρίσκαμε την τρύπα της λούφας του κουναβιού, ανάβαμε φωτιά και ρίχναμε θειάφι για να μυρίζει ο καπνός. Στην τρύπα της εξόδου την κλείναμε με ενα τσόχινο τσουβάλι, με το που έβγαινε το κουνάβι φλομωμένο επεφτε στην φάκα του τσουβαλιού και έπερνε τον δρόμο για τον έμπορο για να κοσμήσει το παλτό κάποιας κυρίας. Θυμάμαι το ξύλο που είχα φάει από τον θείο μου τον μπαρμπα Αλέξη Λυμπερόπουλο, κάποια φορά που μου ξεφυγε το κουνάβι γιατί δεν είχα τοποθετήσει σωστά το τσουβάλι στην τρύπα. Το τι άκουσα μετά σε όλη το δρόμο της επιστροφής…δεν λέγεται. Τότε όπως και σήμερα ήξερα όλα τα περάσμετα και τα στέκια των πουλιών, Π.χ. από που πέρναγαν τα τρυγώνια ή που έπρεπε να στήσουμε καρτέρι για τσίχλες, για τρυγώνια.

Τα πιο πονηρά και προσεκτικά πετούμενα ήταν οι φάσες, εμένα μου έρεσε το κυνήγι της μπεκάτσας. Πολύ πονηρό και εξυπνο πουλί. Άμα κάθεται στο χώμα ούτε που το ξεχωρίζεις. Στο βουνό Στεφανή στην πλαγιά εκεί περνούσανε την νύχτα. Από το πρωί πριν φωτήσει ο θεός την μέρα ο ένας έπιανε τα ριζά του βουνού και ο άλλος την κορυφή. Περιμέναμε να κελαϊδήσουνε και με το που σηκωνόντουσαν τις κτυπούσαμε στον αέρα.Όταν πάνε να πιουν νερό σε καμιά πηγή, έρχεται πρώτα μία, άμα δεν έβλεπε κίνδυνο κελαϊδούσε και ακολουθούσε αλλη μία, και σε λιγο ακολουθούσαν και οι άλλες μπουλούκι. Αφού πίνανε νερό ψάχνανε γύρω για τροφή, εγώ που ήξερα τα χούγια τους, έριχνα και μια χούφτα ψιλοκομένο αραποσίτι (κούκλα) σε μια μεριά εκεί κοντά. Μόλις το βλέπανε ορμούσανε στην μάσα, μια μπαταριά με φυσίγγια διασποράς όπως τα λέγαμεκαι όσες σκοτώναμε. «Παπά, θα ‘ρθεις για κυνήγι μετά την λειτουργεία;». «Οχι ευλογημένε μου, δεν θα ‘ρθώ! σήμερα ειναι Κυριακή, ημέρα Άγια». Ούτε στις γιορτές κυνηγούσε ήταν αμαρτία.

Ωραία πράγματα, ανθρώπινα. Απλοϊκός παπάς που δεν τον είχε χαλάσει η πόλη. Στα χωριά ο παπάς είναι και αγρότης, και αμπελουργός, και κτηνοτρόφος, και ξυλοκόπος, και φαμελίτης, και πότης γερός όταν το καλεί η περίσταση. Και τα χρυσαφικά που βλέπει είναι αυτά της εκκλησίας. Και τους πύρινους λόγους τους αφήνει για τους «μορφωμένους» δεσποτάδες. Και ο «δικός» μας ο παπάς ο παπά Γιώργης Λυμπερόπουλος έτσι είναι και παραμένει. Ανθρώπινος, με τα καλά και τα κακά που κουβαλάμε όλοι μας.

Ο Κος Τότσης Πέτρος παλιός κυνηγός από το χωριό Δώριο μου εξηγούσε τον τρόπο που κατασκεύαζαν χειροποίητα τα φυσίγγια με μία ειδική μηχανή τον καιρό εκείνο. Ένα τέτοιο μηχανάκι από δωρεά κατοίκου της περιοχής, έχω και εγώ στο προσωπικό μου παραδοσιακό μουσείο. Τοποθετούσαν τον κάλυκα στη μηχανή γεμίσματος μετά ρίχνανε μια δακτυλίθρα μπαρούτι μάρκας ΣΙΤΕ (ήταν πιο δυνατή από τις άλλες μάρκες εκείνης της εποχής). Μετά τοποθετούσαν μια ψιλή χάρτινη τάπα και στην συνέχεια μια μάλινη. Επάνω την γεμιζαν με τα ανάλογα σε νούμερα σκάγια λίγο πιο κάτω από τα χείλη του φυσιγγιού και μετά μια χάρτινη τάπα, και με την χειροκίνητη μηχανή γύριζαν τα χείλη και το φυσίγγι ήταν ετοιμο για χρήση.

‘Ενας επίσης άριστος παπάς Ολύμπιος, ο παπα Τάκης, ένας απλοϊκός και ταπεινός ιερουργός από το Λατζουνάτου Τριφυλίας το Γκρέκα, ή αλλοιώς Παπα κόκκινος επειδή ήταν κοκκινοπρόσωπος, ζωσμένος με τα φυσικλίκια του στη μέση και την άλλη ζώνη με τα φυσίγγια περασμένη από τον ώμο, με τη μπροσθογεμή στα χέρια του καραμπίνα και τα ράσσα του να ανεμίζουν στον αέρα. με το που τον έβλεπες στο μυαλό σου περνούσε η σκέψη ότι “έπεσα σε αντάρτη”. Μου έλεγε ο Κώστας Τζώρτζης ότι: “τον συνάντησα ένα απογευματινό που είχα στήσει καρτέρι περιμένοντας πίσω από κάτι φραγκοσυκιές, στη θέση Βελανίδι στο χωριό Ριζοχώρι (Λάπι), μήπως και φανεί κανένα πετούμενο.

Μπροστά μου ήταν μια μάντρα και πίσω της ο παπά Κόκκινος είχε στήσει καρτέρι μήπως και φανεί καμιά μπεκάτσα ή καμιά τσιχλα. Σε μια στιγμή σικώθηκε να ξεπιαστεί πρώτα εμφανίστικε το καλιμαύκι κατάμαυρο και ύστερα η φιγούρα του. Όπως έπεσε η ματιά μου επάνω του, μου έδωσε την εντύπωση μέσα στο μισοσκόταδο, απόκοσμης! παρουσίας, Παπάς ή διάβολος, ήταν πίσω από το πεζούλι; αναρωτήθηκα…Και φωνάζω “Παπούλι!!!” Και μου απαντάει: Εδώ πάνω είσαι και συ ευλογημένε μου; Που να ήξερε ότι εγώ είχα σταυρωσει το βόλι μου, και είμουν έτοιμος να του την μπουμπουνήσω.

Δεν γνωρίζω ποιος έβαλε φόλες στην περιοχή και του δηλητηρίασε το αγαπημένο κυνηγόσκυλο. Το αποτέλεσμα όμως της εγκληματικής αυτής πράξης είχε θύμα το αθώο σκυλί. Αυτό δεν γίνεται και σήμερα από ορισμένους κακόβουλους;

Εργασία : ΠΙΠΗΣ ΚΟΜΙΑΝΟΣ – komianos.wordpress.com

ΠΗΓΗ : komianos.wordpress.com

_________________

ΕΠΑΝΩ-UP